Η Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση στις ιδιωτικές δαπάνες με 57,2% επί των συνολικών δαπανών Υγείας, υποσκελίζοντας ακόμα και αυτές τις ΗΠΑ, που - με το Μεξικό - κατέχουν τη δεύτερη θέση με 55%
Αυτά τα στοιχεία έδωσε την περασμένη Τρίτη ο ΟΟΣΑ στη δημοσιότητα με το «Πανόραμα Υγείας 2007» και αφορούν στο έτος 2005.
Ο ΟΟΣΑ δίνει την κατεύθυνση στις χώρες - μέλη να αντιμετωπίσουν ως «αυξανόμενη πρόκληση για την πολιτική Υγείας», την «πρόληψη και τη διαχείριση της χρόνιας ασθένειας». Υποδεικνύει δηλαδή περικοπές, αφού οι δαπάνες Υγείας αντιμετωπίζονται ως πρόκληση. Μάλιστα πολλές φορές ο ΟΟΣΑ, όπως και η Ευρωπαϊκή Ενωση, έχουν επισείσει τον κίνδυνο της λεγόμενης «γήρανσης του πληθυσμού» για να προχωρήσουν στις περικοπές. «Η υγειονομική περίθαλψη βελτιώνεται στις χώρες του ΟΟΣΑ αλλά η καλύτερη διαχείριση των χρόνιων παθήσεων είναι απαραίτητη» σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι συνολικές δαπάνες Υγείας στην Ελλάδα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι 10,1%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 9%. Την πρώτη θέση κατέχουν οι ΗΠΑ με 15,3% επί του ΑΕΠ και ακολουθούν η Ελβετία με 11,6%, η Γαλλία με 11,1% και η Γερμανία με 10,7%. Τελευταίες είναι η Κορέα με 6%, η Πολωνία με 6,2% και το Μεξικό με 6,4%.
Στον Πίνακα 1 φαίνονται οι κατά κεφαλή δαπάνες Υγείας και ο επιμερισμός τους σε δημόσιες και ιδιωτικές.
Η κατά κεφαλήν δαπάνη Υγείας στην Ελλάδα εμφανίζεται υψηλότερη κατά 151 ευρώ από το μέσο όρο (ΜΟ) του ΟΟΣΑ, που είναι 1.877 ευρώ. Ομως ο ΜΟ της κατά κεφαλήν δαπάνης του ΟΟΣΑ επιμερίζεται σε 1.361 ευρώ ως δημόσια δαπάνη και 516 ευρώ ως ιδιωτική δαπάνη. Δηλαδή στην Ελλάδα το λαϊκό νοικοκυριό πληρώνει για υπηρεσίες Υγείας του κάθε μέλους του υπερδιπλάσιο ποσό από το ΜΟ των χωρών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ICAP «οι κυριότερες πηγές των ιδιωτικών δαπανών είναι των ανασφάλιστων, οι δαπάνες για υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την ασφάλιση ορισμένων πληθυσμιακών και επαγγελματικών ομάδων, η νομοθετημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα έξοδα περίθαλψης (διαφέρει αναλόγως του ασφαλιστικού φορέα), η διαφορά μεταξύ της δαπάνης που αποδίδουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί για ιατρικές πράξεις και της πραγματικής αμοιβής του ιατρού, οι επιπλέον δαπάνες των ασφαλισμένων για διαφορά θέσεως στα νοσοκομεία και οι δαπάνες που καταβάλλονται για ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη στο εξωτερικό».
Στον Πίνακα 2 φαίνονται οι δημόσιες δαπάνες Υγείας και η συμβολή σε αυτές της κρατικής χρηματοδότησης και της κοινωνικής ασφάλισης.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις κάνουν και μια αλχημεία παρουσιάζοντας ως κρατική επιχορήγηση όλες τις δημόσιες δαπάνες, ενώ στην πραγματικότητα ο βασικός αιμοδότης είναι τα ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή ξανά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε (1.11.2007)ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Λυκούργος Λιαρόπουλος, η κρατική συμμετοχή στις συνολικές δημόσιες δαπάνες Υγείας υποχώρησε στο 28% το 2006, έναντι 40% το 1992. Αντίθετα η συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στις συνολικές δημόσιες δαπάνες έφτασε το 72% το 2006, από 59% το 1992.
Ειδικότερα η κρατική επιχορήγηση προς τις μονάδες Υγείας και Πρόνοιας - σύμφωνα με επεξεργασία στοιχείων του Κοινωνικού Προϋπολογισμού απ' το «Ρ» - φτάνει στο 5,5%, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι δημόσιες επενδύσεις 2,5%. Δηλαδή η λειτουργία των μονάδων Υγείας και Πρόνοιας στηρίζεται στα νοσήλια των ασφαλιστικών ταμείων που καλύπτουν το 84,1% των εσόδων τους.
Αποκαλυπτικά για την κατάσταση των ελλείψεων στα δημόσια νοσοκομεία είναι τα στοιχεία για το νοσηλευτικό προσωπικό. Η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της αναλογίας νοσηλευτών ανά κατοίκους, με 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 8,9. Αντίθετα η Ελλάδα διαθέτει τη μεγαλύτερη αναλογία στους γιατρούς με 4,9 ανά 1.000 κατοίκους όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 3,0. Οι περισσότεροι γιατροί είναι ειδικευμένοι (3,3 ανά 1.000 κατοίκους) ενώ μόνο 0,3 ανά 1.000 κατοίκους είναι γενικοί γιατροί.