Ποιοι είναι οι λόγοι, για τους οποίους μπορεί να ανατρέξουμε στο διάβασμα;
ΠΗΓΗ: «Το σχολικό μάθημα εκτός έδρας» Εκδ: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Οι μαθητές για να αντεπεξέλθουν στο σχολείο - εξεταστήριο και για να προμηθευτούν «εφόδια», που το ίδιο δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει (ξένες γλώσσες, μουσική κλπ), και που θα τους κάνει πιο «ανταγωνιστικούς» στην αγορά εργασίας, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους τρέχοντας από το ένα φροντιστήριο στο άλλο. Κάποιοι σταματούν νωρίτερα την εκπαιδευτική διαδικασία για να βγουν στην παραγωγή. Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών στον ελεύθερο χρόνο της εργάζεται για να συνεισφέρει στην οικογένεια, αφού οι σπουδές «κοστίζουν μια περιουσία».
Από την άλλη, η αύξηση του χρόνου εργασίας είναι γεγονός. Η εργάσιμη μέρα επιμηκύνεται, με τη μορφή των υπερωριών, με την απασχόληση σε παραπάνω από μία δουλιές, με την απελευθέρωση του ωραρίου και την επικείμενη κατάργηση της Κυριακής αργίας. Επιπλέον, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κατακερματίζει τον ελεύθερο χρόνο.
Σ' αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, σε τέτοιους ρυθμούς ζωής που καλείται να ζήσει και να εργαστεί ο άνθρωπος σήμερα, ποια θέση μπορεί να έχει το βιβλίο και κάθε μορφή τέχνης στη ζωή του;
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εμφανίζεται αποκλειστικά στο καπιταλιστικό σύστημα. «Σηματοδοτεί την επιθυμία του ατόμου να βιώσει το μη εργάσιμο χρόνο του όσο πιο ανώδυνα, φευγαλέα και επιφανειακά γίνεται. Το "σκότωμα" της ώρας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της απαξίωσης και της ματαίωσης που νιώθει η νεολαία απέναντι στο καπιταλιστικό παρόν του σχολείου, του πανεπιστημίου και της εργασίας. Αυτό που ζητά η νεολαία είναι να ξεχαστεί», υπογραμμίζει ο Κ. Ιωαννίδης, κοινωνιολόγος - εκπαιδευτικός.
Ετσι, και τα ενδιαφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου, λογικό είναι να προσαρμόζονται σ' αυτά τα δεδομένα. Εξάλλου, η αστική τάξη πάντα προσπαθεί να παρέμβει στον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, διαμορφώνοντάς τον έτσι ώστε να έχει διπλό όφελος: «Από τη μια να "σπέρνει" αντιλήψεις που εδραιώνουν την κυριαρχία της και από την άλλη να στήνει μια ολόκληρη βιομηχανία ελεύθερου χρόνου που αναπαράγει τα καπιταλιστικά κέρδη», σημειώνει ο Κ. Ιωαννίδης.
Κατανάλωση και παθητικότητα. Αδιαφορία για το τι συμβαίνει όχι μόνο γύρω μας, αλλά και σε μας τους ίδιους. Αναζήτηση του «εύκολου». Ενασχόληση με ό,τι σχετίζεται με το «λάιφ στάιλ» και την κοσμοπολίτικη ζωή της αστικής τάξης. Γι' αυτό και το βιβλίο τείνει να συνδεθεί με το χώρο του θεάματος, με το «τι πουλά». Τα λεγόμενα «μπεστ σέλερ» δεν είναι τίποτε άλλο, από βιβλία που υπακούουν σε καταναλωτικούς κανόνες.
«Το βιβλίο δε θεωρείται πια καθημερινή ανάγκη. Αντίθετα, είναι περιθωριοποιημένο. Μ' αυτό τον καταιγισμό ψυχαγωγικών προτάσεων στο κλίμα του καταναλωτισμού, είναι φυσικό να προκρίνει κάποιος τέτοιου είδους ψυχαγωγικές συνήθειες», παρατηρεί η Ζ. Βαλάση. «Τα μπεστ σέλερ δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη επαφής του αναγνώστη με τη λογοτεχνία, αλλά στην ανάγκη ενσωμάτωσής του στο σύστημα που προβάλλεται».
Η «οθόνη», όχι ως επίτευγμα της τεχνολογικής προόδου, αλλά σαν ένα σύμβολο της σύγχρονης κοινωνίας και των εξοντωτικών ρυθμών της ζωής που μας έχει επιβληθεί, και μας «σπρώχνει» να επιλέξουμε την «εύκολη εικόνα», το «θέαμα», τη γρήγορη και άκριτη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τη «σελίδα». Το βιβλίο από την άλλη, δεν είναι μια παθητική απόλαυση της τέχνης. Απαιτεί εγρήγορση, σκέψη, ενεργή συμμετοχή και κρίση.
«Κανένας δεν πρόκειται, φυσικά, να υπερασπιστεί μια επιστροφή στην προ ηλεκτρονικού λόγου εποχή, ή στον αποκλεισμό της εικόνας σαν μια άλλη μέθοδο συλλογής πληροφοριών, γνώσης και ψυχαγωγίας. Ομως η συζήτηση γεννάται από μια συγκεκριμένη επιλογή ζωής, που, εφ' όσον καταργεί στην πράξη τον έντυπο λόγο, επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της όλη τη γνωστική διαδικασία και τη διαμόρφωση της συνείδησης. Αυτό δεν είναι προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, αλλά προσαρμογή στη μιζέρια και στην αποξένωση που σκόπιμα επιβάλλεται, προκειμένου να αρπάζει τη σκέψη και να την κατευθύνει στο πουθενά...», σημειώνει εύστοχα ο Π. Αλέπης, δημοσιογράφος και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη».
«Ψάξε για σχολειό, άστεγε! / Προμηθέψου γνώση, παγωμένε! / Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είναι ένα όπλο / Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία» Μπ. Μπρεχτ
Η γνώση αποτελεί όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης, που σκόπιμα η άρχουσα τάξη προσπαθεί να αφαιρέσει... Και όσο τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στα δικαιώματα της εργατικής τάξης αυξάνονται, τόσο περισσότερο η προσπάθεια να βγει εντελώς το διάβασμα, η γνώση και η μελέτη από τη ζωή των εργαζομένων εντείνεται.
Ας δούμε, όμως, τα στοιχεία της ίδιας έρευνας για την αναγνωστική συμπεριφορά. Οπως προκύπτει μόνο ένα ποσοστό 8,6% διαβάζει πάνω από 9 βιβλία το χρόνο (σ.σ. τακτικός αναγνώστης θεωρείται αυτός που διαβάζει πάνω από 25 βιβλία το χρόνο, συνεπώς το ποσοστό των τακτικών αναγνωστών είναι μικρότερο του 8,6%)!
Στην ερώτηση «πόσα βιβλία διαβάσατε τον τελευταίο χρόνο», το 65,8% απάντησε «κανένα», το 7%, από 10 - 25, και μόνο το μικροσκοπικό ποσοστό του 1,6% αντιστοιχεί σ' αυτούς που διάβασαν πάνω από 25 βιβλία...Το θέμα που αξίζει να εξετάσει κανείς είναι, ποιοι παράγοντες - καθόλου «ουρανοκατέβατοι» - συμβάλλουν σ' αυτό.
Την έλλειψη ενδιαφέροντος επικαλείται το 29,5%, ως λόγους για τους οποίους δε διάβασαν κανένα βιβλίο στο προηγούμενο διάστημα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος, ωστόσο, είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Καταρχήν, διότι το ενδιαφέρον καλλιεργείται. Επιπλέον, όλοι οι άνθρωποι, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, «μαγεύονται» και γοητεύονται από τον κόσμο του παραμυθιού, της διήγησης και της εξιστόρησης. Η περιέργεια και το ενδιαφέρον του ανθρώπου να μάθει, να γνωρίσει μέσω του διαβάσματος, αλλά και μέσω της εμπειρίας, είναι ένα με τη φύση του. Τι συμβαίνει στην πορεία και εξασθενεί αυτό;
Ηδη από την κρίσιμη και καθοριστική για τη διαμόρφωση προσωπικότητας και την υιοθέτηση συνηθειών παιδική ηλικία (μέχρι τα 14 περίπου χρόνια), τα παιδιά δε «μυούνται» στον κόσμο του διαβάσματος, του «εξωσχολικού» - όπως λέμε - βιβλίου. Αντίθετα, το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα προβάλλει το πρότυπο της ανάγνωσης - καθήκοντος.
Motion Team |
«Η εκπαιδευτική διαδικασία δε βοηθά, ώστε η ανάγνωση να μπει στην καθημερινότητα του παιδιού. Ο λόγος που τα παιδιά δε θέλουν το σχολικό βιβλίο είναι η ταύτισή του με το σχολικό. Μόνο ένας εκπαιδευτικός με μεράκι, που αντιμετωπίζει την τέχνη ως τέχνη μπορεί να επινοήσει εμπνευσμένους τρόπους για να καλλιεργήσει την αγάπη για το βιβλίο. Δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια της υπάρχουσας εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή με καταναγκασμό και έλεγχο - αξιολόγηση. Το σχολείο είναι ένα εξαναγκαστικό σύστημα. Αντίθετα, η τέχνη είναι πάντοτε σύμφυτη με την ελευθερία», σημειώνει μεταξύ άλλων η Ζ. Βαλάση.
Τα σχολικά βιβλία στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι παμπάλαια, αλλά και τα νεότερα είναι κακογραμμένα, προσφέρουν «στείρα» γνώση και ενισχύουν τη μέθοδο της αποστήθισης. Σε καμία περίπτωση πάντως - και σε συνδυασμό με τον τρόπο διδασκαλίας - δεν προάγουν τη φαντασία των παιδιών, ούτε τους εμφυσούν τη μαγεία του λογοτεχνικού ή άλλου είδους βιβλίου. Μάλλον, αποστροφή για κάθε τύπου ενασχόληση με το διάβασμα δημιουργούν.
Από όποια μεριά και να το δούμε, αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, δημιούργημα μιας συνολικά αντιλαϊκής πολιτικής, που μόνιμο μέλημά της είναι να διαμορφώνει «υπηκόους», θα ήταν αδύνατο και αντιφατικό να έχει στο επίκεντρό του τη διαμόρφωση «σκεπτόμενων» ανθρώπων. Οι αυριανοί εργαζόμενοι δε διαπαιδαγωγούνται, για να κυβερνήσουν τη ζωή τους και να φέρουν τον κόσμο σε ανθρώπινα μέτρα. Οι μαθητές μαθαίνουν από πολύ νωρίς το «μάθημα» της ζωής. Της σκληρής πραγματικότητας: σήμερα από το ένα φροντιστήριο στο άλλο, αύριο από τη μια δουλιά στην άλλη.
Το βιβλίο δε στηρίζεται - και σκόπιμα - από το κράτος. Οι δημοτικές δανειστικές βιβλιοθήκες, που θα μπορούσαν να αποτελούν διέξοδο για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, είναι λίγες, δεν εμπλουτίζονται, δεν απασχολούν επιστημονικό δυναμικό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, της οποίας ένα μέρος βρίσκεται από το σεισμό του 1999 σε κούτες! Στην επαρχία και στις απομακρυσμένες περιοχές η κατάσταση είναι ακόμα πιο τραγική.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα σχολεία όλων των βαθμίδων δε διαθέτουν καν βιβλιοθήκη. Από τα 16.089 σχολεία της χώρας, μόνο 499 γυμνάσια και λύκεια διαθέτουν οργανωμένη βιβλιοθήκη. Αλλά και γι' αυτές τις 499 σχολικές βιβλιοθήκες δεν υπάρχει σχέδιο για την εξασφάλιση της λειτουργίας και ανανέωσής τους, ούτε για τη σύνδεσή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία. Πολλές είναι κλειστές και άλλες υπολειτουργούν για λόγους στελέχωσης, ενώ καμία απ' αυτές δεν είναι ανοιχτή στην τοπική κοινωνία.
Η Ζ. Βαλάση υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Η λειτουργία οργανωμένων σχολικών βιβλιοθηκών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαμόρφωση "καλών" και συστηματικών αναγνωστών. Να υπάρχει προβλεπόμενη "ώρα βιβλιοθήκης", ενταγμένη στο σχολικό πρόγραμμα, με ελευθερία επιλογής βιβλίων και με υπεύθυνο της βιβλιοθήκης βιβλιοθηκονόμο και όχι δάσκαλο».
Μιλούν στον «Ρ» οι Χρ. Κορτζίδης, επικεφαλής της «Δημοτικής Συνεργασίας για το Ελληνικό» και Χρ. Δουρίδας, επικεφαλής της «Αγωνιστικής Δημοκρατικής Ενότητας» Αλίμου
Ο Χρήστος Κορτζίδης, δημοτικός σύμβουλος και επικεφαλής της παράταξης «Δημοτική Συνεργασία για το Ελληνικό», μίλησε στον ««Ρ» για την πλαζ του Αγίου Κοσμά, η οποία από το 1994 μισθώθηκε από την εταιρία «Ποσειδών ΠΕΤΡΟΚΛΑΜΠ ΕΠΕ».
«Το 1994 μισθώθηκε ο χώρος της πλαζ του Αγίου Κοσμά από την εταιρία "Ποσειδών ΠΕΤΡΟΚΛΑΜΠ ΕΠΕ", που είναι περίπου 23 στρέμματα. Η εταιρία που τη διαχειρίζεται χρησιμοποιεί την πλαζ την ημέρα και το βράδυ έχει κάποια κέντρα διασκέδασης. Το αποτέλεσμα είναι η παραλία του Ελληνικού να είναι στο σύνολό της κλειστή», υπογράμμισε ο Χρ. Κορτζίδης.
Και συμπληρώνει: «Ενα μεγάλο κομμάτι της καταλαμβάνουν οι δύο επιχειρήσεις, η πλαζ και τα κέντρα διασκέδασης, ενώ δίπλα υπάρχει μια πίστα κάρτινγκ και ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της καταλαμβάνει πια το Ολυμπιακό Κέντρο Ιστιοπλοΐας, όπου μεθοδεύεται η ιδιωτικοποίησή του και η μετατροπή του σε μια μεγάλη μαρίνα. Συγκεκριμένα, σε λίγες μέρες θα γίνει η προκήρυξη του διαγωνισμού, όπου προγραμματίζεται να γίνουν και εμπορικά καταστήματα, κάποια δωμάτια, κ.ά.».
Αναφερόμενος στο «Ολυμπιακό» έργο του Κέντρου Ιστιοπλοΐας, όπου κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και τις μεταολυμπιακές ανάγκες των ιδιωτών που θα πάρουν το έργο, ο Χρ. Κορτζίδης σημείωσε: «Με τον τελευταίο νόμο για την "αξιοποίηση" των ολυμπιακών εγκαταστάσεων που ψηφίστηκε στη Βουλή αυξήθηκε και ο συντελεστής δόμησης στην περιοχή, ενώ επιτρέπονταν να χτιστούν μέχρι και 44.000 τ.μ., τώρα επιτρέπεται να χτιστούν μέχρι και 66.000 τ.μ., δηλαδή μπορούν να χτίσουν 57.000 τ.μ. ακόμα!!!»
Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι, όπως λέει ο Χρ. Κορτζίδης, ότι ο Δήμος Ελληνικού κάθε καλοκαίρι εφαρμόζει ένα πρόγραμμα όπου πηγαίνει τους δημότες με πούλμαν για να κάνουν μπάνιο. «Κάθε χρόνο ο Δήμος αναγκάζεται να ψάχνει παραλία ελεύθερη, τη στιγμή που στο δήμο μας υπάρχει μια πλαζ οργανωμένη την οποία όμως δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει γιατί πολύ απλά είναι ιδιωτική». Οσον αφορά στις δύο επιχειρήσεις που λειτουργούν, στο χώρο της παραλίας, σημειώνει, ότι η εγκατάσταση αυτών των επιχειρήσεων είναι παράνομη και όσον αφορά στις μισθώσεις που έχουν γίνει και όσον αφορά στις χρήσεις γης που γίνονται.
«Είμαστε αντίθετοι με την παραχώρηση χώρων στην παραλία γιατί αναιρούν το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στους πολίτες», επισημαίνει ο Χρ. Κορτζίδης και συμπληρώνει: «Η θέση της "Δημοτικής Συνεργασίας για το Ελληνικό" είναι, όσον αφορά στους χώρους που καταλαμβάνουν οι επιχειρήσεις και είναι συνολικά 63 στρέμματα, επειδή είναι παράνομες, πρέπει να ακυρωθούν οι συμβάσεις και να περιέλθουν στο δήμο. Την ίδια ώρα το Κέντρο Ιστιοπλοΐας δεν πρέπει να παραχωρηθεί σε ιδιώτες για να γίνει μαρίνα, αλλά να παραμείνει ναυταθλητικό και πέραν από τα 9.000 τ.μ. που έχουν χτιστεί να μην χτιστεί τίποτα επιπλέον και ο υπόλοιπος χώρος να παραχωρηθεί στο Δήμο, όπου θα έχει ελεύθερη πρόσβαση ο κόσμος για κολύμπι, περίπατο και αναψυχή».
Στα ίδια πλαίσια κινείται και ο Χρήστος Δουρίδας επικεφαλής της «Αγωνιστικής Δημοκρατικής Ενότητας» στον Αλιμο. «Η πλαζ του Αλίμου παραχωρήθηκε από το 1996 σε ιδιώτες. Σήμερα την εκμεταλλεύεται η εταιρία "Ανάπλαση Παραλίας ΕΠΕ". Πριν τις πάρει ο ιδιώτης ήταν εγκαταλειμμένες σε κακή κατάσταση και με αφορμή την ανάπλασή τους παραδόθηκαν στους ιδιώτες», τόνισε ο Χρ. Δουρίδας.
Και συμπλήρωσε: «Η θέση της παράταξης είναι ότι για τις παραλίες πρέπει να υπάρχει κρατική φροντίδα και να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση του κοινού όχι μόνο της περιοχής μας αλλά όλης της Αττικής».
Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι για τους κατοίκους του Δήμου Αλίμου, αλλά και άλλων δήμων, οι παραλίες είναι «ελεύθερες», αφού έχουν μια ειδική κάρτα που επιδεικνύουν κατά την είσοδό τους και μπαίνουν δωρεάν. Ωστόσο, το ...δωρεάν είναι φαινομενικά δωρεάν, αφού στο τέλος κάθε χρόνου ο ιδιώτης συγκεντρώνει τα στοιχεία που έχει για το πόσοι δημότες έχουν πάει και παίρνει τα χρήματα από το δήμο. Οπότε και πάλι πληρώνουν οι δημότες με έμμεσο αυτή τη φορά τρόπο, μέσω της δημοτικής φορολογίας...
Και φυσικά, η είσοδος είναι μόνο η αρχή, αφού στις οργανωμένες πλαζ τα πάντα πληρώνονται. Συγκεκριμένα το πάρκινγκ, σε κάποιες παραλίες χρεώνεται εξτρά και κυμαίνεται από 2 έως 9 ευρώ! Οι ξαπλώστρες, επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις χρεώνονται έξτρα και ξεκινούν από 2,5 και καταλήγουν στα 4 ευρώ! Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ένα μπάνιο μιας τετραμελούς οικογένειας σε μια οργανωμένη παραλία να ξεκινά από 25 ευρώ, σχεδόν όσο και το μεροκάματο ενός εργαζόμενου, και να φτάνει μέχρι και τα 45 με 50 ευρώ!!!
Ολα αυτά βέβαια χωρίς να φάει και να πιει κανείς κάτι, από τις διάφορες καντίνες και τα μπαρ της παραλίας, γιατί τότε το κυριακάτικο ή και καθημερινό μπάνιο θα φτάσει να κοστίζει σχεδόν όσο ένα βδομαδιάτικο. Καθώς, ανάλογα σε ποια πλαζ βρίσκεται ο καθένας χρεώνεται ανάλογα και το νερό, ο καφές, το παγωτό και όλα τα υπόλοιπα. Ενδεικτικά ένα μπουκάλι νερό 1/2 λίτρου, στις πιο «οικονομικές» παραλίες ξεκινά από 0,50 ευρώ (170 δρχ.) και ανεβαίνει στα 0,70 ευρώ (210 δρχ.) μέχρι και το 1 ευρώ (340 δρχ.). Επίσης, ένας καφές, φραπέ, ξεκινά από 2 ευρώ (700 δρχ.), στις οικονομικές περιπτώσεις και «προχωρά» στα 3,30 ευρώ (1.100 δρχ.) ή και παραπάνω.
Αυτοί που δεν μπορούν να πληρώσουν τα ακριβά εισιτήρια, για να μπουν στις οργανωμένες παραλίες αναγκάζονται να πηγαίνουν στις ελεύθερες παραλίες της υπόλοιπης Αττικής. Ετσι, για να πάει κάποιος σε μια παραλία της Ανατολικής Αττικής θα χρειαστεί να διανύσει από 30 μέχρι και 60 χιλιόμετρα. Η κατάσταση που επικρατεί στις ελεύθερες παραλίες, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις απαράδεκτη. Στην καλύτερη περίπτωση η υποδομή που υπάρχει είναι μόνο κάποιες ντουζιέρες, ενώ στη χειρότερη οι λουόμενοι θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με αρκετές δεκάδες πλαστικά μπουκάλια και σκουπίδια. Μάλλον με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση θέλει αφενός μεν να δημιουργήσει το άλλοθι για να ξεπουλήσει και αυτές αλλά και να στρέψει τους ...πελάτες στις ιδιωτικές πλαζ.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ελεύθερης παραλίας που βρίσκεται λίγο πριν από την οργανωμένη πλαζ στα Αστέρια της Γλυφάδας. Εκτός από τα σκουπίδια που υπάρχουν στην ακτή, υπάρχει μόνο μία ντουζιέρα, η οποία όμως είναι ...στραβή και πανάρχαια. Πριν την αμμουδιά υπάρχουν βρώμικα νερά και μερικά ...σκουπίδια να «διακοσμούν» το χώρο.
«Αντί να πάμε για καφέ, είπαμε να έρθουμε για μπάνιο», μας είπε η 19χρονη Μαρία, που είχε πάει για μπάνιο στην οργανωμένη πλαζ της Βούλας. «Δεν μπορούμε να πάμε πιο μακριά γιατί δεν έχουμε μέσο μεταφοράς, οπότε ήρθαμε εδώ. Το χαρτζιλίκι μας, άλλωστε, δε φτάνει για πιο πολλά».
«Με τη σύνταξη που παίρνουμε δεν μπορούμε να πάμε για μπάνιο δίπλα στην οργανωμένη. Καθαρά βρώμικα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Κάνουμε εδώ μπάνιο μας αρέσει ή όχι», λέει η κυρία Καίτη 72 χρονών που κάνει μπάνιο μαζί με τον άντρα της στην ελεύθερη παραλία που είναι κοντά στα Αστέρια της Γλυφάδας.
Θυμίζουμε ότι ο διαγωνισμός που είχε προκηρύξει η θυγατρική εταιρία του ΕΟΤ, η Εταιρία Τουριστικής Αξιοποίησης (ΕΤΑ ΑΕ) για την παραχώρηση των παραλιών της Βούλας (Α και Β Αλιπέδου), της Βουλιαγμένης, της Γλυφάδας, της Αναβύσσου, του Αλίμου κ.ά. σε κοινοπραξίες επιχειρηματιών, ήταν η κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας. Χρόνια πριν και σταδιακά είχε ξεκινήσει η παραχώρηση στο μεγάλο κεφάλαιο των παραλιακών φιλέτων (π.χ. η παραλία του Αγίου Κοσμά στο Ελληνικό).
Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει ότι οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με το έργο του Βιολογικού Καθαρισμού της Ψυττάλειας (σ.σ. που έγινε με χρήματα του ελληνικού λαού) φρόντισαν περισσότερο να...«καθαρίσουν» τις ιδιοκτησίες των επιχειρηματιών, παρά να δώσουν λύση στο πρόβλημα της μόλυνσης του Σαρωνικού προς όφελος των κατοίκων. Αλλωστε, το γεγονός ότι το έργο αυτό δε συνοδεύτηκε από τις απαραίτητες προβλέψεις για έργα υποδομής για την εναπόθεση της λυματολάσπης του βιολογικού καθαρισμού, με αποτέλεσμα χιλιάδες τόνοι να μολύνουν περιοχές του Λεκανοπεδίου, «φωτογραφίζει» τις πραγματικές προθέσεις των κυβερνήσεων... Την ίδια στιγμή λοιπόν που οι επιχειρηματίες επιβάλλουν εισιτήριο και θησαυρίζουν από τις καθαρές ακτές που είναι δημόσια περιουσία, οι κάτοικοι του Περάματος, του Κερατσινίου ή των Ανω Λιοσίων και του Θριασίου (σ.σ. εκεί όπου ρίχνονται εκτός από τους τόνους των απορριμμάτων της Αττικής και η λάσπη της Ψυττάλειας) «αναπνέουν» τους επικίνδυνους ρύπους που παράγονται από την εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Στους Οθωνούς, γράφει, το φθινόπωρο του 1946 έζησαν σαν εξόριστοι εκατό περίπου πολίτες, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, συνδικαλιστές, εργάτες και αγρότες, από τις περιοχές της Λαμίας, της Πάτρας, των Καλαβρύτων, του Αιγίου και του Αγρινίου.
Αλλά ας διαβάσουμε κάποια αποσπάσματα από τη διήγηση του Βασίλη Κάιλα, μια πολύ όμορφη διήγηση που θα άξιζε να δημοσιευτεί ολόκληρη:
... Στις 10 Ιούλη 1946, μόλις είχε αρχίσει η δράση του ΔΣΕ στη Λαμία, πιαστήκαμε από τη χωροφυλακή δέκα στελέχη των ΕΑΜικών οργανώσεων, ο ένας ήμουν εγώ σαν ΕΠΟΝίτης, μας κρατήσανε σ' ένα υπόγειο όπου μας κοινοποίησαν αποφάσεις διοικητικού εκτοπισμού για ένα χρόνο σε διάφορα άγονα νησιά.
...Ο πόλεμος είχε αρχίσει άγρια και οι συλλήψεις ακόμα πιο άγριες. Πιάνονταν σε όλη την περιοχή, με τη βοήθεια των παρακρατικών οργανώσεων Βουρλάκηδων και Σούρληδων, συγγενείς, με την υποψία πως οι δικοί τους είχαν βγει στο κλαρί, όποια θεωρούσαν ή ήταν πραγματικά στελέχη, τα κρατητήρια γέμιζαν ασφυκτικά, αναγκάστηκαν να αδειάσουν τα μέρη που μας κρατούσαν για να τα γεμίσουν ξανά με νέους κρατούμενους. Ετσι, ένα πρωί μας βάλανε σε καμιά δεκαπενταριά φορτηγά και μας μετέφεραν στη Σχολή Χωροφυλακής Δαφνίου και μας εγκατέστησαν στο δεύτερο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου, στον τρίτο όροφο οι ασθενείς του ψυχιατρείου, στον μεσαίο εμείς και στον πρώτο οι μαθητές της σχολής, μια συγκατοίκηση χάρμα! Εκεί θα παραμέναμε για λίγο διάστημα ως τη στιγμή που θα μας κοινοποιούσαν τις αποφάσεις της δευτεροβάθμιας επιτροπής, πράγμα που έγινε σε μια βδομάδα περίπου, αρχές Αυγούστου ήρθαν οι νέες αποφάσεις, εμάς τους Λαμιώτες μας έστελναν στους Οθωνούς. Ψάχναμε, ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο, πού να ξέρουμε πού βρίσκεται η κάθε νησίδα, προμηθευτήκαμε έναν χάρτη της Ελλάδας, τον βάλαμε κάτω στο τσιμέντο, ψάχναμε, ψάχναμε, πουθενά οι Οθωνοί.
Στην αγωνία μας ένας υπομοίραρχος μας είπε: «Μην κοπιάζετε, δεν το χωράει ο χάρτης», μας κατατόπισε όμως, πολύ καλά, έτσι που και ξαπλώσαμε στο δροσερό τσιμέντο και σκεφτόμασταν τη νέα μας ζωή.
Τμήμα μεταγωγών της Αθήνας, σιδηροδρομικός σταθμός Πελοποννήσου, τμήμα μεταγωγών Πάτρας, ταξίδι με πλοίο, τμήμα μεταγωγών Κέρκυρας, αναχώρηση για Οθωνούς... Η αφήγηση συνεχίζεται:
«... Οσο πλησιάζαμε διακρίναμε καθαρά μια αμμουδερή παραλία με δύο τρία κτίρια και το καΐκι σε λίγο άραξε, σιγά σιγά κατεβήκαμε, αφήσαμε τα πράγματά μας κάτω και ξαπλώσαμε να ξεμουδιάσουμε από το πολύωρο ταξίδι. Ημασταν στους Οθωνούς, στο μέρος που θα περνούσαμε την εξορία μας. Λίγα βήματα πιο πέρα ένα καφενεδάκι με μιαν αυλούλα γύρω γύρω με λουλούδια και λίγες καρέκλες. Τρεις Λαμιώτες και δύο από το Αίγιο, που γνωριστήκαμε στο ταξίδι και ταιριάξαμε, είπαμε να πιούμε κανένα ουζάκι να εγκαινιάσουμε τη νέα μας εγκατάσταση, καλησπερίσαμε το μαγαζάτορα, του δώσαμε την παραγγελία, μας έφερε ένα καραφάκι - καρτούτσο, όπως το είπε - κάθισε κι αυτός παρέα να γνωριστούμε, άλλωστε ήταν ο μόνος κάτοικος που ήταν όταν κατεβήκαμε από το καΐκι, μας είχε κάνει εντύπωση το πράγμα και τον ρωτήσαμε να μας εξηγήσει αυτή την απουσία των ντόπιων. Εσκασε ένα χαμόγελο και μας είπε: "Από μέρες ο ενωμοτάρχης μας μάζεψε, με τους δύο χωροφύλακες που αποτελούσαν την αστυνομική δύναμη του νησιού και τη δική μας φρουρά και μας είπε πως θα έρθουν σε λίγες μέρες κάποιοι άνθρωποι παράξενοι, από άλλους τόπους, με άγριες φάτσες, με μάτια που πετούν φωτιές, που έχουν σκοτώσει στα μέρη τους ανθρώπους και τέτοιες ανοησίες και μας συνιστούσε να μην έχουμε πάρε - δώσε με σας". Βάλαμε τα γέλια, αυτός πιο πολύ από μας γελούσε. Τσουγκρίσαμε τα ποτηράκια μας και ευχηθήκαμε καλή διαμονή.
Κοιμηθήκαμε πρόχειρα, όπως πέσαμε στα στρωσίδια μας, δε σαλέψαμε ούτε σπιθαμή και το πρωί μαζευτήκαμε για να οργανώσουμε τη ζωή μας, να πάρουμε ο καθένας μας μια δουλιά. Βρήκαμε το μέρος για το μαγείρεμα, το φούρνο για το ψωμί, μας υπέδειξαν από πού θα έπρεπε να κόψουμε ξύλα, δεν έμεινε κανείς χωρίς δουλιά, ο καθένας ανάλογα με τις σωματικές του δυνάμεις και τις ικανότητές του. Αφού τελειώσαμε τις πρακτικές δουλιές, καθορίσαμε τα δωμάτια για τον καθένα μας, άρχισε η γνωριμία μεταξύ μας. Ημασταν από τη Λαμία, από το Αίγιο, Καλάβρυτα, Πάτρα και τα γύρω χωριά, απ' το Αγρίνιο και την περιοχή, εργάτες και αγρότες, συνδικαλιστές, δάσκαλοι, δικηγόροι, ένας φαρμακοποιός, κάποιοι φοιτητές, ένα μωσαϊκό επαγγελμάτων και ηλικιών.
Ολοι μας ξεχωριστοί, στην πατρίδα τους αγωνιστές της κατοχής, και ένας γιατρός, ο Θόδωρος από το Αίγιο, ένας άνθρωπος που δε στέκονταν ούτε λεπτό, αεικίνητος. Ζήτησε ένα δωμάτιο να το φτιάξει ιατρείο, σε δυο ραφάκια έβαλε τα λίγα φάρμακα που κουβαλούσαμε μαζί μας, το ταχτοποίησε όμορφα - όμορφα, διάλεξε και τους βοηθούς του και φρόντισε απ' έξω να βάλει μια μεγάλη ταμπέλα που γνωστοποιούσε στους ντόπιους πως όποιος είχε ανάγκη από γιατρό ν' απευθύνεται σ' αυτό το «ιατρείο» και άρχισε τη γιατρική του. Δουλιά καθημερινή, πολλή, κάποιος παράγοντας του νησιού του έδωσε ένα άλογο να το χρησιμοποιεί, επειδή οι κάτοικοι δεν είναι συγκεντρωμένοι πολλοί μαζί σε ένα μέρος, αλλά σκορπισμένοι σε πολλούς ολιγομελείς οικισμούς, σπαρμένους σε όλο το νησί. Μέχρι την ημέρα που μας σηκώσανε από τους Οθωνούς ο γιατρός πρέπει να είχε εξετάσει σχεδόν όλους τους κατοίκους, φαντάζομαι πως οι παλιοί θα τον θυμούνται με ευγνωμοσύνη.
Το φαΐ και το ψωμί μας το πληρώναμε από την τσέπη μας, σ' εκείνη την εξορία. Δε μας έδιναν κανένα επίδομα, ούτε το κράτος ούτε ο Ερυθρός Σταυρός. Οι οικογένειές μας μπορούσαν να μας βοηθούν, ήταν ακόμα κάπως συγκροτημένες, αργότερα σκόρπισαν κι αυτές, άλλος στο βουνό, άλλος στη φυλακή και την εξορία, έσοδο μηδέν, όχι μόνο να βοηθήσουν εμάς, αλλά ούτε για τη δική τους συντήρηση...
... Με το ταχυδρομείο, που λειτουργούσε ακόμα χωρίς φανερή λογοκρισία, μαθαίναμε τα δυσάρεστα νέα από τις οικογένειές μας, που επιβεβαίωναν αυτή την παρατήρηση: η πολιτική των διωκτών μας ήταν να μας απομονώσουν εντελώς από τον έξω κόσμο. Τα νέα, αναγγελίες θανάτων, εκτελέσεις, συλλήψεις, δυσκολίες τεράστιες, αλλά και ελπίδες για ξεπέρασμα των δυσκολιών. Εγώ το πρώτο γράμμα που πήρα από τους δικούς μου ήταν πως ένα βράδυ έκαναν επιδρομή στο σπίτι μας και έδειραν τον πατέρα μου, κούρεψαν τις δυο μου αδερφές -ήταν τότε της μόδας το κούρεμα από τους συμμορίτες - και προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν».
... Ευτυχώς οι Οθωνοί, τον καιρό που έζησαν εκεί οι εξόριστοι, ήταν μεγάλος ψαρότοπος, έτσι μπόρεσαν να επιβιώσουν, ψαρεύοντας και οι ίδιοι.