Σάββατο 11 Δεκέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ημερίδα για την Οικονομία

Ο «Ρ» ολοκληρώνει σήμερα τη δημοσίευση των παρεμβάσεων στην ημερίδα της ΚΕ του Κόμματος που έγινε τη Δευτέρα 29 του Νοέμβρη στο ξενοδοχείο ΤΙΤΑΝΙΑ, με θέμα τις «Εξελίξεις, τις τάσεις και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας». Στα φύλλα που ακολούθησαν από την Τρίτη 30 του Νοέμβρη μέχρι και χτες δημοσιεύτηκαν: το άνοιγμα που έκανε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα, η εισήγηση του Οικονομικού Τμήματος της ΚΕ, οι χαιρετισμοί εκπροσώπων της κυβέρνησης, της ΝΔ και του ΔΗΚΚΙ και οι παρεμβάσεις των συμμετεχόντων στην ημερίδα.

Σήμερα, ολοκληρώνοντας τη δημοσίευση των ομιλιών ο «Ρ» παρουσιάζει τις παρεμβάσεις του Ηλ. Σταμέλου, μέλους της διοίκησης της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, του Στ. Λουκά, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Γ.Δρίκου, αντιπροέδρου της ΓΣΕΒΕΕ.

Η δημοσίευση του συνόλου των υλικών της ημερίδας θα ολοκληρωθεί αύριο στο φύλλο της Κυριακής, με την παρέμβαση - κλείσιμο των εργασιών που έγινε από την Ελ. Μπέλλου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΚΟΣ
Οι οικονομικές εξελίξεις και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Οι επιπτώσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής στη δεκαετία που διανύουμε. Οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των ΜΜΕ

Στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας αναφέρθηκε στην παρέμβαση - χαιρετισμό του στην ημερίδα του ΚΚΕ ο αντιπρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας Γιώργος Δρίκος. Ο ομιλητής ανάμεσα στα άλλα είπε:

«Κυρίες και κύριοι,

θεωρούμε θετική την πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος να συζητήσει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ελπίζουμε ότι τα συμπεράσματα θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τις προοπτικές.

Η ελληνική οικονομία από άποψη γενικών δεικτών γνώρισε αντιφατικές εξελίξεις στη δεκαετία που φεύγει. Η κρίση στη βιομηχανία, οι επενδύσεις και ο υψηλός πληθωρισμός σταδιακά και μέσα από μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, άρχισαν να παραχωρούν τη θέση τους στις θετικές εξελίξεις, οι οποίες βρίσκουν συνολική έκφρασή τους στην ανάπτυξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος τα τελευταία χρόνια.

Αυτή η φαινομενικά καλή εικόνα όμως, η οποία υπερτονίζεται από τα μέσα ενημέρωσης προκειμένου να δημιουργηθεί και το ανάλογο ψυχολογικό κλίμα για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ, στις συνειδήσεις του κόσμου περνά ως ευημερία των δεικτών, κάτι που σημαίνει ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική μέχρι σήμερα και πολύ σκληρή.

Πράγματι, αν δούμε στο εσωτερικό των δεικτών, θα διαπιστώσουμε ανακατανομές και αναδιαρθρώσεις που έπληξαν μεγάλα στρώματα του ελληνικού λαού, μεταξύ των οποίων και τους επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους.

Βλέπουμε για παράδειγμα μια ραγδαία ανακατανομή της αγοράς υπέρ των πολυκαταστημάτων, μια διαρκή εκτόπιση των προϊόντων μας από την εσωτερική αγορά και μια υποβάθμιση του ειδικού βάρους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην εθνική οικονομία και την κοινωνία.

Παράλληλα, βλέπουμε η ευημερία των δεικτών να συμβαδίζει με υψηλή ανεργία, πράγμα που σημαίνει ότι αδρανοποιούμε χρήσιμο παραγωγικό δυναμικό για τη χώρα μας. Διαψεύδονται έτσι οι θεωρίες που συνδέουν την υψηλή κερδοφορία με την αύξηση της απασχόλησης, αφού η απασχόληση εξακολουθεί να δημιουργείται από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν χαμηλή κερδοφορία. Αρα πρέπει να δούμε με διαφορετικό μάτι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την προσφορά τους στην απασχόληση.

Ενας ακόμα δείκτης που επιτρέπει σχολιασμό, είναι αυτός του Χρηματιστηρίου. Η πίεση που ασκήθηκε στον ελληνικό λαό να διαθέσει τα χρήματά του στο Χρηματιστήριο, αγοράζοντας οποιαδήποτε χαρτιά, αποστράγγισαν την αγορά από χρήμα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από δυνατότητες επενδύσεων.

Επιπλέον, επισήμαναν και ένα ακόμα αρνητικό γεγονός για εμάς. Ενώ εμείς δανειζόμαστε με επιτόκια εφταπλάσια του πληθωρισμού, οι μεγάλες εταιρίες αντλούν χρήμα από το Χρηματιστήριο φθηνά και αποκτούν έναντι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιπλέον ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.

Οσον αφορά την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη δεκαετία που διανύουμε, συνοπτικά έχουμε να κάνουμε τις παρακάτω διαπιστώσεις:

  • Αυξήθηκε ραγδαία η φορολογική επιβάρυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Με τα αντικειμενικά κριτήρια και το 35% από το 1993 και μετά η φορολογία αυξήθηκε κατά 435%, σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Τελευταία, έγινε αντικατάσταση των αντικειμενικών κριτηρίων με νέα, που μάλλον θα επιδεινώσουν την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  • Εγινε ραγδαία ανακατανομή της αγοράς υπέρ των πολυκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ. Σήμερα πάνω από το 50% των ειδών πλατιάς κατανάλωσης και το 70% των τροφίμων διατίθενται από τις αλυσίδες καταστημάτων. Στο ίδιο διάστημα το 50% των μικρών καταστημάτων τροφίμων αφανίστηκαν. Επισημαίνουμε εδώ τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς, που άφησε ανεξέλεγκτη την εξάπλωση των πολυκαταστημάτων και τις μορφές αθέμιτου ανταγωνισμού που ασκούν.
  • Σημειώθηκε ένταση της διείσδυσης των εισαγομένων προϊόντων στην αγορά και εκτοπισμός των δικών μας. Η εισαγωγική διείσδυση από το 21% το 1980, έφτασε στο 50% σήμερα. Αυτό σημαίνει πτώση της ανταγωνιστικότητας και έλλειψη μέτρων ανάπτυξης.
  • Καταργήθηκε κάθε μορφή χρηματοδοτικής στήριξης. Οι προσπάθειες να αντικατασταθεί η 197/78 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής με άλλα μέσα δεν απέδωσαν μέχρι τώρα και σήμερα δεν έχουμε ένα γενικό χρηματοδοτικό σύστημα στήριξης με εγγυήσεις και επιδότηση επιτοκίου.
  • Εντάθηκε ο ρυθμός της ανασύνθεσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Από 6% έως 6,5% στις αρχές της δεκαετίας έχει ξεπεράσει πλέον το 10% σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος όρος ζωής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι λιγότερος από 10 χρόνια και ένας τεράστιος αριθμός απ' αυτές κλείνουν πριν αποσβεστούν οι επενδύσεις τους. Χάνεται έτσι ένα τεράστιο κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για την κοινωνία μας.
  • Παράλληλα εντάθηκαν οι σχέσεις εξάρτησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διαρκώς περισσότερο θέτουν τα κεφάλαιά τους στην υπηρεσία των μητρικών εταιριών, μέσα από τα δίκτυά τους όπως π.χ. τα βενζινάδικα, τα πρατήρια άρτου, τα γαλακτοπωλεία και τυποποιημένα προϊόντα, τα μαγαζιά με χρήση σήματος και άλλα πολλά.
  • Ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αυξήθηκε στη δεκαετία που πέρασε. Από 650.000 περίπου στις αρχές της δεκαετίας, σήμερα ξεπερνούν τις 750.000. Σημειώνουμε εδώ όμως ότι η αύξηση αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Εκτός του ότι χιλιάδες επιχειρήσεις ΟΕ και ΕΕ διασπάστηκαν σε πολλές ατομικές επιχειρήσεις, λόγω του συντελεστή φορολόγησης 35%, είχαμε και δημιουργία πλασματικών επιχειρήσεων όπως: Καθαρίστριες και υπηρεσίες που αναγκάστηκαν να γίνουν «επιχειρηματίες» για να μη χάσουν τη δουλιά τους. Επαγγέλματα υπηρεσιών όπως δημοσιογράφοι, μελετητές, τηλεεργαζόμενοι, φασονίστες κλπ. που αναγκάζονται να δηλώνουν επιχειρηματίες. Χιλιάδες αλλοδαποί που, για να νομιμοποιηθούν, εγγράφηκαν στην Εφορία και πήρανε Αριθμό Φορολογικού Μητρώου.

Ολοι αυτοί λογίζονται ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μας είναι άγνωστο πόσες παραγωγικές επιχειρήσεις έχουν αντικαταστήσει σαν αριθμό, αφού δυστυχώς από το 1988 έπαψαν πλέον να γίνονται απογραφές επιχειρήσεων.

Στο θεσμικό πλαίσιο, είχαμε τις εξής μεταβολές:

Πρώτον: Απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, παρά τις ισχυρές αντιδράσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων. Το νέο ωράριο διευκόλυνε την ανακατανομή της αγοράς υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων.

Δεύτερον: Απελευθέρωση της επαγγελματικής στέγης. Με το νέο νόμο ο ιδιοκτήτης έχει δικαίωμα να πάρει το ενοίκιο που επιθυμεί και ταυτόχρονα να πάρει την άυλη αξία της επιχείρησης, εάν αυτή είναι κερδοφόρα και βιώσιμη με το τρικ της μονομερούς 4ετούς παράτασης της μίσθωσης μετά τη 12ετία.

Τρίτον: Αλλαγή στην κοινωνική ασφάλιση με τη δημιουργία ασφαλισμένων δύο ταχυτήτων. Αυτών πριν και μετά την 1.1.1993 και την ενοποίηση των ταμείων χωρίς διασφάλιση για το μέλλον του φορέα και τις υποχρεώσεις του κράτους. Εμείς θεωρούμε αδιαπραγμάτευτο τον κοινωνικό χαρακτήρα των ασφαλιστικών ταμείων και απορρίπτουμε τις αντιλήψεις περί πλήρους ανταποδοτικότητας.

Τέταρτον: Με τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς να συνοδεύονται από ανάλογους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό, βλέπουμε δυστυχώς να έχει μετατραπεί αυτή σε ένα δεύτερο κέντρο φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Πέμπτον: Διογκώθηκε σε σημαντικό βαθμό η γραφειοκρατία στη διαχείριση της μικρομεσαίας επιχείρησης τόσο λόγω της αύξησης του αριθμού των εγγράφων και λογιστικών στοιχείων στο εσωτερικό της επιχείρησης, όσο και από εξωτερικές αιτίες όπως πιστοποιητικά, νομιμοποιητικά έγγραφα, φορολογικούς πίνακες και άλλα στοιχεία.

Εκτον: Εγινε κάποια δειλή ρύθμιση για τα πανωτόκια, η οποία όμως δεν έλυσε το πρόβλημα του αφανισμού των χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την τοκογλυφική πρακτική των τραπεζών. Ετσι είναι ανάγκη να γίνουν νέες ρυθμίσεις.

Οσον αφορά τις τελευταίες εξαγγελίες της κυβέρνησης για τις μικρομεσαίες και τις σεισμόπληκτες επιχειρήσεις, θεωρούμε ότι είναι αποσπασματικά μέτρα που έρχονται κάτω από την πίεση και τις κινητοποιήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και όχι από ένα γενικότερο σχεδιασμό της κυβέρνησης. Δηλαδή οι όποιοι διάλογοι και κοινωνικοί διάλογοι ήρθαν απλώς να επαληθεύσουν τις προθέσεις της κυβέρνησης και δεν ήρθαν να λύσουν τα προβλήματα τα οποία εμείς αντιμετωπίζουμε.

Η Γενική Συνομοσπονδία, εκτιμώντας τις εξελίξεις της δεκαετίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θεωρεί ότι γενικά η θέση τους στην παραγωγή έχει συρρικνωθεί και τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα έχουν αποψιλωθεί. Την ευθύνη για τις εξελίξεις θεωρούμε ότι φέρει κατά κύριο λόγο η Πολιτεία, με την πολιτική διωγμού που άσκησαν οι κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια. Μια πολιτική αφαίμαξης, χωρίς καμία παροχή.

Τι προβλέπουμε εμείς τώρα όσον αφορά τις εξελίξεις, σε συνδυασμό μάλιστα με την είσοδο της χώρας την Οικονομική και Νομισματική Ενωση; Εκείνο που είναι βέβαιο, είναι ότι θα ενταθεί ακόμα περισσότερο ο ανταγωνισμός από μέρους των μεγάλων εταιριών και των πολυεθνικών.

Η πολιτική που ακολουθήθηκε για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και που είχε ως αποτέλεσμα να είναι αφοπλισμένες έναντι της διεθνοποίησης και του ανταγωνισμού, δυστυχώς θα έχει τα αρνητικά της αποτελέσματα.

Επειδή όμως η ζωή έχει αποδείξει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις επιβιώνουν και στις πιο δύσκολες συνθήκες, είμαστε βέβαιοι ότι πολύ γρήγορα θα καταφέρουμε να αναπροσαρμοστούμε στο νέο περιβάλλον και να ξαναποκτήσουμε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Εδώ θα παίξει σημαντικό ρόλο και η πολιτική που θα εφαρμόσει το κράτος.

Εμείς, επειδή ξέρουμε ότι τίποτα δε χαρίζεται, είμαστε αποφασισμένοι να αγωνιστούμε για να αλλάξει η ασκούμενη πολιτική και να εφαρμοστεί μια πολιτική ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να επιβιώσουμε στη μετα-ΟΝΕ εποχή.

Ευχαριστώ».

ΗΛΙΑΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ
Οι αναδιαρθρώσεις και ο ρόλος της ΔΕΗ

Τα μονοπώλια επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τις τεράστιες επενδύσεις που έγιναν με χρήματα του ελληνικού λαού και πιέζουν  για την άμεση «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Κι όμως, τα συμφέροντα της εθνικής οικονομίας και του λαού απαιτούν την προώθηση μιας άλλης, εντελώς διαφορετικής, πολιτικής

Η πορεία της λεγόμενης «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, είναι μια διαδικασία, που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και στόχο έχει την κατάργηση του ενιαίου φορέα παραγωγής μεταφοράς και εκμετάλλευσης της ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή της ΔΕΗ, και την αξασφάλιση των προϋποθέσεων για κέρδη του κεφαλαίου. Αυτά προκύπτουν από την παρέμβαση του Ηλία Σταμέλου, μέλους της ΕΕ της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα είπε:

«Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι

Ενας από τους βασικούς τομείς τους οποίους αγγίζουν οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις που συντελούνται σήμερα στην καπιταλιστική Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο, είναι η ιδιωτικοποίηση των κρατικών μονοπωλίων στην ενέργεια και ειδικότερα στην ηλεκτρική ενέργεια.

Στόχος τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως οι ίδιοι ομολογούν, είναι να ενισχύσουν τα μεγάλα μονοπώλια της Ευρώπης στον ανταγωνισμό τους με τα αμερικανικά και τα γιαπωνέζικα.

Τούτες τις μέρες συζητιέται και ψηφίζεται στη Βουλή το Νομοσχέδιο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που βασικό στόχο έχει τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και της ΔΕΗ.

Μεγάλη είναι η σημασία της ενέργειας και ειδικότερα της ηλεκτρικής στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας. Αποτελεί βασικό στοιχείο στην παραγωγή της χώρας, ενώ ταυτόχρονα είναι βασική ανάγκη για ολόκληρο το λαό. Ο τζίρος της ΔΕΗ αποτελεί σημαντικό ποσοστό του συνολικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Το κόστος και η τιμολόγηση της κιλοβατώρας επηρεάζει όλους μας και βέβαια την παραγωγή, αφού η τιμή της αποτελεί συντελεστή κόστους για τη βιομηχανία, βιοτεχνία και γεωργία. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων συνοδεύεται από την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, όπως το 8ωρο, η κοινωνική ασφάλιση, η δωρεάν παιδεία κλπ.

Στην Ευρωπαϊκή Ενωση όμως και σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο τα μονοπώλια επιδιώκουν να αναλάβουν άμεσα και με το αζημίωτο δραστηριότητες που μέχρι χτες ασκούσε το κράτος για λογαριασμό τους. Πώς εκδηλώνεται η πολιτική αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ποιον εξυπηρετεί, ποιος "πληρώνει το μάρμαρο" της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον τομέα αυτό και με ποιο κόστος;

Καρπός της Συνθήκης του Μάαστριχτ

Με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την επικύρωσή της από την ελληνική Βουλή από το ΠΑΣΟΚ, τη Νέα Δημοκρατία και το Συνασπισμό έγινε ένα σημαντικό βήμα για την «απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας». Και αυτό γιατί το άρθρο 129Β της Συνθήκης του Μάαστριχτ προβλέπει τα Ενιαία Δίκτυα Ηλεκτρικής Ενέργειας και την πρόσβαση τρίτων σ' αυτά.

Ολο το επόμενο διάστημα και μέχρι το Δεκέμβρη του 1996 οι διεργασίες στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έπαψαν, έως ότου διαμορφώθηκε η Οδηγία 96/92/19-12-96. Τι προβλέπει αυτή η Οδηγία σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και ο νόμος βέβαια, που προσαρμόζει αυτή την Οδηγία στα ελληνικά δεδομένα, ο οποίος συζητιέται και ψηφίζεται αυτές τις μέρες στη Βουλή;

  • 1) Την καθιέρωση του ανταγωνισμού με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ηλεκτροπαραγωγή και την «απελευθέρωση» των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από το εξωτερικό κατ' αρχήν από χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
  • 2) Την υποχρέωση της ΔΕΗ να παραχωρεί τα δίκτυά της έναντι ελεγχόμενου από την Ευρωπαϊκή Ενωση κομίστρου προκειμένου να διασφαλίζεται η «διαφάνεια», η «ίση μεταχείριση» και ο «ελεύθερος ανταγωνισμός».
  • 3) Τη διαμόρφωση ζώνης «ελεύθερης αγοράς» ηλεκτρικής ενέργειας με την παροχή της δυνατότητας σε λίγες δεκάδες ηλεκτροβόρους επιχειρήσεις ΕΦ' ΟΣΟΝ ΤΟ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ να επιλέγουν από πού θα αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια, είτε από τη χώρα, είτε από το εξωτερικό, από τη ΔΕΗ ή τους ανταγωνιστές της.

Η απελευθέρωση της κατανάλωσης για τη χώρα μας θα γίνει σε τρία στάδια:

Πρώτο: Το 2001 θ' «απελευθερωθεί» το 23%.

Δεύτερο: Από 19 Φλεβάρη του 2033 το 27%.

Τρίτο: Από 19 Φλεράβη του 2006 το 30%.

Βέβαια, είναι γεγονός, ότι από σήμερα γίνεται προετοιμασία ώστε από το 2001 η «απελευθέρωση» να ξεπεράσει το 23%, να ξεπεράσει ακόμα και αυτό το 30% και προς αυτήν την κατεύθυνση πιέζουν μεγάλα μονοπώλια.

Από εκεί και μετά ανοίγει η διαδικασία αναθεώρησης της Οδηγίας στην κατεύθυνση της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Το σχέδιο νόμου που συντάχθηκε προβλέπει τον ουσιαστικό κατατεμαχισμό της ΔΕΗ με την αυτονόμηση κατ' αρχήν των βασικών δραστηριοτήτων της: παραγωγή, μεταφορά και διανομή.

Τι σημαίνει όμως αυτό; Ακόμα φτηνότερο ρεύμα για τους ελάχιστους μεγάλους καταναλωτές . Το κυνήγι της διατήρησης του μεγαλύτερου μεριδίου της κατανάλωσης συνεπάγεται τη διατήρηση και ενίσχυση της προνομιακής μεταχείρισης των «επιλεγόντων καταναλωτών» σε βάρος των υπολοίπων.

Ηδη το σχέδιο νόμου, εκτός από την πολυδιάσπαση της ΔΕΗ σε παραγωγή, μεταφορά, διανομή, επιβάλλει, έστω και με όρους, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις διάφορες μονάδες της ΔΕΗ και ανάμεσα σ' αυτές και τους ιδιώτες. Η ΔΕΗ ή έστω η παραγωγή της ΔΕΗ δε θα λειτουργεί σαν ενιαίο σύνολο απέναντι στους ανταγωνιστές της, αλλά η μια μονάδα θα ανταγωνίζεται την άλλη και η κάθε μια ξεχωριστά τον ιδιώτη.

Η μεταφορά αυτονομείται από το υπόλοιπο σύστημα με στόχο να εμφανίζεται σαν ανεξάρτητος διαχειριστής του συστήματος μια πολυμετοχική ανώνυμη εταιρία που θα διασφαλίζει τους όρους ισότητας της χρήσης του δικτύου, τόσο από την ιδιοκτήτρια ΔΕΗ, όσο και από τους ιδιώτες. Η ΔΕΗ δηλαδή έκανε επενδύσεις δισεκατομμυρίων για να φτιάξει το δίκτυο αυτό και τώρα μπαίνει στην ίδια μοίρα με τον όποιον ιδιώτη θέλει να τη χρησιμοποιήσει. Κατά τα άλλα οι εμπνευστές του σχεδίου αυτού σχίζουν τα ιμάτιά τους ότι δεν πρόκειται για ιδιωτικοποίηση...

Επώδυνες επιπτώσεις

Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις; Στο βαθμό που προχωράει η υλοποίηση αυτής της πολιτικής οι συνέπειες θα είναι σοβαρές, τόσο στη ΔΕΗ σαν επιχείρηση, στην εθνική οικονομία γενικότερα, αλλά και στα δικαιώματα των εργαζόμενων. Τα όσα περιγράψαμε σημαίνουν αλλαγές στον τρόπο δράσης της επιχείρησης με την καθιέρωση των περίφημων ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Η Ηλεκτρική Ενέργεια παύει να είναι κοινωνικό αγαθό και αντιμετωπίζεται πλέον σαν οποιοδήποτε εμπόρευμα σε συνθήκες ανταγωνισμού. Δηλαδή το κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους θα πρυτανεύει στη λήψη των αποφάσεων για την επιλογή του καυσίμου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Με τον τρόπο αυτό ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός υπονομεύεται σοβαρά, αφού δε θα επιλέγεται η εθνικά, κοινωνικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά βέλτιστη, αλλά η φτηνότερη λύση!!! Ταυτόχρονα, γίνεται αδύνατος ο σχεδιασμός για το εκτός ΔΕΗ τμήμα της ηλεκτροπαραγωγής.

Εξαιτίας του αποδεσμευμένου κομματιού της κατανάλωσής τους για τους «επιλέγοντες καταναλωτές» θα προκύψουν προβλήματα στην εθνική οικονομία είτε υπερεπενδύσεων, σπατάλης πόρων, είτε ενεργειακού ελλείμματος και αυξήσεως των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα θα χαθούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων που χωρίς να έχουν τεχνολογικά απαξιωθεί επειδή στις νέες συνθήκες του ανταγωνισμού δε θα μπορούν να σταθούν.

Μέχρι σήμερα στην ανάπτυξη της ΔΕΗ υπήρχε ως ένα ορισμένο βαθμό ο σχεδιασμός, με βάση την αξιοποίηση των ντόπιων ενεργειακών πηγών, την αξιοποίηση του λιγνίτη, την ανάπτυξη των Υδροηλεκτρικών Σταθμών.

Σήμερα, με βάση τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι τέτοιο γίνεται αδύνατον. Στην ανάπτυξη της ηλεκτρικής ενέργειας θα πρυτανεύσει η λογική του κέρδους, η λογική της μικρής σε κόστος επένδυσης και της γρήγορης απόσβεσης των κεφαλαίων που επενδύονται.

Η λογική αυτή οδηγεί σε επενδύσεις, σε σταθμούς από φυσικό αέριο, σε χώρο και τόπο που θα είναι πιο αποδοτικός για τον επενδυτή, το μεγάλο κεφάλαιο. Η πολιτική αυτή θα είχε άμεσες επιπτώσεις στην ενεργειακή εξάρτηση της χώρας και μάλιστα με τρόπο που να περικλείει κινδύνους. Θα έχουμε ανάπτυξη της ηλεκτρικής ενέργειας με βάση το εισαγόμενο φυσικό αέριο σε βάρος του εγχώριου λιγνίτη.

Σε μια σειρά κοινωνικές ρυθμίσεις, όπως επιδοτούμενα τιμολόγια, αγροτικό κλπ. ενιαία τιμολόγηση ανά είδος κατανάλωσης και ιδιαίτερα η τιμολόγηση κατά του πληθωρισμού μπαίνουν σε κίνδυνο. Η κατεύθυνση είναι σαφής, αν το δημόσιο θέλει, μπορεί να χρηματοδοτήσει τη διατήρηση τέτοιων ρυθμίσεων. Αλλιώς όλα θα υποτάσσονται στη λογική της κερδοσκοπίας και του ανταγωνισμού. Η ΔΕΗ αν θέλει να είναι ανταγωνιστική θα πρέπει να απαλλαγεί από το βάρος της όποιας κοινωνικής πολιτικής έχει σήμερα.

Στην ίδια λογική των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων εντάσσεται και η προσπάθεια μείωσης του εργατικού κόστους. Αυτό εκφράζεται με το χτύπημα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, με τη μείωση των θέσεων εργασίας. Αλλωστε σε 30% λιγότερες εκτιμείται η μείωση των θέσεων εργασίας από μελέτη των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων. Αν προχωρήσει η «φιλελευθεροποίηση» και η ανάλογη μείωση του προσωπικού, σχεδιάζεται κατά το 1/3 μείωσή του και στη χώρα μας. Παράλληλα με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προχωράει και η μετοχοποίηση της ΔΕΗ, ήδη προβλέπονται από το σχετικό νομοσχέδιο.

Ταξικός μονόδρομος

Καιρό τώρα αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αξιωματική «συμπολίτευση», αλλά και τις δυνάμεις της «κεντροαριστεράς» και αρκετά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ότι όλα αυτά είναι μονόδρομος. Είναι μονόδρομος για την ανάπτυξη της χώρας κλπ.

Βεβαίως, η επιλογή που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως είπα και πιο μπροστά, είναι μονόδρομος. Είναι όμως πολιτική επιλογή και βέβαια εξυπηρετεί τα μεγάλα μονοπώλια είτε αυτά εμφανίζονται σαν επίδοξοι επενδυτές, είτε σαν μεγάλοι καταναλωτές. Το ότι όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν, είτε αποδέχονται σαν αναγκαίο κακό την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες για την αντιμετώπισή της.

Ομως δεν μπορεί να κρύψει ότι υπάρχει εναλλακτική λύση, γιατί στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν οι «πολλοί», που είναι οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι επαγγελματοβιοτέχνες, όλοι που τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση.

Η εναλλακτική λύση

Η εναλλακτική πρόταση για τα ζητήματα της ενέργειας πρέπει να ξεκινάει από ένα βασικό δεδομένο. Η ΔΕΗ πρέπει με τη λειτουργία της να εξυπηρετεί τον ελληνικό λαό και τις ανάγκες του, την προγραμματισμένη ανάπτυξη της χώρας.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου χρειάζεται πριν από όλα μια ΔΕΗ που να ανήκει 100% στο δημόσιο και να είναι ο μοναδικός παραγωγός, μεταφορέας και διανομέας της ηλεκτρικής ενέργειας.

Αυτό όμως δεν αρκεί. Η ΔΕΗ πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό μέσα από την τιμολογιακή πολιτική, την πολιτική προμηθειών, να σταματήσει να λειτουργεί σαν εργαλείο αναδιανομής του πλούτου υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Η ΔΕΗ πρέπει να εκσυγχρονιστεί με στόχο:

  • Την προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας σε υψηλή ποιότητα και χαμηλό κόστος.
  • Την προστασία των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων με την καθιέρωση κοινωνικών κριτηρίων στην τιμολογιακή πολιτική.
  • Την ολόπλευρη αξιοποίηση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων του προσωπικού.
  • Να συμβάλλει στο μέτρο που της αναλογεί στην αντιμετώπιση της παραγωγικής υποβάθμισης της χώρας, στην ανάπτυξη της εγχώριας τεχνογνωσίας.

Μια τέτοια ΔΕΗ μπορεί να αναπτύσσεται, να συνεργάζεται και όχι να ανταγωνίζεται με τις άλλες ΔΕΚΟ. Να επιβάλλει με την παρουσία στις διεθνείς αγορές μέσα από τις διεθνείς συνεργασίες στη βάση της ισοτιμίας και του αμοιβαίου οφέλους.

Είμαστε αντίθετοι σε μια ΔΕΗ που είναι φτωχός συγγενής, μεσολαβητής των πολυεθνικών στην πολιτική καταλήστευσης των γειτονικών χωρών και την εξαθλίωση των λαών τους.

Βεβαίως, για να αποκλειστεί αυτή η πολιτική, χρειάζεται η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος όχι μόνο των εργαζόμενων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που πλήττονται από τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά η κοινή δράση και η ενεργοποίηση των άλλων φορέων που εκφράζουν τη λαϊκή θέληση.

Στο βαθμό πιστεύουμε που οι αγώνες και ο συντονισμός της δράσης θα αναπτύσσεται, θα αναπτύσσονται αγώνες, θα δυσκολεύεται και θα αποκρούεται η αντιλαϊκή πολιτική, θα αποχτάει σάρκα και οστά το αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης που επίκεντρο θα έχει τον εργαζόμενο άνθρωπο».

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΟΥΚΑΣ
Ουτοπία ο «νεοκεϋνσιανισμός»

Οι προβληματισμοί για τη δυνατότητα εφαρμογής μιας πολιτικής διαχείρισης στα παλιά σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα με κεϋνσιανά οικονομικά μέτρα αντικειμενικά είναι ουτοπικοί. Οι συνθήκες επιβάλλουν την καθολική επίθεση του κεφαλαίου με δεδομένο το αναπόφευκτο της κρίσης και της οξύτητάς της.

Ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται η ανάγκη της λύσης της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Και σ' αυτό δε χωρά άλλη λύση από την αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική. Αυτό σημείωσε ο Στέφανος Λουκάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε:

«Συγχωρήστε με αν επαναλάβω ορισμένα ζητήματα που τοποθετήθηκαν και από άλλες ομιλίες, αλλά το ζήτημα των αναδιαρθρώσεων αποτελεί την καρδιά της στρατηγικής του κεφαλαίου σήμερα.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική διαχείριση, αγαπητές φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, στις καπιταλιστικές οικονομίες, ανεξάρτητα αν αυτή πραγματοποιείται από παραδοσιακά νεοφιλελεύθερα κόμματα ή τα σοσιαλδημοκρατικά ή ακόμη και από κυβερνητικά σχήματα όπως για παράδειγμα η Κεντροαριστερά της Ιταλίας, γεννά προβληματισμούς σε διάφορες δυνάμεις ακόμη και μέσα στην ίδια τη Σοσιαλδημοκρατία για το αν μπορεί να εφαρμοστεί άλλη μορφή διαχείρισης, σύμφωνα με τα πρότυπα και την εμπειρία της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης στη Δυτική Ευρώπη αμέσως μετά τον πόλεμο και ως τις αρχές της δεκαετίας του '80. Κάποιοι ξαναθυμήθηκαν τον Κέυνς.

Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας και στην Ελλάδα εμφανίζεται σαν η μορφή διαχείρισης που μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται για τον καπιταλισμό στο τέλος της δεκαετίας του '80, αρχές της δεκαετίας του '90. Είναι η εποχή που η ΕΟΚ μετεξελίσσεται σε Ευρωπαϊκή Ενωση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, την ενιαία αγορά αφού είχε προηγηθεί η ευρωπαϊκή πράξη το 1985, συνοδεύεται δε με μια μεγάλη στροφή της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας από την κεϋνσιανή διαχείριση προς τη νεοφιλελεύθερη.


Ο Κέυνς στο μεσοπόλεμο, μελετώντας την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, κατέληξε στην εκτίμηση, ότι ο φιλελευθερισμός ως μορφή διαχείρισης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις συνθήκες της συγκεκριμένης φάσης εξέλιξης του καπιταλισμού.Η οικονομική κρίση που ξέσπασε πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στη συνέχεια δημιουργούσε προϋποθέσεις αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλισμού με δεδομένη την ύπαρξη του πρώτου τότε σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της Σοβιετικής Ενωσης. Η σωτηρία του συστήματος ήταν ο υπέρτατος σκοπός του. Ετσι επεξεργάστηκε μορφές και τρόπους παρέμβασης του αστικού κράτους στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης, υποδεικνύοντας την ανάληψη άμεσα της κρατικής δράσης στην οικονομία και τη διόγκωση αυτής της δράσης και ταυτόχρονα την ανάγκη τόνωσης της ζήτησης από τα λαϊκά στρώματα με την ενίσχυση του εισοδήματός τους μέσω πολιτικών αναδιανομής.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοσιαλδημοκρατία ως προς τη μορφή διαχείρισης σε διάκριση από τα φιλελεύθερα κόμματα εφάρμοσε το λεγόμενο «τρίτο δρόμο» ως ενδιάμεσο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, εφαρμόζοντας τις οικονομικές θεωρίες του Κέυνς.

Μέτρα της κεϋνσιανής πολιτικής όπως η κρατική παρέμβαση για τόνωση της ζήτησης εφαρμόστηκαν και από φιλελεύθερα κόμματα. Ομως η έννοια του «κράτους πρόνοιας» ιστορικά, ιδεολογικά και πολιτικά έχει συνδεθεί με τη Σοσιαλδημοκρατία.

Μετά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της καπιταλιστικής ανόρθωσης στην Ευρώπη ακολούθησε η κρίση των αρχών της δεκαετίας του '70, αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του '80 εμφανίζονται ξανά σημάδια της.

Η νεοφιλελεύθερη στροφή της Σοσιαλδημοκρατίας

Στην Ευρώπη τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εφαρμόζουν τη δική τους πολιτική διαχείρισης με γενικευμένη επίθεση στην εργατική τάξη και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Μεγάλη Βρετανία. Η Σοσιαλδημοκρατία επίσης αρχίζει να εγκαταλείπει τη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας, του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» και να εφαρμόζει μέτρα νεοφιλελεύθερης διαχείρισης, προβάλλοντας την ανάγκη της «πελευθέρωσης των αγορών». Η ανατροπή του σοσιαλισμού επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία, της πιο άγριας επιθετικής πολιτικής για την προώθηση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο.

Οι αναδιαρθρώσεις που σήμερα επιχειρούνται αποτελούν στρατηγικές επιλογές για την ανάπτυξη της οικονομίας και στην Ελλάδα και απαντούν σε πραγματικές ανάγκες του ίδιου του κεφαλαίου. Ανάγκες που προκύπτουν από εμφανείς δυσκολίες στην αναπαραγωγή του, από την πτώση του ποσοστού κέρδους, από τη με γοργούς ρυθμούς συγκεντροποίηση και τις δυνατότητες εξαγωγής του μέσω διαπλοκής με το διεθνικό κεφάλαιο είτε το αμερικάνικο, είτε και το ευρωπαϊκό στην ευρύτερη περιοχή κυρίως των Βαλκανίων, αλλά και της παρευξείνιας ζώνης. Απαντούν επίσης στην ανάγκη ανταπόκρισης σε συνθήκες κρίσης στον ανταγωνισμό. Αντικειμενικά επιδιώκεται η μεγιστοποίηση κερδών, η παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης που χρονικά γίνεται πιο σύντομος, η ελαχιστοποίηση των καταστροφικών φαινομένων στο ίδιο το κεφάλαιο και ταυτόχρονα στην ανακοπή της πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Η μεγιστοποίηση των κερδών επιτυγχάνεται με την όσο δυνατόν μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας από την παραγωγική χρήση της εργατικής δύναμης. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας ανταποκρίνεται σ' αυτή την επιδίωξη μεγαλύτερης απόσπασης, δεν μπορεί όμως να ανακόψει την πτώση του ποσοστού κέρδους.

Ταυτόχρονα η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων σημαίνει και εμφάνιση κρίσης. Επίσης η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερη συσσώρευση, που μπορεί να επιτευχθεί με τη συγκέντρωση κεφαλαίου, η οποία απαιτεί βέβαια και μεγαλύτερη μάζα κερδών. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου δεν προϋποθέτει πάντα προκαταβολικά τη συσσώρευση μεγάλης μάζας κερδών. Οι ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων κρατικής ιδιοκτησίας και μάλιστα στρατηγικών τομέων συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.

Μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης

Οι επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις επιδιώκουν την ένταξη της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Ετσι φαίνεται ότι μπορεί να επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση των κερδών, να γίνεται παρέμβαση στον κύκλο της κρίσης, στις δυσκολίες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου με λιγότερες για το κεφάλαιο αρνητικές συνέπειες, κυρίως σε ό,τι αφορά την καταστροφή μέσων παραγωγής.

Βεβαίως αυτή η επιλογή δεν αντιμετωπίζει το ξέσπασμα της κρίσης, ούτε μπορεί να την εμποδίσει. Προσπαθεί να παρέμβει στην όξυνσή της. Σ' αυτές τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν και με δεδομένο τον αρνητικό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων υποχωρεί η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική μορφή διαχείρισης ή μια παραπλήσια νεοκεϋνσιανή μέσω μιας μεγαλύτερης προς όφελος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων αναδιανομής και εφαρμόζεται η επιθετική νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

Ουσιαστικά αυτή η πολιτική καταστρέφει την πρώτη απ' όλες παραγωγική δύναμη, την εργατική δύναμη, σε μια εποχή που οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι σε τέτοιο επίπεδο, που μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες λαϊκής ευημερίας και να ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των υλικών και πνευματικών αναγκών της εργατικής τάξης στην εποχή μας.

Στην τιμή της εργατικής δύναμης δεν περιλαμβάνεται μόνο ο μισθός στη χρηματική του μορφή. Επίσης το ύψος της δεν εξαρτάται μόνο από τους όρους που καθορίζουν στενά το βιολογικό κύκλο του εργάτη και της οικογένειάς του, προκειμένου η φθορά της και ο φυσικός θάνατος να μην εξαφανίσει αυτό το εμπόρευμα από την αγορά.

Εξαρτάται και από το επίπεδο κατάκτησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, του πολιτισμού της κάθε χώρας, το οποίο επίσης καθορίζει τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Επομένως η τιμή της εργατικής δύναμης μαζί με το μισθό περιλαμβάνει και την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία και την εκπαίδευση, τη σύνταξη για τους απόμαχους της δουλιάς, κοινωνικές υπηρεσίες που χρειάζονται για την ψυχαγωγία, την ανάπαυση, την άθληση, τη φροντίδα παιδιών προσχολικής ηλικίας, τη βελτίωση των συνθηκών κατοικίας και περιβάλλοντος, προνοιακές υπηρεσίες για άτομα που τις έχουν ανάγκη κ.ά.

Οι αναδιαρθρώσεις επιχειρούνται βασικά με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις σε τομείς, όπως η κοινωνική ασφάλιση, η δημόσια δωρεάν παιδεία, η δημόσια υγεία, η παροχή προνοιακών υπηρεσιών, ο αθλητισμός, το περιβάλλον, ή με ανάθεσή τους με άλλες μορφές στο κεφάλαιο.

Είτε για παράδειγμα μέσω των μη κυβερνητικών οργανώσεων ή των εθελοντικών ή ακόμα χρησιμοποιώντας και ως μοχλό την Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία για όσες υπηρεσίες παρέχει λειτουργεί ως επιχείρηση, για όσες δεν μπορεί να λειτουργήσει ως επιχείρηση, η ίδια τις αναθέτει σε ιδιώτες.

Η ίδια η εργατική τάξη αναλαμβάνει πλέον με το μισθό της εργασίας να αναπληρώνει όλες τις πιο πάνω ανάγκες που πριν δεν τις αναπλήρωνε από το μισθό με τη χρηματική του μορφή. Επίσης η εργατική τάξη για να μπορεί να αντιστέκεται στην ένταση της εκμετάλλευσης χρειάζεται σταθερό ημερήσιο εργάσιμο χρόνο και μάλιστα οι συνθήκες επιτρέπουν τη μείωσή του. Αντί γι' αυτό έχουμε διάφορες μορφές διευθέτησης και ευελιξίας που οδηγούν στο ωρομίσθιο.

Και επιδίωξη ελέγχου των λαϊκών αντιδράσεων

Ολες αυτές οι αναδιαρθρώσεις οδηγούν στη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Δημιουργούν ταυτόχρονα προϋποθέσεις όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων και αμφισβήτησης του συστήματος. Γι' αυτό και η φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση διαφέρει από τον παραδοσιακό νεοφιλελευθερισμό ως προς τη μορφή, από την άποψη της εφαρμογής μιας πολιτικής ελεγχόμενης αναδιανομής που δίνει ελάχιστες παροχές στα πλέον εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού με περιοδική ανακύκλωσή τους ανάμεσα σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων.

Απέναντι στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο της πλήρους ιδιωτικοποίησης, αλλά και στην παρέμβαση του κράτους άμεσα στην παραγωγική δραστηριότητα και σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η πρόνοια προβάλλει την οικοδόμηση ενός νέου κράτους, του κράτους - στρατηγείου, που θα παρέχει τις αναγκαίες κοινωνικές και παραγωγικές υποδομές, θα ρυθμίζει τη λειτουργία των αγορών, θα προωθεί την εμπιστοσύνη και την παραγωγικότητα ανάμεσα στους φορείς της κοινωνίας.

Οι προβληματισμοί για τη δυνατότητα εφαρμογής μιας πολιτικής διαχείρισης στα παλιά σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα με κεϋνσιανά οικονομικά μέτρα αντικειμενικά είναι ουτοπικοί. Οι συνθήκες επιβάλλουν την καθολική επίθεση του κεφαλαίου με δεδομένο το αναπόφευκτο της κρίσης και της οξύτητάς της.

Αντικειμενικά ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται η ανάγκη της λύσης της αναντιστοιχίας της κοινωνικοποιημένης παραγωγής με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Και σ' αυτό δε χωρά άλλη λύση από την αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική.

Ο δρόμος που προτείνει το ΚΚΕ, ο δρόμος του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου πάλης μπορεί να ανοίξει το δρόμο σ' αυτή την προοπτική.

Ευχαριστώ».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ