Πριν είκοσι περίπου χρόνια, η χτυπημένη και άφωνη από τον καρκίνο Ελλη Λαμπέτη, με συμπρωταγωνιστή τον Λευτέρη Βογιατζή, είχε τον ηρωισμό, ανεβάζοντας το έργο του Μαρκ Μέντοφ «Παιδιά ενός κατώτερου θεού», να ερμηνεύσει το αλησμόνητο - σπαρακτικό και ταυτόχρονα απολαυστικά υμνητικό για τη ζωή- «κύκνειο άσμα» της, ως κωφάλαλη Σάρα Νόρμαν. Η συντριμμένη υγεία, αλλά και το μέγα ταλέντο της Λαμπέτη, όχι μόνο υπερασπίστηκαν και ανέδειξαν την πολλαπλάσια αισθαντικότητα του «κόσμου», τη συναισθηματική βαθύτητα και ευγλωττία της «γλώσσας» όσων καταδικάστηκαν στη σιωπή, τη συναισθηματική δίψα τους, την αξιοπρέπειά τους, και το δικαίωμα των ανθρώπων αυτών να γίνεται σεβαστή και αποδεκτή η ιδιαιτερότητά τους από τους «φυσιολογικούς», αλλά και δίδαξαν την τεράστια ερμηνευτική δύναμη της μιμικής τέχνης.
Τα ουσιώδη αυτά χαρακτηριστικά και διδάγματα, χαρακτηριστικά και διδάγματα βαθύτατα πανανθρώπινα και ουμανιστικά, «διατυπωμένα» με την τέχνη του θεάτρου, αναδύονται από τη φετινή παράσταση αυτού του μαστορικότατα γραμμένου έργου στο «Αλάμπρα», σε μετάφραση και σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου. Ο Γ. Βούρος απέδωσε το έργο με γλωσσική απλότητα, αμεσότητα, με ανεπιτήδευτη θέρμη ψυχής, αλλά και αίσθηση του χιούμορ. Σ' αυτά τα «χνάρια» βάδισε και η καθάρια, ρεαλιστική, με τους ρυθμούς, τις ανάσες, τις υφέσεις και εντάσεις της ζωής, αισθαντική, μετρημένη στις δραματικές και χιουμοριστικές «δόσεις», σκηνοθεσία του. Σκηνοθεσία που πήρε αλλά και αφομοίωσε με εξαιρετικό θεατρικό τρόπο, όπως και οι ηθοποιοί, πολύ καλά μαθήματα της νοηματικής «γλώσσας» όσων έχουν προβλήματα ακοής και λόγου. Η σκηνοθεσία, αλλά και η προσωπική ερμηνεία του Βούρου, στο ρόλο του καθηγητή λόγου σε σχολή κωφών, συνέθεσε εξαιρετικά, με συναισθηματική γλυκύτητα, με μουσικούς τόνους, κυρίως με φυσικότητα και αλήθεια, χωρίς μελοδραματισμούς, τη ροή και τη «γεφύρωση» του ίδιου και των άλλων ομιλούντων προσώπων, με τη «μεταφραστική» ροή της νοηματικής γλώσσας, και υπογραμμίζοντας τη θαυματουργική και θεραπευτική δύναμη της αγάπης.
Στην ποιοτική παράσταση συμβάλλουν το λιτό σκηνικό και τα κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ και ιδιαίτερα οι υποβλητικές επιλογές του Ιάκωβου Δρόσου.
Η εταιρία «Πράξη», συνεχίζοντας τη στήριξή της σε νέους καλλιτέχνες, στήριξη που έχει αναδείξει μερικές αξιόλογες δυνάμεις, ενθάρρυνε φέτος την πρώτη σκηνοθετική «άσκηση» του αναμφίβολα ταλαντούχου ηθοποιού, με γερή θεατρική παιδεία και αρκετές «μαθητείες» του δίπλα σε σημαντικότατους δημιουργούς του θεάτρου μας, όπως ο αξέχαστος Μίνως Βολανάκης, Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου. Ο Κ. Κωνσταντόπουλος αποτόλμησε να δοκιμαστεί με τον Πιραντέλλο. Να ασκηθεί συνετά, επιλέγοντας όχι κάποιο από τα μείζονα έργα του, αλλά το «Δίχως να ξέρεις πώς». Εργο αντλημένο από νουβέλες του, το οποίο όμως περιστρέφεται γύρω από το μόνιμο, «μανικό» θεματικό πυρήνα της πιραντελικής δραματουργίας. Οπως όλα τα έργα του Πιραντέλλο, έτσι και το «Δίχως να ξέρεις πώς» αφορά στις εύθραυστες σχέσεις των δύο φύλων. Στον ελλοχεύοντα κίνδυνο της συζυγικής απιστίας, στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» των ανθρωπίνων πραγμάτων (χαρακτήρων, σκέψεων, συναισθημάτων, σχέσεων, συμπεριφορών). Στην αλήθεια που ενυπάρχει στο ψεύδος και το ψεύδος που ενυπάρχει στην αλήθεια. Στην απειροελάχιστη απόσταση μεταξύ αγνότητας και αμαρτίας, μεταξύ αθωότητας και ενοχής. Στο συγκεκριμένο έργο, θεματικό επίκεντρο, κίνητρο για την παλινδρόμηση και όλων των παραπάνω συστατικών της πιραντελλικής δραματουργίας, είναι το ξύπνημα μιας παιδικής ενοχής του πρωταγωνιστικού προσώπου, του Ρωμαίο Ντάντι, ο οποίος από φόβο και μια κακή σύμπτωση έγινε ακούσιος φονιάς ενός άλλου παιδιού. Αυτή η ενοχή - ενοχή που τον βασανίζει και ο πόθος του για εξομολόγηση και καθαρμό του - μια στιγμιαία ερωτική έλξη του από τη γυναίκα του αδελφικού φίλου του και η σκέψη ότι και η γυναίκα του μπορεί να ελκύεται ανομολόγητα, ασυναίσθητα, ίσως, από άλλο φίλο του, γίνεται «μοχλός» συνειδησιακού ελέγχου του βαθμού αφοσίωσης, αγνότητας, ειλικρίνειας, αγάπης και των άλλων προσώπων.
Ο Κ. Κωνσταντόπουλος, βοηθούμενος σκηνοθετικά από τη θεατρικά γλαφυρή μετάφραση της Αννας Βαρβαρέσου - Τζόγια, το λιτά καλαίσθητο σκηνικό της Πεπέτας Αρβανίτη, τα πολύ όμορφα κοστούμια και καπέλα εποχής της Μαρία Κοντοδήμα, τη μουσική επιμέλεια της Κατερίνας Καραμεσίνη - κατόρθωσε να αναδείξει τον θεματικό πυρήνα, το έντονο ψυχογραφικό κλίμα, το αστικό κοινωνικό πλαίσιο του έργου. Σήκωσε ο ίδιος το κύριο βάρος της παράστασης, ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τη γνωστή πνευματικότητα και ευαισθησία του, αλλά και με αρκετές δόσεις ναρκισσιστικής μανιέρας (στη φωνή, στην ακατάσχετη χειρονομία, τη στάση του σώματος και στην έκφραση του προσώπου), την οποία ένα τρίτο «μάτι» θα μπορούσε τουλάχιστον να την περιορίσει. Η σκηνοθετική καθοδήγηση των άλλων ηθοποιών είχε μερικές καλές στιγμές, ιδιαίτερα από τη Μάρω Μαύρη, αλλά και πολλές αδυναμίες, με χαρακτηριστικότερες την πάσχουσα άρθρωση του λόγου και τις φλύαρες και άτεχνες χειρονομίες των Χρήστου Λιακόπουλου, Μάντυ Λάμπρου και Ευγένιου Λαμπρινάκου- ιδιαίτερα του τελευταίου.