Τετάρτη 14 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σκηνικοί μονόλογοι

Ο Γιάννης Φέρτης «Οσκαρ Ουάιλντ»
Ο Γιάννης Φέρτης «Οσκαρ Ουάιλντ»
Ενα σημαντικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας, το «Πορτραίτο του Οσκαρ Ουάιλντ» του Ιρλανδού συγγραφέα και ηθοποιού Μάικλ Μακ Λιάμορ ανεβαίνει στο «Θέατρο Τέχνης», για δέκα μόνο παραστάσεις, από αύριο μέχρι τις 25 Απρίλη, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Τον μοναδικό ρόλο του έργου ερμηνεύει ο Γιάννης Φέρτης, ο οποίος το παρουσίασε για πρώτη φορά το Σεπτέμβρη 2003, στο πλαίσιο των «Θεατρικών Μονολόγων». Τα σκηνικά - κοστούμια είναι του Γιώργου Ασημακόπουλου.

Ο Μακ Λιάμορ είχε μπροστά του το δύσκολο έργο να ανασυνθέσει το πρόσωπο ενός πνευματώδους ανθρώπου. Διάλεξε την αφήγηση. Με χιούμορ, ζωντάνια, αλλά και με κάποια μελαγχολία απεικόνισε τη ζωή του Οσκαρ Ουάιλντ, φέρνοντας στο προσκήνιο στιγμές περισσότερο ή λιγότερο γνωστές που συνέθεσαν την ιδιοφυΐα του γνωστού δραματουργού. Στο πρώτο μέρος ανοίγει με την περιγραφή των απλών εξωτερικών χαρακτηριστικών του άντρα Οσκαρ, συνεχίζει με τη γλαφυρή διήγηση βιογραφικών στοιχείων του Ουάιλντ και φτάνει στην παράθεση κομματιών από γνωστά θεατρικά έργα του. Το δεύτερο μέρος αποτελεί μικρό φόρο τιμής σε ένα από τα καλύτερα κείμενα του συγγραφέα, το «Ντε προφούντις». Στην εναρκτήρια σκηνή ο Ουάιλντ στέκεται απέναντι στους κατηγόρους του, ενώ στη συνέχεια η διήγηση μας μεταφέρει στη φυλακή, την ώρα που ο Οσκαρ Ουάιλντ δακτυλογραφεί τη μεγάλη του εξομολόγηση.

  • Το μονόλογο της Αύρας Σιδηροπούλου «Τα δάκρυα της Κλυταιμνήστρας» ερμηνεύει στο θέατρο «Δίπυλον», στη Β΄ Σκηνή, από αύριο μέχρι τις 4 του Μάη, η Θέμις Μπαζάκα, σε σκηνοθεσία της συγγραφέα. Η ηρωίδα, το καταραμένο πρόσωπο της μεγάλης περιπέτειας των Ατρειδών, δεν παίρνει το λόγο για να προκρίνει το δίκιο της, ούτε για να δικαιολογήσει την ύστατη πράξη του φόνου του άντρα της. Αίτημά της είναι να υπάρξει, ν' αφήσει τις αισθήσεις της, που είναι χρόνια φυλακισμένες, να λειτουργήσουν. Τα σκηνικά είναι της Εύας Μανιδάκη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, η επιμέλεια κίνησης της Μαργαρίτας Μάντακα και η μουσική σύνθεση του Βάνια Απέργη.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Απόηχοι της χειμερινής περιόδου
«Ευαίσθητη ισορροπία» στην «Αθηναΐδα»

«Οσκαρ» στο «Ιλίσια-Βολανάκης»
«Οσκαρ» στο «Ιλίσια-Βολανάκης»
Στη θεατρική σκηνή της «Αθηναΐδας» στέγασε τη νέα θιασαρχική της προσπάθεια η Ζωή Λάσκαρη, εγκαινιάζοντάς τη με ένα από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης αμερικανικής δραματουργίας. Την «Ευαίσθητη ισορροπία» του Εντουαρντ Αλμπι (1966). Εργο πολυπαιγμένο διεθνώς, και στην Ελλάδα, ανθεκτικό στο χρόνο, πάντα ελκυστικό, πολύσημο και αλληγορικό, καθώς μέσα και από το υπαρξιακό βάσανο κάθε προσώπου του έργου και το οικογενειακό δράμα - δράμα που υποβόσκει, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εκραγεί - καθρεφτίζει την αμερικανική αστική τάξη και κατ' επέκταση την αμερικανική κοινωνία. Τα πρόσωπα του έργου «εκπροσωπούν» την αστική τάξη, η οποία, ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού, με τα κατά συνθήκη ψεύδη της, προσπαθεί, ματαίως, να κρύψει τα κοινωνικά, αξιακά, ηθικά και ψυχολογικά αδιέξοδα, τη νοσηρότητα και τις φοβίες της. Την αδυναμία της για επικοινωνία και αλληλοκατανόηση. Την εγωπάθεια, τον ατομισμό και τη συμβατικότητα που επικρατεί στις σχέσεις της, ακόμη και μεταξύ αδελφών, συζύγων, γονιού-παιδιού, φίλων. Μέσα από το ευάλωτο, ετοιμόρροπο «οικοδόμημα» μιας αστικής οικογένειας, στο οποίο, από μοναξιά και φοβία ξαφνικά «εισβάλλει» ένα φιλικό ζευγάρι, προκαλώντας επικίνδυνες αναταράξεις, ο συγγραφέας παραπέμπει στην ετοιμόρροπη αστική κοινωνία.

«Ευαίσθητη ισορροπία» στην «Αθηναΐδα»
«Ευαίσθητη ισορροπία» στην «Αθηναΐδα»
Το έργο, στην παλιά καλή μετάφραση της Νόνικας Γαληνέα, σκηνοθετήθηκε από την Αθανασία Καραγιαννοπούλου, με μια μετρημένη εκσυγχρονιστική «ματιά», την οποία υπογραμμίζει το καλαίσθητα μοντερνιστικό σκηνικό, κυρίως, αλλά και τα σύγχρονα κοστούμια του Γιώργου Ασημακόπουλου. Σε καλό δρόμο ήταν όλες οι ερμηνείες. Η Ζωή Λάσκαρη, έχοντας προηγούμενη ερμηνευτική εμπειρία στη σύγχρονη αμερικανική δραματουργία και σε έργα του Αλμπι, «οικειοποιήθηκε» τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντάς του μια δική της, θεμιτή πάντως, εκδοχή. Ο Τάκης Χρυσικάκος και η Βάνα Πεφάνη υπογράμμισαν τη μοναξιά, την παραίτηση και την καταφυγή στο αλκοόλ των μεσηλίκων, ενώ η Μαρία Σολωμού τη ματαιωμένη ελπίδα του νέου ανθρώπου να αγαπηθεί ουσιαστικά από τους γονείς και το ταίρι του. Κάτω από τον προσχηματικό, κατά συνθήκην αστικό καθωσπρεπισμό των προσώπων, ο Αλμπι αφήνει να διαφανεί ο ψυχολογικός ζόφος των προσώπων, οι ανομολόγητα «αλληλοφαγικές» σχέσεις τους. Αυτό το στοιχείο, το οποίο είναι ο «μυελός» του έργου, αναδείχτηκε χάρη στην εξαίρετη, δυναμικά αλληγορική ερμηνεία της Κατερίνας Καραγιάννη, αλλά και στην ενδιαφέρουσα του Εκτορα Καλούδη, που προσωποποιούν την επικίνδυνη μοναξιά του φιλικού ζεύγους, το οποίο «εισβάλλει» στην οικογένεια και αποκαλύπτει τη σαθρότητά της.

«Οσκαρ» στο «Ιλίσια-Βολανάκης»

Το να μιλάς για τον αναπόφευκτο, επερχόμενο θάνατο ενός ανθρώπου, ιδιαίτερα το να μιλάς για το αδόκητο θάνατο ενός αθώου και τρυφερού πλάσματος, ενός μικρού παιδιού που χτυπιέται από μια θανάσιμη αρρώστια, όπως ο καρκίνος, είναι κάτι αβάσταχτα θλιβερό. Πώς να αντέξεις, πώς να αποδεχτείς, πώς να πεις μια τέτοια αδικία, αδικία ενάντια στην ίδια τη ζωή... Πώς να μην ουρλιάξεις από πόνο, πώς να μην αναλυθείς σε λυγμούς μπροστά σε ένα τέτοιο δράμα, πώς να αποφύγεις τη μελοδραματική περιγραφή του... Και, προπάντων, πώς να διαφυλάξεις - και στη σκέψη του ακροατή - το δικαίωμα κάθε πάσχοντος ανθρώπου να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του, να χαίρεται και να γεύεται, κατά το δυνατόν, το γεγονός της ζωής;

Ο συγγραφέας Ερικ Εμάνουελ Σμιτ βρήκε ένα βαθιά ουμανιστικό και παρηγορητικό τρόπο για να μιλήσει, με το έργο του «Οσκαρ», για το θάνατο ενός μικρού καρκινοπαθούς αγοριού. Ο μυθοπλαστικός τρόπος του Σμιτ είναι η αγάπη, με όχημα τη φαντασία, το όνειρο, το παιχνίδι και, προπαντός, το χιούμορ. Ο μικρός Οσκαρ περνά τις τελευταίες και πιο δύσκολες μέρες της ζωής του στο νοσοκομείο, με την καθημερινή συντροφιά μιας εθελόντριας, μοναχικής ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα με αυτή την προσφορά της δίνει ένα σημαντικό, ανθρωπιστικό νόημα στη μοναχική ζωή της και καθιστά χρήσιμα τα γηρατειά της. Με την τεράστια τρυφερότητά της, τις φανταστικές ιστορίες που διηγείται στο παιδί, με το χιούμορ της, τα παιχνίδια που παίζει με το παιδί, με τη χαρά της ζωής που του μεταδίδει, του προσφέρει χαρά, το βοηθά ψυχολογικά, τόσο καλά που το «μυεί» στη συνειδητοποίηση της κατάστασής του, στην αξιοπρεπή και λογική αποδοχή του γεγονότος του θανάτου και στην ήρεμη, σαν σε όνειρο «αποχώρησή» του.

Το έργο, μεταφρασμένο και διασκευασμένο με αίσθηση του χιούμορ από την Μιμή Ντενίση, ευτύχησε στα σκηνοθετικά και ερμηνευτικά χέρια του Δημήτρη Λιγνάδη. Ο Δ. Λιγνάδης, ηθοποιός ασκημένος και άξιος για κλασικά έργα και μεγάλους δραματικούς ρόλους, αποδεικνύει τα τελευταία χρόνια και το σκηνοθετικό του τάλαντο, την υποκριτική του ελευθερία και ευλυγισία αλλά και μια πλούσια, χυμώδη, γεμάτη χάρη, ευαισθησία και μεταμορφωτική ικανότητα κωμική φλέβα. Η σκηνοθεσία του, με τη λειτουργική, ευφάνταστη σκηνογραφική και ενδυματολογική συμβολή της Ελλης Γεωργακοπούλου, τους ανάλογους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρη, τη μελαγχολία της μουσικής και των στίχων του Γιώργη Χριστοδούλου, πρόβαλε την τρυφερότητα του έργου και το δίδαγμα του έργου. Η παράστασή του, και προπαντός η έξοχη, παιγνιώδης, έμμεσα δραματική ερμηνεία του - κράμα παιδικότητας, μεγάλης και μεταμορφώσιμης εκφραστικότητας, κινησιολογικής χάρης, πληθωρικής κωμικότητας και πικρού χιούμορ - γλυκαίνουν την ψυχή του θεατή, τον κάνουν να γελά και να κλαίει ταυτοχρόνως. Πλάι του, ισάξια συμπαίκτριά του, με χάρη, χιούμορ και τρυφερότητα στάθηκε η Τζένη Ρουσσέα.


ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ