***
Νάνος Βαλαωρίτης «Η κοκόνα η Μαρώ»: Ο ποιητής και πεζογράφος Νάνος Βαλαωρίτης με το κεφάλαιο «Η κοκόνα η Μαρώ», στο τελευταίο -συνολικά εξαιρετικό - βιβλίο του «Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου», καταθέτει ένα κείμενο-κόσμημα των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων. Ενα κείμενο βαθιά ελληνικό στο ήθος του, ιδιοφυές ως προς το θέμα του, πανέμορφο, πλούσιο, εύστροφο γλωσσικά, αστραφτερό στη σύλληψή του, διαβολεμένα σαρκαστικό, θεόπικρα χιουμοριστικό. Ο Βαλαωρίτης μεταβάλλει την αφήγηση της Κωνσταντινουπολίτισσας κοκόνας Μαρώς, μιας μεσήλικης, άλλοτε όμορφης, πανέξυπνης, ελεύθερης στη σκέψη, στον έρωτα, στον τρόπο ζωής, γυναίκας σε καθρέφτη της ιστορίας, του πολιτισμού, της γλώσσας, της ζωής, των αγωνιών του μικρασιατικού ελληνισμού, πριν την καταστροφή και, ταυτόχρονα, σε σαρκαστή του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού αλλά και των δόλιων ξένων, μεγάλων «συμμάχων» του. Η εκφραστική δύναμη του αφηγηματικού προσώπου πολλαπλασιάστηκε, ευλογήθηκε τα μέγιστα από τη «δαιμόνια» ερμηνεία της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Ερμηνεία βαθιάς πνευματικότητας και υποκριτικής διάνοιας, μεγάλο υποκριτικό επίτευγμα. Η Λυμπεροπούλου έκανε οικεία την πεζογραφικά περίτεχνη - δύστροπη όμως για το θέατρο - γλώσσα του Βαλαωρίτη με το θέατρο. Την έκανε λόγο φυσικό, άμεσο, ζωντανό, βιωματικό, χυμώδη, γεμάτο ευφυία, πνευματώδες χιούμορ και βαθιά κρυμμένη πίκρα και μορφοποίησε τη Μαρώ με εκπληκτική σκηνική χάρη και λάμψη, έχοντας τη διακριτικά δημιουργική συμβολή της σκηνοθεσίας του Θέμι Μουμουλίδη, καθώς και του σκηνικού και του κοστουμιού της Παναγιώτας Κοκκόρου.
Ρέα Γαλανάκη «Ελένη ή ο κανένας». Πρόσωπο υπαρκτό, αντλημένο από τη νεότερη ιστορία μας (πολιτικοκοινωνική και πολιτιστική), η Ελένη Αλταμούρα -Μπούκουρα, η πρώτη Ελληνίδα που τόλμησε να γίνει ζωγράφος, σπουδάζοντας την τέχνη της στην Ελλάδα και στην Ιταλία, μεταμορφωμένη σε άντρα για να πετύχει το σκοπό της και η περιπετειώδης και δραματικού τέλους ζωή της ενέπνευσαν το θαυμάσιο, πράγματι, μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη. Η Ελένη Αλταμούρα ήταν ένα ριζοσπαστικό πνεύμα. Πήγε κόντρα στα δεδομένα και στα ήθη του καιρού της. Εφυγε από το σπίτι της. Μεταμορφώθηκε για να σπουδάσει. Ερωτεύθηκε Ιταλό ομότεχνό της, έκανε μαζί του δυο νόθα παιδιά, αλλαξοπίστησε για να τον παντρευτεί, εγκαταλείφθηκε από αυτόν, στερήθηκε τα παιδιά της, επέστρεψε στην Ελλάδα, πέθαναν τα παιδιά της κι εκείνη έζησε την υπόλοιπη ζωή της έρημη. Συμπυκνώνεται και ολοκληρώνεται ένας τέτοιος ανθρώπινος βίος και τέτοιος ανθρώπινος χαρακτήρας με ένα απόσπασμα; Δύσκολο. Και αν δεν έγινε εντελώς ακατόρθωτο οφείλεται στην υποκριτική δύναμη, στην πνευματικότητα, στα ασκημένα εκφραστικά μέσα, στην προσωπικότητα που ακτινοβολεί η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Η ερμηνεία της ευεργέτησε θεατρικά το πεζογραφικό κείμενο. Και σε αυτή την παράσταση ήταν αποτελεσματική και αισθητή, παρότι αφανής, η σκηνοθετική βοήθεια του Θέμι Μουμουλίδη.
***
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης «Μεταμφίεση». Η θεατρική καταγωγή (πρώην ηθοποιός) του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη απέδωσε μερικούς δραματουργικούς «καρπούς» της στο πρώτο του θεατρικό κείμενο. Η δραματουργική διάπλαση του προσώπου, με γλώσσα άμεση, απλή, ανεπιτήδευτη, συμπυκνώνει - μέσω της «μεταμόρφωσης» του παρόντος βίου του - τα βασικά στοιχεία του παρελθόντος βίου του, αλλά και τις γενικές γραμμές του μελλοντικού βίου του. Σε αρκετά καλό βαθμό διαπλάστηκε από τον συγγραφέα και ο χαρακτήρας, όπως και η ψυχολογία του προσώπου. Η «ηρωίδα» του μονολόγου είναι μια φτωχή, καλόψυχη γυναίκα, που βιοποριζόταν ως αποκλειστική νοσοκόμα, και η οποία φροντίζοντας υπομονετικά και τρυφερά έναν ηλικιωμένο πλούσιο διπλωμάτη απέκτησε ανέλπιστα ένα «θησαυρό» που εκείνος έκρυβε και ο οποίος της «μεταμόρφωσε» τη ζωή. Της έδωσε τη δυνατότητα να χαρεί στο εξής ό,τι στερήθηκε. Η Ράνια Οικονομίδου με την αισθαντικότητα, την απλότητα, τη θέρμη της υποκριτικής της ερμήνευσε το πρόσωπο, με τη σκηνοθετική συμπαράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάκου.
Αντώνης Δωριάδης «Η αναχώρηση ή καρκίνος του λάρυγγος». Αν και θεατρικός συγγραφέας ο Α. Δωριάδης, έθεσε ο ίδιος σοβαρά εμπόδια στη σκηνική ερμηνεία του ενδιαφέροντος και πολύ ανθρώπινου έργου του. «Ηρωίδα» του έργου είναι μια ηλικιωμένη, μοναχική, σκεπτόμενη αλλά καρκινοπαθής γυναίκα, που προετοιμαζόμενη, με αίσθημα αξιοπρέπειας αλλά και πίστη στην αξία και στην ομορφιά της ζωής, για το στερνό της «ταξίδι», επιστρέφει στις μνήμες της, στις ευτυχισμένες μέρες της νιότης και του μεγάλου έρωτά της. Ο συγγραφέας, υπερβαίνοντας το γεγονός ότι το θέατρο είναι σύμβαση και το κυρίαρχο μέσο του είναι ο ζωντανός λόγος, θέλησε η «επιστροφή» στο παρελθόν να ακούγεται σαν ήχος της σκέψης, δηλαδή με μαγνητοφωνημένη τη φωνή του προσώπου. Ενώ στη διάθεση του κειμένου ήταν η σπουδαία, εξαιρετικής πια ωριμότητας -ανθρώπινης και ερμηνευτικής - ηθοποιός Νέλλη Αγγελίδου, η οποία κατέχει τη γνώση για το πώς θα μπορούσε να «μιλήσει» σκηνικά ένας ασθενής με καρκίνο του λάρυγγα. Περιορίστηκε όμως - με ευθύνη και της σκηνοθεσίας - να παλεύει με μιμητικές χειρονομίες και άφωνες εκφράσεις του προσώπου να ερμηνεύσει το λόγο.