Τετάρτη 31 Μάρτη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Ο δολοφόνος του Λάιου» στη «Στοά»

Ο Μάριος Ποντίκας, ένας από τους σημαντικότερους δραματουργούς μας, επανήλθε στη «Στοά» - στο θέατρο απ' όπου ξεκίνησε πριν τριάντα δύο χρόνια και το οποίο ανέδειξε και λάμπρυνε, συνολικά τη σύγχρονη δραματουργία μας - με ένα ολότελα διαφορετικό απ' όλα τα προηγούμενα, έργο του, με τίτλο «Ο δολοφόνος του Λάιου και τα κοράκια». Εμπνεόμενος από τον πνευματικά μεγαλειώδη και παντοτινό μύθο του Οιδίποδα, ο Ποντίκας έγραψε δυο μονολόγους (για άνδρα και γυναίκα), τους οποίους συνέδεσε με ένα μικρό διαλογικό απόσπασμα από το σοφόκλειο «Οιδίποδα τύραννο». Μονόλογοι - φιλοσοφικοί στοχασμοί του συγγραφέα για το ανόσιο και αλληλοφονικό ανθρώπινο γένος, την πλάνη του, αλλά και την ανάγκη του για αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία. Με γλώσσα γοητευτική, απέριττη, ελλειπτική, αλλά ακριβόλογη, σαφή και «βιωμένη» όπως λέει ο Στάινερ, στον ένα μονόλογο «μετενσαρκώνει» τον Οιδίποδα σε ένα σύγχρονο άνθρωπο. Εναν «Οιδίποδα», αντιμέτωπο με την ανάγκη να απολογηθεί για την πλάνη του και τα ανόσια έργα του, αλλά και για αυτογνωσία, αυτοσυνειδησία, αυτοκάθαρση. Στο δεύτερο μονόλογο, με την υπερρεαλιστική μορφή μιας κορακίνας, ο συγγραφέας συμπυκνώνει τους «οιωνούς» - κριτές των πράξεων του Οιδίποδα - ανθρώπου. Τη Σφίγγα, τον Τειρεσία, την ενοχική συνείδησή του.

Η ποιητικότητα και η στοχαστικότητα του έργου μεγαλύνθηκε από τη λιτότατη, πνευματική, υποδόρια αισθαντική, υποκριτική αλήθεια του Θανάση Παπαγεωργίου και με την ανάλαφρη, σαν με πουλιού φωνή, ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη, αλλά και υπηρετήθηκε με τη λιτή σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη, το αφαιρετικά σύγχρονο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, τη διακριτή μουσική του Νίκου Μενουδάκη και τις σιωπηλές ερμηνευτικές παρουσίες της Εύας Καμινάρη και της Μαρίας Παπαστεφανάκη.

«Εγώ δε» στο «Προσκήνιο»

Ο Βασίλης Αλεξάκης, υπεράξιος πεζογράφος, χειριστής μιας ακριβόλογης κοινής γλώσσας, η οποία ξέρει να αφομοιώνει ξένες ρίζες και δάνεια και αναπλάθοντάς τα να συνεχίζει τη δική του περιπέτεια στη γλώσσα, παρουσιάζοντας πέρσι στο Γαλλικό Ινστιτούτο το εξαιρετικό - γλωσσολογικού περιεχομένου - μυθιστόρημά του «Οι ξένες λέξεις», αποκάλυψε την ύπαρξη ενός σύντομου, ανοιχτού σε πολλές ερμηνείες, μονολόγου, όπου ένας άνδρας υπονοεί και εξομολογείται πολλά, χωρίς να λέει, σχεδόν, τίποτα ουσιαστικό και ολοκληρωμένο. Αφήνει τις φράσεις του μισές, εκεί ακριβώς όπου θα άρχιζε το «ψαχνό» τους και διαφεύγει, επαναλαμβάνοντας αμέτρητες φορές τις λέξεις «εγώ δε», υποκρύπτοντας με αυτές, ένα διαφορετικό, κάθε φορά που τις προφέρει, νόημα, γεγονός ή συναίσθημα. Ο συγγραφέας με αυτές τις δυο λέξεις σηματοδοτεί πολλά. Την αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει όλη την ψυχοδιανοητική λειτουργία του ανθρώπου. Την παρακμή, αν όχι το θάνατο της γλώσσας, σήμερα, καθώς σήμερα έχει χαθεί ή αλλοιωθεί το αρχικό και αληθινό νόημα αμέτρητων λέξεων. Την ανημπόρια του σύγχρονου ανθρώπου να επικοινωνήσει, τη γλωσσική του φτώχεια, την ανειλικρίνεια ή την πονηριά του, το φόβο του να πει τη σκάφη σκάφη, την υπεκφυγή του από την αλήθεια. Απολαυστικός ερμηνευτής αυτού του μονολόγου στο Γαλλικό Ινστιτούτο ήταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας.

Εκείνη η παρουσίαση γέννησε την ιδέα για τη θεατρική πλέον παρουσίαση, στο θέατρο «Προσκήνιο», εκτός από αυτόν και άλλων τριών μονολόγων του Βασίλη Αλεξάκη, υπό τον ενιαίο τίτλο «Εγώ δε». Τέσσερις ανδρικοί μονόλογοι, παίγνια ενός λόγου χυμώδους, άμεσου, πικρόγευστα χιουμοριστικού, εύγλωττου παρά την υπομνηματικότητα, την αποσπασματικότητα, τα σκόπιμα κενά του. Λόγος, που εμμέσως αφορά στη γλώσσα, αν και «ενδύεται» τα πρόσωπα ενός δασκάλου και τριών «ηθοποιών», οι οποίοι υποδύονται τρεις ακόμη ανθρώπινους χαρακτήρες. Οι μονόλογοι, σκηνοθετημένοι με απλότητα και μέτρο από τον Γιώργο Οικονόμου, σκηνικό και κοστούμια του Κώστα Βελινόπουλου, ευτύχησαν με την πνευματώδη, αμφίσημη, χιουμοριστική και εύπλαστη υποκριτική στόφα του Κωνσταντίνου Τζούμα.

«Ποια Ελένη;» στο «Κοτοπούλη - Ρεξ»

Το Εθνικό Θέατρο, ανέβασε στο «Κοτοπούλη - Ρεξ» σε μια θεαματική υπερπαραγωγή, το έργο των Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα «Ποια Ελένη;». Το κωμωδιογραφικό δίδυμο είχε μια έξυπνη ιδέα. Να παρωδήσει το μύθο που θεωρεί ότι για την ωραία Ελένη που «ξεμυάλισε» και «έκλεψε» ο Πάρις έγινε ο Τρωικός Πόλεμος, ώστε να υπογραμμίσει ότι για τη δικαιολόγηση των πολέμων εφευρίσκονται διάφορα σαθρά αίτια και προσχήματα. Το εύρημα των συγγραφέων ήταν εύστοχο. Μια άσχημη δασκάλα, η οποία μιλά στους μαθητές της για τον Τρωικό Πόλεμο, αμφισβητεί την ομορφιά της μυθικής Ελένης και θεωρεί ως υποκειμενική υπόθεση την ομορφιά και την ασχήμια, φαντασιώνεται ότι είναι Πευκίδα, η οποία παρότι άσχημη και γεροντοκόρη, αντί της Ελένης, στέλνεται από τις αντίπαλες της Αφροδίτης και ραδιούργες θεές, Ηρα και Αθηνά, στην Τροία και ξετρελαίνει όχι μόνο τον Πάρι, αλλά και όλους τους άλλους Τρώες, που βλέπουν την ασχήμια της για ομορφιά, τόση που κι όταν η Ελένη καταφέρνει να φθάσει στην Τροία για να σμίξει με τον Πάρι, δεν καταφέρνει να αναγνωρίσουν την ομορφιά της.

Η δραματουργική ιδέα και το εύρημα των συγγραφέων, όμως, δεν ευτύχησαν στην υλοποίησή τους, καθώς από μια μετ' ασμάτων και χορογραφιών επιθεωρίζουσα παρωδία -όχι πάντα κωμωδιογραφικά και γλωσσικά επιτυχή- οι συγγραφείς, ως να ζήλωσαν τον Ευριπίδη, γλίστρησαν σε μια παράταιρη σοβαροφάνεια και στο χοντροκομμένο μελοδραματισμό, εμφανίζοντας την Εκάβη να θρηνεί για το χαμό των παιδιών της και της Τροίας, για να ξαναπεράσουν και πάλι στην παρωδία και σε ένα επιθεωρησιακού τύπου φινάλε.

Καθώς η δραματουργική ιδέα των συγγραφέων δεν ήξερε προς τα πού να βαρύνει, επέδρασε και στη σκηνοθεσία τους, η οποία επίσης «σοβάρεψε» στη σκηνή της Εκάβης (παρασύροντας και τη Νατάσα Μανίσαλη να υποδυθεί το ρόλο ως να έπαιζε την τραγική Εκάβη στην Επίδαυρο). Και «σοβάρεψε», κόντρα στο επιθεωρησιακό ήθος του σκηνικού (Αντώνης Δαγκλίδης - Σωτήρης Στέλιος), των κοστουμιών (Εβελυν Σιούπη), της χορογραφίας (Φωκάς Ευαγγελινός) και στην ταλαντευόμενη, επίσης, μουσική της Αφροδίτης Μάνου.

Με τα μέτρα του δραματουργικού προβλήματος του έργου και της σκηνοθεσίας επιβάλλεται να κριθούν και οι ερμηνείες των γενικά καλών ηθοποιών, από τις οποίες ως παρωδίες ευστοχούν της Τζέσης Παπουτσή, της Τάνιας Τρίπη, της Χριστίνας Τσάφου, της Τζίνης Παπαδοπούλου και του Γιώργου Καραμίχου.

Ελληνικοί μονόλογοι και μια παρωδία

«Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί. Εξαιρετικά πολύπλοκοι, ίσως, αλλά πάντως οργανισμοί. Κλείνουν μέσα τους μιαν ορισμένη ζωτική δύναμη, καθώς και κάποια ικανότητα γι' αφομοίωση και ανάπτυξη. Μπορούν ωστόσο να παρακμάσουν, και μπορούν να πεθάνουν. Μια γλώσσα που περιέχει το σπέρμα της αποσύνθεσης το δείχνει με ποικίλους τρόπους. Εκδηλώσεις του πνεύματος που κάποτε στάθηκαν αυθόρμητες γίνονται τώρα μηχανικές, παγερές συνήθειες (νεκρά μεταφορικά σχήματα, στερεότυπες παρομοιώσεις, συνθήματα). Η ρητορική αντικαθιστά το καλό ύφος, μια τεχνητή διάλεκτος την ακριβόλογη χρήση της κοινής γλώσσας. Το κυκλοφοριακό σύστημα της γλώσσας παύει να αφομοιώνει τις ρίζες και τα δάνεια: τα καταπίνει μοναχά, αλλά παραμένουν ξένα σώματα. Παύει να 'ναι περιπέτεια (κι η γλώσσα είναι η ύψιστη περιπέτεια που μπορεί να γνωρίσει η ανθρώπινη διάνοια). Κοντολογίς, η γλώσσα παύει να 'ναι βιωμένη, δεν είναι παρά μόνο μιλημένη».

Οσο κι αν φαίνεται παράξενο αυτό το απόσπασμα από «Το κούφιο θαύμα» του Τζορτζ Στάινερ (παρατίθεται στο πρόγραμμα του θεάτρου «Στοά» για το έργο του Μάριου Ποντίκα «Ο δολοφόνος του Λάιου») αφορά - διαφορετικά για το καθένα - και στα άλλα δύο έργα που παρουσιάζει η σημερινή στήλη.




ΘΥΜΕΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ