Τετάρτη 5 Ιούλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ποικίλοι σκηνικοί πειραματισμοί

Αποκαθήλωση... της «Σαουμπίνε»

Το δυτικοβερολινέζικο θέατρο «Σαουμπίνε», επηρεασμένο και από την παράδοση του ανατολικοβερολινέζικου μπρεχτικού «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», με το ρεπερτόριο και τις αισθητικές αναζητήσεις σπουδαίων σκηνοθετών του, λ.χ. του Πέτερ Στάιν, καταξιώθηκε ως ένα από τα πλέον πρωτοποριακά ευρωπαϊκά θέατρα, όταν - πριν τον πρόσφατο «κατακλυσμό»... που επιχείρησε το «τέλος της Ιστορίας» - πρωτοπορία σήμαινε πολύπλευρη αποκάλυψη της αστικής κοινωνίας. Καθώς σήμερα «πρωτοπορία» σημαίνει κατάλυση όλων των ανθρωπίνων, κοινωνικών και πολιτιστικών αξιών, οι της «Σαουμπίνε», θεωρώντας ως «πρωτοπορία» το «τέλος της Ιστορίας» του θεάτρου και την άνευ ηθικών, κοινωνικών και αισθητικών όρων και ορίων «κατεδάφισή» του, αποκαθηλώνουν και τη «Σαουμπίνε». Τέτοια «πρωτοπορία» - απερίγραπτου εκφυλισμού της θεατρικής τέχνης, αχαλίνωτης, εμετικής χυδαιότητας, σαδιστικής μεταχείρισης των ερμηνευτών, περιφρόνησης και καταστροφής της μεγάλης ποίησης, περιφρόνησης και καταστροφής, ντυμένης και με μπόλικες θεωρητικούρες περί της «ζωώδους», «σαδομαζοχιστικής» ανθρώπινης λίμπιντο - ήταν η παράσταση της «Σαουμπίνε» (στο Φεστιβάλ Αθηνών), με το σαιξπηρικό, υποτίθεται, «Ονειρο θερινής νυκτός». Δεν είδαμε το σαιξπηρικό αριστούργημα, αλλά μια εκπορνευτική διασκευαστική χρήση από τον σκηνοθέτη Τ. Οστερμάγιερ και τη χορογράφο Κ. Μάκρας, μόνο των ερωτικών ζευγών που αλληλομπερδεύονται. Η ολοσχερής καταστροφή του σαιξπηρικού έργου με ακατάσχετες, εντυπωσιοθηρικής χυδαιότητας, τάχα «ευρηματικές», σκηνοθετικές μουντζούρες, θύμισε στην υπογράφουσα τον αλαζόνα Φερχόφεν, στο μπαλζακικό «Αγνωστο αριστούργημα», ο οποίος θεωρώντας εαυτόν μέγιστο θεωρητικό και δημιουργό της ζωγραφικής, καταστρέφει έναν υπέροχο πίνακα ενός μεγάλου ζωγράφου και δασκάλου του, περιφρονώντας όλους τους αισθητικούς κανόνες και «φιλοτεχνώντας» πάνω του μια απερίγραπτη μουντζούρα, την οποία θεωρούσε «αριστούργημα». Ετσι και η σαιξπηρική ποίηση εξαφανίστηκε κάτω από ένα δήθεν «πρωτοποριακό» σκηνοθετικό «αριστούργημα»: Ενα «σύγχρονο» τάχα πάρτι με σεξουαλικά όργια για κάθε λογής διεστραμμένο και διαστροφή, στριπ-τιζ, γελοιοποίηση της θεατρικής μάσκας με μασκοφόρεμα ανδρικών μορίων και σαδομαζοχιστική χορογραφικά (και επικίνδυνη για τη σωματική τους ακεραιότητα) καταπόνηση των υπερασκημένων σωματικά ηθοποιών. Ομως, και οι ηθοποιοί, ανεχόμενοι τη σκηνοθετική «δικτατορία», γίνονται συνυπεύθυνοι για τον εκφυλισμό του θεάτρου και της τέχνης τους.


ΘΥΜΕΛΗ

«Ερως θηλυκρατής»

Ως «παρακλάδι» των Επιδαυρίων, με πειραματικές παραστάσεις περί το αρχαίο δράμα, λειτουργεί φέτος το Φεστιβάλ στο θεατράκι της Αρχαίας Επιδαύρου. Η έναρξή του έγινε με την παράσταση «Ερως θηλυκρατής» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη. Ο Δ. Λιγνάδης έχοντας διδαχθεί ως σπουδαστής της σχολής του Εθνικού Θεάτρου την παράδοσή του στο αρχαίο δράμα, έχοντας δοκιμαστεί ερμηνευτικά στο αρχαίο δράμα, έχοντας κάνει μια εξαιρετικού πειραματισμού σκηνοθετική «άσκηση» με αποσπάσματα της «Ορέστειας», έχοντας ευθύνη ως δάσκαλος πια στη σχολή του Εθνικού, και «ψάχνοντας» τα ερμηνευτικά προβλήματα του αρχαίου δράματος σήμερα, συνέλαβε την ιδέα ενός πειραματικού «παιγνίου», με διπλό στόχο. Αφενός, με «θραύσματα» μονολόγων, να διερευνήσει τα μυθολογικά, μυθοπλαστικά, χαρακτηριολογικά, ψυχολογικά στοιχεία, την τραγωδία εντέλει, επτά πασχουσών ή δολοφονικών από έρωτα μυθολογικών γυναικών (Κλυταιμνήστρα, Φαίδρα, Διηάνειρα, Ανδρομάχη, Πασιφάη και Ωραία Ελένη, με επίκεντρο τη Μήδεια), αντιπαραθέτοντας σε αυτές, ως λεπτή ειρωνεία, τη σύγχρονη Γουίνι, στο μονολογικό, αμφίσημο μπεκετικό έργο «Ευτυχισμένες μέρες». Και αφετέρου, να κάνει ένα έμμεσο «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» μεταξύ της παράδοσης την οποία διδάχθηκε και των δικών του ερμηνευτικών προβληματισμών. Για να εκφράσει την παράδοση, χρησιμοποίησε την Αντιγόνη Βαλάκου (αγαπημένη του δασκάλα, την οποία τιμά και με ένα μικρό βίντεο), αναθέτοντάς της το ρόλο «δασκάλας» σε δραματική σχολή, νέων «σπουδαστών» (χρησιμοποιώντας πρώην μαθητές του στη σχολή) για να υποδηλώσει μέσω των νέων, «παιχνιδιάρικα» βέβαια, τις δικές του αισθητικές αναζητήσεις. Η Αντιγόνη Βαλάκου - «δασκάλα» αντιπαραθέτει στα «εκσυγχρονιστικά» νεανικά ερμηνευτικά «παίγνια» των «σπουδαστών» την ερμηνευτική «στιβαρότητα» της παράδοσης, μελαγχολώντας πως «χάσαμε τους κλασικούς μας», ενώ οι «μαθητές» της πιστεύουν ότι «όλα μπορούν να ειπωθούν απλά και αληθινά». Στο ενδιαφέρον σκηνικό πείραμα συνέβαλαν όλοι οι συντελεστές. Η πολύπειρη «κλασική» ερμηνεία της Αντιγόνης Βαλάκου. Η παιχνιδιάρικη ερμηνεία των Μίνου Θεοχάρη, Χρήστου Καρνάκη, Ελίνας Μάλαμα, Σταυριάνας Πανδή, Ομηρου Πουλάκη και Ελένης Σιδερά. Το λιτότατο σκηνικό και τα «παιγνιώδη» κοστούμια του Διονύση Φωτόπουλου. Η εκφραστική κινησιολογία του Φωκά Ευαγγελινού. Η μουσική επιμέλεια του Γιώργου Χριστοδούλου και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.

«Καρδιά με κόκαλα»

Η ομάδα «Οχι παίζουμε», είχε την αξιέπαινη ιδέα της συγγραφής και παρουσίασης του έργου «Καρδιά με κόκαλα (ο βίος και η πολιτεία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη)». Η ιδέα καρποφόρησε και με την παρουσίασή της στην αυλή του ερειπωνόμενου, εγκαταλειμμένου στην τύχη του (δυστυχώς) αν και κηρυγμένου ως διατηρητέου, νεοκλασικού σπιτιού του ποιητή στην οδό Κουντουριώτη 23 και Οικονόμου, στα Εξάρχεια, (το τελευταίο που απέμεινε από τα τέσσερα σπίτια της μεγάλης πατρικής περιουσίας, που χάθηκε από σπατάλες του ποιητή, αλλά και την αρπάγη μαυραγοριτών στην Κατοχή). Η σεναριακή δομή της βιο-εργογραφίας έγινε από τον Χρήστο Κανελλόπουλο. Τη δραματουργική επεξεργασία του σεναρίου έκανε όλη η ομάδα, παρεμβάλλοντας ένα πολύ πρωτότυπο εύρημα: Τη χρησιμοποίηση των αριθμημένων σκαλοπατιών της σκάλας στην αυλή του σπιτιού, βάσει της τυχαίας επιλογής, από τους θεατές κάθε παράστασης, τραπουλόχαρτων, με τους αριθμούς των οποίων σε κάθε παράσταση χρησιμοποιούνται διαφορετικά σκαλιά και προκύπτει μια διαφορετική χρονολογική διαδρομή στο βίο και το έργο του «καταραμένου», εξαρτημένου από ουσίες και ομόφυλα ερωτικά πάθη, και τελικά τραγικού αυτόχειρα Λαπαθιώτη. Η τυχαία ροή των τραπουλόχαρτων, βέβαια, στερεί από τους θεατές κάθε παράστασης να ακούσουν και κάποιες σημαντικές χρονολογικές πληροφορίες για το έργο και το βίο του Λαπαθιώτη. Λ.χ. για τη μύησή του στα νιάτα του, αν και από μεγαλοαστική οικογένεια, στις σοσιαλιστικές ιδέες. Την πεποίθησή του ότι «ο κομμουνισμός είναι η μόνη ελπίδα της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας». Τη σχέση του με το ΕΑΜ και την προσφορά των όπλων του στρατιωτικού πατέρα του στον ΕΛΑΣ. Την αρπαγή της περιουσίας του από τους μαυραγορίτες και τη θανάσιμη πείνα που και αυτή «υπαγόρευσε» την αυτοκτονία του, στις αρχές του 1944. Δημιουργικοί συντελεστές αυτού του αξιόλογου θεατρικού πειραματισμού είναι και οι Γιώργος Σαχίνης (σκηνοθεσία), Κώστας Δαλακούρας (μουσική και επιλογή μελοποιημένων ποιημάτων του Λαπαθιώτη), Ειρήνη Αλεξίου (κίνηση), Χριστίνα Θανασούλα (φωτισμοί), Γιάννης Σκουρέλης (σκηνικά αντικείμενα - κοστούμια), ενώ ερμηνευτές ήταν η δυνατών εκφραστικών μέσων Τζίνα Θλίβερη, υποδυόμενη τον ποιητή, ο Χρήστος Κανελλόπουλος στο ρόλο του αφηγητή - βιογράφου του Λαπαθιώτη και ο Τάσος Καραχάλιος ως «Αννίβας», ένα βουβό σύμβολο του «γολγοθά» ζωής του ποιητή.

«Ισαδώρα»

Στα πλαίσια των σκηνικών πειραματισμών που ενέταξε στο πρόγραμμά του το Φεστιβάλ Αθηνών, στο «Σχολείον» παρουσιάστηκε θεατροποιημένο το βιογραφικό αφήγημα του Τζον Ντος Πάσος «Ισαδώρα», μεταφρασμένο αισθαντικά από τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, σε δραματουργική διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη, λιτότατα ατμοσφαιρική σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού, σκηνικό - κοστούμια Θάλειας Ιστικοπούλου, μουσική Σταύρου Γασπαρινάτου, φωτισμούς Μελίνας Μάσχα. Το ελκυστικό ως ανάγνωσμα αφήγημα του Ντος Πάσος δε συνιστά θέατρο, παρότι συμπυκνώνει το βίο και το έργο ενός καλλιτεχνικού «μύθου». Τη ριζοσπαστική, καινοτόμο, πρωτοπόρα και «θεμελιώτρια» του σύγχρονου χορού, μεγάλης ομορφιάς - παρότι ήταν αυτοδίδακτη- χορευτική δημιουργία (σε εποχή κυριαρχίας, μάλιστα, του κλασικού μπαλέτου), τον ανά τον κόσμο περιπετειώδη βίο, το ανήσυχο πνεύμα, την ελεύθερη ψυχή, τον ανυπότακτο στις κατεστημένες κοινωνικές συμβάσεις χαρακτήρα, τους αυτοκαταστροφικούς έρωτες, τη διεθνή λάμψη αλλά και το τραγικό τέλος της Ισιδώρας Ντάνκαν. Η θεατροποίηση του αφηγήματος απαιτούσε μια ερμηνεία που να ενσαρκώνει, κυριολεκτικά, τη γοητεία αλλά και τραγωδία της Ντάνκαν και όχι να την περιγράφει σχηματικά, με ναρκισσευόμενο λόγο και αδύναμα για χορό και τραγούδι μέσα, όπως της Φωτεινή Παπαδόδημα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ