Μέχρι τις 4 του Φλεβάρη θα παίζεται στο θέατρο «Βασιλάκου», στον Κεραμικό, το έργο «ΚάθεΠέμπτη, κύριε Γκριν», που παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά με επιτυχία το θέατρο «Διαδρομή», με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση.
Στο μεταξύ άρχισαν οι παραστάσεις της παιδικής σκηνής «Εύμορφον» της Κατερίνας Βασιλάκου με το έργο του Κάρλο Γκότσι «Το πράσινο πουλί» σε μετάφραση Δήμου Λαζαρίδη, σκηνοθεσία Βασίλη Αναστασίου, σκηνικά - κοστούμια Σάντρας Στεφανίδου και μουσική επιμέλεια Νίκου Ζαχαρόπουλου. Παίζουν: Αργύρης Γαλάρης, Χρήστος Γλύκος, Μαριάννα Καστανία, Θανάσης Κυριαζής κ.ά. Παράλληλα η Κατερίνα Βασιλάκου ετοιμάζει το έργο της Γιασμίνα Ρεζά «Ο άντραςπου δεν τον περίμενε κανείς», που ανεβαίνει στις 9 του Φλεβάρη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Αναστασίου, μετάφραση Δήμου Λαζαρίδη. Στον βασικό αντρικό ρόλο ο Περικλής Μουστάκης.
Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου οπότε θα ανέβει«Ο εραστής» τουΧάρολντ Πίντερ.
Καταξιωμένος στην πατρίδα του και διεθνώς, αλλά «βουλιάζοντας» στον τυραννισμένο ψυχισμό του, στη μοναξιά, στο βασανιστικό πάθος του, στο αλκοόλ και στα βαρβιτουρικά, το 1975 ο Ουίλιαμς γράφει αυτή την πικρόγευστη, δραματική κατά βάθος, κωμωδία, θεωρώντας το γέλιο ως την «άλλη όψη του κλάματος». «Πυρήνας» και του έργου αυτού, αποτυπωμένος με διάφορες διαβαθμίσεις και στα τέσσερα πρόσωπα, η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, το συντριμμένο όνειρο του απλού ανθρώπου για λίγη ευτυχία, αλλά και η ανθρώπινη τρυφερότητα και αλληλεγγύη, ως μόνη του «οδός» για να μπορέσει να συνεχίσει τη στερημένη, μίζερη ζωή του. Ο,τι, δηλαδή, είχε ο ίδιος ανάγκη για να επιζήσει, αλλά του έλειψε, με αποτέλεσμα τον τραγικό, μοναχικό του θάνατο. Και οι τέσσερις «ηρωίδες» του έργου έχουν κάποιο «σημάδι» από τη ζωή και τον ψυχισμό των πρωταγωνιστικών γυναικείων προσώπων των μεγάλων έργων του. Εχουν όλες το βάσανό τους. Η μεγαλύτερη, η Μπόντι, μια εργάτρια χωρίς προοπτική για γάμο και ευτυχία, γεμίζει την άδεια ζωή της με τη μητρική, έως υπερπροστατευτική, τρυφερότητά της απέναντι σε δυο άλλα έρημα πλάσματα. Τη νεαρή, έρημη και ψυχικά συντριμμένη από το θάνατο των γονιών της Γκλουκ και τη συγκάτοικό της Ντόροθι. Μια δασκάλα, ερωτεύσιμη ακόμα, που λαχταρά μια καλύτερη ζωή, αλλά προδομένη και από τον τελευταίο της έρωτα, για να μην καταλήξει σαν την Μπλανς («Λεωφορείον ο "Πόθος"»), έρημη, αλκοολική, ψυχοπαθής, δέχεται να παντρευτεί τον, αδιάφορο για εκείνη, αδερφό της Μπόντι. Αλλά και το τέταρτο πρόσωπο του έργου, η ιστορικός τέχνης Ελενα, πίσω από τον επηρμένο σνομπισμό, κρύβει μια απέραντη μοναξιά.
Στη δεύτερη σκηνή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου» φιλοξενήθηκε (μέχρι τις 7/1/2001) μια αξιοσημείωτη παράσταση του «Κέντρου Καλλιτεχνικής Επιμόρφωσης "Σχεδία"» και του Βασίλη Βαφέα, με το μονόπρακτο έργο του Αμερικανού Τζον Πάτρικ Σάνλεϊ «Ο Ντάνι και η βαθιά γαλάζια θάλασσα». Δημιουργός ευαίσθητος και προβληματιζόμενος ο Β. Βαφέας, επέλεξε, μετέφρασε (δόκιμα) και σκηνοθέτησε με λιτή, ρεαλιστική αλήθεια, αυτό το ενδιαφέρον, σκληρό θεματικά, βαθύτατης ποιητικής διάθεσης έργο. Εργο, που αντλημένο προφανώς από βιώματα της νεανικής ζωής του συγγραφέα στην υποβαθμισμένη εργατούπολη της Ν. Υόρκης, το Μπρονξ, αντανακλά τα κοινωνικά, οικογενειακά, υπαρξιακά αδιέξοδα, την ερημία, τη στερημένη, ανασφαλή εργασιακά, διαλυμένη, επικίνδυνη, περιθωριοποιημένη ζωή πολλών νέων στη σύγχρονη κοινωνία, ιδιαίτερα των πολύπλευρα καταπιεσμένων λαϊκών τάξεων. Την έλλειψη «γλώσσας», τη φοβία και την ανημπόρια τους να επικοινωνήσουν, παρότι «διψούν» για επικοινωνία, συντροφικότητα και αγάπη.
Τα δυο πρόσωπα του έργου, ο Ντάνι και η Ρομπέρτα, δύο «ρημάδια» ζωής, συναντιούνται σε ένα μπαρ. Εκείνη, μάνα ενός παιδιού χωρίς πατέρα. Εκείνος κρύβει τον τραυματισμένο ψυχισμό του με βία. Βρίσκοντας τρόπο, σχεδόν οδυνηρά, να «μιλήσουν», σμίγουν τις μοναξιές τους. Πρώτα με το σεξ, έπειτα με αλληλοεξομολόγηση των πικρών βιωμάτων τους και της μοναξιάς τους και σιγά - σιγά με τη συνειδητοποίηση ότι με την αγάπη μπορούν να σωθούν, να δώσουν νόημα στη ζωή τους.
Στον αφαιρετικό σκηνικό χώρο που διαμόρφωσε η Ιουλία Σταυρίδου, φωτισμένο ατμοσφαιρικά από τον Ντίνο Κατσουρίδη, ο Βασίλης Βαφέας, κατέχοντας την κινηματογραφική τέχνη και την κινηματογραφική υποκριτική, καθοδήγησε τις αξιόλογες ερμηνείες των νέων ηθοποιών, της Εύας Βλαχάκου και του Νίκου Ορφανού, με κινηματογραφική «ματιά», με τη μέθοδο του κοντινού και μακρινού πλάνου, ζητώντας τους - και αποσπώντας σε αρκετό βαθμό - απέριττη εσωτερική αλήθεια και φυσικότητα των εκφραστικών μέσων τους.