Προσοχή: ο εξεταστής δε ζητά από τον εξεταζόμενο να αναπτύξει μια κριτική άποψη ως προς τα αίτια που οδήγησαν στην καταστροφή του Πόντου. Επίσης, δεν του δίνει τα περιθώρια να επιχειρηματολογήσει για το αντίθετο από αυτό που παρουσιάζεται ως «αδιαμφισβήτητη αλήθεια» (όπως θα γινόταν, π.χ., αν το υπό εξέταση θέμα είχε διατυπωθεί ως εξής: «λειτούργησε η συνεργασία Κεμάλ - Μπολσεβίκων ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος;»). Τουναντίον, το ερώτημα τίθεται με έναν απαράδεκτα αντι-εκπαιδευτικό, εκβιαστικό τρόπο, ώστε ο εξεταζόμενος - αποδεχόμενος ή μη την παραπάνω αντιδραστική άποψη - να στηθεί κυριολεκτικά στον τοίχο, καλούμενος να επιλέξει μεταξύ της ιστορικής αλήθειας και της συνείδησής του από τη μία και των συνεπειών, στην περίπτωση που δε δεχθεί να γίνει συνειδητός διαστρεβλωτής του παρελθόντος, αναπαράγοντας μια αντικομμουνιστική προπαγάνδα, που, απ' ό,τι φαίνεται, καλά κρατεί.
Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων. Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικο-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και το διαμελισμό μιας χώρας. Αυτό δε σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.
Επιπλέον, συνυπολογίζοντας το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της σοβιετικής εξουσίας.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Και όμως, η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων: «1) Παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και 2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Ελληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με τη συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων. Ακόμη: 3) Ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού».3
Και ακόμα: «Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε - είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστόφ της νότιας Ρωσίας - (ο Καθενιώτης) πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Αγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Αγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο».4
Αξιομνημόνευτη υπήρξε, τέλος, η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς, προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στη Μικρά Ασία. Ο ιστορικός - και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ(Κ) - Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας. Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για το σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο μικρασιατικό ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και de facto, τη σοβιετική εξουσία.
Ο Σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε, μεταξύ άλλων: «Γι' αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Ελληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».6
Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ(Κ) συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις, χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε. Αυτά, λοιπόν, όσον αφορά τη στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων που καθόρισαν τις εξελίξεις στην περιοχή τη συγκεκριμένη περίοδο.
Το ιδεολόγημα του «κεμαλομπολσεβικισμού» επιστρατεύτηκε τότε, ώστε να αναχαιτιστεί η τάση ριζοσπαστικοποίησης που απειλούσε να μετατρέψει τις προσφυγικές μάζες σε σημαντική κοινωνική δύναμη, για να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο είχε τεθεί επικεφαλής στην οργάνωση των διεκδικήσεών τους απέναντι στο αστικό κράτος και τους εργοδότες. Ταυτόχρονα, όμως, λειτούργησε και αποπροσανατολιστικά, με σκοπό να μετατοπιστούν στους κομμουνιστές οι ευθύνες από τους κατεξοχήν υπαίτιους για την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής. Ο κίνδυνος να συνειδητοποιήσουν οι λαοί ότι πηγή των πολέμων, της εξόντωσης ολόκληρων εθνών, αποτελεί ο ενδοαστικός ανταγωνισμός, ο ιμπεριαλισμός, ήταν - και παραμένει - μεγάλος. Για όλα έφταιγαν ...ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και τα κατά τόπους «μίσθαρνα όργανα της Μόσχας»!
Οι σκέψεις μας είναι με τους χιλιάδες υποψήφιους και υποψήφιες...
1. Διδώ Σωτηρίου (1985) «Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (Αθήνα: «Κέδρος») σελ. 89-90 και εφημερίδα «ΝΕΑ» 1/9/1972.
2. Φωτιάδης Κ. (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα: Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ. 209.
3. Εκθεση Δ. Καθενιώτη «Το ζήτημα του Πόντου», όπως παρατίθεται στο Λαμψίδης Ο. (2002) «Προσπάθειες στρατιωτικής οργανώσεως των Ελληνοποντίων» σελ. 91.
4. Εκθεση Δ. Καθενιώτη, όπως πριν, σελ. 96.
5. Τα σχετικά έγγραφα του υπουργείου των Εξωτερικών παρατίθενται στο Φωτιάδης Κ. (2004), όπως πριν, σελ. 455.
6. Κορδάτος Γ. (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII (Αθήνα: «20ός αιώνας») σελ. 567.
Ομως, βασικός «κρίκος» για την εφαρμογή ή μη του νόμου μέσα στα ιδρύματα είναι το εκπαιδευτικό προσωπικό (ΔΕΠ στα πανεπιστήμια και ΕΠ στα ΤΕΙ). Οι πανεπιστημιακοί συμμετέχουν στο σύνολό τους σε όλα τα συλλογικά όργανα των ιδρυμάτων, σε όλες τις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη διοίκηση των ιδρυμάτων, με τη διάρθρωση και την ανάπτυξη των σπουδών κ.τ.λ. Σε όλα αυτά τα όργανα προχωρούν διαδικασίες που είτε εφαρμόζουν άμεσα, είτε σχετίζονται με τις αναδιαρθρώσεις. Για παράδειγμα, αυτήν την περίοδο, συζητιούνται σε πολλά Τμήματα, αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Ο προσανατολισμός και η κατεύθυνση των σπουδών έχει άμεση σχέση με την απάντηση στο ερώτημα: «Επιστήμη για ποιον; Για τα μονοπώλια ή για το λαό»; Η απάντηση που θα δώσουν οι πανεπιστημιακοί και οι εκπαιδευτικοί των ΤΕΙ σ' αυτό το ερώτημα προσδιορίζει και τις όποιες θέσεις θα πάρουν συνολικότερα για τις αλλαγές στα ιδρύματα.
Η Ομοσπονδία των Πανεπιστημιακών (ΠΟΣΔΕΠ) έχει πάρει θέση ενάντια στο νόμο - πλαίσιο και τους υπόλοιπους νόμους που αποτελούν έκφραση κι εφαρμογή των αποφάσεων της Μπολόνια. Ομως, οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ που πλειοψηφούν στην Ομοσπονδία δείχνουν ότι δεν είναι διατεθειμένες να υψώσουν με τη δράση τους κανέναν ουσιαστικό φραγμό απέναντι στο νόμο. Δεν πήραν θέση για τις πρυτανικές εκλογές, δεν πήραν θέση για τις τυχοδιωκτικές ενέργειες που αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» της κυβέρνησης, φροντίζουν με τις δηλώσεις τους να αποστεώνουν ακόμα και τις ίδιες προτάσεις που ψηφίζουν στην Ομοσπονδία, φέρνοντάς τες στα ...μέτρα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε «απολυτοποίηση» της «νίκης του κινήματος» για την αναθεώρηση του άρθρου 16 κ.τ.λ).
Παράλληλα, υπάρχει και μια μεγάλη μερίδα πανεπιστημιακών που σιγοντάρει ανοιχτά την πολιτική της κυβέρνησης, τάσσεται υπέρ των αναδιαρθρώσεων, υπέρ του νόμου - πλαισίου. Υπάρχουν σαφώς οι πανεπιστημιακοί εκείνοι (λίγοι πράγματι στον αριθμό) που έχουν ήδη από σήμερα στενές σχέσεις με τμήματα του κεφαλαίου στη χώρα μας και διεθνώς. Υπάρχουν οι πανεπιστημιακοί που προαλείφονται για υψηλόβαθμες κρατικές διοικητικές θέσεις ή για τα ανώτερα κομματικά κλιμάκια των κομμάτων. Υπάρχουν ακόμα και πανεπιστημιακοί που μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται «προοδευτικοί» ή «αριστεροί» αλλά έχουν δώσει πλήρη διαπιστευτήρια όλα αυτά τα χρόνια στην κυρίαρχη πολιτική και συνεχίζουν να τα δίνουν και σήμερα, προσδίδοντας μάλιστα, «προοδευτικό» καμουφλάζ στις αντιδραστικές τομές που επιβάλλονται στην ανώτατη εκπαίδευση.
Ολοι αυτοί, σαφώς, όχι μόνο δε θέλουν να αντιπαρατεθούν στο νόμο - πλαίσιο, αλλά τους στρώνουν και το επίσημο χαλί μέσα στα ιδρύματα.
Κομμάτι του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι και οι διοικήσεις των ιδρυμάτων, που το τελευταίο διάστημα φαίνεται να αναλαμβάνουν πιο ενεργό δράση απέναντι στις εξελίξεις.
Με αιχμή τους τυχοδιωκτισμούς που ενισχύουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στην ανώτατη εκπαίδευση, οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων, προχώρησαν την προηγούμενη βδομάδα σε μια κίνηση τάχα εκτόνωσης της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στην ανώτατη εκπαίδευση. Οι πρυτάνεις, στην ουσία, κατέληξαν σε ένα κείμενο που σε τίποτα δεν αμφισβητεί το νόμο - πλαίσιο και τις αντιδραστικές τομές που εφαρμόζονται. Πέρα από τα αιτήματα για ...τα αυτονόητα, δηλαδή για τη βελτίωση των υποδομών της εκπαίδευσης και αύξηση της χρηματοδότησης, ζητούν διακομματική συναίνεση, γιατί δήθεν τα ιδρύματα συμπιέζονται από τις κομματικές παρεμβάσεις. Συναίνεση σε τι; Στην ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, της «αυτοτέλειας» των ιδρυμάτων! Με άλλα λόγια ζητούν μεγαλύτερη «ελευθερία» των ιδρυμάτων να μπορούν να κανονίζουν τις δοσοληψίες τους με τις επιχειρήσεις...
Για τους πρυτάνεις, η κρίση που υπάρχει στην ανώτατη εκπαίδευση δεν οφείλεται στην επίθεση που εξαπολύεται από την πολιτική του κεφαλαίου, αλλά στη «βία» και τις κομματικές παρεμβάσεις. Στην ουσία, αποπροσανατολίζουν τόσο για τους ενόχους της σημερινής κατάστασης, όσο και για τη διέξοδο από αυτή.
Χρειάζεται, τέλος, να σημειώσουμε ότι όλες οι σημερινές διοικήσεις των πανεπιστημίων, εκλέχτηκαν με τη στήριξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και σε κάποιες περιπτώσεις και του ΣΥΝ.
Στα ΤΕΙ, οι πρόεδροι των ιδρυμάτων είχαν πάρει από την πρώτη στιγμή θέση υπέρ του νόμου - πλαισίου, χαρακτηρίζοντας θετικό το ότι τα ΤΕΙ μπαίνουν «επιτέλους» σε ένα κοινό, ενιαίο θεσμικό πλαίσιο με τα πανεπιστήμια. Δε βρήκαν όμως ούτε μια κουβέντα κριτικής να αρθρώσουν για αυτό καθεαυτό το θεσμικό πλαίσιο, που - παραδίδοντας τα ιδρύματα ως βορά στο κεφάλαιο - καταδικάζει και τα ΤΕΙ σε ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση.
Αντίστοιχα και η Ομοσπονδία του Εκπαιδευτικού Προσωπικού των ΤΕΙ (ΟΣΕΠ), στην οποία πλειοψηφούν οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ έλαβε μέρος σποραδικά σε ελάχιστες από τις κινητοποιήσεις όλων των τελευταίων χρόνων, με ένα πλαίσιο που επικέντρωνε αποκλειστικά στη μισθολογική και θεσμική «ισοτίμηση» των ΤΕΙ με τα πανεπιστήμια. Είναι χαρακτηριστικό δε, το ότι έπαψαν από την πλευρά της ΟΣΕΠ ακόμα και οι ελάχιστες αντιδράσεις της, όταν εξασφάλισε από την κυβέρνηση την υπόσχεση για διενέργεια αυτόνομων μεταπτυχιακών από τα ΤΕΙ!
Ουσιαστικά, οι κυρίαρχες δυνάμεις στις διοικήσεις και τους εκπαιδευτικούς των ΤΕΙ, μοιάζουν να λένε ...«αφήστε μας κι εμάς να κάνουμε μπίζνες με τις επιχειρήσεις», «δώστε μας τη δυνατότητα, στην αγορά που φτιάχνετε για την ανώτατη εκπαίδευση, να παίζουμε με καλύτερους οικονομικούς όρους»... Οταν, όμως, οι σπουδές και το περιεχόμενο των ΤΕΙ διαρκώς υποβαθμίζονται, όταν διατηρείται ο αναχρονιστικός και αντιεπιστημονικός διαχωρισμός της ανώτατης εκπαίδευσης σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ, σε «θεωρία και εφαρμογή», τότε εξ ορισμού τα ΤΕΙ καταδικάζονται σε ιδρύματα β' κατηγορίας. Και την κατοχύρωση αυτής της υποβάθμισης, δεν πρόκειται να την αναιρέσει ο νόμος - πλαίσιο, δεν πρόκειται να την αναιρέσουν οι όλο και περισσότερες δοσοληψίες των ιδρυμάτων με τις επιχειρήσεις.
Οι πανεπιστημιακοί και οι εκπαιδευτικοί των ΤΕΙ έχουν πια πολλά δεδομένα για να βγάλουν συμπεράσματα. Εχουν τα δεδομένα για να εκτιμήσουν την πολιτική που ακολουθείται, τις δραματικές συνέπειες που θα έχει για τα ιδρύματα. Εχουν όλα τα δεδομένα για να εκτιμήσουν τη στάση όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Το ΚΚΕ έχει επισημάνει το χρέος των πανεπιστημιακών και των εκπαιδευτικών των ΤΕΙ να σταθούν εμπόδιο στην εφαρμογή του νόμου - πλαισίου και συνολικότερα του αντιδραστικού θεσμικού πλαισίου στην ανώτατη εκπαίδευση.
Εχει απευθύνει ένα κάλεσμα αγώνα και αξιοπρέπειας στους πανεπιστημιακούς:
«Σε όλους εκείνους τους πανεπιστημιακούς, που προσηλωμένοι στη διδασκαλία και την επιστήμη τους και όχι στους νέους επιχειρηματικούς κανόνες, αντιμετωπίζουν τον αποκλεισμό τους από τις επιχορηγήσεις για επιστημονική έρευνα.
Σε όλα εκείνα τα μέλη ΔΕΠ που δεν ανήκουν, ούτε φιλοδοξούν να ενταχθούν στην αστική τάξη και στα ανώτερα στρώματα της νέας επιχειρηματικής πανεπιστημιακής ιεραρχίας.
Στα μέλη ΔΕΠ που θέλουν η επιστήμη και οι επιστήμονες να κατακτήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο στον αντίποδα των μονοπωλιακών σχεδιασμών, για την απαλλαγή της ανθρώπινης ζωής από το μόχθο, τις στερήσεις, την άγνοια, τις προλήψεις».
Σε όλους αυτούς, λοιπόν, το ΚΚΕ απευθύνεται και τους καλεί: «Να αντιπαλέψουν και να αντισταθούν στα νέα κυβερνητικά μέτρα, αλλά και να συνταχθούν από σήμερα στον αγώνα για μια κοινωνική πραγματικότητα που θα χρειαστεί την επιστήμη, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο κατόρθωμα του ανθρώπινου πολιτισμού. Να συσπειρωθούν σε μια ισχυρή κοινωνική συμμαχία με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα, για μια αποκλειστικά δημόσια δωρεάν Παιδεία με όρους αντίστασης στις κοινοτικές οδηγίες και στην κυβερνητική πολιτική».
Αυτός ο αγώνας πρέπει να ξεκινήσει από σήμερα. Εχει άμεση σχέση με τις αναδιαρθρώσεις που προωθούνται. Είναι αγώνας για το «σήμερα» και το «αύριο».
Ενώ η επίθεση της κυβέρνησης στην ανώτατη εκπαίδευση συνεχίζεται τόσο με την προσπάθεια επιβολής των αναδιαρθρώσεων, όσο και με τα σκηνικά αποπροσανατολισμού, η ΠΚΣ καλεί τους φοιτητικούς και σπουδαστικούς συλλόγους να δώσουν νέα αγωνιστική απάντηση στις 14 Ιούνη στην Κρήτη, όπου θα διεξαχθεί η Σύνοδος πρυτάνεων.
Η Πανσπουδαστική ΚΣ καλεί σε παγκρήτια κινητοποίηση και συμμετοχή σε αυτή όλων των εκπροσώπων των ΔΣ των φοιτητικών και σπουδαστικών συλλόγων από όλη τη χώρα.
Παράλληλα, καλεί όλους τους συλλόγους το επόμενο διάστημα, με πρωτοβουλίες, συζητήσεις, ενημερώσεις, γενικές συνελεύσεις, εκδηλώσεις, συναντήσεις με τα ταξικά σωματεία, τοπικές κινητοποιήσεις να συνεχίσουν να δίνουν τη μάχη ενάντια στις αναδιαρθρώσεις.
Eurokinissi |
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της περασμένης Τετάρτης από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, όπου φοιτητές της ΕΑΑΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησαν σε παράσταση διαμαρτυρίας στη Σύγκλητο, την οποία μετέτρεψαν σε... πολύωρη «ομηρία» του ΔΕΠ, δίνοντας πάτημα στον πρύτανη να «ξεσπαθώσει»! Γνωστός για την τοποθέτησή του υπέρ των αναδιαρθρώσεων, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας εκμεταλλεύτηκε άμεσα το περιστατικό για να μιλήσει για «βιαιότητες» και «μειοψηφίες» (στο πνεύμα της ενορχηστρωμένης επίθεσης κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ), ενώ για τους δικούς του λόγους (για να στοιχειοθετήσει προφανώς τα περί μειοψηφιών), κατονόμασε συγκεκριμένα τις φοιτητικές παρατάξεις που έλαβαν μέρος σ' αυτή την υπόθεση.
Η Νεολαία ΣΥΝ με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «κατασυκοφάντηση του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ», την ίδια ώρα που παραδεχόταν ότι «φοιτητές και φοιτήτριες της ριζοσπαστικής αριστεράς συμμετείχαν σε συμβολική φοιτητική παράσταση διαμαρτυρίας στη Σύγκλητο»... Είναι απορίας άξιο γιατί θεωρούν «συκοφαντία» το ότι τους κατονόμασε ο πρύτανης ως συμμετέχοντες σ' αυτή την υπόθεση, αφού πράγματι συμμετείχαν.
Γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι τα εκφυλιστικά φαινόμενα στο φοιτητικό κίνημα λειτουργούν και αναπτύσσονται παράλληλα με τον... αποπροσανατολισμό του. Και εξηγούμαστε: Ποιον βολεύει να μην υπάρχουν όργανα στο φοιτητικό κίνημα, που να λειτουργούν και να δίνουν λόγο στους φοιτητές; Σίγουρα βολεύει πρώτα και κύρια την παράταξη της ΔΑΠ, που παίρνει εδώ και πάνω από 20 χρόνια την πρώτη θέση στις φοιτητικές - σπουδαστικές εκλογές, βάζοντας τη σφραγίδα της στην «ταφόπλακα» των οργάνων του φοιτητικού κινήματος. Αντίστοιχα βολεύει και την ΠΑΣΠ, που μπορεί έτσι πιο εύκολα να κρύβει την πλήρη συμφωνία της με τον κομματικό της φορέα, τη συμφωνία της με την πολιτική που επιβάλλει τις επιταγές του κεφαλαίου στην ανώτατη εκπαίδευση.
Με την αποδιάρθρωση των οργάνων του φοιτητικού κινήματος, όμως, βολεύονται πλήρως και οι δυνάμεις της ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ/ΔΙΚΤΥΟ (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ), για να συνεχίζουν να δρουν υπονομευτικά και εκφυλιστικά, να εμφανίζονται ως αυτόκλητοι εκπρόσωποι του κινήματος και να μιλούν στο όνομά του.
Οι «φουσκωτοί» ΔΑΠίτες και οι μπράβοι της νύχτας που τραμπούκιζαν στο Πανεπιστήμιο Πειραιά το έκαναν στο όνομα της γενικής συνέλευσης των φοιτητών. Οι αρπαγές των καλπών από τα ΤΕΙ (και των πραγματικών και των «κάλπικων») γίνονταν στο όνομα γενικών συνελεύσεων. Τα σκηνικά αποπροσανατολισμού όλο το τελευταίο διάστημα, που γίνονται στο όνομα των φοιτητών, αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος: Του εκφυλισμού και του ακρωτηριασμού του κινήματος.
Από τα γεγονότα του τελευταίου διαστήματος λοιπόν, αναδεικνύεται ακόμα πιο έντονα η ανάγκη ανασυγκρότησης του φοιτητικού - σπουδαστικού κινήματος, η ανάγκη να λειτουργήσουν οι σύλλογοι να συμμετάσχουν μαζικά οι φοιτητές και σπουδαστές στις διαδικασίες τους, να εκφράσουν γνώμη, να αντιπαρατεθούν μαζικά στη λαίλαπα των κυβερνητικών «μεταρρυθμίσεων».
Δεν μπορεί π.χ. η απόφαση μιας φοιτητικής γενικής συνέλευσης να ερμηνεύεται κατά το δοκούν, από την παράταξη της οποίας το πλαίσιο πλειοψήφησε και να αναλαμβάνει αυτή η παράταξη την οργάνωση του συνόλου της δράσης του συλλόγου, μέχρι την επόμενη γενική συνέλευση. Δεν μπορεί η ίδια η γενική συνέλευση να εξαντλείται σε μια «παραταξιακή αντιπαράθεση», αντί να είναι συνέλευση των φοιτητών, να λένε γνώμη, να διεκδικούν και να αποφασίζουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Δεν μπορεί οι εκπρόσωποι των φοιτητών στις Συγκλήτους και τις Γενικές Συνελεύσεις των Τμημάτων να μη δίνουν λόγο στους φοιτητές για το τι στηρίζουν εκεί πέρα.
Η πορεία καταπολέμησης αυτών των φαινομένων στο φοιτητικό και σπουδαστικό κίνημα, δεν μπορεί παρά να προχωρήσει παράλληλα με την πορεία αλλαγής των συσχετισμών στο κίνημα. Δεν μπορεί παρά να πηγαίνει μαζί με την αποδυνάμωση και την απομόνωση των δυνάμεων που βολεύονται με τον εκφυλισμό, που είναι δικό τους έργο.
Κορυφή του παγόβουνου στην έκφραση αυτής της προβληματικής κατάστασης είναι και η απουσία, για πάνω από δέκα χρόνια, της πανελλαδικής συγκρότησης του κινήματος, της ΕΦΕΕ και της ΕΣΕΕ. Με αφορμή τα Πανσπουδαστικά Συνέδρια των Ενώσεων, που ήταν ορισμένο να ξεκινήσουν στις 23 Μάη, η Πανσπουδαστική ΚΣ ήταν η μόνη παράταξη που είχε κινητοποιήσει όλους τους αντιπροσώπους της από τους συλλόγους όλης της χώρας. Οι υπόλοιπες παρατάξεις αρνήθηκαν ανοιχτά στα ΔΣ των συλλόγων να ορίσουν αντιπροσώπους για τα συνέδρια και δεν έκαναν καν τον κόπο να εμφανιστούν στην Αθήνα για τη διεξαγωγή των συνεδρίων.
Οι 214 αντιπρόσωποι της ΠΚΣ για το Συνέδριο της ΕΦΕΕ και οι 133 αντιπρόσωποί της για την ΕΣΕΕ, συνυπογράψανε ένα κείμενο για την ανάγκη ανασυγκρότησης του φοιτητικού - σπουδαστικού κινήματος. Η πρόταση αυτή της ΠΚΣ «πατάει» στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες. Και τονίζει:
«Απαιτείται κίνημα που δε θα είναι χειροκροτητής της πολιτικής που βάζει στο στόχαστρο τα δικαιώματά μας. Θα συγκρούεται με τις επιλογές και τις οδηγίες της ΕΕ, των βιομηχάνων, την πολιτική των κυβερνήσεων του κεφαλαίου. Θα αντιπαλεύει κάθε επιχειρηματική λειτουργία στα ιδρύματα, τα κυκλώματα συναλλαγής και εξαγοράς. Θα αγωνίζεται για αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν και ενιαία ανώτατη εκπαίδευση. Θα αντιμάχεται τους ταξικούς φραγμούς και θα διεκδικεί ουσιαστική μέριμνα για όλους τους φοιτητές και ιδιαίτερα για όσους συναντούν οικονομικές ή άλλες δυσκολίες. Θα παλεύει για την ολοκληρωμένη επιστημονική μόρφωση όλων των φοιτητών που βρίσκονται στην ανώτατη εκπαίδευση, χωρίς κατηγοριοποιήσεις και διαχωρισμούς.
Απαιτείται η αγωνιστική οργάνωσή του από τα κάτω προς τα πάνω. Κάθε σύλλογος να συγκροτεί ΔΣ ονομαστικά. Τα μέλη του ΔΣ να δίνουν λόγο στη Γενική Συνέλευση και στους φοιτητές και να είναι ανακλητά όταν το αποφασίζει η Γενική Συνέλευση. Η Γενική Συνέλευση να συσπειρώνει την πλειοψηφία των φοιτητών του συλλόγου, να διεξάγεται με όρους που να βοηθούν τη συζήτηση και τη συμμετοχή, να καταλήγει σε αποφάσεις και μορφές που θα επιλέγουν οι ίδιοι οι φοιτητές. Να εξασφαλίζει την αγωνιστική κινητοποίηση όλων.
Επιδιώκουμε να συγκροτηθεί πανελλαδική οργάνωση των φοιτητών και σπουδαστών που θα συντονίζει αγωνιστικά τους συλλόγους, χωρίς να υπονομεύει τη ζωντάνια και τη δραστηριότητά τους. Δε θα αποτελεί συνέταιρο της κάθε κυβέρνησης και της ΕΕ στους κάθε λογής στημένους θεσμούς που υπάρχουν και στόχο έχουν την αφομοίωση και την υποταγή. Θα αντιπαλεύει και θα αποκαλύπτει τους μηχανισμούς αυτούς. Ταυτόχρονα, θα έχει σταθερό συνομιλητή και θα συμπορεύεται με το ταξικό εργατικό κίνημα και γενικότερα με το λαϊκό κίνημα. Θα αποτελεί ζωντανό κομμάτι του νεολαιίστικου κινήματος. Θα αναπτύσσει τη διεθνιστική - αντιιμπεριαλιστική αλληλεγγύη και δράση με τους λαούς και τις νεολαίες που αντιστέκονται».