Πέμπτη 1 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΘΕΡΙΔΗΣ
Μια μέλισσα τον Αύγουστο

Δε νιώθεις άνετα να εναντιώνεσαι σε νέους, και εν πολλοίς ταλαντούχους, ανθρώπους. Ομως, καιρός να σοβαρέψουμε, γιατί κάποιοι, μέσα στο γενικό χαβαλέ τη βγάζουν πλουσιοπάροχα, κοροϊδεύοντας τον κόσμο. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η «ομάδα» της «Μέλισσας», με επικεφαλής, βέβαια, τον Θοδωρή Αθερίδη, ο οποίος είναι ο σεναριογράφος της, ο σκηνοθέτης της, ο πρωταγωνιστής της και ο συν-παραγωγός της!

«Βάλτε τώρα που γυρίζει», σου λέει το παιδί! Σίριαλ, τηλεπαιχνίδια, θέατρο, διαφημιστικά! Πόσο θα βρίσκομαι στην κορυφή; Στη ζήτηση; Κάποια φεγγάρια. Ορμα, λοιπόν! Αλλά και τι είναι ο κινηματογράφος, η τέχνη; Μια βιομηχανία είναι! Ορμα, λοιπόν, και στη βιομηχανία του θεάματος! Στο «όρμα» του Αθερίδη και των συν αυτώ συμμετέχει, με μεγάλη ευχαρίστηση και με ιδιοτελείς σκοπούς, η γνωστή βδέλλα των χορηγών. Οι οποίοι, «Cosmote», νερό «Αύρα» κ.ά., ζητάνε από τους καλλιτέχνες να δώσουνε «γην και ύδωρ», για να μην πω τίποτ' άλλο! Και οι καλλιτέχνες, ελαφρά τη καρδία και ενώ ο κόσμος γύρω τους καίγεται (η μονέδα - και η δόξα - να πέφτει), προσαρμόζουν χωρίς αντιρρήσεις το έργο τους στις επιθυμίες των χορηγών τους. Ποιος θα τους ελέγξει, άλλωστε; Ενα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, δυστυχώς, έχει παραδώσει τα όπλα. Ανοιξε κλαμπ φανατικών των κάθε λογής Αθερίδων! Και ξαφνικά, στη μέση της ταινίας, εκεί που δεν το περιμένεις, ακούς μια φωνή: «Cosmote», «Cosmote»! «Αύρα»! «Αύρα»!..

Η διαφημιστική χυδαιότητα, την οποία υπηρετεί ξεδιάντροπα η ταινία του Αθερίδη, ακυρώνει την όποια καλλιτεχνική της πρόθεση. Αφού, με αυτόν το χυδαίο τρόπο, εξαγοράζει την καλλιτεχνική ηθική της. Δε μιλάμε για κινηματογραφική ταινία, αλλά για διαφημιστικό! Το οποίο, βέβαια, δεν εμπίπτει στο χώρο της τέχνης, αλλά στο χώρο της εμπορικής συναλλαγής.

Από εδώ και πέρα τι να πεις. Αρνείσαι να προσεγγίσεις κριτικά την ταινία, γιατί σου το απαγορεύει η ίδια! Θα μου πείτε: Αν η ταινία δεν είχε διαφημιστικούς σκοπούς, θα ήταν ταινία; Πάλι, όχι θα έλεγα! Γιατί οι δημιουργοί της πήραν τον κινηματογράφο σαν ραδιόφωνο. Χωρίς να μπούνε στον κόπο να μεταφέρουν ένα θεατρικό έργο (πάλι του Αθερίδη!) σε κινηματογραφικό σενάριο, μετέτρεψαν μια παραλία σε σκηνή θεάτρου και ...τέλος! «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσαμε»!

Κρίμα, γιατί, το επαναλαμβάνω, όλη η ομάδα «πετάει». Μόνο που πετάει ξεκάρφωτα, ανοργάνωτα και, κυρίως, ασύστολα! Θλίβεσαι, είναι αλήθεια, να βλέπεις νέους ταλαντούχους ανθρώπους να σπαταλάνε τις όμορφες δυνάμεις τους στο τίποτα! Θα μου πείτε, «τα φράγκα»; Θα σας απαντήσω, «δικό τους πρόβλημα»! Δεν απολογούνται σε εμένα και σε εσάς. Με τη συνείδησή τους άνοιξαν συζητήσεις!..

Παίζουν: Θοδωρής Αθερίδης, Σμαράγδα Καρύδη, Αντώνης Λουδάρος, Βίκη Βολιώτη, Γιώργος Κορμάρος, Αλίνα Κοτσόβουλου και συμμετέχει (γιατί άραγε;) ο Γιώργος Κιμούλης.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Η ροζ

Το δυστύχημα με τον πολύ νεαρό Αλέξανδρο Βούλγαρη είναι πως ενώ έχει όλες τις προϋποθέσεις, ταλέντο, γνώση, κοινωνικό περιβάλλον, κουλτούρα, να παράξει ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό έργο, αυτός, αντιδρώντας ίσως σε αυτές τις προϋποθέσεις, σμίκρυνε τον γύρω κόσμο και, «μοιραία», σμίκρυνε και ο ίδιος.

Εφτιαξε μια ταινία, τόσο στη φόρμα (μορφή) όσο και στο περιεχόμενο, «παιδική». «Παιδική» με την έννοια πως τίποτα δεν ολοκληρώνεται. Ο θεατής κάτι βλέπει πάνω στην οθόνη (ενδιαφέροντα κάδρα, χρώματα με σημασία, πολιτείες σε κατασκευασμένες μικρογραφίες...), κάτι νιώθει να αναστατώνει τα συναισθήματά του (μοναξιά, ανάγκη για αγάπη και κατανόηση, έλλειψη επικοινωνίας...), όμως αυτό το «κάτι», τόσο στην κατασκευή όσο και στο περιεχόμενο, δεν τον κατακτά, δεν τον κερδίζει στο τέλος. Είναι πολύ πιο λίγο από τις ανάγκες του.

Ενας 25χρονος νεαρός, τον ερμηνεύει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Αρνείται να έρθει φάτσα με την πραγματικότητα. Την αποφεύγει καλύτερα. Στον δικό του «φτιαχτό» κόσμο, φυσικό είναι, δεν μπορεί να βρει συνομήλικους συμμάχους. Νομοτελειακά, λοιπόν, ανταμώνει ένα 11χρονο κορίτσι, το οποίο, αρκετά δικαιολογημένα αυτό λόγω ηλικίας, του μοιάζει! Ζει και αυτό σε ένα δικό του (φτιαχτό) κόσμο. Ολα τα μικρά, αλλά και τα ανώριμα παιδιά, φτιάχνουν το «δικό» τους κόσμο και εκεί μέσα κλείνονται για να αμυνθούν...

Τα δυο αυτά παιδιά, ο 25χρονος που δε θέλει να μεγαλώσει, και το 11χρονο κορίτσι, που ζει την ηλικία του, δένονται με μια «εξαιρετική» φιλία. Μια φιλία που, χωρίς να ξεκαθαρίζεται, αλλά και χωρίς ποτέ να γίνεται χυδαία ή να υπαινίσσεται τίποτα το χυδαίο, περικλείει τα πάντα μέσα της. Γύρω, βέβαια, από τα δυο «παιδιά» κινείται ο υπόλοιπος, «φυσιολογικός» κόσμος. Η εγωίστρια μάνα που εγκατέλειψε την οικογένεια για τη δική της ικανοποίηση, ο ηττημένος πατέρας, η μητριά που γυρεύει να βολευτεί, ο γόης αδερφός, η γάτα (Ροζ)...

Τα παραπάνω, που θα μπορούσαν σίγουρα να αποτελέσουν υλικό για μια στέρεη ταινία, δεν αξιοποιήθηκαν από τον σκηνοθέτη. Ο οποίος, φαίνεται, διάλεξε συνολικά - και γενικά - την «παιδικότητα», για να εκφραστεί. Οι ήρωες και οι πράξεις των ηρώων, η κοινωνία και οι άνθρωποι, που τρόμαξαν τον νεαρό, δεν εξηγήθηκαν, δεν αποκαλύφθηκαν με σαφήνεια. Πετάχτηκαν από τον σκηνοθέτη στην οθόνη, χωρίς να φέρουν μαζί τους τις αιτίες, που τους δημιούργησαν. Αυτό είναι μια μεγάλη έλλειψη! Μια έλλειψη που δε δικαιολογεί τους «φόβους» του 25χρονου και τον εκθέτει. Είναι αυτός προβληματικός ή είναι απειλητικοί οι γύρω του και γιατί; Ή και τα δύο; Και γιατί; Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ στην ταινία!

Αλλά και η εικόνα πάσχει από το ίδιο σύμπτωμα. Οι γωνίες λήψης, τα πλάνα, οι διάρκειες των πλάνων, η κινηματογραφική αφήγηση γενικά, δε δείχνει να προκύπτουν μετά από μελέτη και σκέψη. Περισσότερο δείχνει να είναι προϊόν παιδικού αυθορμητισμού, παιδικής αφέλειας, με αποτέλεσμα το τελικό ...αποτέλεσμα, να μην καταφέρνει να γίνει άποψη. Μένει στο επίπεδο της αυθόρμητης «παιδικής» ανησυχίας. Λες, εδώ κάτι θέλει να πει ο δημιουργός. Αυτό το «κάτι», όμως, δε σταθεροποιείται. Μένει, απλώς, στις προθέσεις.

Εν κατακλείδι, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης μπορεί. Φτάνει, βέβαια, πρώτα να βρει ποιος φταίει. Αυτό θα τον διευκολύνει να σκιαγραφήσει σίγουρα καλύτερους ήρωες, καλύτερους με την έννοια πιο πλήρεις, και στη συνέχεια, οι ίδιοι οι ήρωες θα τον αναγκάσουν να βρει και πιο στέρεη κινηματογραφική γραφή.

Παίζουν: Αλέξανδρος Βούλγαρης, Αργύρης Θανασούλας, Ρομάνα Λόμπατς, Δημήτρης Βιάνος, Τερέζα Κουρούκλη, Ιωάννα Παππά, κ.ά.

ΜΠΟΜΠ ΜΟΡΕΣΚΟ
Το καρφί

Οι δημιουργοί ισχυρίζονται ότι η ιστορία της ταινίας είναι αληθινή. Πως πρόκειται για την πραγματική ζωή του Ντάνι Μπράσκο, ο οποίος στα 12 χρόνια του ανακάλυψε πως ο πατέρας του ήταν ένας μαφιόζος, ένας εν ψυχρώ δολοφόνος.

Μεγαλώνοντας λίγο ακόμα, για να ξεφύγει οριστικά από το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ήταν βουτηγμένο ως το λαιμό στο έγκλημα, κατατάχτηκε στο στρατό, πεζοναύτης παρακαλώ, για να γλιτώσει! Η κυβέρνηση τον στέλνει στο Ιράκ! Τα εγκλήματα της Μαφίας, μπροστά σε αυτά του Ιράκ, είναι πταίσματα! Κάποια μέρα τον επισκέπτεται το FBI το οποίο του ζητάει, πότε με το καλό πότε με εκβιασμούς, να συνεργαστεί μαζί του, για να χτυπήσουν το οργανωμένο έγκλημα! Αυτό της ιδιωτικής Μαφίας και όχι αυτό της κρατικής... Ο Μπράσκο δέχεται με αντάλλαγμα να σώσει τον Μαφιόζο ξάδερφό του, τον οποίον υπεραγαπά! Στο τέλος, βέβαια, η οθόνη θα γεμίσει πτώματα.

Δυστυχώς, αυτήν την αληθινή ιστορία οι δημιουργοί την έκαναν ψεύτικη! Αντί να «σκύψουν» πάνω στις αιτίες, αλλά και το περιβάλλον, που γεννάει και συντηρεί το οργανωμένο έγκλημα, αυτοί προτίμησαν την περιπέτεια, η οποία φέρνει εισιτήρια! Αντί να καταδείξουν τη σχέση του οργανωμένου εγκλήματος με το κρατικό έγκλημα, αυτοί προτίμησαν να αμπελοφιλοσοφήσουν. Αντί, έστω, να σταθούν στις εσωτερικές διεργασίες του ήρωα, αυτοί προτίμησαν να κατασκευάσουν έναν ακόμα Ράμπο...

Η ταινία είναι μια ακόμα απόδειξη των τεράτων που γεννάει η «οικονομία της αγοράς». Η όποια αλήθεια, και σε όποιο επίπεδο, θυσιάζεται στο βωμό του ταμείου. Και, βέβαια, εξαφανίζεται η πραγματικότητα. Στη θέση της έρχεται ένα επιφανειακό αστυνομικό φιλμ με αρκετούς σκοτωμούς και άλλους τόσους παλικαρισμούς!

Ο θεατής, ακόμα και ο φίλος της απλής περιπέτειας, βγαίνοντας από την αίθουσα θα αναρωτηθεί, «τι είδα, τελικά;» Πράγματι, δε συμβαίνει τίποτα σοβαρό στην οθόνη. Κάποιοι τύποι απλώς περιφέρονται. Πού και πού ρίχνουν και κάποια πιστολιά. Μερικές φορές λένε και κάποιες κοινοτοπίες. Α, ναι, υπάρχει και μια σταλιά έρωτας. Ανάμεσα στην κεντρικό ήρωα και τη γυναίκα ενός σωματοφύλακα ενός αρχιμαφιόζου, τον οποίον εκτέλεσαν οι συγγενείς του πρωταγωνιστή.

Παίζουν: Τζέιμς Μάρσντεν, Τζχιβάνι Ριμπίσι, Ντένις Χόπερ, Πίπερ Περάντο, Μπρίαν Ντένεχι, Βαλ Κίλμερ κ.ά.

ΝΤΕΝΙΣ ΝΤΕΡΚΟΥΡΤ
Το κορίτσι που γύριζε σελίδες

Στις αρετές της ταινίας, εκτός από την πολύ όμορφη πρωταγωνίστρια, είναι η θαυμάσια μουσική, κυρίως πιάνο, που ακούγεται. Και ακούγεται πολύ, καθώς το θέμα της αφορά στη μουσική. Μια νεαρή κοπέλα δίνει εξετάσεις πιάνου. Μια φτασμένη πιανίστρια, που είναι στην επιτροπή, δε δείχνει την απαιτούμενη προσοχή και κόβει τη μικρή. (Ο σκηνοθέτης είναι ο ίδιος επαγγελματίας μουσικός. Διδάσκει μουσική δωματίου και βιόλα).

Η μικρή μεγαλώνει. Πιάνει δουλιά στο δικηγορικό γραφείο του άντρα της πιανίστριας. Μετά αναλαμβάνει baby sitter στο μικρό γιο της οικογένειας. Στο τέλος της ταινίας θα πάρει την εκδίκησή της. (Η πιανίστρια, που την εμπόδισε να γίνει μουσικός, θα χάσει τα πάντα. Ο,τι έχασε και εκείνη)!

Καλά καταλάβατε. Πρόκειται για μια ταινία εκδίκησης. Μιας εκδίκησης γεμάτης υπονοούμενα. Ακόμα και σεξουαλικά. Ολα, βέβαια, με ευγένεια και μέτρο. Μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με ήρωες, οι οποίοι καταπιάνονται με τη σοβαρή μουσική! Ακόμα και οι ακραίες στιγμές τους, είθισται, να είναι προσεγμένες!

Δε μιλάμε για μουσικούς τεκέδες, μιλάμε για μουσικά μέγαρα! Εδώ, το όποιο έγκλημα, θέλει σάλτσα!

Να σοβαρευτούμε! Η ταινία είναι από τις περιπτώσεις που δείχνει σοβαρή, αλλά δεν είναι. Που δείχνει να την απασχολεί κάτι, αλλά τελικά δεν την απασχολεί τίποτα. Που τελειώνει, μέσα στα αδιέξοδά της, και λες, «γιατί όλα αυτά»; Και απάντηση δεν υπάρχει!

Και, ωστόσο, όλα είναι καθωσπρέπει! Τα κάδρα, τα ντεκόρ, τα ρούχα, οι κινήσεις, οι ματιές, τα χαμόγελα, οι υποψίες. Καθωσπρέπει, επίσης, οι λίγοι και λιτοί διάλογοι. Και οι δύο κυρίες. Και παίζουν ή δείχνουν να παίζουν και οι δύο μουσική. Ομως, παρ' όλα αυτά δεν υπάρχει συγκίνηση. Ούτε σκέψη. Ο θεατής νιώθει πως παραβρέθηκε σε μια κοσμική συγκέντρωση, σε ένα καλό «περιβάλλον» και αυτό ήταν... Γρήγορα, βγαίνει στο δρόμο να πάρει αέρα!

Παίζουν: Κατρίν Φρο, Ντέμπορα Φρανσουά, Πασκάλ Γκρέκορι, Κριστίν Τσίτι.

ΠΟΛ ΒΕΡΧΟΦΕΝ
Μαύρη λίστα

Ο Πολ Βερχόφεν, σκηνοθέτης με πολλές δυνατότητες το δίχως άλλο, με καλές ταινίες, αλλά και με ταινίες βίας, στην προσπάθειά του να είναι πάντα προκλητικός και πάντα στην επικαιρότητα, που φαίνεται να τον «αρρωσταίνει», έκανε μια ιστορική απρέπεια. Στην τελευταία του ταινία, τη «Μαύρη Λίστα», δε δίστασε να μιλήσει με ασέβεια, για πράγματα που απαιτούν σεβασμό. Πήρε μια κυνηγημένη νεαρή Εβραία Γερμανίδα, της οποίας την οικογένεια εξόντωσαν οι ναζί, και μάλιστα μπροστά στα μάτια της, και την έκανε πουτάνα, για χάρη της αντίστασης. Την έκανε πιστό αντίγραφο της σεξουαλικά «απελευθερωμένης» ηρωίδας, της γυναίκας αράχνης, του «Βασικού Ενστίκτου». Την έβαλε και αυτή να δίνει τις μάχες της με το πράμα της! Και απέδειξε, για μια ακόμα φορά, την εκτίμηση που έχει στη γυναίκα!

Καθώς καταλαβαίνετε κάθε σοβαρότητα πάει περίπατο! Ετσι η ταινία, παρ' όλες τις κατασκευαστικές αρετές της, και τον πλούτο της για ευρωπαϊκή παραγωγή, παρακολουθείται μόνον σαν ανέκδοτο. Ενα ανέκδοτο που όσο εξελίσσεται η ιστορία, γίνεται και πιο υπερβολικό και πιο απίστευτο! Αν ο θεατής δεν ξεσπάει σε γέλια, αυτό οφείλεται στις ιστορικές μνήμες του. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί να γελάσει με «ανέκδοτα» που αφορούν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συμπεριφορά των ναζί, στα βασανιστήρια, στους εξευτελισμούς και στους άγριους θανάτους εκατομμυρίων. Νωπά είναι ακόμα τα σκελετωμένα λείψανα, οι φούρνοι, νωπές και οι μνήμες.

Θέλω δε θέλω, λοιπόν, κυριεύομαι από μια υποψία. Ο Βερχόφεν με την ταινία του προσπαθεί να συνεισφέρει και αυτός στη γενικότερη προσπάθεια, που καταβάλλεται τελευταία, να εξιλεωθούν τα φασιστικά εγκλήματα, να μπει ταφόπλακα στην ιστορική μνήμη. Και δεν είναι, βέβαια, ο μόνος. Και άλλοι Ευρωπαίοι δημιουργοί, ο καθένας με τον τρόπο του, μας παρουσίασαν τις κινηματογραφικές απόψεις τους. Η ενιαία Ευρώπη απαιτεί την οριστική παραγραφή. Και οι «καλοί» δημιουργοί σπεύδουν να προσφέρουν το άλλοθι. Οπου να 'ναι μάς έρχεται και ο «κωμικός» Χίτλερ...

Στη «Μαύρη Λίστα» πολύ δύσκολα ξεχωρίζεις ποιος είναι ο πιο αιμοβόρος. Ο ναζί ή ο αντιστασιακός. Οταν ο ναζί έχει το πάνω χέρι είναι αυτός ο χασάπης. Οταν το πάνω χέρι το έχει ο αντιστασιακός, γίνεται αυτός ο αντεροβγάλτης. «Γι' αυτό σας λέω, καλύτερα ξεχάστε τα», μας λέει ο Βερχόφεν!

Η «Μαύρη Λίστα» είναι γεμάτη αφέλειες, ανέξοδους ηρωισμούς, παθιασμένους έρωτες, αστυνομικό μυστήριο. Εχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς μια ταινία γύρω από τη μαφία. Μια ταινία που αφορά στον υπόκοσμο!

Παίζουν: Καρίς Βαν Χάουτεν, Σεμπάστιαν Κοχ, Τομ Χόφμαν, Αλίνα Ρέι.

Οι ελληνικές
Τίποτα νέο από τον εμπορικό κινηματογράφο!

Τι εβδομάδα κι αυτή! Δυο ελληνικές ταινίες, η «Ροζ», του Αλέξανδρου Βούλγαρη (γιος του Παντελή Βούλγαρη), και η «Μια Μέλισσα τον Αύγουστο», του Θοδωρή Αθερίδη (σεναριογράφος, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής, παραγωγός), και οι δυο, με διαφορετική βέβαια ποιότητα η κάθε μια, να βρίσκονται πολύ πέρα των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, στην οποία, υποτίθεται, απευθύνονται!

Η πρώτη, που είναι και η καλύτερη, ασχολείται με έναν εσωστρεφή νεαρό, ο οποίος ανακυκλώνει τις αναμνήσεις του! Οι οποίες αναμνήσεις (του) είναι όλες άκρως προσωπικού χαρακτήρα. Η δεύτερη, τι να πεις για τη δεύτερη! Μια ταινία του χαβαλέ, χωρίς χαβαλέ! Και εδώ ο ήρωας εσωστρεφής και «ζήτω ο εαυτός μου». Αυτός εδώ, παρότι εσωστρεφής, είναι - επιπλέον - τελείως επιφανειακός! Σαν ψεύτικος!

Καλά νέα, δυστυχώς, δεν έχουμε ούτε από τις ξένες ταινίες της τρέχουσας βδομάδας. Βέβαια αυτές, στο επίπεδο της κατασκευής και της παραγωγής, δε συγκρίνονται, σε τίποτα, με τις δικές μας. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα προς συζήτηση! Η «Μαύρη Λίστα», του πολύ Πολ Βαρχόφεν, λίγο θέλει να γίνει πράγματι «μαύρη». Καθώς έντεχνα, είναι αλήθεια, προσπαθεί να εξομοιώσει τους ναζί με τα θύματά τους! «Το Κορίτσι που Γυρίζει Σελίδες», του Ντενίς Ντερκούρτ, ξεκινάει ελπιδοφόρα και καταλήγει σε αδιέξοδο. Γιατί δεν υπάρχει στόχος. Μια νεαρή εκδικείται, με πολύ χαζό τρόπο, την κυρία που την έκοψε στις εξετάσεις του Ωδείου και την εμπόδισε να γίνει μεγάλη πιανίστρια! Τέλος, «Το Καρφί», του Μπομπ Μορέσκο, είναι μια ακόμη αδιάφορη - κι ας ισχυρίζεται ότι πρόκειται για αληθινή ιστορία - ταινία για τη Μαφία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ