Πέμπτη 15 Φλεβάρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΚΟΥ
Ωρες κοινής ησυχίας

«Οι Ωρες Κοινής Ησυχίας», της Κατερίνας Ευαγγελάκου είναι ταινία καλών προθέσεων. Επεσε, όμως, θύμα του άκριτου νατουραλισμού της. Τόσο οι ιστορίες που διηγείται, όσο και οι ήρωες που μας τις διηγούνται, στερούνται ψυχολογικού βάρους. Με αποτέλεσμα να μειώνεται το ενδιαφέρον μας!

Η ταινία παρακολουθεί πέντε ιστορίες που διαδραματίζονται σε μια μικροαστική γειτονιά. Και οι πέντε ιστορίες είναι «αληθινές». Αληθινές με την έννοια της εξωτερικής καταγραφής. Δυο αδερφές με δυο διαφορετικούς χαρακτήρες. Μια μοναχική γιαγιά, που κρύβει τις «λίρες» της (Ντοστογιέφσκι). Δυο καλόκαρδοι ληστές, που αντί να την κλέψουν, τη «φροντίζουν» («Συνοικία το Ονειρο»). Μια γυναίκα περιμένει τον παντρεμένο εραστή της, ο οποίος, επιπλέον, είναι γιατρός και δεν μπορεί να είναι συνεπής, αφού ένα έκτακτο περιστατικό τον κρατάει μακριά της. (Μια πολύ «κοινή» σύμπτωση). Ενας νεαρός ομοφυλόφιλος νομίζει ότι βρήκε το ταίρι του αλλά, τελικά, γελάστηκε, αφού ο «άλλος» δεν είναι ειλικρινής μαζί του! (Η διαφορά ηλικίας και κοινωνικού «στάτους» εγκυμονεί πάντα τέτοιους κινδύνους σε τέτοιου είδους σχέσεις). Και, τέλος, ένας εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του, η οποία ζει πια στη μάνα της, έρχεται να τη διεκδικήσει!

Ολα ετούτα θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για μια μικρή κοινωνική τοιχογραφία. Ως ένα σημείο η ταινία είναι μια μικρή κοινωνική τοιχογραφία! Αυτό, όμως, δεν την καθιστά αυτόματα και αξιόπιστη. Γιατί τα υλικά που χρησιμοποιεί, τα χρώματα ας πούμε, δεν έχουν βάθος, δεν προχωράνε κάτω από την επιφάνεια. Οι χαρακτήρες, δεν έχουν βάθος πεδίου, είναι μονοδιάστατοι! Ακόμα και το παίξιμό τους, εκτός από μια - δυο εξαιρέσεις, είναι τελείως εξωτερικό, θεατρινίστικο, άκριτα νατουραλιστικό. Οι διάλογοι «μοιάζουν» με αυθόρμητους διαλόγους! Ομως, δεν είναι, μοιάζουν! Γιατί κάνουν πολλές επαναλήψεις, «λένε» κοινοτοπίες, δεν προσφέρουν στην εξέλιξη της ιστορίας.

Το «πείραμα» της Ευαγγελάκου, για να αποδώσει, θέλει γερές ιστορίες και άριστους ηθοποιούς. Κανένας δε νοιάζεται για την ανειλικρίνεια του αποτυχημένου ομοφυλόφιλου ηθοποιού, για παράδειγμα, αν δε βιώσει το δράμα του. Το οποίο δράμα του, ιδιαίτερα όταν συντρέχουν λόγοι χρονικής οικονομίας (πέντε ιστορίες διηγείται η ταινία), πρέπει να περιγραφεί με αδρές πινελιές. Πράγμα που δεν κάνει σε καμία ιστορία της η ταινία.

Η Ευαγγελάκου έκανε, πιστεύω, μια αυθαιρεσία. Θεώρησε πολλά πράγματα δεδομένα και προχώρησε στην καταγραφή. Ομως, η μεγάλη δυστυχία των ανθρώπων είναι πως σχεδόν όλοι βλέπουμε την πραγματικότητα, αλλά ελάχιστοι από εμάς μπορούμε να ξέρουμε την πραγματικότητα της πραγματικότητας! Το βάθος των πραγμάτων, δηλαδή.

Αυτή την έλλειψη των ανθρώπων έρχεται να καλύψει η τέχνη. Και η τέχνη. Η οποία πρέπει να ξύσει την επιφάνεια των πραγμάτων, για να μας αποκαλυφθεί η ουσία τους. Αυτά που μπορούμε να παρατηρήσουμε και από μόνοι μας, αυτά που ξέρουμε, αυτά που φαίνονται με γυμνό μάτι, δεν είναι υλικό για κινηματογράφηση!

Παίζουν: Υβόνη Μαλτέζου, Χρήστος Στεργιόγλου, Ταξιάρχης Χάνος, Ερρίκος Λίτσης, Αλεξία Καλτσίκη, Αγγελική Παπαθεμελή, Δημήτρης Ξανθόπουλος, κ.ά.

Παίζονται ακόμα

Παίζεται, επίσης, η ταινία του Μπένι Τσαν«Rob-B-Hood Ασύλληπτοι Απατεώνες». Πρόκειται για μια αδιάφορη κωμωδία. Δυο «μυστήριοι τύποι» απάγουν ένα μωρό και αυτό δίνει την ευκαιρία στους δυο πρωταγωνιστές και στους άλλους «ήρωες» της ταινίας, να μας δείξουν εικόνες καράτε και άλλες τεχνικές χορογραφημένης πολεμικής τέχνης! Δε βλέπεται ούτε σε νησί καλοκαιρινούς μήνες!

Επίσης, προβάλλονται τα «κινούμενα σχέδια» του Στιβ Οντεκερκ«Barnyard». Διάφορα ζώα παριστάνουν τους ανθρώπους και την ανθρώπινη κοινωνία, χωρίς να χάνουν τη δική τους υπόσταση. Και εδώ έχουμε αρχηγούς και υπηκόους. Και εδώ έχουμε το κάλεσμα του «ηγέτη» από το πλήθος να έρθει και να βάλει τάξη στα πράγματα. Η διαφορά είναι πως αντί να βλέπουμε ανθρώπους βλέπουμε ζώα! Δεν ξέρω σε τι βοηθάει αυτό...

ΚΛΙΝΤ ΙΣΤΓΟΥΝΤ
Γράμματα από το Ιβο Τζίμα

Δε συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό που ξεσήκωσαν τα «Γράμματα από το Ιβο Τζίμα», η δεύτερη, από την πλευρά των Ιαπώνων αυτή τη φορά, ταινία του Κλιντ Ιστγουντ, πάνω στη γνωστή αιματηρή μάχη ανάμεσα στην Αμερική και την Ιαπωνία το 1945. Ετούτη η ταινία, σε σύγκριση με την πρώτη («Σημαίες των Προγόνων μας»), πάσχει από ...σκελετό. Δεν έχει την πολιτική ματιά της πρώτης. Η οποία τα έβαλε ανοιχτά με την υποκρισία της αμερικάνικης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Και δεν τα έβαλε λεκτικά, αλλά αποδεικτικά (δραματοποιημένα). Θυμάστε την περιφορά των ηρώων σαν περιοδεύον τσίρκο στην Αμερική με σκοπό να εισπραχτούν χρήματα για τη στρατιωτική μηχανή. Εκεί υπήρχε ένας στόχος, μια αποκάλυψη, μια καταγγελία.

Εδώ ο Ιστγουντ, από ευγένεια για τους Γιαπωνέζους, αφού χειρίστηκε ένα «δικό» τους θέμα, από αδυναμία να πλάσει μια ανάλογη ιστορία με αυτή της πρώτης ταινίας, από προχειρότητα, από ατολμία, από διάθεση κολακείας, από άλλες σκοπιμότητες που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, περιορίστηκε στο συναισθηματισμό, στη «φιλειρηνική» εκδοχή της ιστορίας. Ακόμα και η περίπτωση της σύγκρουσης των δύο στρατιωτικών μηχανών, των δύο «πολιτισμών», των δύο αντιπάλων, περιορίστηκε σε εξωτερικά στοιχεία. Γερές στρατιωτικές μηχανές και τα δύο έθνη, δυνατοί αντίπαλοι και οι δύο στρατοί, εξίσου καλοί πατριώτες οι φαντάροι και οι αξιωματικοί τόσο της Αμερικής όσο και της Ιαπωνίας, λέει η ταινία! Ναι, αλλά έχουμε πόλεμο! Και ο πόλεμος, από την εποχή της Τροίας ακόμα, δεν είναι συναισθηματική υπόθεση. Αυτό ποιος θα μας το εξηγήσει; Ούτε ευκαιρία είναι, για να αναδειχτούν τα προσόντα του άλφα ή του βήτα στρατηγού! Αυτό αν συμβαίνει, πρέπει να συμβαίνει παρεμπιπτόντως!

Εδώ πάσχουν τα «Γράμματα». Στέκονται στους ηρωισμούς, στέκονται στους συναισθηματισμούς, στέκονται στην προσωπική ιστορία του φιλοαμερικάνου Γιαπωνέζου αντιστρατήγου στο νησί Κουριμπαγιάσι, ρίχνουν, έτσι για την τιμή των όπλων, και κάποιες σπόντες, για την τρέλα του Γιαπωνέζου αυτοκράτορα, και τέλος το ζήτημα. Και αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, διανθισμένα με στοιχεία μελό (περίπτωση του Αμερικανού φαντάρου που αιχμαλωτίστηκε, για παράδειγμα). Το πολιτικό μέρος της ιστορίας μένει στο απυρόβλητο. Ποιος και γιατί έκανε τον πόλεμο, δεν το μαθαίνουμε στην ταινία. Και ωστόσο για την ιστορία, αυτό είναι που έχει ιδιαίτερη και καθοριστική αξία και όχι τα «συναισθήματα» των φαντάρων, οι «προσωπικές» επιστολές στους συγγενείς και τους φίλους. Οι επιστολές, όσο «αποκαλυπτικές» και αν είναι, που έτσι και αλλιώς γράφονται κάτω από λογοκρισία, δεν εξηγούνε τα γεγονότα. Δεν αποκαλύπτουν το γιατί πολεμούσαν οι φαντάροι ενώ ήταν αντίθετοι, όσοι ήταν, στον πόλεμο. Τα γράμματα δεν εξηγούν το γιατί δε γύρισαν τα όπλα ενάντια στον «τρελό», στο φασίστα δηλαδή, αυτοκράτορά τους! Εχουμε τέτοια δείγματα στην ιστορία. Και πολύ περισσότερο δεν εξηγούν, δεν μπορεί αυτά να εξηγήσουν, ότι η μάχη του Ιβο Τζίμα, ήταν και αυτή ένας προάγγελος, μια από τις αφορμές, για να πέσει «στα μαλακά», σαν μια αναγκαιότητα, η ατομική βόμβα, η οποία ισοπέδωσε τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Για να μην πούμε, ακόμα, πως ήταν μια προκαταρκτική «συζήτηση», μια «προειδοποίηση», για την αναγκαστική μελλοντική συμμαχία των δύο αντιπάλων.

Φυσικά, η κινηματογραφική ταινία δεν είναι μάθημα ιστορίας. Ομως, όταν καταπιάνεται με ιστορικά θέματα, οφείλει να τα βλέπει σφαιρικά. Γιατί ο θεατής παίρνει σαν ολοκληρωμένες τις πληροφορίες. Βγαίνοντας από τα «Γράμματα», σίγουρα έχεις πλουτίσει τον συναισθηματικό κόσμο σου, όμως δεν έχεις γίνει στο ελάχιστο πολιτικά σοφότερος. Και ο πόλεμος θα αποτραπεί, αν πρέπει να αποτραπεί, μόνον από την πολιτική γνώση και πάλη και όχι από συναισθηματισμούς.

Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν σαν αποτροπή, για να μην πάτε να δείτε την ταινία. Αντίθετα! Μόνο που πρέπει να τη δείτε με τα δικά σας μάτια, τα οποία διψάνε, πρέπει να διψάνε, για την ουσία των γεγονότων, για την ιστορική αλήθεια. Μόνον τότε το καλλιτεχνικό έργο αποχτάει υπόσταση. Οταν ο θεατής θέλει και μπορεί να κουβεντιάσει, να αντιπαρατεθεί ή να συμφωνήσει μαζί του. Μόνον όταν το καλλιτεχνικό έργο λέει ολοκληρωμένες αλήθειες! Σε αντίθετη περίπτωση θα δείτε απλώς μια καλογυρισμένη ταινία, με πράγματι εξαιρετική φωτογραφία, με καταπληκτικές μάχες, με δράση και πολύ καλές ερμηνείες.

Παίζουν: Κεν Γουατανάμπε, Καζουνάρι Νικομίγια, Τσουγιόσι Ιχάρα.

ΖΑΝΓΚ ΓΙΜΟΥ
Η κατάρα του χρυσού λουλουδιού

Μια, δυο, τρεις, δεκατρείς! Δεν ξέρω πόσο αντέχουμε ακόμα να βλέπουμε αυτοκρατορικές ίντριγκες, διανθισμένες με παθιασμένους απαγορευμένους έρωτες, με ιπτάμενα στιλέτα, με χορογραφημένες μάχες, με χιλιάδες κομπάρσους. Θεωρώ ότι το θέμα έχει εξαντληθεί! Ισως, γιατί αυτού του είδους οι κινέζικες εξωτικές ταινίες μας έπεσαν όλες μαζεμένες! Ισως γιατί σκεφτόμαστε, όσοι σκεφτόμαστε, ότι κάτι πονηρό έχει ο λάκκος με τη φάβα, γιατί δεν μπορεί να είναι μόνον αυτές οι ταινίες το ζήτημα της Κίνας! Κάπου στο βάθος, μυρίζει τουρισμός. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα θέματα στη μεγάλη αυτή χώρα, που αξίζουν καλλιτεχνικής προσέγγισης! Νομίζω!

Και, ωστόσο, μιλάμε για πραγματικά έργα τέχνης! Για άρτια γυρισμένες ταινίες. «Η Κατάρα του Χρυσού Λουλουδιού», που μας απασχολεί σήμερα, όσο στέκονταν στο εσωτερικό των ανακτόρων, στο εσωτερικό των ηρώων της, στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους, στις δίψες τους για εξουσία, για εκδίκηση, για απόλαυση, για έρωτα, παρακολουθούσαμε μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη, όμοια με τις ζωγραφιές από πολύτιμο κινέζικο βάζο, ανθρώπινη τραγωδία. Μια τραγωδία που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από τις δικές μας αρχαίες θεατρικές ή ποιητικές τραγωδίες. Ο «πυρήνας» των συγκρούσεων ήταν ο ίδιος. Η εξουσία, ο εγωισμός, ο απολυταρχισμός, η δολοπλοκία, η ασέβεια, η πίστη, το πάθος, ο πόθος, ο έρωτας, το χρέος...

Αυτά, όμως, από κάποιο σημείο και μετά, άρχισαν σιγά - σιγά να εξαφανίζονται! Η οθόνη σταδιακά γέμισε δράση. Η αίθουσα, ιδιαίτερα εκεί προς το τέλος, πνίγηκε στις κραυγές και στους θορύβους των όπλων. Η τέχνη υποχώρησε στις εμπορικές προσταγές του Χόλιγουντ! Ο Βασιλιάς έμεινε γυμνός! Τι κρίμα!

Τι κρίμα γιατί, έστω και αν πρόκειται για μια ακόμα επανάληψη, μέχρι το σημείο που παραδόθηκε στο εμπόριο, «Η Κατάρα του Χρυσού Λουλουδιού», γέμισε την «ψυχή» μας με χρώματα, με αυστηρά καλλιτεχνικές κινήσεις και ματιές των ηθοποιών, με λειτουργικότατους ήχους και μουσικές, με καλό γούστο και πλούσιες ευαισθησίες. Νιώθαμε πως παρακολουθούσαμε μια εξαιρετική όπερα. Οπου όλοι υπακούανε στη «μαγική» μπαγκέτα ενός διαβασμένου μαέστρου.

Και εδώ είμαι υποχρεωμένος να πω, και παρακαλώ αυτό να μην εκληφθεί σαν υποχώρηση, οι όποιες αρνητικές παρατηρήσεις μου, δεν πρέπει να σας αποτρέψουν από την ταινία. Αντίθετα, πρέπει να σας οδηγήσουν στην αίθουσα και εκεί, αφού γευτείτε τις απέραντες ομορφιές της ταινίας, να βγείτε λέγοντας και εσείς «τι κρίμα, η τέχνη, αυτή η ανώτερη κοινωνική συνείδηση, να υποκύπτει στη λογιστική»!

Παίζουν: Τσόου Γιούν Φατ, Γκονγκ Λι, Τζέι Τσου, Λίου Γε.

Ταινίες καλές με πολιτικές ελλείψεις!!!

Ο Κλιντ Iστγουντ μετά τις «Σημαίες των προγόνων μας», πήγε από την πλευρά των Γιαπωνέζων και γύρισε, σαν Ιάπωνας και ακόμα ιαπωνικότερος, τα «Γράμματα από το Iβο Τζίμα». Μιλάμε για το γιαπωνέζικο νησί πάνω στο οποίο έγινε μια από τις γνωστότερες, αγριότερες και εξαντλητικότερες μάχες του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο Ζανγκ Γιμού, επιμένοντας στις εμμονές του, οι οποίες γνώρισαν παγκόσμια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, έφτιαξε μια ακόμα «ιστορική» ταινία, με αυτοκρατορικές ίντριγκες, ιπτάμενα στιλέτα και πάει λέγοντας: «Η κατάρα του Χρυσού Λουλουδιού». Ο Αγγλος Ρίτσαρντ Εϊρ, στο «Ημερολόγιο ενός σκανδάλου», ασχολείται με ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε μια καθηγήτρια και το μαθητή της με περισσότερο, δυστυχώς, σκανδαλιστικό τρόπο παρά ψυχολογικό και κοινωνικό, όπως απαιτούσε το θέμα.

Η τέταρτη ταινία της εβδομάδας, ο «Τσάκι Τσαν», του Μπένι Τσαν, είναι μια συναισθηματική αρλούμπα διανθισμένη με ακροβατικά και επίδειξη πολεμικής τέχνης. Η ταινία του Στιβ Oντεκερκ «Barnyard» είναι αθώα, με όλες τις έννοιες της λέξης, κινούμενα σχέδια.

Τέλος, έχουμε μια ακόμα ελληνική ταινία. Πρόκειται για τις «Ωρες κοινής ησυχίας», της Κατερίνας Ευαγγελάκου. Μια απόπειρα «φωτογράφισης» κάποιων μικροαστικών στιγμιοτύπων, μιας μικροαστικής γειτονιάς.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΕΪΡ
Ημερολόγιο ενός σκανδάλου

Το 'χει η βδομάδα, φαίνεται! Αλλη μια ταινία που σε άλλη κατεύθυνση από αυτή που πήγε, θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί! Μια καθηγήτρια παντρεμένη, με παιδιά και πολύ καλό σύζυγο, φαινομενικά ευτυχισμένη, συνδέεται ερωτικά με 15χρονο μαθητή της. Η σχέση τους πέφτει στην αντίληψη μιας άλλης καθηγήτριας, η οποία, θέλοντας να γεμίσει τη μοναξιά της, πλησιάζει την ερωτευμένη καθηγήτρια και της πουλάει φιλία. Σε λίγο διάστημα η δεύτερη καθηγήτρια, εκβιάζει την πρώτη, την απειλεί, και τελικά γίνεται ο δυνάστης της.

Τι θέμα! Μια ερωτική σχέση ηθικά (κοινωνικά) απαγορευμένη! Τι ομορφιά, τι ανατριχίλα, τι ερωτισμό και τι πάθος, θα μπορούσε να βγάλει αυτή η σχέση. Στην ταινία η σχέση αυτή λειτουργεί στο φόντο. Χωρίς κραδασμούς και, κυρίως, με φθηνό περιεχόμενο. Φτάνει μόνον ένα χυδαίο μήνυμα, που έστειλε ο μαθητής στο κινητό της ερωμένης του, για να μας «κατατοπίσει», περί ποιου είδους σχέσης μιλάμε. Ο μαθητής στο μήνυμά του μιλάει στην αγαπημένη του, στην καθηγήτριά του, όπως μιλάει ένα μεθυσμένο και ξετσίπωτο λούμπεν στοιχείο στην πρώτη πόρνη, που θα βρει μπροστά του!

Αλλά και το άλλο σκέλος της ταινίας, που στην ουσία είναι το πρώτο, αυτό της μοναχικής και αυταρχικής καθηγήτριας, είναι και αυτό εξίσου χυδαίο. Γιατί άλλο πράγμα και άλλη ουσία έχει, να φτάνεις σε ακραίες καταστάσεις οδηγούμενος από μοναξιά και άλλο από ερωτική υστεροβουλία. Ιδιαίτερα όταν είσαι ενήλικας και μορφωμένος άνθρωπος. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με κάτι που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Στη δεύτερη, οι πράξεις μας χάνουν την ηθική τους, αφού το κίνητρό μας δεν είναι «εξαιρετικό», για να δικαιολογεί την «παράβαση». Θα μπορούσε, βέβαια, να ήταν εξαιρετικό, αν οι δημιουργοί είχαν ρίξει έστω και εκεί το βάρος τους. Να μας παρουσιάσουν μια μεγάλη γυναίκα που άγεται από το πάθος της. Και το πάθος είναι ένα κίνητρο! Ιδιαίτερα όταν η έλλειψη φρεσκάδας δυσκολεύει τις γνωριμίες. Αυτοί, όμως, εμφανίστηκαν και εδώ διστακτικοί! Και εδώ ήταν «ήξεις αφήξεις»!

Με «ήξεις αφήξεις», βέβαια, δε γίνεται ολοκληρωμένη ταινία. Ολοκληρωμένη ταινία δε γίνεται, επίσης, όταν το κοινωνικό περιβάλλον δίνεται τελείως σχηματικά. Οταν δε δικαιολογείται η ανάγκη της παντρεμένης καθηγήτριας να βρεθεί ερωτικά με ένα μαθητή της. Οταν όλα συμβαίνουν χωρίς δικαιολογία. Οταν στο τέλος, ειδικά η σκηνή του τέλους (δεν την αποκαλύπτουμε για ευνόητους λόγους), αποδείχνει ότι οι ήρωες της ταινίας δε διδάχτηκαν τίποτα! (Οταν δε διδάσκεται ο ήρωας της ταινίας δε διδάσκεται και ο θεατής).

Το μόνο που γίνεται με «ήξεις αφήξεις» είναι ένα κοσμικό ερωτικό «σκάνδαλο», που προξενεί κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον. Η ταινία του Ρίτσαρντ Εϊρ, δυστυχώς, μόνον σαν τέτοια μπορεί να διαβαστεί. Σαν μια σκανδαλιστική ταινία, που εξάπτει παγωμένες και ανέραστες φαντασίες. Σαν ένα αστικό γεγονός που θα απασχολήσει κάποια αστικά σπίτια! Ή κάποιες ανέραστες αστές κυρίες, τελικά!

Στην ταινία παίζουν δυο θαυμάσιες ερμηνεύτριες. Δυο ερμηνεύτριες που χάρη σε αυτές κρατήθηκαν τα όποια προσχήματα. Και οι δυο πρωταγωνίστριες έδωσαν στους αψυχολόγητους ρόλους τους βάρος και κύρος. Ο,τι δε λέει το σενάριο και η σκηνοθεσία το κάνουν αυτές με δική τους πρωτοβουλία. Σε αυτές, λοιπόν, οφείλεται η όποια αξιοπρέπεια και το όποιο ενδιαφέρον της ταινίας.

Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Τζούντι Ντεντς, Μπιλ Νάι.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ