Πέμπτη 27 Ιούλη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΦΡΑΝΚ ΚΟΡΑΤΣΙ
Click, η ζωή σε fast forward

Ο κινηματογράφος δεν πάσχει από θέματα. Κανένας δεν πάσχει από θέμα! Ετσι να κάνεις δίπλα σου, υπάρχουν χιλιάδες! Το ένα καλύτερο από το άλλο. Το ζήτημα είναι τι θέλεις να πεις με το θέμα που επιλέγεις; Και με τι τρόπο το λες!

Ο Φρανκ Κοράτσι έχει ένα καταπληκτικό θέμα. Ενας δυστυχισμένος γιάπης τρέχει και δε φτάνει. Και η ζωή, η μοναδική και πανάκριβη ζωή, κυλάει και φεύγει. Από το αδιέξοδο τον βγάζει μια εφεύρεση. Ενα τηλεκοντρόλ, που ρυθμίζει τα πάντα. Με αυτό θα προλάβει τη δουλιά, θα βρει χρόνο για τα παιδιά, τη γυναίκα και το σπίτι, θα πάρει τις προαγωγές που του πρέπουν, θα τιμωρήσει τους κακούς και θα επιβραβεύσει τους καλούς.

Φυσικά, μια τέτοια εφεύρεση, δεν κερδίζεται χωρίς αντίτιμο! Και μάλιστα ακριβό. Αυτό οδηγεί τον φίλο μας, τον γιάπη, στην τρέλα. Χωρίς το τηλεκοντρόλ, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Με αυτό, όμως, είναι υποχρεωμένος να τρέχει το χρόνο πάντα μπροστά, για να προηγείται των γεγονότων. Αυτό το τρέξιμο, όπως είναι φυσικό, τον περνάει στο ...μέλλον, στα γεράματα. Χωρίς, στο μεταξύ, να ζήσει το σήμερα! Ασε, που αυτή η «ταχύτητα», στο πέρασμά της, τα κάνει όλα συντρίμμια!

Τι κωμωδία, τι σάτιρα, τι καταγγελία! Τίποτα απ' όλα αυτά. Μια αμερικάνικη ταινία της σειράς, που από καιρό σε καιρό βγάζει κάποιο γέλιο. Με ένα τέλος που δείχνει την αγωνία της αμερικάνικης κυρίαρχης τάξης να στηριχτεί, πάση θυσία, η οικογένεια. Η οποία, σύμφωνα με την ταινία, είναι πάνω απ' όλα!

Παίζουν: Ανταμ Σάντλερ, Κέιτ Μπεκινσέιλ, Κρίστοφερ Γουόκεν, Ντέιβιν τα Χάσελχοφ.

ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΜΕΝΤΣΙΝΙ
Μην της το πεις

Ο πατέρας Λουίτζι Κομεντσίνι ήταν παιδί του νεορεαλισμού. Στη συνέχεια, στράφηκε στην κοινωνική κωμωδία, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τις ρίζες του, με την οποία και καθιερώθηκε. Η ταινία του «Ψωμί, Ερωτας και Φαντασία», τον έκανε παγκόσμια γνωστό. Ακολούθησαν δυο ακόμα ταινίες με ψωμί, «Ψωμί, Αγάπη και Ονειρα», «Ψωμί, Αγάπη και Ζήλια», και επίσης άλλες, όπως «Ολοι στο σπίτι», «Καβάλα στον Τίγρη», «Χαρτοπαίκτης με Ταλέντο» κ.ά.

Η κόρη, Κριστίνα Κομεντσίνι, η σκηνοθέτης της ταινίας «Μην της το πεις», σκηνοθέτησε περισσότερες από δέκα ταινίες μεγάλου μήκους, έγραψε ή συνέγραψε σενάρια για τέσσερις ακόμα ταινίες μεγάλου μήκους, έγραψε και εξέδωσε πέντε βιβλία! Γενικά, είναι πολύ παραγωγικός άνθρωπος!

Η τελευταία της ταινία, την οποία και εξετάζουμε, συνέλεξε ρεκόρ υποψηφιοτήτων και βραβείων! Ξεπέρασε τα είκοσι! Η ίδια η ταινία, βέβαια, η οποία είναι βασισμένη στο τελευταίο της μυθιστόρημα, «La Bestia nel Coure», σε καμία περίπτωση, δε δικαιολογεί αυτή τη συλλογή! Αντίθετα, προκαλεί ερωτήματα. Τι είδαν και τι βράβευσαν;

Η ιστορία είναι απλή έως τηλεοπτική! Μια νεαρή ηθοποιός ζει με το φίλο της, επίσης ηθοποιό. Τακτικά, περιποιείται μια τυφλή παιδική της φίλη, η οποία (η τυφλή), είναι ερωτευμένη μαζί της. Η νεαρή ηθοποιός μένει έγκυος (από το φίλο της)! Στην εγκυμοσύνη της βλέπει διάφορες φαντασιώσεις. Μια από αυτές την ανησυχεί ιδιαίτερα, καθώς αναμοχλεύει το παιδικό και οικογενειακό της παρελθόν. Για να βρει την απάντηση φεύγει στην Αμερική, όπου ζει ο αδερφός της. Εκεί μαθαίνει πως ο πατέρας τους ήταν παιδεραστής και αιμομείκτης και η μάνα τους μια καρτερική σύζυγος! Επιστρέφει από την Αμερική, γεννάει το παιδί και ...Happy end!

Ακόμα και αυτό το θέμα θα μπορούσε να ενδιαφέρει. Αν, βέβαια, υπήρχε στόχος. Και σοβαρή δικαιολογία, γιατί να μεταφερθεί μια τέτοια ιστορία στην οθόνη και μάλιστα στη μεγάλη οθόνη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τέτοια δικαιολογία δεν υπάρχει. Ετσι ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση, πως μια ομάδα μικροαστοί διανοούμενοι, εκεί που «πίνανε και τα λέγανε», αποφάσισαν να γυρίσουν μια ταινία. Αρπαξαν δυο - τρία άρρωστα στιγμιότυπα του κύκλου τους, μια - δυο άρρωστες αναφορές «λαϊκών» εφημερίδων και στρώθηκαν στη δουλιά. Αποτέλεσμα: είκοσι υποψηφιότητες και βραβεία!

Από ψαχνό, όμως, τίποτα! Δυο ώρες βαρεμάρα. Τυλιγμένη, βέβαια, σε καλή συσκευασία, με αισθησιακούς υπαινιγμούς και λεσβιακά φιλιά στο στόμα, με ανοχή για τις ιδιαιτερότητες, ακόμα και της αιμομειξίας, κατά έναν τρόπο! Ο,τι γεμίζει το γυάλινο «κουτί» τα μεσημέρια! Χωρίς να παραλείψει τα πλούσια ντεκόρ, τα θαυμάσια εξοχικά, τα καλά ρεστοράν, τις βόλτες στα μαγαζιά.

Παίζουν: Τζιοβάνα Μεσατζιόρνο, Αλέσιο Μπόνι, Στεφανία Ρόκα, Αντζελα Φινοτσιάρο, Γκιουζέπε Μπατιστόν, Λουίτζι Λο Κάσιο, κ.ά.

Ιαπωνική ραψωδία!

Αλλες δυο καλοκαιρινές επαναλήψεις. Η πρώτη, η εξαιρετική ταινία, του Γιαπωνέζου σκηνοθέτη Κέντζι Μιζογκούτσι, «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» (1953). Αν σας άρεσε το «Ράσομον», του Ακίρα Κουροσάβα, ετούτη θα σας ενθουσιάσει. Μαζί της θα γνωρίσετε μια άλλη Ιαπωνία. Μια Ιαπωνία της κουλτούρας, του καλού γούστου, της βαθιάς σκέψης, της παράδοσης!

Η δεύτερη επανάληψη είναι η ταινία των Αδελφών Μαρξ, «Μια Νύχτα Στην Καζαμπλάνκα» (1946). Μια σάτιρα των πολεμικών μελό της περιόδου 1936-1946. Πάνω απ' όλα, όμως, είναι μια ευκαιρία για γνωριμία ή για επαναγνωριμία με τους εξαιρετικούς κωμικούς ηθοποιούς, που το πέρασμά τους σημάδεψε τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Ακολουθούν οι δυο νέες ταινίες της εβδομάδας. «Μην της το Πεις», της Κριστίνα Κομεντσίνι. Μια καλοαμπαλαρισμένη μικροαστική «κοινωνική ιστορία», η οποία πάσχει από ιδεολογική και καλλιτεχνική σύγχυση! Και τέλος το «Click Η Ζωή Σε Fast Forward», του Φρανκ Κοράτσι. Μια καταπληκτική ιδέα που, όμως, χάθηκε μέσα στους πολιτικούς και καλλιτεχνικούς συμβιβασμούς!

Μην ξεχνάμε τον πόλεμο! Δε σκοτώνει μόνο τα παιδιά. Σκοτώνει και την τέχνη! Γενική αντίσταση, λοιπόν!

ΚΕΝΤΖΙ ΜΙΖΟΓΚΟΥΤΣΙ
Ουγκέτσου Μονογκατάρι

Είναι άδικο, για τον ίδιον, αλλά και για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, που ο Κέντζι Μιζογκούτσι πέθανε μόλις πενήντα χρόνων. Σε μια ηλικία τόσο δημιουργική. Είναι άδικο, επίσης, για μας τους Δυτικούς, να μη γνωρίζουμε το σύνολο της ιαπωνικής παράδοσης, για να έχουμε την τύχη και την ικανότητα να γευτούμε όλους τους χυμούς της μεγάλης δουλιάς του μεγάλου δημιουργού!

Δυστυχώς, δεν είναι το μόνο στραβό της νομοτελειακής ...σύμπτωσης! Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ευτυχώς, το πέρασμα του Κέντζι Μιζογκούτσι από τη ζωή και την Τέχνη έχει καταγραφεί και μας δίνεται η δυνατότητα να τον γνωρίσουμε και να γνωρίσουμε και τις δημιουργίες του. Μια από τις οποίες είναι και το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι».

Η πρώτη παρατήρηση, που αξίζει να ληφθεί και σαν υπόμνηση προς όλους μας, είναι ότι όλα τα μεγάλα έργα της τέχνης, στη μουσική, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στην αρχιτεκτονική, στον κινηματογράφο έχουν τις ρίζες τους στις λαϊκές παραδόσεις. Διαθέτουν, θα έλεγε κανείς, τα γερότερα θεμέλια, για να στηριχτούν και να διατηρηθούν στο χρόνο! Το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» είναι μια τέτοια περίπτωση. Ακουμπάει τα πόδια του, τις πλάτες, όλη του την ύπαρξη, όπως οι μουσικές του Μπετόβεν, για παράδειγμα, πάνω και μέσα στη λαϊκή παράδοση της πατρίδας του.

Δεύτερη παρατήρηση, και αυτή πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη απ' όλους όσοι ασχολούμαστε με την τέχνη, αλλά και από τους αποδέκτες της, είναι η υποχρέωση για βαθιά γνώση όλων των παραμέτρων, που συνθέτουν ένα έργο τέχνης. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της τέχνης, της ιστορίας, των καλλιτεχνικών ρευμάτων. Ο δημιουργός, πράγμα που γνώριζε άριστα ο Κέντζι Μιζογκούτσι, πρέπει να έχει βαθιά γνώση του αντικειμένου με το οποίο ασχολείται. Αυτή η γνώση θα τον κάνει απλό και σαφή. Βέβαια, αναγκαία προϋπόθεση είναι ο δημιουργός να αγαπάει και να νοιάζεται για τον άνθρωπο!

Ο Κέντζι Μιζογκούτσι, ακριβώς γιατί διέθετε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις, πήρε στα χέρια του έναν απλό μεσαιωνικό θρύλο, ένα δημοτικό τραγούδι, ας πούμε, μια λαϊκή ιστορία που μεταφέρεται στους αιώνες από στόμα σε στόμα και δημιούργησε ένα κινηματογραφικό ποίημα. Ενα τραγικό, διδακτικό, και γι' αυτό αισιόδοξο, ποίημα. Δυο αδέρφια, ζώντας μια «καθημερινή» ζωή, την οποία δεν έχουν την ικανότητα να εκτιμήσουν σωστά, καταφεύγουν στα όνειρα! Γύρω τους μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Ο ένας, από απλός, αλλά εξαιρετικός αγγειοπλάστης, θέλει να γίνει ένας «μεγάλος» και «ένδοξος» καλλιτέχνης. Και ο άλλος από απλός και καλός αγρότης, θέλει να γίνει ένας φημισμένος σαμουράι. Οπως γίνεται στους λαϊκούς θρύλους, τα όνειρα, έτσι ξαφνικά και αδικαιολόγητα, τελείως αντιρεαλιστικά, γίνονται πραγματικότητα! Τα δυο αδέρφια, από τη μια στιγμή στην άλλη, σαν μαγική εικόνα, βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει. Ο ένας γίνεται μεγάλος καλλιτέχνης και ο άλλος μεγάλος πολεμιστής. Μόνο που στο τέλος της διαδρομής, όταν έρχεται η ώρα της σούμας, όταν στη ζυγαριά μπαίνει από τη μια μεριά η «δόξα» και από την άλλη το τίμημα της «δόξας», τα πράγματα είναι τραγικά και άκρως διδακτικά, για όποιον θέλει να καταλήγει σε συμπεράσματα. Δε θέλω να σας πω την κατάληξη, για να ευχαριστηθείτε το έργο!

Αυτή η «απλοϊκή» ιστορία, στα χέρια του Κέντζι Μιζογκούτσι, μετατράπηκε σε ένα πλήρες καλλιτεχνικό έργο. Εχεις την αίσθηση ότι η μηχανή του μεγάλου Γιαπωνέζου δημιουργού ζωντάνεψε όλες αυτές τις ακίνητες αναπαραστάσεις, που βρίσκουμε πάνω σε υφάσματα, σε υφαντά, σε πορσελάνινα πιάτα και κεραμικά. Ολες αυτές τις «αναπαραστάσεις της ζωής» που βλέπουμε και θαυμάζουμε σε αυτά τα κομψά και καλόγουστα αντικείμενα, αυτής της «παράξενης» και «μυστηριακής» χώρας. Ο Κέντζι Μιζογκούτσι, όπως κάνει ένα μάγος ή καλύτερα ένας αληθινός δημιουργός, έβαλε όλη αυτή την ομορφιά σε λειτουργία. Τα κάδρα του, οι συνθέσεις των κάδρων του, οι ηθοποιοί, οι κινήσεις των ηθοποιών, η μουσική και τα φωνητικά της ηχητικής μπάντας, όλα τέλος πάντων τα στοιχεία που συνθέτουν μια κινηματογραφική ταινία, κάτω από την άψογη και σίγουρη διεύθυνσή του, έφεραν την πληρότητα. Ο θεατής βγαίνει χορτασμένος από την αίθουσα.

Με όσα θαυμαστικά επίθετα και να στολίσεις την ταινία, δεν κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς βερμπαλιστής. Από τους τίτλους ακόμα (τα γιαπωνέζικα γράμματα είναι από μόνα τους ζωγραφιές), η μουσική και τα φωνητικά που ακούγονται σε βάζουν στο «εσωτερικό» ενός σημαντικού γεγονότος, που θα συμβεί. Σε προδιαθέτουν θετικά για την ταινία. Οταν τελειώσουν οι τίτλοι, για να μη σου μείνει καμιά αμφιβολία για το εξαίσιο ταξίδι που θα διανύσεις, σε υποδέχεται μια θαυμάσια κίνηση με γερανό της κινηματογραφικής μηχανής. Σιγά - σιγά, χωρίς να το καταλάβεις, γίνεσαι μέρος αυτού του σκηνικού παιχνιδιού. Και λέω σκηνικού, γιατί η ταινία παρότι είναι εξαιρετικός κινηματογράφος, μοιάζει με μια θεατρική παράσταση, μια τραγωδία. Οπου το θέαμα υποχωρεί μπροστά στην ουσία. Βλέπεις πόλεμο, χωρίς να είναι ο γνωστός πόλεμος, που συναντάμε στον κινηματογράφο. Βλέπεις δράση, η οποία, όμως, δεν έχει καμία σχέση με θέαμα. Τα ντεκόρ, τα σπίτια, τα όπλα, τα ρούχα, ακόμα και τα χωράφια, είναι μέρος της δημιουργίας.

Ο Κέντζι Μιζογκούτσι (1898 - 1956) είναι ο Ασιάτης σκηνοθέτης με τις λιγότερες δυτικές επιρροές. Σωστά έχει χαρακτηριστεί σαν ο ιαπωνικότερος Γιαπωνέζος δημιουργός! Γιατί, μαζί με την ταινία του, μέσα από την ταινία του, αγαπάς και την Ιαπωνία! Γιατί, γνωρίζεις μια άλλη χώρα από αυτή που γνώρισες μέσα από άλλες αφηγήσεις. Γιατί, η οθόνη ξεχειλίζει από τρυφερότητα. Γιατί, βλέπεις και ακούς σημαντικά πράγματα, με πολύ απλό τρόπο.

Η ταινία γυρίστηκε το 1953. Την ίδια χρονιά κέρδισε τον «Αργυρό Λέοντα» στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Η ίδια η ζωή του Κέντζι Μιζογκούτσι, ως ένα σημείο, μοιάζει με την ταινία. Η πραγματικότητα που βίωσε ο Γιαπωνέζος δημιουργός, μόνο με την επίκληση, και τη συνδρομή του «ονείρου», θα αντέχονταν. Είναι «θαύμα» και ευτυχία, για τον ίδιον και για μας, που όλο αυτό το τραγικό, που έζησε ο Κέντζι Μιζογκούτσι, αυτοκτονίες, αναπάντεχοι θάνατοι, αρρώστιες, τραγικοί έρωτες, τρέλα, μετουσιώθηκαν σε τρυφερότητα και αγάπη για τον άνθρωπο και την ομορφιά.

Παίζουν: Μασαγκούρι Μόρι, Ματσίκο Κίο, Σάκαε Οζαούα, Κινούγιο Τανάκα, Μιτσούκο Μίτο.

ΑΡΤΣΙ ΜΑΓΙΟ
Μια νύχτα στην Καζαμπλάνκα

Οι αξέχαστοι Γκρούζο, Χάρπο, Τσίσο, οι γνωστοί μας αδερφοί Μαρξ, επί το... έργον!
Οι αξέχαστοι Γκρούζο, Χάρπο, Τσίσο, οι γνωστοί μας αδερφοί Μαρξ, επί το... έργον!
Τελικά άμα «στύψεις» τον κινηματογράφο, για την ακρίβεια όλες τις μορφές της τέχνης, θα διαπιστώσεις πως πολύ λίγα πράγματα, σε σχέση με τον όγκο της παραγωγής, πέρασαν στην ιστορία. Ανάμεσα σε αυτά τα λίγα, κάποια, μικρή έστω θέση, κατέχουν και οι αφοί Μαρξ. Λέω μικρή, γιατί το έργο τους, συγκρινόμενο με αυτό του Τσάρλι Τσάπλιν, του Μπάστερ Κίτον, ακόμα και του Σταν Λόρελ (Χοντρού) και Ολιβερ Χάρντι (Λιγνού), υστερεί σε ποιότητα και, κυρίως, σε βάθος. Ετούτοι στράφηκαν σε «ευκολότερα» πράγματα. Στη φάρσα, στις μούτες! Κλείνουν περισσότερο προς το ντουέτο «Αμποτ και Κοστέλο».

Οι αδερφοί Μαρξ, τέσσερις τον αριθμό, ένας πέμπτος δεν έπαιξε ποτέ στο cinema, γεννήθηκαν το 1887 ο πρώτος και το 1901 ο τελευταίος. Από πολύ νωρίς μπήκαν στο χώρο της διασκέδασης και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι, ενώ αυτά που κάνουν φαίνονται εύκολα και απλά, στην ουσία κρύβουν μέσα τους μεγάλη προσπάθεια και απαιτούν τεράστια αυτοσυγκέντρωση. Ο καθένας από μόνος του είναι ένα πολυόργανο, αφού είναι ηθοποιοί, «θαυματοποιοί», ζογκλέρ, ακροβάτες, μουσικοί. Και ενώ σε κάθε ταινία ο καθένας σολάρει, την ίδια στιγμή φαίνεται αδύνατο να υπάρξει από μόνος του. Ετσι οι τέσσερις μαζί, φτιάχνουν ένα δεμένο σύνολο, σχεδόν μετατρέπονται από ομάδα σε μονάδα! Και το αντίστροφο!

Η ταινία «Μια νύχτα στην Καζαμπλάνκα» (1946) είναι η προτελευταία τους ταινία. Το 1949 τελείωσαν οριστικά την κινηματογραφική τους καριέρα, η οποία είχε ξεκινήσει το 1929. Στο μεσοδιάστημα γύρισαν 12 περίπου ακόμα ταινίες. Και σε αυτή την ταινία η «υπόθεση» είναι η αφορμή, για να ξεδιπλώσουν το κωμικό τους ταλέντο. Ταλέντο, που πολλοί το κατατάσσουν στο σουρεαλισμό. Αφού, και αυτά που κάνουν, αλλά και ο τρόπος που τα κάνουν, είναι πέρα από τη γνωστή, και γι' αυτό αποδεκτή, λογική!

Οι αδερφοί Μαρξ, στην «Καζαμπλάνκα», τα βάζουν με τα πολεμικά μελό, τα οποία, εκείνον τον καιρό, πριν, μέσα και λίγο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, έκαναν θραύση στον κινηματογράφο. Χρησιμοποιώντας τα ίδια κλισέ, την ίδια πλοκή, την ίδια στρουκτούρα, «τσιμπώντας», όμως, όλα όσα συμβαίνουν στην οθόνη, λίγο πάνω και λίγο πέρα από το «ρεαλισμό», τον «ρεαλισμό» εκείνων των μελό, φτάνουν στην ανατροπή τους, στη σάτιρα και, γιατί όχι, στη γελοιοποίησή τους! Δυστυχώς η σάτιρα των αδερφών Μαρξ, αυτού του είδους η σάτιρα, σε οδηγεί περισσότερο στο γέλιο παρά στη γνώση, η οποία, με τη σειρά της, σε οδηγεί στην απόρριψη! Ετσι, τελικά, ίσως, τα πυρά να είναι, ενδεχομένως, και άσφαιρα. `Η τέλος πάντων να μην έχουν την αποτελεσματικότητα του Τσάρλι Τσάπλιν: «Δικτάτορας», «Μοντέρνοι Καιροί» κλπ.

Η ταινία προσφέρει πολλές καλές στιγμές και στους τρεις (τρεις από τους τέσσερις Μαρξ παίζουν στην Καζαμπλάνκα). Ο μεγάλος σολάρει με το γνωστό του «παράξενο» βάδισμα, ο μεσαίος με το πιάνο και ο τελευταίος με την άρπα και το σφύριγμα. Οταν, βέβαια, ανταμώνουν όλοι μαζί στην οθόνη, εκεί, πια, γίνεται το «έλα να δεις». Συναγωνίζονται μεταξύ τους και την ίδια στιγμή διευκολύνει ο ένας τον άλλον να εκφραστεί. Και αυτό περνάει στην αίθουσα, σκορπώντας χαρά στους θεατές. Και αυτό αποδεικνύει πως η τέχνη είναι συλλογική δουλιά!

Παίζουν: Γκρούζο, Χάρπο, Τσίσο Μαρξ, Σιγκ Ρούμαν.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ