Β. Ι. Λένιν1
Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης, οφείλουμε να σημειώσουμε πως ομάδες αναρχικών πήραν μέρος και στα δύο συνέδρια. Πριν προχωρήσουμε, όμως, αναλυτικότερα στις εργασίες του μαρξιστικού συνεδρίου του Παρισιού, χρειάζεται να δούμε πώς φτάσαμε σ' αυτό, πώς φτάσαμε, δηλαδή, στην ίδρυση της β` Διεθνούς.
Ανάμεσα στην Πρώτη Διεθνή που διαλύθηκε τυπικά στα 1876 και στη Δεύτερη που συγκροτήθηκε στα 1889, μεσολάβησαν 13 χρόνια, τα οποία χαρακτηρίζουν η γρήγορη ανάπτυξη και επέκταση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και, φυσικά, η μεγάλη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Ο καπιταλισμός αυτή την περίοδο άφηνε πίσω του το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού και περνούσε στο σχηματισμό των μονοπωλίων. Η κρίση που ξέσπασε στα 1873, εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, κράτησε ως τα μέσα περίπου της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, καταδικάζοντας εκατομμύρια εργάτες στην ανεργία και την εξαθλίωση. Ταυτόχρονα όμως, η εκβιομηχάνιση περιοχών του πλανήτη προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς, τραβώντας στη μισθωτή εργασία εκατομμύρια νέους προλετάριους. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, βρισκόταν στην αρχή μιας βιομηχανικής ανάπτυξης, που στη συνέχεια εξελίχθηκε γρήγορα. Η Ρωσία, επίσης, αύξανε αλματωδώς τον αριθμό των εργατών που χρησιμοποιούνταν στα μεγάλα εργοστάσια, στις φάμπρικες και στους σιδηροδρόμους, δεδομένου ότι το 1865 ο αριθμός τους υπολογιζόταν στις 760.000, ενώ το 1890 ανήλθε στο 1.433.000. «Η γοργή επέκταση του καπιταλισμού στα χρόνια ανάμεσα στο 1870 και 1880 - γράφει ο Ουίλ. Φόστερ8 - μαζί με την εντατική συγκέντρωση της βιομηχανίας και του κεφαλαίου, δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για τη γοργή άνοδο του εργατικού κινήματος σε όλους τους τομείς». Βέβαια, επαναστατικές εκρήξεις δεν υπήρξαν. Ομως, μετά την ήττα της παρισινής κομμούνας, το εργατικό κίνημα ανασυγκροτούνταν και αναμέτραγε τις δυνάμεις του. Η οργάνωση στα συνδικάτα προχωρούσε αγκαλιάζοντας κατά χιλιάδες τους νέους μισθωτούς εργάτες που έμπαιναν στην παραγωγή, αυξάνοντας την αριθμητική δύναμη της εργατικής τάξης. Πολλές απεργίες ξεσπούσαν με πρωτοφανή έκταση, πειθαρχία και πάθος. Χαρακτηριστικές είναι οι απεργιακές εκδηλώσεις στις ΗΠΑ για το οκτάωρο, με κορυφαία την ιστορική, πανεθνική απεργία του 1886 και τα γεγονότα στο Σικάγο.
Σημαντικές, όμως, ήταν οι εξελίξεις και στον τομέα της θεωρίας. Το 1885 και το 1894 κυκλοφόρησαν, αντίστοιχα, ο Β` και ο Γ` τόμος του Κεφαλαίου με τη φροντίδα του Φρ. Ενγκελς, αφού ο Μαρξ είχε πεθάνει από το 1883, ενώ το 1891 είδε το φως της δημοσιότητας η μπροσούρα του για την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» που είχε γραφτεί στα 1875. Το 1877 - 1878 δημοσιεύτηκε το «Αντι - Ντύρινγκ» του Ενγκελς. Επίσης στα 1884 εκδόθηκε το έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» και στα 1886 «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας». Για το τελευταίο αυτό έργο - όπως για το «Αντι- Ντύρινγκ» και το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» - ο Λένιν γράφει10 πως «αποτελούν εγκόλπιο κάθε συνειδητού εργάτη».
Σε τέτοιες, λοιπόν, συνθήκες, δυνάμωνε το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών διαφόρων χωρών και ισχυροποιούνταν το ιδεολογικοπολιτικό εκείνο ρεύμα που ζητούσε να δημιουργηθεί μια Δεύτερη Διεθνής, που θα αναπλήρωνε το κενό που άφησε με τη διάλυσή της η Πρώτη. Διάφορες συνδιασκέψεις έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση: Στο Γκεντ το 1877, στο Chur της Ελβετίας το 1881, στο Παρίσι στα 1883 και 1886 και στο Λονδίνο το 1888, για να φτάσουμε, τελικά, στα δύο συνέδρια του Παρισιού το 188911.
Το αποτέλεσμα του Συνεδρίου των μαρξιστών στο Παρίσι ήταν να ιδρυθεί τελικά η Δεύτερη Διεθνής. Για το αποτέλεσμα αυτό, ο Ενγκελς έπαιξε σημαντικό ρόλο, αν και δε συμμετείχε άμεσα στις εργασίες του συνεδρίου, αλλά όπως γράφει ο Ραζιάνωφ12 «απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις και περιοριζόταν στο ρόλο του συμβούλου εκείνων από τους μαθητές του που σ' όλες τις χώρες κατηύθυναν το κίνημα». Για το ρόλο που έπαιξε τότε ο Ενγκελς, ο Λένιν, μελετώντας την αλληλογραφία του, είναι πιο σαφής. «Ο Ενγκελς - γράφει13- (που τότε ήταν 68 χρονών) ρίχνεται στη μάχη σαν νεολαίος. Πολλά γράμματα είναι αφιερωμένα στην πάλη ενάντια στους οπορτουνιστές. Χτυπά όχι μόνο αυτούς, αλλά και τους Γερμανούς, τον Λήμπκνεχτ, τον Μπέμπελ και τους άλλους για τη συμβιβαστική τους στάση». Ετσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Το επιβεβαιώνει, μάλιστα, και ο ίδιος ο Ενγκελς που στο προαναφερόμενο γράμμα του προς τον Ζόργκε, γράφει χαρακτηριστικά14: «Δεν έχεις ιδέα πόσο αφελείς είναι οι Γερμανοί. Μου στοίχισε ατέλειωτες προσπάθειες για να κάνω ακόμη και τον Μπέμπελ να καταλάβει περί τίνος πρόκειται στην πραγματικότητα, παρ' ότι οι ποσσιμπιλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά και το διακηρύσσουν καθημερινά».
Το πόσο είχε καταλάβει ο Μπέμπελ, δεν μπορεί κανένας να γνωρίζει με ακρίβεια. Είναι, πάντως, ιστορικά διαπιστωμένο πως στο Παρίσι, τον Ιούλιο του 1889 και από το συνέδριο των μαρξιστών και απ' αυτό των ποσσιμπιλιστών, εκδηλώθηκαν τάσεις και προσπάθειες για ενότητα, που, όμως, δεν είχαν άμεσο αποτέλεσμα. Επίσης είναι γεγονός ότι μερικοί αντιπρόσωποι κυκλοφορούσαν πότε στην αίθουσα Πετρέλ και πότε στην οδό Ντε Λανκρύ, θέλοντας να έχουν εικόνα και από τα δύο αυτά εργατικά σώματα15. Οι συγχύσεις ήταν υπαρκτές, όπως και η τάση για συμβιβασμό. Ετσι, δύο χρόνια αργότερα, στο Συνέδριο της Β` Διεθνούς στις Βρυξέλλες, ποσσιμπιλιστές και μαρξιστές κατάφεραν να ενωθούν με πιο ισχυρή, βέβαια, την τάση των μαρξιστών.
Ενα δεύτερο στοιχείο, που χαρακτηρίζει εξίσου τη Β` Διεθνή από τη γέννησή της, είναι ότι μέχρι το 1900 δεν είχε ένα σταθερό, διεθνές ηγετικό κέντρο. Για την ακρίβεια, δεν είχε ούτε διεθνές δημοσιογραφικό όργανο, ούτε καταστατικό, ούτε καν ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και οι αποφάσεις των συνεδρίων της δεν ήταν υποχρεωτικές για τα εθνικά τμήματα. Μόνο στα 1900 ιδρύθηκε το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο στις Βρυξέλλες, με πρόεδρο τον Ε. Βαντερβέλντε, που, ωστόσο, δε θεωρούνταν κεντρικό καθοδηγητικό όργανο. Το γεγονός αυτό ο Πρέντραγκ Βρανίτσκι το ερμηνεύει ως εξής16: «Εβλεπε καλά ο Ενγκελς - γράφει - ότι απέναντι σε τόσο πλατιά και σύνθετα επαναστατικά κινήματα δεν μπορούσε να δοθεί μια συγκεντρωτική κατεύθυνση και πως ο Ενγκελς και ο Μαρξ δεν είχαν την πρόθεση να περάσουν για ανεξέλεγκτες αυθεντίες, έτοιμες να επιβάλουν τις μόνες σωστές λύσεις, αλλά, αντίθετα, ήταν σύντροφοι που έδιναν συμβουλές και παραινέσεις στη δύσκολη πάλη που έκαναν οι σοσιαλιστές για να πραγματώσουν τις σύμφυτες στο ιστορικό κίνημα τάσεις». Χωρίς αμφιβολία, ο Μαρξ και ο Ενγκελς απεχθάνονταν να τους θεωρούν αυθεντίες - και μάλιστα ανεξέλεγκτες - αλλά αυτό καθόλου δεν ερμηνεύει το γεγονός ότι η Β` Διεθνής δεν είχε τον αναγκαίο συγκεντρωτισμό στην οργάνωση και τη λειτουργία της. Αλλωστε, είναι γνωστό πως έναν τέτοιο συγκεντρωτισμό και μάλιστα πολύ ισχυρό τον είχε η Πρώτη Διεθνής, στην οποία οι Μαρξ - Ενγκελς έπαιζαν κεντρικό, ηγετικό, ρόλο. Τη σημασία της έλλειψης συγκεντρωτισμού στη Δεύτερη Διεθνή τη δίνει πολύ ορθά ο Ουίλ. Φόστερ, που σημειώνει χαρακτηριστικά17: «Το να μην δημιουργείς γενικά κανένα κέντρο σημαίνει ότι υποτιμάς σημαντικά το διεθνισμό και δίνεις πολύ μεγάλη σημασία στις εθνικές οργανώσεις και στην εθνική πολιτική δράση». Ετσι ακριβώς συνέβαινε κι αυτό φάνηκε πολύ αργότερα όταν η Β` Διεθνής χρεοκόπησε στην κυριολεξία.
Σ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, η Β` Διεθνής, μετά το ιδρυτικό της συνέδριο, οργάνωσε άλλα οκτώ: Στις Βρυξέλλες (1891), στη Ζυρίχη (1893), στο Λονδίνο (1896), στο Παρίσι (1900), στο Αμστερνταμ (1904), στη Στουτγάρδη (1907), στην Κοπεγχάγη (1910) και στη Βασιλεία (1912). Σ' όλο αυτό το διάστημα, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην οργάνωση και ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, το έμαθε να χρησιμοποιεί όλες τις νόμιμες δυνατότητες. Δεν μπόρεσε όμως να το μάθει να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό, που, όπως σημειώνει ο Λένιν, στην αρχή εμφανίστηκε «σαν διάθεση, έπειτα σαν κατεύθυνση και τέλος σαν ομάδα ή στρώμα της εργατικής γραφειοκρατίας και των μικροαστών συνοδοιπόρων»18. Επιπλέον, υποτιμώντας από την πρώτη στιγμή της γέννησής της το Διεθνισμό, η Β` Διεθνής κατέστησε τα εθνικά εργατικά κινήματα ευάλωτα έως και αδύναμα στην πίεση των αντίστοιχων αστικών τάξεων. Ετσι το 1914, με το ξέσπασμα του Α` Παγκοσμίου Πολέμου, η Β` Διεθνής αποσαθρώθηκε. Δεδομένου ότι ο διεθνισμός δεν ήταν ποτέ ισχυρός στις γραμμές της, ο σοσιαλσοβινισμός κι ο σοσιαλπατριωτισμός πήραν χωρίς ιδιαίτερο κόπο κυρίαρχη θέση στην πολιτικοϊδεολογική συμπεριφορά των σπουδαιότερων και περισσότερων κομμάτων της.
1 Β. Ι. Λένιν: «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 26, σελ. 42.
2 Ουίλλιαμ Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 173. Στην «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Ζ1, σελ. 401), αναφέρεται ότι οι σύνεδροι ήταν 400 και προέρχονταν από σοσιαλιστικές οργανώσεις 22 χωρών.
3 Ο Κ. Χάρντυ εκπροσωπούσε τους Σκοτσέζους ανθρακωρύχους. Ο Μπαρνς τότε ήταν γνωστός συνδικαλιστής, αλλά αργότερα εξελίχθηκε σε αντιδραστικό από τους πιο ακραίους. Υπηρέτησε μάλιστα ως υπουργός στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων στο διάστημα 1906- 1914.
4 Ο Λαφάργκ κι ο Λογκέ ήταν γαμπροί του Μαρξ.
5 Τζωρτζ Λιχτχάιμ: «Σύντομη παγκόσμια ιστορία του σοσιαλισμού», εκδόσεις «Γλάρος», σελ. 280 - 282 και Ουίλ. Φόστερ, στο ίδιο, σελ. 174.
6 Ρεφορμιστικό ρεύμα στο γαλλικό σοσιαλιστικό κίνημα, που υποστήριζε πως η πάλη των εργατών πρέπει να περιορίζεται στο πλαίσιο του δυνατού (possible).
7 Μαρξ - Ενγκελς: «Για το Ρεφορμισμό - επιλογή κειμένων», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 324.
8 Ουίλ. Φόστερ: «Ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος», εκδόσεις «Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου», Αθήνα 1978, τόμος Α`, σελ. 117.
9 Ουίλ. Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 165.
10 Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», ελληνική έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», τόμος 23, σελ. 42.
11 Βόλφγκανγκ Αμπεντροτ: «Κοινωνική Ιστορία του Ευρωπαϊκού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Οδυσσέας», σελ. 56.
12 Δ. Ραζιάνωφ: «Μαρξ - Ενγκελς», εκδόσεις «Αναγνωστίδη», σελ. 270.
13 Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 15, σελ. 252.
14 Μαρξ - Ενγκελς: «Για το Ρεφορμισμό - επιλογή κειμένων», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 325.
15 Τζωρτζ Λιχτχάιμ, στο ίδιο, σελ. 280.
16 Πρέντραγκ Βρανίτσκι: «Ιστορία του μαρξισμού», εκδόσεις «Οδυσσέας», τόμος Α`, σελ. 284.
17 Ουίλ. Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 179.
18 Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 27, σελ. 120.
Μαζί με το Προεδρικό Μέγαρο χτύπησαν το Μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, το κτίριο των Τηλεπικοινωνιών, το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το στρατόπεδο του εφεδρικού σώματος (ήταν πιστό στο Μακάριο), το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), ενώ άνδρες της ΕΛΔΥΚ επιτέθηκαν στον Αερολιμένα της Λευκωσίας. Αν και εκδηλώθηκε σθεναρή αντίσταση, η δύναμη των πραξικοπηματιών ήταν απείρως ισχυρότερη και σε δύο ώρες, περίπου, η Λευκωσία ήταν στα χέρια τους. Βεβαίως, ο Μακάριος κατόρθωσε και διέφυγε.
Πριν ακόμη εκδηλωθεί το πραξικόπημα στην Κύπρο, στην Αθήνα ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρ. Μπονάνος, κάλεσε στο γραφείο του τους αρχηγούς των κλάδων του στρατεύματος για να τους ανακοινώσει το πραξικόπημα που έγινε αργότερα.
Ο ίδιος, όμως, ο στρατηγός Μπονάνος αναφέρει στη δική του εξιστόρηση: «Το πρωί της Δευτέρας, 15 Ιουλίου - γράφει ο Μπονάνος - έφτασα στο γραφείο μου πολύ ενωρίτερον της συνήθους ώρας προσελεύσεώς μου... Περί την 7ην πρωινήν, εισέρχεται εις το γραφείον μου ο Ματάτσης και μου αναφέρει ότι η ενέργεια ανατροπής του Μακαρίου ήρχισε, και ότι μέχρι στιγμής, ουδέν εμπόδιον παρουσιάζεται διά την επιτυχίαν της.
Μετ' ολίγον με επεσκέφθη ο Ιωαννίδης περιχαρής διά την επιτυχίαν και μου λέγει ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Κατόπιν αυτού, την 7.30 ώραν, καλώ τους αρχηγούς των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Τους ενημέρωσα διά την αναληφθείσαν ενέργειαν ανατροπής και ανέφερα την πληροφορίαν του Ιωαννίδη, ότι ο Μακάριος μάλλον εφονεύθη.
Ο Γαλατσάνος, βέβαια, εγνώριζε διότι τον είχα, ως προανέφερα, ενημερώσει. Αλλά και οι Αραπάκης και Παπανικολάου μου έδωσαν την εντύπωσιν ότι εγνώριζαν, διότι ουδόλως εξεπλάγησαν και εδέχθησαν με ικανοποίησιν την ενημέρωσιν, και ως να μη έλεγα κάτι άγνωστον.
Εδωσα εντολήν να παρακολουθούν στενώς την κατάστασιν, ώστε να είμεθα έτοιμοι διά την αντιμετώπισιν παντός ενδεχομένου και ούτοι απεχώρησαν, επιστρέψαντες στα γραφεία των». (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια»).
Η στρατιωτικοφασιστική δικτατορία της Ελλάδας, πιο συγκεκριμένα το καθεστώς Ιωαννίδη - όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πρωταγωνιστών της στην επιτροπή της Βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου - είχε αποφασίσει, τουλάχιστον, από τις αρχές του 1974 το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη που έγινε, με πρωτοβουλία του δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη, στο σπίτι του «πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου και με τη συμμετοχή του «Προέδρου Δημοκρατίας» του καθεστώτος Φ. Γκιζίκη, καθώς και του αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Μπονάνου. (Αναλυτικά, Κ. Κάππου: «Εγκλημα εναντίον της Κύπρου», εκδόσεις ΓΝΩΣΕΙΣ). Ετσι τον Ιούλιο του 1974 είχαν γίνει ουσιαστικά όλες οι σχετικές προετοιμασίες.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με ανακοίνωσή του στις 15 του Ιούλη 1974, κατήγγειλε ότι «η αμερικανοκίνητη φασιστική χούντα της Ελλάδας, εκτελεστής ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας, πραγματοποίησε ωμή ένοπλη επέμβαση στην Κύπρο». Σ' αυτήν την εκτίμηση, η χούντα αναφέρεται ως «εκτελεστής ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας», γεγονός που σημαίνει ότι πίσω από τη χούντα βρισκόταν ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Επίσης, σε ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ στις 29 Ιούλη 1974 αναφέρεται ότι «ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του προσπαθούν να μετατρέψουν την Κύπρο σε πολεμικό ορμητήριό τους».
Οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται και από τις καταθέσεις στην επιτροπή της Βουλής που εξέτασε το φάκελο της Κύπρου.
Το πραξικόπημα στην Κύπρο θα μπορούσε αντικειμενικά να διαπραχθεί μόνο από τη χούντα του Ιωαννίδη. Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι τόσο το πραξικόπημα όσο και ο ΑΤΤΙΛΑΣ, που ακολούθησε, αποτελούσαν ένα ενιαίο σχέδιο των Αμερικανών, με κύριο στόχο να προωθήσουν το σχέδιο διχοτόμησης και ΝΑΤΟποίησης της Κύπρου.
Ο αντιπτέραρχος Παπανικολάου στην απόρρητη έκθεσή του αναφέρει πως όταν στις 16 Ιουλίου του 1974, μια μέρα δηλαδή μετά το πραξικόπημα, ρώτησε τον Ιωαννίδη για τις επιπτώσεις αυτής της ενέργειας, πήρε την εξής απάντηση: «Ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Τούρκοι επεθύμουν τον Μακάριον» (Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής»). Αλλά και ο τότε αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, σε δική του έκθεση, υποστηρίζει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει για το πραξικόπημα: «Κύριε αρχηγέ, όταν κάποτε πληροφορηθείτε τα εις χείρας μου στοιχεία και τας ενθαρρύνσεις ας είχον θα με δικαιολογήσητε». Πιο κατηγορηματικός και πιο σαφής απ' όλους, όμως, είναι ο στρατηγός Μπονάνος, ο οποίος αναφέρει: «Πολλάκις - γράφει ο Μπονάνος - ο Ιωαννίδης με διαβεβαίωσεν ότι οι Τούρκοι δεν πρόκειται να αναμειχθούν, διότι και οι Αμερικανοί είναι υπέρ της ανατροπής του Μακαρίου και θα σταθούν δίπλα μας εις πάσαν περίπτωσιν». Ακόμη ο Μπονάνος αναφέρει πως ο Ιωαννίδης του είχε πει «ότι έχει διαβεβαιώσεις από την CIA πως οι Τούρκοι δε θα επέμβουν» (Στρατηγού Γρ. Μπονάνου: «Η Αλήθεια»).
Σχετικά με την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ στο πραξικόπημα της Κύπρου αυτή γίνεται φανερή από την τακτική τους, μετά τη διάπραξή του. Ο Λώρενς Στερν γράφει:
«Καθ' όλη την πρώτη εβδομάδα της κρίσης, η επίσημη φωνή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν αυτή του πρεσβευτή Ρόμπερτ Αντερσον, του επί του Τύπου εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην καθημερινή μεσημβρινή από μέρους του ενημέρωση του Τύπου. Ο Αντερσον ήταν ένας φιλικός και επί μακρό ταλαιπωρούμενος γραφειοκράτης, η δουλειά του οποίου ήταν, παρά τις πάρα πολύ επίμονες παρενοχλήσεις των ανακριτών - δημοσιογράφων, να εκφράζει πιστά το γράμμα και το πνεύμα αυτών που ο Κίσιγκερ ήθελε να ειπωθούν, χωρίς να αποκλίνει ούτε ίντζα από τις κατευθυντήριες γραμμές του υπουργού (...). Τη μέρα του πραξικοπήματος, ο Αντερσον βρέθηκε μπροστά σε μια αίθουσα πλημμυρισμένη από δημοσιογράφους. Περιορίστηκε να δηλώσει απλά και ήρεμα ότι "η πολιτική μας παραμένει η ίδια, υποστηρίζουμε την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου και τις συνταγματικές της διατάξεις και καλούμε τα άλλα κράτη να ακολουθήσουν μια παρόμοια πολιτική". Αμέσως μετά, ο Αντερσον απάντησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέλαβαν οποιεσδήποτε "διαπραγματεύσεις, μυστικές συνομιλίες, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις", για να αποτρέψουν το πραξικόπημα». Και ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος του Κίσιγκερ καταφέρθηκε κατά της Ελλάδας για την ανάμειξή της στο πραξικόπημα, ούτε καταδίκασε την ανακοινωθείσα δολοφονία του Μακαρίου.(Λώρενς Στερν: «Λάθος Αλογο», εκδόσεις ΤΑΜΑΣΟΣ, Λευκωσία 1978).
Ο αντιναύαρχος Π. Αραπάκης, στο βιβλίο του, «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ», Αθήνα 2000 αναφέρει:
«Οι σχεδιασμοί των ξένων κέντρων απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση των συμμαχικών συμφερόντων σε βάρος, στην περίπτωση αυτή, της Ελλάδας και της Κύπρου και υπέρ της Τουρκίας. Η εξόντωση του Μακαρίου απέβλεπε, πέρα από την αποτροπή του κινδύνου "κουβανοποίησης" της Κύπρου και της πρόληψης τριτοκοσμικών ενεργειών του, που θα μπορούσαν να αποβούν σε βάρος του Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων, στη διαμόρφωση συνθηκών ικανών να δικαιολογήσουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στη βόρεια Κύπρο, σύμφωνα με συμμαχική επιδίωξη». Κατά τον Αραπάκη, υπήρχε «μεγάλο σχέδιο της διχοτόμησης για την Κύπρο».
Οι ΗΠΑ επεδίωκαν το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Χωρίς το πρώτο, δε θα ερχόταν η δεύτερη. Και χωρίς τον Αττίλα, δε θα ερχόταν η διχοτόμηση. Τα αποτελέσματα είναι σήμερα παραπάνω από ορατά.