«Προς την Υψηλήν Πύλην,
Παρά το διάβημα, εις το οποίον, τη μεσολαβήσει των κυβερνήσεων Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας, αι εξ Μεγάλαι Δυνάμεις προέβησαν εις τα Βαλκανικά κράτη, διά του οποίου υπόσχονται να αναλάβουν την πραγματοποίησιν μεταρρυθμίσεων εν τη διοικήσει της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, αι Κυβερνήσεις της Βουλγαρίας, της Ελλάδος και της Σερβίας θεωρούσιν ούχ' ήττον καθήκον αυτών να απευθυνθώσιν απ' ευθείας τη Αυτοκρατορική κυβερνήσει του Σουλτάνου, όπως τη δηλώσωσιν ότι μόνον ριζικαί μεταρρυθμίσεις, ειλικρινώς και ακεραίως εφαρμοσθησόμεναι, δύνανται πράγματι να βελτιώσωσιν την αθλίαν κατάστασιν των χριστιανικών πληθυσμών των Βιλαετιών της Αυτοκρατορίας, να εγγυηθώσι την τάξιν και την ησυχίαν εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία, ως και να εξασφαλίσωσιν εδραίαν την ειρήνην μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Βαλκανικών Κρατών, προς τα οποία η Υψηλή Πύλη έλαβε στάσιν αυθαίρετον και προκλητικήν.
Ευελπιστούμεν ότι η Τουρκία θα δυνηθή να δηλώση ότι δέχεται την αίτησιν και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να εφαρμόση τας εν τη παρούση διακοινώσει και τω συνημμένω σημειώματι μεταρρυθμίσεις εντός προθεσμίας εξ μηνών, εις απόδειξιν δε της συγκαταθέσεώς της ταύτης θα ευαρεστηθή να ανακαλέση το περί κινητοποιήσεως του Στρατού αυτής διάταγμα».
Στο συνημμένο επεξηγηματικό σημείωμα, το οποίο συνόδευε τη διακοίνωση, γινόταν επεξήγηση των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να εφαρμοστούν, όπως: Επικύρωση της αυτονομίας των εθνοτήτων, αναλογική εκπροσώπησή τους στο οθωμανικό Κοινοβούλιο, υποχρέωση μη μεταβολής του εθνολογικού χαρακτήρα των ευρωπαϊκών επαρχιών με τον εποικισμό μωαμεθανικών πληθυσμών, διορισμός χριστιανών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, αναγνώριση της ισοτιμίας των σχολείων των χριστιανικών κοινοτήτων προς τα οθωμανικά, στρατολογία των χριστιανών και στελέχωση του στρατού από χριστιανούς και αναστολή της στρατολογίας έως ότου καταστεί δυνατό να εφαρμοστεί πλήρως αυτό το μέτρο, αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής από Ελβετούς ή Βέλγους οργανωτές και διορισμός Ελβετών ή Βέλγων γενικών διοικητών στις ευρωπαϊκές επαρχίες, επίβλεψη των μεταρρυθμίσεων από ειδικό συμβούλιο συγκροτημένο από ίσο αριθμό χριστιανών και μουσουλμάνων και με συμμετοχή των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων και των βαλκανικών κρατών στην Κωνσταντινούπολη3.
Υπ' αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να έχει τύχη και η διακοίνωση των τριών βαλκανικών κρατών. Η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν έδωσε καμία απάντηση σ' αυτήν αλλά επιχείρησε - χωρίς αποτέλεσμα - να αποσπάσει την Ελλάδα από τη Βαλκανική συμμαχία δίνοντάς της ως αντάλλαγμα την Κρήτη σε περίπτωση που θα έμενε ουδέτερη στον επικείμενο βαλκανικό πόλεμο5. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανάκληση των πρεσβευτών της από τη Σόφια και το Βελιγράδι αποφεύγοντας όμως να πράξει το ίδιο και με τον πρεσβευτή της στην Αθήνα. Ως αντίδραση, το ίδιο έπραξαν με τους δικούς τους πρεσβευτές και οι βαλκανικές χώρες, οι οποίες στις 4/17 του Οκτώβρη του 1912 κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, ενέργεια την οποία αιτιολόγησαν με την παρακάτω διακοίνωση: «Της Υψηλής Πύλης μη δούσης απάντησιν εις την ταυτόσημον διακοίνωσιν, την οποίαν αι κυβερνήσεις Βουλγαρίας, Ελλάδος και Σερβίας απηύθυναν προς αυτήν την 30ήν Σεπτεμβρίου, αναγκάζονται αι κυβερνήσεις αύται προς μεγίστην των λύπην να προστρέξωσιν εις την δύναμιν των όπλων, επιρρίπτουσαι την επί τούτο ευθύνην εις την Οθωμανικήν κυβέρνησιν»6.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-'13 οφείλουμε να αναζητήσουμε τα αίτιά τους στις βαθύτερες κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις που συντελούνται στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 18ο και κυρίως το 19ο αιώνα. Οι ζυμώσεις αυτές συνήθως επικαλύπτονται στην ιστοριογραφία από τη χρήση του όρου «Ανατολικό ζήτημα», που όμως από μόνος του καθόλου δε διαφωτίζει για την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Οφείλουμε επομένως σ' αυτό το θέμα, δηλαδή σ' αυτόν τον όρο και στα όσα υπονοούνται με τη χρήση του, να σταθούμε κάπως περισσότερο. Ως έννοια στο χώρο της διπλωματίας το «Ανατολικό ζήτημα» εμφανίζεται στο Συνέδριο της Βερόνας (1822) κι απ' εκεί και ύστερα - μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου - αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής7. Ομως, ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο του όρου;
Σύμφωνα με τον Εδουάρδο Ντριό (κλασικό ιστορικό του Ναπολέοντα και της νεότερης Ελλάδας), «η υποχώρηση του Ισλάμ στην Ευρώπη και στην Ασία, από τις δύο πλευρές του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, γέννησε το Ανατολικό ζήτημα. Η ιστορία του αποτελεί καθαρά την ιστορία της προόδου των γειτονικών χωρών σε βάρος των μουσουλμανικών κρατών»8. Σε αντίθεση με τον Ντριό, ένας άλλος κλασικός ιστορικός του θέματος, ο Ουίλιαμ Μίλερ, σημειώνει ότι «το ζήτημα της Εγγύς Ανατολής δύναται να ορισθή ως το πρόβλημα της πληρώσεως του κενού του δημιουργούμενου διά της βαθμιαίας εξαφανίσεως της τουρκικής αυτοκρατορίας από της Ευρώπης. Διό η ιστορία αυτού δύναται να λεχθή ότι άρχεται καθ' ην ώραν η αυτοκρατορία αύτη, φθάσασα εις τον κολοφώνα, άρχεται εκπίπτουσα»9.
Χωρίς αμφιβολία όλοι οι προαναφερόμενοι ορισμοί του Ανατολικού ζητήματος έχουν επαφή με την πραγματικότητα του προβλήματος στο οποίο αναφέρονται, αλλά δεν αγγίζουν την κύρια αιτία του, που ήταν πρωτίστως κοινωνική. Είτε γίνεται λόγος για ανταγωνισμό των κρατών της περιοχής, είτε για ανταγωνισμό των τότε μεγάλων δυνάμεων, είτε για πλήρωση ενός κενού που θα δημιουργούνταν, το Ανατολικό ζήτημα δε θα μπορούσε να υπάρξει αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δε βρισκόταν σε κατάσταση σήψης ως κοινωνικό καθεστώς, αν οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής αυτού του καθεστώτος δεν απειλούνταν από έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό κι αν, ως συνέπεια αυτών, δεν ξεπρόβαλλε η ανάγκη της κοινωνικής επανάστασης και της εθνικής κρατικής συγκρότησης των επαναστατημένων λαών.
Η βουλγαροσερβική συνθήκη υπογράφηκε στις 29 Φεβρουαρίου/ 12 Μαρτίου του 1912, ενώ οι σχετικές διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει από 28 Σεπτεμβρίου/ 11 Οκτωβρίου του 1911. «Ο Τσάρος - γράφει η Β. Παπούλια15 - πίεζε και τα δύο κράτη να προβούν σε παραχωρήσεις προκειμένου να κλείσει η συμφωνία, αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να εγκαταλείψει τα δύο κράτη ώστε να προστατεύσουν μόνα τους τα συμφέροντά τους και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους όπως αυτά νόμιζαν». Στο ίδιο πνεύμα ο Επαμ. Μαλαίνος υπογραμμίζει ότι οι σερβοβουλγαρικές διαπραγματεύσεις έγιναν «υπό την αιγίδα της Ρωσίας»16.
Η σερβοβουλγαρική συνθήκη συνιστούσε μια αμυντική συμμαχία στην περίπτωση κατά την οποία μια μεγάλη δύναμη θα επιχειρούσε να καταλάβει μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου. Χωρίς αμφιβολία εδώ υπονοούνταν η Αυστροουγγαρία. Επίσης προβλεπόταν επέμβαση κατά της Τουρκίας, σε περίπτωση κατά την οποία οι εσωτερικές εξελίξεις στην τελευταία δημιουργούσαν κινδύνους για τα συμφέροντα μιας από τις δύο ή και των δύο χωρών, ή σε περίπτωση που θα εμφανιζόταν προβληματική η διατήρηση του status quo στη Βαλκανική.
Το άρθρο 2 της συνθήκης προέβλεπε ότι, σε περίπτωση ευνοϊκής έκβασης της πολεμικής σύρραξής τους με την Τουρκία, η Σερβία θα αναγνώριζε στη Βουλγαρία το δικαίωμα προσάρτησης των εδαφών ανατολικά του Στρυμόνα και της Ροδόπης, ενώ η Βουλγαρία θα αναγνώριζε στη Σερβία το ανάλογο δικαίωμα για τα εδάφη βόρεια και δυτικά του Σκάρδου, δηλαδή την Παλιά Σερβία μέχρι τις ακτές της Αδριατικής. Σχετικά με την τύχη της Κεντρικής Δυτικής Μακεδονίας καθώς και τμημάτων του Κοσσυφοπεδίου, εάν δεν αποφασιζόταν η αυτονόμηση της περιοχής και προκρινόταν η διανομή, την τελευταία θα την ανέθεταν στον Τσάρο.
Στις 29 Απριλίου 1912, υπογράφηκε και συμπληρωματική στρατιωτική συμφωνία ανάμεσα στα δύο προαναφερόμενα κράτη, με την οποία προβλεπόταν κινητοποίηση 200.000 Βουλγάρων και 150.000 Σέρβων και υποχρέωση της Σερβίας να βοηθήσει τη Βουλγαρία σε περίπτωση επίθεσης της Ρουμανίας εναντίον της τελευταίας17.
Τόσο οι διαπραγματεύσεις όσο και η υπογραφή της συνθήκης ανάμεσα σε Σερβία και Βουλγαρία καλύφθηκαν από πέπλο μυστικότητας, που όμως δεν ήταν δυνατό να μην καταφέρει να το διαπεράσει η Μεγάλη Βρετανία, η οποία έσπρωξε την Ελλάδα να προσχωρήσει στη βαλκανική συμμαχία ούτως ώστε σε περίπτωση πολέμου των βαλκανικών κρατών με την Τουρκία να μην έχει τον απόλυτο έλεγχο των εξελίξεων η Ρωσία. Γράφει ο Σπ. Μαρκεζίνης18: «Σημειωτέον ότι, παρά την άκραν μυστικότητα, το βρετανικόν υπουργείον Εξωτερικών είχεν εγκαίρως ενημερωθή περί των όσων συνέβαινον, και από της στιγμής εκείνης, δι' όλων των κατάλληλων μέσων, ενεθάρρυνε περισσότερον τον Ελ. Βενιζέλον, διότι ήτο προφανές ότι διεύρυνσις της συμμαχίας διά της Ελλάδος, αν τελικώς δεν απετρέπετο θα απέκλειε την μονοπώλησιν εις την Ρωσίαν όπως εκμεταλλευθή αύτη την κατάστασιν, την οποία ούχι ακόπως, με σύστημα και επιμονήν, είχε προετοιμάσει». Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνοβουλγαρική προσέγγιση έπαιξε ένας Αγγλος πράκτορας, ο Τζέιμς Μπάουτσερ, ο οποίος περιδιάβαινε τα Βαλκάνια ως ανταποκριτής των «Τάιμς» του Λονδίνου19.
Τελικά, στις 16/29 Μαΐου 1912 υπογράφηκε μυστική αμυντική συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οποία όμως διέφερε εντελώς από τη σερβοβουλγαρική.
Οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να περιληφθούν στη Συνθήκη σε περίπτωση νίκης και θέματα διανομής εδαφών, απέτυχαν - γράφει ο Βαγκόπουλος20 - διότι ήδη είχε προηγηθεί διανομή των εδαφών, κυρίως της Μακεδονίας, στη σερβοβουλγαρική Συνθήκη.
Ακόμη και στο θέμα της αμυντικής βοήθειας, είχε προβλεφθεί στη συνθήκη εξαίρεση για την περίπτωση πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με αφορμή το κρητικό ζήτημα. Τότε η Βουλγαρία θα περιοριζόταν σε φιλική ουδετερότητα.
Στις 22 Σεπτεμβρίου/ 5 Οκτωβρίου του 1912, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, υπογράφηκε και στρατιωτική Σύμβαση ανάμεσα την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, χωρίς ιδιαίτερη πίεση από την ελληνική πλευρά, κυρίως εξαιτίας της ιδιαίτερης σημασίας, την οποία απέδιδαν οι Βούλγαροι στον ελληνικό στόλο. Τελικά, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο μόνο με την ελληνοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας, χωρίς προσυνεννόηση και φυσικά χωρίς συνθήκες συμμαχίας με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο21.
Το αξιοπρόσεκτο στην ελληνοβουλγαρική προσέγγιση δεν είναι μόνον ότι η Ελλάδα ουσιαστικά σύρεται από τις εξελίξεις, αλλά και το ότι η πολιτική της ηγεσία δεν προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις, που να συνάδουν με το μεγαλοϊδεατισμό της εποχής. Τούτο συνέβαινε, όχι μόνο λόγω αδυναμίας, αλλά και λόγω επίγνωσης της πραγματικότητας. Ο Βενιζέλος ήταν συγκρατημένος κι αυτό πήγαζε από τις αντιλήψεις που τον διέπνεαν, ανεξαρτήτως αν στη συνέχεια τις τροποποίησε. Μια εικόνα των αντιλήψεων αυτών του Βενιζέλου, μας δίνει ο Ιωάννης Μεταξάς στο ημερολόγιό του, όπου καταγράφει μια συνομιλία του με τον Ελληνα πρωθυπουργό, όταν οι δυο τους, στις 17 Μάρτη του 1912, ταξίδευαν για την Πάτρα. «Ωμιλήσαμεν κατόπιν - γράφει ο Μεταξάς22 - διά την εξέλιξιν του τουρκικού ζητήματος. Φρονεί (σ.σ. ο Βενιζέλος) ότι οι Τούρκοι δε θα μείνουν πολύ στην Ευρώπην. Φαντάζεται ότι η εξέλιξις αύτη θα λάβει περίπου της εξής μορφήν: Θα μοιράσωμεν τη Μακεδονίαν μετά των Βουλγάρων, κρατούντες ημείς μεν τη Θεσσαλονίκην μετά της Χαλκιδικής, αυτοί δε κατερχόμενοι διά των Σερρών προς το Αιγαίον και μέχρι Δεδέαγατς. Τα Βιτώλια ίσως μείνουν εις αυτούς - εις τούτο δεν έχει δισταγμόν να το κάμη. Επειτα έρχεται η σειρά της Ηπείρου, δι' ημάς, έπειτα η της Θράκης, ταύτην θα καταλάβουν οι Βούλγαροι μέχρι και της Κωνσταντινουπόλεως. Και είναι δίκαιον, είπεν εις απάντησιν εκπλήξεώς μου, διότι είναι απολύτως αδύνατον να τηρήσωμεν συνέχειαν Μακεδονίας και Θράκης».
Με το ξέσπασμά του, ο Α` Βαλκανικός Πόλεμος φανέρωσε την αδυναμία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να σταθεί στα πόδια της, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο νικητής θα ήταν η βαλκανική συμμαχία, η οποία με τη νίκη της αυτή άνοιγε - κατά τον Λένιν - ένα καινούριο κεφάλαιο στην Παγκόσμιας Ιστορίας. «Ακόμη και ο αστικός Τύπος ολόκληρης της Ευρώπης που υποστήριξε από αντιδραστικούς και ιδιοτελείς σκοπούς το περιβόητο status quo στα Βαλκάνια, αναγνωρίζει τώρα ομόφωνα ότι άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας», έγραφε ο ηγέτης των μπολσεβίκων. Και πρόσθετε23: «Η συντριβή της Τουρκίας είναι αναμφισβήτητη. Οι νίκες των βαλκανικών κρατών της τετραμερούς συμμαχίας (Σερβίας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου, Ελλάδας) είναι τεράστιες. Η συμμαχία των τεσσάρων αυτών κρατών είναι γεγονός. ''Τα Βαλκάνια στους βαλκανικούς λαούς'' - αυτό έχει επιτευχθεί πια... Οι συνειδητοί εργάτες των βαλκανικών κρατών πρώτοι έριξαν το σύνθημα μιας συνεπούς δημοκρατικής λύσης του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια. Το σύνθημα αυτό είναι: Ομοσπονδιακή Βαλκανική Δημοκρατία. Η αδυναμία των δημοκρατικών τάξεων στα σημερινά βαλκανικά κράτη (το προλεταριάτο είναι ολιγάριθμο, οι αγρότες τσακισμένοι, σκόρπιοι, αγράμματοι) είχε σαν συνέπεια η οικονομικά και πολιτικά απαραίτητη συμμαχία να γίνει συμμαχία των βαλκανικών μοναρχιών... Παρόλο που στα Βαλκάνια δημιουργήθηκε συμμαχία μοναρχιών κι όχι δημοκρατιών, παρόλο που πραγματοποιήθηκε συμμαχία χάρη στον πόλεμο κι όχι χάρη στην επανάσταση, παρόλα αυτά, έγινε ένα μεγάλο βήμα μπροστά προς την εξάλειψη των υπολειμμάτων του μεσαίωνα σ' ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη».
Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 17 Μάη του 1913. Βάσει της συνθήκης, η Τουρκία παραχωρούσε στη Βαλκανική Συμμαχία (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου - Μήδειας, εκτός από τα εδάφη της Αλβανίας. Η Τουρκία και οι τέσσερις βαλκανικές χώρες ανέθεταν στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ρωσία και Αυστροουγγαρία) το διακανονισμό των συνόρων της Αλβανίας και όλων των ζητημάτων των σχετικών με την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αναφορικά με την Κρήτη, η Τουρκία εκχωρούσε στις τέσσερις βαλκανικές χώρες τα δικαιώματά της στο νησί. Επίσης η τύχη των νησιών του Αιγαίου και η ρύθμιση του καθεστώτος του Αγίου Ορους ανατίθετο στις έξι προαναφερόμενες μεγάλες δυνάμεις24.
Η Συνθήκη ήταν απολύτως ασαφής και τα πάντα βρίσκονταν κάτω από την απόλυτη εξουσία των μεγάλων δυνάμεων, που δεν είχαν κανένα λόγο να ευνοήσουν και να ενισχύσουν περαιτέρω τη Βαλκανική συμμαχία. Ετσι, ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου, η Βουλγαρία ξεκίνησε στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των πρώην συμμάχων της, της Ελλάδας και της Σερβίας. Ο Β` Βαλκανικός Πόλεμος ήταν γεγονός, ενώ το τέλος του επισφραγίστηκε με τη Διάσκεψη του Βουκουρεστίου (17/30 Ιουλίου έως τις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου του 1913), οπότε και υπογράφηκε η ομώνυμη Συνθήκη, όπου, μεταξύ άλλων, προβλεπόταν: Η Σερβία έπαιρνε τη Βόρεια Μακεδονία έως τη Ραντόβιτσα και τη Στρώμνιτσα, με το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Βαρδάρη. Η Ελλάδα έπαιρνε τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, το Λιμάνι της Καβάλας, μ' ολόκληρη σχεδόν την ενδοχώρα, τη νότια Ηπειρο με τα Ιωάννινα, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα που έμεναν στους Ιταλούς, την Ιμβρο και την Τένεδο που έμεναν στην τουρκική κατοχή). Στη Βουλγαρία δινόταν έξοδος στο Αιγαίο ανάμεσα στο Πόρτο - Λάγος και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Η Ρουμανία πήρε τη Νότιο Δοβρουτσά και η Τουρκία κράτησε την Ανατολική Θράκη με την Ανδριανούπολη25.
Από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η Ελλάδα βγήκε σχεδόν διπλάσια. Η εδαφική της έκταση, από τα 63.211 τ.χλμ., έφθασε με τη συνθήκη στα 120.308 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της, από 2.631.912 έφτασε τα 4.718.221 κατοίκους. Τι σήμαινε, όμως, αυτή η εξέλιξη;
Μήπως ο ελληνικός καπιταλισμός έγινε φιλολαϊκότερος με την αύξηση της εσωτερικής του αγοράς και με το διπλασιασμό της εργατικής δύναμης, που θα μπορούσε πλέον να εκμεταλλεύεται; Το ακριβώς αντίθετο συνέβηκε. Χώρια που τρώγοντας μεγάλωσε η όρεξη της αστικής τάξης, η οποία συνέχισε την προσπάθειά της να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την ...εθνική της αγορά, αναλαμβάνοντας τον τυχοδιωκτισμό της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Μήπως, από την άλλη, έγινε ο ελληνικός καπιταλισμός περισσότερο ανεξάρτητος από τον δυτικοευρωπαϊκό και ιδιαίτερα τον αγγλικό ιμπεριαλισμό; Κάθε άλλο. Στην πραγματικότητα, ταυτίστηκε ακόμη περισσότερο μαζί του. Κι αν βγαίνει ένα συμπέρασμα απ' όλα αυτά, είναι τούτο: Το πρόβλημα του καπιταλισμού για τους λαούς δεν είναι έλλειψη ζωτικού χώρου ή αγορών. Το πρόβλημα του καπιταλισμού για τους λαούς είναι η ίδια του η εκμεταλλευτική φύση.
Παραπομπές:
1. Χρ. Ι. Γκιών - Στ. Γ. Θηραίος: «Η Ελλάς εις τους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913», Εκδόσεις ΚΕΚΡΟΨ, Αθήναι 1970, σελ. 12-13
2. Το Μαυροβούνιο βρισκόταν από τις 25 Σεπτέμβρη έως τις 8 Οκτώβρη σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία
3. Κωνσταντίνου Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 80
4. Edouard Driault: «Η Μεγάλη ιδέα», εκδόσεις ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ, σελ. 226
5. Γιάννη Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», «εκδόσεις 20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 289
6. Χρ. Ι. Γκιών- Στ. Γ. Θηραίος, στο ίδιο, σελ. 15
7. Μ. Θ. Λάσκαρη: «Το Ανατολικό ζήτημα», εκδόσεις «Π. Πουρνάρα», σελ. 11
8. Edouard Driault: «Το Ανατολικό Ζήτημα από τις αρχές του έως τη Συνθήκη των Σεβρών», εκδόσεις ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ, μέρος πρώτο, σελ. 83
9. Ουίλιαμ Μίλερ: «Η Τουρκία καταρρέουσα», ανατύπωση από την πρώτη έκδοση του 1914, εν Αθήναις 1994, Ευάγγελος Λάζος, σελ. 5
10. Ν. Ψυρούκη: «Νεοελληνική Εξωτερική Πολιτική», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, σελ. 65
11. «Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και Ασπροι, με μια κοινήν ορμή, για την Ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί», γράφει ο Ρήγας στο «Θούριό» του. Και προσθέτει: «Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν και χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν». «Το Σύνταγμα και ο Θούριος του Ρήγα», εκδόσεις «Αρμός», σελ. 281 και 284
12. Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», τόμος Β`, σελ. 73- 74
13. Βασιλική Παπούλια: «Το Βαλκανικό Σύμφωνο», στο συλλογικό έργο «Η Συνθήκη Βουκουρεστίου και η Ελλάδα - Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 16- 18 Νοεμβρίου 1988», εκδόσεις ΙΜΧΑ, σελ. 21.
14. Νίκος Γ. Σβορώνος: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 116-117
15. Βασιλική Παπούλια, στο ίδιο, σελ. 26
16. Επ. Μαλαίνου: «Ιστορία των ξενικών επεμβάσεων», Αθήνα 1957, τόμος Β`, σελ. 123
17. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος: «Συνθήκες Σταθμοί της Ιστορίας - Οδοιπορικό 146 χρόνων 1821-1967», Εκδόσεις «Σάκκουλα», σελ. 100-102
18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ, τόμος 3ος, σελ. 166.
19. Τον καταλυτικό ρόλο του Μπάουτσερ δεν τον αρνείται πλέον κανείς ιστορικός ή ιστοριογράφος που έχει ασχοληθεί με το θέμα
20. Βλάσης Μ. Βλαγκόπουλος, στο ίδιο, σελ. 104
21. Βλέπε τα κείμενα των συμφωνιών της Ελλάδας με τη Βουλγαρία: Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», τόμος Β`, σελ. 191-196
22. Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστη», τόμος Β`, σελ. 116
23. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 22, σελ. 160-161.
24. Σταματίου Αντωνοπούλου: «Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», Εν Αθήναις, Τύποις «Αυγής Αθηνών», Θ. Ν. Αποστολοπούλου, 1917, σελ. 1-4
25. Ολο το κείμενο της Συνθήκης μαζί με τα πρωτόκολλα, στο: Σταματίου Αντωνοπούλου, στο ίδιο, σελ. 83-100