Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η δίκη της Λιψίας

«Ενας προλετάριος επαναστάτης μπροστά

στο δικαστήριο δε σκέπτεται τον προσωπικό

κίνδυνο και δε σκέπτεται το κεφάλι του.

Αποφασιστικό γι' αυτόν είναι το συμφέρον

της τάξης του. Κρατά εκεί στάση στρατιώτου

της επανάστασης».

Γκ. Δημητρώφ1

Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1933, στις 9 το πρωί, άρχισε στο IV Ποινικό Δικαστήριο του Ράιχ στη Λιψία η δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (γερμανικό Κοινοβούλιο) που είχε γίνει στις 27 Φλεβάρη του ιδίου έτους. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκονταν ο Γκεόργκι Δημητρώφ, ηγετικό στέλεχος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι Βούλγαροι κομμουνιστές Μπλάγκοϊ Ποπόφ και Βασίλι Τάνεφ και ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Ράιχσταγκ Ερνστ Τόργκλερ. Το ναζιστικό καθεστώς είχε τοποθετήσει στη θέση του κατηγορούμενου και το μίσθαρνο όργανό του, τον προβοκάτορα - όπως περίτρανα αποδείχτηκε - Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει για να στήσει όλη αυτή την προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ σε βάρος του γερμανικού και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

Στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου ήταν παρόντες 82 ανταποκριτές ξένων και 12 ανταποκριτές γερμανικών εφημερίδων. Στους ανταποκριτές κομμουνιστικών, σοσιαλιστικών και άλλων αριστερών εφημερίδων δεν επιτράπηκε να παραβρεθούν. Αρχικά απαγορεύτηκε η είσοδος και στους σοβιετικούς ανταποκριτές, αλλά ύστερα από αντίμετρα που πήρε η ΕΣΣΔ, οι σοβιετικοί δημοσιογράφοι μπόρεσαν να παρακολουθήσουν και να καλύψουν ειδησεογραφικά τη δίκη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι δύο πρώτες συνεδριάσεις του δικαστηρίου αναμεταδόθηκαν από το γερμανικό ραδιόφωνο, προφανώς επειδή το ναζιστικό καθεστώς νόμιζε πως μπορούσε να αποκομίσει πολιτικό όφελος. Αλλά από τις 23 του Σεπτέμβρη, όταν άρχισε η εξέταση του Δημητρώφ, οι ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις σταμάτησαν ξαφνικά2. Ας γυρίσουμε όμως το χρόνο λίγο πίσω κι ας δούμε πώς φτάσαμε στη δίκη της Λιψίας.

Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ

«Σας έχει κυριέψει ο φόβος με τις ερωτήσεις μου, κύριε πρωθυπουργέ;» (Φωτομοντάζ του βερολινέζου John Hartfield, φιλοτεχνημένο την εποχή της δίκης)
«Σας έχει κυριέψει ο φόβος με τις ερωτήσεις μου, κύριε πρωθυπουργέ;» (Φωτομοντάζ του βερολινέζου John Hartfield, φιλοτεχνημένο την εποχή της δίκης)
Στις αρχές Γενάρη του 1933 συναντήθηκαν στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ στην Κολωνία οι εκπρόσωποι των γερμανικών μονοπωλίων Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ, με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αποφασίστηκε η παράδοση της εξουσίας στο Ναζιστικό κόμμα3. Ετσι στις 30 Γενάρη του ίδιου έτους, ο γηραιός στρατάρχης Χίντεμπουργκ, που είχε εκλεγεί Πρόεδρος της χώρας και με τις ψήφους των σοσιαλδημοκρατών, διόρισε Καγκελάριο τον Χίτλερ, παρόλο που το ναζιστικό κόμμα δε διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Σε μία από τις πρώτες συνεδριάσεις του Υπουργικού του Συμβουλίου, ο Χίτλερ ξεκαθαρίζει ότι για να μπορέσει το Ναζιστικό κόμμα να πάρει την πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ και να επιβάλει τη δικτατορία του, έπρεπε προηγουμένως να συντριβεί το Γερμανικό ΚΚ. «Μπορούμε - είπε σε κείνη τη συνεδρίαση ο Χίτλερ - αφού συντρίψουμε το κομμουνιστικό κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ κι έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία»4. Οι εκλογές για το Ράιχσταγκ είχαν οριστεί για τις 5 Μάρτη του 1933. Επομένως, ό,τι ήταν να γίνει σε βάρος των κομμουνιστών έπρεπε να γίνει νωρίτερα. Κι έγινε νωρίτερα.

Τη νύχτα της 27ης Φλεβάρη του 1933, από τις 9 έως τις 9.15 έπιασε ξαφνικά πυρκαγιά η αίθουσα συνεδριάσεων και ο θόλος του Ράιχσταγκ, αναγγέλλοντας «στη Γερμανία και στον κόσμο - όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ζακ Ντικλό5- την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης πολιτικής προβοκάτσιας στον XX αιώνα». Οι αρχές που έτρεξαν στον τόπο της πυρκαγιάς συνέλαβαν χωρίς ιδιαίτερο κόπο, σε μία αίθουσα του πυρπολημένου Κοινοβουλίου, έναν εμπρηστή. Σύμφωνα με τα επίσημα ανακοινωθέντα, ο εμπρηστής ήταν Ολλανδός, ονόματι Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε και βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος φορώντας μόνο ένα παντελόνι, στις τσέπες του οποίου υπήρχαν ένα ολλανδικό διαβατήριο και μια κάρτα μέλους του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος6.


Αμέσως μετά τον εμπρησμό, ο πρωθυπουργός του Χίτλερ Γκέρινγκ - που ήταν ο εγκέφαλος της πυρπόλησης, όπως ο ίδιος παραδέχτηκε μεταπολεμικά στη δίκη της Νυρεμβέργης - δήλωσε πως η πυρπόληση του Ράιχσταγκ ήταν έργο των κομμουνιστών. «Το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα - είπε ο Γκέρινγκ - θέλησε να δώσει μ' αυτό το μέσο το σύνθημα για εξέγερση για να πνίξει τη Γερμανία στη φωτιά και στο αίμα»7. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και το κρατικό Γραφείο Τύπου της Πρωσίας, το οποίο σε ανακοίνωσή του8 την επομένη 28/2/1933 ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ είναι η πιο τερατώδικη τρομοκρατική πράξη του μπολσεβικισμού στη Γερμανία... Η φωτιά του Ράιχσταγκ θα έδινε το σύνθημα για την αιματηρή εξέγερση και τον εμφύλιο πόλεμο».

Χωρίς να χάσουν χρόνο οι Ναζί, αξιοποιώντας το γεγονός του εμπρησμού που οι ίδιοι δημιούργησαν, προχώρησαν αμέσως σε κατασταλτικά μέτρα εναντίον των Γερμανών κομμουνιστών και του λαϊκού κινήματος της χώρας, επιχειρώντας ταυτόχρονα μια διεθνή αντικομμουνιστική σταυροφορία με στόχο να πλήξουν και την Κομμουνιστική Διεθνή. Στην ίδια ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της Πρωσίας, αναφέρεται μεταξύ άλλων9: «Εκδόθηκαν εντάλματα για τη σύλληψη δύο σημαντικών βουλευτών που τους βαρύνουν βάσιμες υπόνοιες συνενοχής. Οι άλλοι βουλευτές και τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος συλλαμβάνονται προληπτικά. Οι κομμουνιστικές εφημερίδες, τα περιοδικά, οι προκηρύξεις και τα αφίς απαγορεύονται στην Πρωσία για τέσσερις βδομάδες. Απαγορεύονται για 14 ημέρες όλες οι σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες μια που ο εμπρηστής του Ράιχσταγκ ομολόγησε τις σχέσεις του με το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα». Επίσης, συνελήφθη αμέσως ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚ Γερμανίας Ε. Τόργκλερ και στις 3 Μάρτη 1933 - δύο μέρες πριν τις εκλογές - συνελήφθη και ο ηγέτης του Γερμανικού ΚΚ Ερνεστ Τέλμαν. Τέλος, στις 9 του Μάρτη έγιναν οι συλλήψεις του Γ. Δημητρώφ, που εκείνο το διάστημα καθοδηγούσε το δυτικοευρωπαϊκό Γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και των Βουλγάρων κομμουνιστών συντρόφων του Μπλάγκοϊ, Ποπόφ και Βασίλι Τάνεφ, που βρίσκονταν στη Γερμανία ως πολιτικοί πρόσφυγες.

Οι στόχοι του φασισμού, η διεθνής αλληλεγγύη και η δίκη της Λιψίας

Σχολιάζοντας αργότερα από τις στήλες της εφημερίδας «Πράβντα» τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ και τους στόχους που έθετε ο Ναζισμός μ' αυτή του την προβοκάτσια, ο Δημητρώφ σημείωνε10 : «Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ επρόκειτο να χρησιμεύσει και χρησίμευε στην πραγματικότητα σαν σύνθημα για την τρομοκρατική εκστρατεία του γερμανικού φασισμού ενάντια στο επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου. Η φασιστική πρόκληση της 27 του Φλεβάρη 1933 επρόκειτο να είναι το σύνθημα για την "εξόντωση" του μαρξισμού, και μαρξισμό λέγοντας εννοούσαν το επαναστατικό κίνημα του γερμανικού προλεταριάτου. Οι παράφρονες φασίστες θέλανε να δείξουν όλες τις εχθρικές προς το επαναστατικό κίνημα και την ΕΣΣΔ δυνάμεις, θέλανε να δείξουν τον "ιστορικό" ρόλο του γερμανικού φασισμού, το ρόλο του χωροφύλακα της κεφαλαιοκρατικής Ευρώπης ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση».

Στο ίδιο άρθρο ο Δημητρώφ αναφέρθηκε εκτενώς στη σημασία που είχε για το γερμανικό φασισμό η δίκη της Λιψίας. «Η δίκη - υπογράμμισε - δεν κατευθυνόταν μονάχα ενάντια στο γερμανικό κομμουνισμό, μα κυρίως ενάντια στην Κομμουνιστική Διεθνή και σύγχρονα ενάντια στη Σοβιετική Ενωση... Ποια συγκεκριμένα καθήκοντα έθεσε ο γερμανικός φασισμός στην οργάνωση της δίκης της Λιψίας;

1) Τη δικαιολόγηση των φασιστικών εμπρησμών μπρος στο εξωτερικό, τη συγκάλυψη των πραγματικών εμπρηστών με το ρίξιμο της ευθύνης στους κομμουνιστές.

2) Τη δικαιολόγηση της βάρβαρης τρομοκρατίας και της τεράστιας καταπίεσης του επαναστατικού προλεταριάτου, τη δικαιολόγηση μπρος στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης της βάρβαρης εξόντωσης τεράστιων εκπολιτιστικών αξιών, όπως τη συντριβή της επιστήμης, την αμείλικτη εξόντωση ακόμα και της αστικο - αριστερής "ελευθερίας της γνώμης", τα μαζικά πογκρόμ, τις μαζικές δολοφονίες κλπ.

3) Η δίκη επρόκειτο να τροφοδοτήσει μια καινούρια αντικομμουνιστική καμπάνια και επρόκειτο να προσφέρει τη βάση για μια καινούρια "μεγάλη δίκη" ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας.

4) Η δίκη επρόκειτο να αποδείξει ότι η φασιστική κυβέρνηση αγωνίζεται "νικηφόρα" ενάντια στον παγκόσμιο κομμουνισμό κι ότι έσωσε έγκαιρα την κεφαλαιοκρατική Ευρώπη από τον κομμουνιστικό κίνδυνο».

Η δίκη κράτησε από τις 21 του Σεπτέμβρη ως τις 23 του Δεκέμβρη του 1933. Σ' όλη τη διάρκειά της αλλά και πριν απ' αυτήν, όταν ο Δημητρώφ και οι σύντροφοί του ήταν προφυλακισμένοι, ένα τεράστιο αντιφασιστικό κίνημα αλληλεγγύης ξεσηκώθηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο. Μοναδικό υπήρξε αυτό το κίνημα και στην Ελλάδα. Πλήθος κορυφαίων διανοουμένων αλλά και απλών ανθρώπων ζητούσαν με κάθε τρόπο την απελευθέρωση των δεσμωτών κομμουνιστών ηγετών, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να μπει φραγμός στη φασιστική λαίλαπα που απειλούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο «Ριζοσπάστης», η ΚΟΜΕΠ, το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», καθώς και άλλα αντιφασιστικά έντυπα της εποχής, είναι αψευδείς μάρτυρες εκείνου του αγώνα και του κινήματος αλληλεγγύης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Στο εξωτερικό, αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ συγκροτήθηκε διεθνής επιτροπή από κορυφαίες προσωπικότητες - με πρόεδρο τον λόρδο Μάρλεϊ και επίτιμο πρόεδρο τον Α. Αϊνστάιν - η οποία συγκέντρωσε υλικό μέσα από το οποίο αποδεικνυόταν ότι ο εμπρησμός ήταν έργο των Ναζί. Το υλικό αυτό βγήκε σε βιβλίο με τον τίτλο «Καστανή Βίβλος». Ακόμη, στο Λονδίνο και στο Παρίσι οργανώθηκε το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη του '33 αντίδικη, όπου στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθισε ο πραγματικός ένοχος, ο γερμανικός φασισμός.

Την «Καστανή Βίβλο» μετέφρασε στα ελληνικά ο κομμουνιστής Ελληνας λογοτέχνης Ν. Καρβούνης και την εξέδωσε σε βιβλίο το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο», που ήταν το βιβλιοπωλείο του ΚΚΕ. Ομως, ύστερα από απαίτηση της γερμανικής πρεσβείας, η ελληνική κυβέρνηση, το Μάρτη του 1934, έστειλε τον Καρβούνη στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι με τη μετάφραση και τον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση της «Καστανής Βίβλου» καθύβρισε και συκοφάντησε την κυβέρνηση μιας φίλης χώρας!!! Ετσι ύστερα από μια πορεία μετ' εμποδίων, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 3/4/1934 και ο Καρβούνης καταδικάστηκε σε 15 ημέρες κράτηση με δικαίωμα εξαγοράς, για τον πρόλογο που έγραψε στην «Καστανή Βίβλο»11 . Η ελληνική αστική τάξη είχε κάνει το καθήκον της απέναντι στον Χίτλερ.

Ας επιστρέψουμε όμως στη δίκη της Λιψίας.

Ο γερμανικός φασισμός βγήκε ηττημένος από τη δίκη της Λιψίας και στη διάρκειά της οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο Δημητρώφ και οι σύντροφοί του μεταβλήθηκαν σε κατηγόρους και στη θέση του κατηγορούμενου βρέθηκαν οι φασίστες. Ανυπέρβλητη υπήρξε η στάση του Δημητρώφ σ' όλη τη διάρκεια της δίκης και μοναδική η απολογία του όπου, αφού ξεγύμνωσε το φασισμό, καταλήγοντας είπε12:

«Εμείς οι κομμουνιστές μπορούμε σήμερα, όχι λιγότερο αποφασιστικά από το γέρο Γαλιλαίο να πούμε:

Κι όμως γυρίζει! Ο τροχός της ιστορίας γυρίζει προς τα μπρος, προς μια Σοβιετική Ευρώπη, προς μια παγκόσμια Ενωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών! Κι ο τροχός αυτός, κινούμενος από το προλεταριάτο, κάτω από την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δε σταματιέται με κανένα μέτρο ξεκληρίσματος, ούτε με ποινές φυλάκισης και θανατικές καταδίκες. Ο τροχός αυτός γυρίζει και θα γυρίζει μέχρι την ολοκληρωτική νίκη του Κομμουνισμού!».

Οι φασίστες δεν τόλμησαν να βγάλουν καταδικαστική απόφαση. Ο Δημητρώφ και οι σύντροφοί του αθωώθηκαν πανηγυρικά και ύστερα από αυστηρή διακοίνωση της σοβιετικής κυβέρνησης, το Φλεβάρη του 1934, η κυβέρνηση του Χίτλερ υποχρεώθηκε να τους απελευθερώσει και να τους επιτρέψει να μεταβούν στην ΕΣΣΔ, όπως και έγινε. Επρόκειτο για μια μεγάλη νίκη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που έμελλε να αποτελέσει παγκόσμιο σύμβολο στον αγώνα κατά του φασισμού.

1 Ριζοσπάστης 28/2/1934

2 Γκ. Δημητρώφ: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταχ - Στοιχεία, γράμματα και σημειώσεις», εκδόσεις «Νέοι Χρόνοι», 1967, σελ. 69

3 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Θ1 - Θ2, σελ. 274

4 Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, στο ίδιο, σελ. 275

5 Γκ. Δημητρώφ: «Κι όμως κινείται...», εκδόσεις «Μνήμη» '76, σελ. 9.

6 «Καστανή Βίβλος», πρώτη έκδοση «Λαϊκού Βιβλιοπωλείου» 1933, φωτοαντιγραφική ανατύπωση εκδόσεις «Θουκυδίδης» 1980, σελ. 96.

7 Γκ. Δημητρώφ: «Κι όμως κινείται...», εκδόσεις «Μνήμη» '76, σελ. 10.

8 «Καστανή Βίβλος», στο ίδιο, σελ. 97 και 198 - 199

9 «Καστανή Βίβλος», στο ίδιο, σελ. 97 - 98 και 199

10 «Πράβντα» 4/3/1934 και «Ριζοσπάστης» 11/3/1934

11 Βλέπε αναλυτικά για το θέμα: Περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», Απρίλης 1934, σελ. 148 - 149 και «Ρ» 17, 26, 27/3 και 4/4/1934

12 Γκ. Δημητρώφ: «Η Δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταχ - Στοιχεία, γράμματα και σημειώσεις», εκδόσεις «Νέοι Χρόνοι», 1967, σελ. 190


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Το σχέδιο της μάχης των Καλαβρύτων

«...Ηπροετοιμασία γι' αυτή τη μάχη είχε αρχίσει προ 15ημέρου, στις 25/03/1948, από τον επιτελάρχη του Αρχηγείου Πελοποννήσου, Κώστα Κανελλόπουλο, σε συνεργασία με τον Μανώλη Σταθάκη, διοικητή του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, και ολοκληρώθηκε τα χαράματα της 10/04/1948.

Παρόλο που τα Καλάβρυτα βρίσκονται στην Αχαΐα, στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της μάχης σκόπιμα δεν πήρε μέρος ο αντισυνταγματάρχης, διοικητής του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας Κώστας Μπασακίδης, για να παραπλανηθεί ο αντίπαλος και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός των κυβερνητικών στρατευμάτων, που είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στα Καλάβρυτα και στην περιοχή τους.

Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη, τα τμήματα του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας έκαναν συνεχώς εμφανίσεις στην περιοχή του Νομού Ηλείας, μακριά από τα Καλάβρυτα, για να είναι στραμμένη προς τα εκεί η προσοχή του αντιπάλου και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός στα Καλάβρυτα.

Αυτή η κολοκοτρωνέικη πονηριά - βασικό στοιχείο της αντάρτικης τακτικής - έπιασε τόσο σ' αυτή την επιχείρηση όσο και σ' άλλες μεγάλες μάχες που έγιναν αργότερα, ιδιαίτερα στη μάχη της Χαλανδρίτσας, που πάλι ο Μπασακίδης (το Αρχηγείο Αχαΐας-Ηλείας) δεν πήρε μέρος, για τους ίδιους λόγους που προανέφερα, για τη μάχη των Καλαβρύτων.

Το σχέδιο της επιχείρησης στα Καλάβρυτα βασιζόταν στις παρακάτω διασταυρωμένες πληροφορίες που είχε το Επιτελείο του Αρχηγείου Πελοποννήσου του ΔΣ:

Τη φρουρά της πόλης είχε αναλάβει το 21ο Τάγμα Εθνοφρουράς (ΤΕ), ένα ισχυρό τμήμα Χωροφυλακής (80 περίπου άνδρες) και 100 ΜΑΥδες, με την εξής διάταξη:

α. Μια διλοχία του Τάγματος Εθνοφρουράς (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Ν. Αρβανιτάκης) και η δύναμη της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής (20 περίπου άνδρες), είχαν οχυρωθεί σε διάφορα οικήματα, στο κέντρο της πόλης.

β. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος, ένα τμήμα Χωροφυλακής (60 άνδρες) και 100 ΜΑΥδες είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στο χωριό Κέρτεζη, νοτιοδυτικά της πόλης.

γ. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος είχε οχυρωθεί στο Μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο, βορειοανατολικά των Καλαβρύτων.

Στην περιφέρεια της πόλης υπήρχαν 5 οχυρά: Του Αγίου Κωνσταντίνου ή Κάστρο, της Ηλεκτρικής Εταιρίας, της Αγίας Αικατερίνης, του Σιδηροδρομικού Σταθμού και της οικίας Κατσίνη.

Κέντρο της αμυντικής διάταξης των αμυνομένων ήταν το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Μικροομάδες ελεύθερων σκοπευτών είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες υψηλών κτιρίων (Αγροτική Τράπεζα, κ.α.). Το Διοικητήριο βρισκόταν σε απόσταση 300-500 μέτρων από τα οχυρά της περιφερειακής διάταξης του Τάγματος.

Την εσφαλμένη αυτή διάταξη του κυβερνητικού τάγματος μέσα στην πόλη εκμεταλλεύτηκε ο επιτελάρχης μας και καθόρισε ως κύρια προσπάθεια (που την ανέθεσε στο Τάγμα μου) τη διείσδυση τμημάτων μας στο εσωτερικό της πόλης, ταυτόχρονα με την έναρξη της επίθεσης στα εξωτερικά φυλάκια, ώστε να απομονωθεί το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής από τα περιφερειακά οχυρά, με την ταχεία εξουδετέρωση των ελεύθερων σκοπευτών και την αχρήστευση της τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, στόχοι που επιτεύχθηκαν την 7η πρωινή της 11/04/1948.

Το σχέδιο της επιχείρησης καθόριζε ότι στα τρία εξωτερικά φυλάκια (Ηλεκτρικής Εταιρίας, Αγίας Αικατερίνης και Αγίου Κωνσταντίνου - Κάστρου) θα ενεργούσαν τμήματα του Αρχηγείου Μαινάλου και μια διμοιρία του Τάγματός μου, στα δε φυλάκια του Σιδηροδρομικού Σταθμού, της οικίας Κατσίνη, στο Διοικητήριο και στην Υποδιοίκηση Χωροφυλακής θα ενεργούσε το δικό μου Τάγμα (2ο Τάγμα Ταϋγέτου). Το λόχο του κυβερνητικού τάγματος που είχε εγκατασταθεί στο Μέγα Σπήλαιο θα ακινητοποιούσαν, με δραστικά πυρά αυτομάτων όπλων, τμήματα του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, ενώ το τμήμα του κυβερνητικού στρατού που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην περιοχή του χωριού Κέρτεζη θα το αντιμετώπιζε το Τάγμα Ταϋγέτου. Δύο διμοιρίες του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας θα μας κάλυπταν από ανατολικά (ένα τάγμα του κυβερνητικού στρατού και ισχυρό τμήμα ΜΑΥδων είχαν την έδρα τους στη στρατηγικής σημασίας περιοχή της κωμόπολης Γκούρα Κορινθίας), εγκαταστημένες στους αυχένες Κυνηγού και Τριανταφυλλιάς - υποχρεωτικές διαβάσεις μεγάλης στρατηγικής σημασίας στη Βόρεια Πελοπόννησο, στους ορεινούς όγκους Χελμού και Ζήριας, αντίστοιχα. Ενας λόχος του Αρχηγείου Μαινάλου (διοικητής ο λοχαγός Αλέκος Τσουκόπουλος) θα ανατίναζε δύο μικρές γέφυρες και θα έστηνε ενέδρα σε κατάλληλα σημεία της οδού Τρίπολη - Μαζέικα, στο ύψος της κωμόπολης Βλαχέρνα, για να επιβραδύνει τις κυβερνητικές δυνάμεις που θα κινούνταν από Τρίπολη, Βυτίνα και Δημητσάνα, όπου είχε την έδρα της η 72η Ταξιαρχία του κυβερνητικού στρατού. Ενας λόχος του Αρχηγείου Μαινάλου, με επικεφαλής τον Πέρδικα, θα καταλάμβανε θέσεις στην τοποθεσία Ξερόκαμπος Χελμού, στο δρόμο Περιστέρα - Σουδενά, για να μας καλύπτει από βορειοανατολικά και, τέλος, ένα τμήμα του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας θα εγκαθίστατο σε κατάλληλη για ενέδρα τοποθεσία στην περιοχή του χωριού Πριόλιθος, νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων, για να μας καλύπτει από την κατεύθυνση Πύργου Ηλείας.

Τη διεύθυνση της επιχείρησης είχε αναλάβει ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Πελοποννήσου, ο δε αρχηγός του ΔΣΠ Στέφανος Γκιουζέλης και οι αξιωματικοί του Επιτελείου του Αρχηγείου θα έμεναν στη βάση εξόρμησής μας, στο χωριό Πλανυτέρου, απ' όπου θα παρακολουθούσαν (εκτός από τον ασύρματο υπήρχε δικό μας τηλεφωνικό δίκτυο που συνέδεε και τους έξι ορεινούς όγκους της Πελοποννήσου) τόσο την εξέλιξη της μάχης στα Καλάβρυτα όσο και τις κινήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων από Πάτρα-Πύργο, Διακοφτό, Ξυλόκαστρο, Κόρινθο, Γκούρα και Τρίπολη.

Ας σημειωθεί ότι στην επιχείρηση αυτή θα έπαιρναν μέρος μόνο 1.100 αντάρτες (450 του Αρχηγείου Μαινάλου, 280 του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, 300 του Τάγματος Ταϋγέτου και 70 του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας) ενώ, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κατά των 500 περίπου αμυνομένων στα Καλάβρυτα, στο Μέγα Σπήλαιο και στην Κέρτεζη θα έπρεπε να συγκεντρώσουμε το λιγότερο δύο χιλιάδες αντάρτες (η κανονική σχέση επιτιθεμένων προς αμυνόμενους σε οχυρωμένες θέσεις κατοικημένης περιοχής είναι 10 προς 1, υπέρ του επιτιθέμενου...».

ΑΡΙΣΤΟΥ ΚΑΜΑΡΙΝΟΥ
«Ο εμφύλιος πόλεμος στη Πελοπόννησο 1946-1949»

Aπό το βιβλίο για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στη Πελοπόννησο, που  κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Κάθε βιβλίο για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας(ΔΣΕ), γραμμένο από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, μαχητές ή στελέχη του, που συνεχίζουν ως τα σήμερα στο μετερίζι του ίδιου ταξικού αγώνα για τα ιδανικά και τις αξίες του οποίου και εντάχθηκαν στις γραμμές του, είναι και ένα ντοκουμέντο για την τρίχρονη εποποιία που έγραψε αυτός ο λαϊκός στρατός, προκειμένου να γίνει ο λαός μας αφέντης στον τόπο του. Αλλά η συγγραφή ενός βιβλίου για το ΔΣΕ στην Πελοπόννησο είναι ακόμη πιο σημαντική, από την άποψη ότι η ηρωική του δράση σ' αυτόν το γεωγραφικό ελλαδικό χώρο δεν είναι πλατιά γνωστή. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν γραφτεί βιβλία για την περίοδο του εμφυλίου πολέμου στη συγκεκριμένη περιφέρεια. Ομως, από την άποψη της παράθεσης μαρτυριών και στοιχείων, έτσι που να συνθέτουν ολοκληρωμένα και αντικειμενικά την τρίχρονη δράση του στην Πελοπόννησο, ώστε να μπορούμε αντικειμενικά να μιλήσουμε για συμβολή στην καταγραφή ενός κομματιού της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας και του επαναστατικού της κινήματος στην περιοχή, δεν υπήρχε ως τα τώρα. Αλλωστε, η επίσημη ιστορία γράφτηκε από τους νικητές, δηλαδή την αστική τάξη, η οποία στην τρίχρονη αυτή λαϊκοδημοκρατική εποποιία «είδε το χάρο με τα μάτια της» (άλλωστε το ζήτημα της εξουσίας κρίθηκε οριστικά μετά την ήττα του ΔΣΕ), αφού για να νικήσει το λαό και να επιβάλει τη στυγνή εκμεταλλευτική εξουσία της στηρίχτηκε ουσιαστικά στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές συμμάχους της.

Αυτό το κενό για την Πελοπόννησο έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού. Οπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, «πήρα την απόφαση να γράψω τούτο το βιβλίο, για το Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου... Ξεπέρασα τους δισταγμούς που είχα και πήρα αυτή τη μεγάλη απόφαση, παρόλο που νιώθω αρκετά αδύναμος για μια τόσο σοβαρή συγγραφική δουλιά. Θα είναι και αυτή μου η προσπάθεια ένα από τα πιο μεγάλα και τολμηρά βήματα που έκανα στη ζωή μου, για να υπερνικήσω τις δυσκολίες που συναντούσα, μαχόμενος πάντα για τα ιδανικά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό... Θα περιγράψω τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησα και πολλές φορές συνέβαλα στη δημιουργία τους. Θα εκθέσω και άλλα περιστατικά, που δεν τα έζησα ο ίδιος, αλλά άκουσα να μου τα αφηγούνται απόλυτα αξιόπιστα πρόσωπα, ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ΔΣΠ, με τα οποία είχα συνδεθεί φιλικά και είχα συνεργαστεί ατομικά ή σε συλλογικά όργανα.

Γράφοντας τούτο το βιβλίο, στηρίζομαι μόνο στα τεφτέρια της μνήμης, αφού, δυστυχώς, χάθηκαν τα λεπτομερειακά ημερολόγια που κρατούσα στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.

Ευτυχώς, που όταν μπήκα στο καταφύγιο, τον Οκτώβρη του 1949, άρχισα αμέσως να καταγράφω συνοπτικά ό,τι θυμόμουνα, από αυτά που είχα γράψει στα χαμένα ημερολόγιά μου, και τώρα σ' ένα μεγάλο βαθμό στηρίζομαι σ' αυτά τα ντοκουμέντα μου, για να γράψω τούτο το βιβλίο...».

Ο Αρίστος Καμαρινός ήταν ταγματάρχης του ΔΣΕ, διοικητής του 2ου Τάγματος του Αρχηγείου Ταϋγέτου. Το τάγμα τυπικά ανήκε στο Αρχηγείο Ταϋγέτου, στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητο. Στα τέλη Μάρτη, πέρασε στην κεντρική Πελοπόννησο. Πολέμησε σε όλες σχεδόν τις μάχες της Πελοποννήσου και έλαβε μέρος στις συσκέψεις υψηλού επιπέδου, επειδή βρισκόταν πάντοτε στη Διοίκηση της Μεραρχίας. O Αρ. Καμαρινός ανήκει στους άριστους αξιωματικούς του ΔΣ Πελοποννήσου. Ανέλαβε τις πιο δύσκολες αποστολές και τις έφερε εις πέρας. Είχε τρομερές ικανότητες, τις οποίες απέκτησε στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Τον πιο αποφασιστικό ρόλο τον έπαιξε η αφοσίωσή του σε αυτό που έκανε.

Επομένως, ο συγγραφέας είχε προσωπική συμβολή, στα συλλογικά πλαίσια της δράσης του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, στην πραγματική ιστορία. Καταγράφοντάς την στις μέρες μας, αφήνει αυτό της το κομμάτι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.

Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα ένα μικρό μέρος του βιβλίου, με το «Σχέδιο της μάχης των Καλαβρύτων».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ