Σε γενικές γραμμές το παρασκήνιο της απόφασης αυτής και η γενικότερη στάση των μεγάλων δυνάμεων έχει ως εξής:
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίθετες με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, δεδομένου ότι στη σύγκρουσή τους με τους Αγγλογάλλους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής είχαν συμφέρον να μη διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τη θέση τους αυτή την είχαν εκφράσει απερίφραστα με το γνωστό διάγγελμα των «14 σημείων» του Προέδρου Ουίλσον, όπου στο 12ο σημείο εκφραζόταν ρητή και κατηγορηματική άρνηση στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ιταλία, που κατείχε τα Δωδεκάνησα, είχε σαφείς βλέψεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας, ανταγωνιζόταν ευθέως την Ελλάδα και το Μάρτη του 1919 δε δίστασε να κάνει απόβαση στην Αττάλεια σχεδιάζοντας να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις κτήσεις της. Την κατάσταση περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι «η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υποσχεθεί την παραχώρηση των μικρασιατικών παράλιων εδαφών στην Ιταλία»4. Πώς όμως φτάσαμε στην απόφαση υπέρ της ελληνικής στρατιωτικής απόβασης; Δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από έναν πρόσκαιρο υπολογισμό συμφερόντων που έκαναν στη δοσμένη ιστορική στιγμή οι ισχυροί της εποχής.
Η ανικανότητα του Σουλτάνου να επιβάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να καθυποτάξει το εθνικό επαναστατικό κίνημα υποχρέωσε τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να αναζητήσουν έναν ξένο αστυνόμο που θα έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλιά ούτως ώστε αυτές να μοιράσουν με την ησυχία τους την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα να κανονίσουν ποιος θα κυριαρχούσε στα πετρέλαια της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας. Επίσης, υπήρχε διαμάχη αναμεταξύ τους για τον έλεγχο των συγκοινωνιακών κόμβων, ενώ είχαν σοβαρές ανοιχτές πληγές με το αντιαποικιακό κίνημα που φούντωνε στην Ανατολή και το εργατικό επαναστατικό κίνημα που τράνταζε την Ευρώπη με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα της Οχτωβριανής Επανάστασης5. Ο έλεγχος επομένως της Τουρκίας και ειδικότερα του εθνικοεπαναστατικού κινήματος που γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για τα ιμπεριαλιστικά κράτη της εποχής. Το δύσκολο όμως γι' αυτά ήταν να βρούνε ένα κράτος-χωροφύλακα, που θα ήταν κοινής εμπιστοσύνης. Ετσι φτάσαμε στην επιλογή της Ελλάδας, την οποία για μια στιγμή η συγκυρία το έφερε να την ανεχτούν ή να την αποδεχτούν ως χωροφύλακα στη Μικρά Ασία όλες οι μεγάλες δυνάμεις.
«Οι Ελληνες... θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».
Ετσι στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου στις 23 του Απρίλη/6 του Μάη του 1919 - κι ενώ απουσίαζαν οι Ιταλοί αντιπρόσωποι- ο Λ. Τζορτζ πρότεινε την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνο ο Κλεμανσό εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά στη συνέχεια δε χρειάστηκαν ούτε αυτές δεδομένου ότι η Ιταλία και οι ΗΠΑ απέφυγαν να πάρουν αρνητική θέση στην αγγλική πρόταση8.
Η απόφαση για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία - γράφει πολύ σωστά ο Κ. Σακελλαρόπουλος9- «ελήφθη προς εξυπηρέτησιν σκοπών ασχέτων προς της Ελλάδα». Αυτή είναι η αλήθεια κι ας σημειωνόταν στην απόφαση πως σκοπός ήταν να εμποδιστούν οι σφαγές σε βάρος των χριστιανών. Αλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα, όταν φτάσαμε στη Μικρασιατική Καταστροφή, οι μεγάλες δυνάμεις μπορούσαν να εμποδίσουν τις σφαγές και τον ξεριζωμό των χριστιανών της Μικράς Ασίας αλλά έμειναν ασυγκίνητες και δεν το έκαναν.
Μπορεί όμως απ' αφορμή τη Μικρασιατική Εκστρατεία να γίνει λόγος για ιμπεριαλιστική συμπεριφορά της Ελλάδας ή ότι η Ελλάδα ήταν μια ιμπεριαλιστική χώρα; Τέτοιος αυτοτελής ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου δεν υπήρχε, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και στη σφαίρα της πολιτικής που συνεπάγεται από την συγκεκριμένη οικονομία. Το ελληνικό κεφάλαιο, ως οργανικό μέρος του διεθνούς ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, μπορούσε να συμμετέχει σε τέτοιες επιχειρήσεις μόνο ως αρωγός του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου με το οποίο συνδεόταν.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε το ρίσκο της Μικρασιατικής Εκστρατείας ενώ γνώριζε τους κινδύνους αλλά και γιατί σ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας κάθε ενέργεια του ελληνικού στρατού ήταν απολύτως εναρμονισμένη με κάποιον αγγλικό ελιγμό στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ισχυρών για τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής και την κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της περιοχής.
Η ελληνική αστική τάξη, αναλαμβάνοντας την επιχείρηση της Μικράς Ασίας, δεν υπολόγισε ή υποτίμησε το γεγονός ότι σχετιζόταν με μια πρωτοβουλία που είχε άμεση σχέση με το μέλλον του τουρκικού λαού κι άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές του. Από την πρώτη μέρα εμφάνισης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη σημειώθηκαν αναταραχές και εκδηλώθηκε έμπρακτη αντίσταση, με αποτέλεσμα την επομένη να λειτουργήσουν έκτακτα στρατοδικεία. Γράφει γι' αυτή την πρώτη μέρα η επίσημη Ιστορία του Στρατού12: «Τμήματα κατά την κίνησή τους μέσα στην πόλη, προσβλήθηκαν αιφνιδιαστικά από Τούρκους στρατιώτες και πολίτες, τους οποίους η μεραρχία εξουδετέρωσε αμέσως».
Η αντίσταση του τουρκικού λαού κατά της ξένης κατοχής έπαιρνε καθημερινά όλο και περισσότερο παλλαϊκό, εθνικό-επαναστατικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η πάλη για εθνική απελευθέρωση συνδεόταν και με την απαλλαγή από το καθεστώς του Σουλτάνου. Αυτή την εξέλιξη φαίνεται ότι δεν την είχαν υπολογίσει ούτε οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής. Υποχρεώθηκαν όμως να την υπολογίσουν στη συνέχεια. Ετσι είχε απόλυτα δίκιο ο Λένιν όταν το Φλεβάρη του 1921 σημείωνε σχετικά13: «Οι Τούρκοι εργάτες και αγρότες κατόρθωσαν να δείξουν πως η αντίσταση των σημερινών λαών ενάντια στην αρπαγή είναι κάτι που πρέπει να το παίρνει κανείς υπόψη του κι ότι η καταλήστευση, στην οποία καταδίκασαν την Τουρκία οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, προκάλεσε μια αντίσταση που ανάγκασε τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη να μαζέψουν τα χέρια τους». Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα δεν αρκούσε να μαζέψει μόνο τα χέρια της. Επρεπε να μαζέψει και τις κομματιασμένες σάρκες της.
1 Γ. Α. Γεωργιάδη: «Η χρεοκοπία του Ελληνικού Ιμπεριαλισμού», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4/1922, σελ. 140
2 Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151
3 Ν. Ψυρούκη: «Η Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 113
4 «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 193
5 Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 111
6 Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152
7 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 527
8 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ΄, σελ. 115
9 Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήνα 1954, σελ. 66
10 «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, τεύχος I σελ. 3 και τεύχος II, Αθήναι 1922, σελ. 3
11 «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», τεύχος I, Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, σελ. 17
12 «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 194
13 Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 42, σελ. 354
2ο Μέρος: Η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Ο καθολικισμός, δόγμα της διοίκησης και των ευγενών στις λατινοκρατούμενες χώρες
Ωστόσο, η πολιτική των Λατίνων ηγεμόνων δεν είναι παντού η ίδια. Ενα άλλο, πολύ βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής - θρησκευτικής πολιτικής αυτής της πολύ μακράς περιόδου, είναι η «υπόγεια» (κάποτε και φανερή) σύγκρουση ανάμεσα στους Βενετούς και τον εκάστοτε πάπα. Στις περιοχές του ελλαδικού χώρου που πέρασαν στην κυριαρχία των Φράγκων ηγεμόνων, η εκκλησιαστική πολιτική χαρασσόταν από τη Ρώμη και είχε ως βασικό της στοιχείο την προσπάθεια αφομοίωσης των ελληνόφωνων - ορθόδοξων πληθυσμών στο δυτικό δόγμα. Ο πάπας επέβαλε την αλλαγή της δομής της Εκκλησίας και την αντικατάσταση των ορθόδοξων αρχιερέων και επισκόπων με κληρικούς. Σε αυτά τα πλαίσια, κινούνταν και η εγκατάσταση Λατίνου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη: Πάντως, ο πρώτος (ο Θωμάς Μοροζίνι), ως Βενετός, δεν ήταν ακριβώς υποχείριος της Ρώμης.
Οταν, λοιπόν, η Βενετία έγινε μια ισχυρή πόλη, μια δύναμη που κυριαρχούσε με τη ναυτιλία της στην ανατολική Μεσόγειο και έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, θέλησε να διαρρήξει τις σχέσεις της και με τις δύο «μητέρες» της: Το Βυζάντιο και τη Ρώμη. Εχουμε ήδη αναφέρει πώς έγινε η ρήξη με το Βυζάντιο. Η αντιπαλότητα με τη Ρώμη πήρε άλλες μορφές: Στον πιο βαθύ Μεσαίωνα, έπρεπε να επινοηθεί μια θεϊκή προστασία για την πόλη, αντίστοιχη (ίσως και εξ ίσου ισχυρή) με εκείνη που παρείχε στη Ρώμη ο Απόστολος Πέτρος. Ενα ανώνυμο σώμα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκλάπη από Βενετούς εμπόρους, ονομάστηκε σκήνωμα του Ευαγγελιστή Μάρκου, μεταφέρθηκε (μαζί με ένα σωρό επινοημένους θρύλους) στη Βενετία και χρίστηκε προστάτης της πόλης. Πάνω στο σώμα αυτό, οικοδομήθηκε και η περίφημη (βυζαντινού ρυθμού) Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
Στο ήθος και τη συμπεριφορά της Βενετίας απέναντι στην Αγία Εδρα, αλλά και απέναντι, γενικά, σε ζητήματα θρησκευτικότητας, βλέπουμε ήδη πρώιμα φανερώματα μιας αστικής αντίληψης για τη ζωή και τα πράγματα: Δεν υπάρχει η τυφλή πίστη του μεσαιωνικού ανθρώπου στις υπερκόσμιες δυνάμεις, που ρυθμίζουν τη ζωή του, ούτε η τυφλή υποταγή στον υπέρτατο επί γης φεουδάρχη, που είναι, για το δυτικό κόσμο, ο πάπας. Βλέπουμε, αντίθετα, την πραγματιστική αντίληψη και συμπεριφορά του αστού απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις, την πονηριά του, την ευστροφία του, τη χαλαρή του ηθική, μπροστά στη διασφάλιση των συμφερόντων του. Η ίδια αυτή πραγματιστική αντίληψη βρήκε την αποτύπωσή της και στη θρησκευτική πολιτική των Βενετών στις ελλαδικές χώρες που κατείχαν.
Ετσι, τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης, η βενετική διοίκηση δεν επέβαλε καθεστώς προσηλυτισμού στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Ευνόησε, βέβαια, τον καθολικό κλήρο, αποδίδοντάς του την κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Στα Ιόνια Νησιά όμως, ήδη από το 16ο αιώνα, στα πλαίσια μιας συνολικής «αποφεουδαρχοποίησης» της κοινωνίας, οι κλήροι αποδίδονται στους παλαιούς κατόχους τους - ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια.
Διώξεις ιερέων από τους Βενετούς υπάρχουν μόνο στην Κρήτη, κι αυτό λόγω της συμμετοχής του ορθόδοξου κλήρου στις συχνές αντιβενετικές εξεγέρσεις στο νησί. Επίσης, δεν απαγορεύτηκαν λατρευτικές εκδηλώσεις, εκτός από τη χειροτονία ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Από την άλλη, το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι με τους καθολικούς συνεόρταζαν ορισμένες θρησκευτικές τελετές (π.χ. τη γιορτή του προστάτη της Βενετίας, Ευαγγελιστή Μάρκου, στις 25 Απριλίου) άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τελετουργικό τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων εκκλησιών στα Ιόνια Νησιά (π.χ. καμπαναριά ξεχωριστά από το κυρίως κτίσμα του ναού). Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στο νέο δόγμα των διαμαρτυρομένων, εντείνεται η καθολική προπαγάνδα και στο βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Η ενεργητική αυτή διείσδυση, που έχει ως φορείς της τα μοναστικά τάγματα των καθολικών, δε συναντά, ωστόσο, καμία εύνοια από την πλευρά της βενετικής διοίκησης. Ετσι, δε φαίνεται να έχει, τελικά, σοβαρή επίδραση στους κατοίκους των περιοχών όπου ασκείται, με εξαίρεση, ίσως, την περίπτωση της Σύρου, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.
Σ' αυτό το γενικό σχήμα υπάρχει και μία χτυπητή εξαίρεση: Το παράδειγμα της Σύρου, της οποίας οι κάτοικοι ασπάστηκαν στο σύνολό τους το λατινικό δόγμα και το λατινικό τυπικό. Ο καθολικισμός στη Σύρο, αντίθετα από αλλού, ήταν - και είναι - πληβειακής προέλευσης και περιεχομένου.
Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στην Καθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία (οι όροι έχουν πλέον καθιερωθεί, μετά το Σχίσμα της ενιαίας Εκκλησίας, ταυτόχρονα «καθολικής» και «ορθόδοξης») στις περιοχές όπου η Καθολική Εκκλησία αντιπροσώπευε το δόγμα των επικυριάρχων. Ωστόσο, η πολιτική αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (και, πίσω από αυτό, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα) και την Αγία Εδρα, πήρε ποικίλες μορφές, τόσο στο μεσοδιάστημα των αλώσεων, όσο και κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κεφαλών του χριστιανικού κόσμου κινούνταν από την προσέγγιση ως την πλήρη άρνηση και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία δυο μεγάλων πολιτικών μερίδων στο όψιμο Βυζάντιο: Τους Ενωτικούς και τους Ανθενωτικούς. Σε αυτό όμως το ζήτημα, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.
Σημειώσεις
1. Η λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο διήρκεσε, στην πραγματικότητα, περισσότερο από την οθωμανική κυριαρχία, με την οποία και συνυπήρξε, για σημαντικό χρονικό διάστημα: Από το 1204 μέχρι το 1797, όταν οι Βενετοί, με την κατάλυση του κράτους τους από τον Ναπολέοντα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα Ιόνια Νησιά, τελευταία κτήση τους στην Ανατολή. Η Κρήτη, από την άλλη, έμεινε υπό βενετική κυριαρχία σχεδόν μισή χιλιετία: Από το 1210 περίπου μέχρι το 1669. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ τη διαφορά ανάμεσα στη μακραίωνη βενετική κυριαρχία και τη βραχύβια φραγκική (στην ουσία καταλύεται με την επανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, παρόλο που ορισμένα φραγκικά κρατίδια επιβιώνουν και πέρα απ' αυτήν).
2. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στα δόγματα δεν υπήρχαν στεγανά: Γίνονταν αρκετοί μεικτοί γάμοι Λατίνων και Ορθοδόξων, ενώ, αρκετές καθολικές οικογένειες ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα.