Κυριακή 20 Μάη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η Μικρασιατική Εκστρατεία

15 Μάη 1919: Η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη
15 Μάη 1919: Η απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη
«Η Αγγλία διά να εξασφαλίση την κατοχήν τουεδαφικού συνδέσμου Ευρώπης-Ασίας είχεναποφασίσει την επέκτασιν του ελληνικού κράτους,όχι μόνον μέχρι Κωνσταντινουπόλεως αλλά καιεις την Μ. Ασίαν. Διά της πολιτικής επιρροής επίτης Ελλάδος θα εξησφάλιζε την κατοχήν των Στενώνκαι συγχρόνως θα εκμηδένιζε την γαλλικήν επιρροήνεπί τη Συρίας, διότι θα την έθετε μεταξύ της ιδικήςτης εντολής εις την Μεσοποταμίαν και της ελληνικήςκατοχής της Μ. Ασίας. Η αστική τάξις της Ελλάδος,χάριν των συμφερόντων της, επροθυμοποιήθη ναεξυπηρετήση τα αγγλικά σχέδια. Ο κ. Βενιζέλος καιτο κόμμα του εν Ελλάδι ανέλαβον να εξασφαλίσουντην αγγλικήν επιρροήν»1.

Στις 2/15 του Μάη 1919 ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου του Συνεδρίου των Παρισίων. «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν», έλεγε ο Βενιζέλος στο διάγγελμά του προς το λαό της Σμύρνης. Και πρόσθετε: «Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος»2. Χωρίς αμφιβολία ο Βενιζέλος δεν έλεγε την αλήθεια, ούτε για τους λόγους που πήγαν στη Σμύρνη τα ελληνικά στρατεύματα, ούτε για το ποιοι ήταν πίσω από αυτήν την απόφαση της επέμβασης, ούτε για τις πραγματικές προθέσεις των διευθυνόντων στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού. Ας τα πάρουμε όμως απ' την αρχή.

Τα παρασκήνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας


«Η απόφαση για αποστολή ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία - γράφει ο Ν. Ψυρούκης3- άνοιγε διάπλατα το δρόμο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας και της καταστροφής... Η απόφαση είχε παρθεί πίσω από τις πλάτες της Ιταλίας και χωρίς καμία εγγύηση για τη μελλοντική στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας ή καλύτερα με τη βεβαιότητα ότι η στάση τους θα άλλαζε οπωσδήποτε και μάλιστα πολύ σύντομα».

Σε γενικές γραμμές το παρασκήνιο της απόφασης αυτής και η γενικότερη στάση των μεγάλων δυνάμεων έχει ως εξής:

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αντίθετες με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, δεδομένου ότι στη σύγκρουσή τους με τους Αγγλογάλλους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής είχαν συμφέρον να μη διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τη θέση τους αυτή την είχαν εκφράσει απερίφραστα με το γνωστό διάγγελμα των «14 σημείων» του Προέδρου Ουίλσον, όπου στο 12ο σημείο εκφραζόταν ρητή και κατηγορηματική άρνηση στο ενδεχόμενο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Ιταλία, που κατείχε τα Δωδεκάνησα, είχε σαφείς βλέψεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας, ανταγωνιζόταν ευθέως την Ελλάδα και το Μάρτη του 1919 δε δίστασε να κάνει απόβαση στην Αττάλεια σχεδιάζοντας να επεκτείνει ακόμη περισσότερο τις κτήσεις της. Την κατάσταση περιέπλεκε περισσότερο το γεγονός ότι «η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν υποσχεθεί την παραχώρηση των μικρασιατικών παράλιων εδαφών στην Ιταλία»4. Πώς όμως φτάσαμε στην απόφαση υπέρ της ελληνικής στρατιωτικής απόβασης; Δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από έναν πρόσκαιρο υπολογισμό συμφερόντων που έκαναν στη δοσμένη ιστορική στιγμή οι ισχυροί της εποχής.

Η ανικανότητα του Σουλτάνου να επιβάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να καθυποτάξει το εθνικό επαναστατικό κίνημα υποχρέωσε τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να αναζητήσουν έναν ξένο αστυνόμο που θα έφερνε σε πέρας αυτή τη δουλιά ούτως ώστε αυτές να μοιράσουν με την ησυχία τους την Εγγύς Ανατολή και ιδιαίτερα να κανονίσουν ποιος θα κυριαρχούσε στα πετρέλαια της Μοσούλης και της Μεσοποταμίας. Επίσης, υπήρχε διαμάχη αναμεταξύ τους για τον έλεγχο των συγκοινωνιακών κόμβων, ενώ είχαν σοβαρές ανοιχτές πληγές με το αντιαποικιακό κίνημα που φούντωνε στην Ανατολή και το εργατικό επαναστατικό κίνημα που τράνταζε την Ευρώπη με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το ξέσπασμα της Οχτωβριανής Επανάστασης5. Ο έλεγχος επομένως της Τουρκίας και ειδικότερα του εθνικοεπαναστατικού κινήματος που γιγαντωνόταν στο εσωτερικό της ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για τα ιμπεριαλιστικά κράτη της εποχής. Το δύσκολο όμως γι' αυτά ήταν να βρούνε ένα κράτος-χωροφύλακα, που θα ήταν κοινής εμπιστοσύνης. Ετσι φτάσαμε στην επιλογή της Ελλάδας, την οποία για μια στιγμή η συγκυρία το έφερε να την ανεχτούν ή να την αποδεχτούν ως χωροφύλακα στη Μικρά Ασία όλες οι μεγάλες δυνάμεις.

Ελληνες και Τούρκοι αιχμάλωτοι
Ελληνες και Τούρκοι αιχμάλωτοι
Βέβαια, οι Εγγλέζοι είχαν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, όσον αφορά στη διαφύλαξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, στην Ελλάδα παρά στην Ιταλία, που ήταν μια χώρα με αποικιακές κτήσεις και ιμπεριαλιστική συμπεριφορά. Γράφει ο καθηγητής Κ. Σβολόπουλος6: «Η βρετανική πλευρά, και ειδικότερα ο πρωθυπουργός Λόυντ Τζωρτζ, υιοθετούσε την άποψη ότι η καλύτερη εξυπηρέτηση των επιδιώξεών του - πολιτικών, στρατηγικών και οικονομικών - στο χώρο της Εγγύς Ανατολής συνεχόταν με την ενίσχυση του ελληνικού παράγοντα». Ο ίδιος ο Λόιντ Τζορτζ έλεγε χαρακτηριστικά7:

«Οι Ελληνες... θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού ήτις εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας».

Ετσι στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου στις 23 του Απρίλη/6 του Μάη του 1919 - κι ενώ απουσίαζαν οι Ιταλοί αντιπρόσωποι- ο Λ. Τζορτζ πρότεινε την απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Επιφυλάξεις εξέφρασε μόνο ο Κλεμανσό εκ μέρους της Γαλλίας, αλλά στη συνέχεια δε χρειάστηκαν ούτε αυτές δεδομένου ότι η Ιταλία και οι ΗΠΑ απέφυγαν να πάρουν αρνητική θέση στην αγγλική πρόταση8.

Ελλάδα και Μικρά Ασία

Η απόφαση για απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία - γράφει πολύ σωστά ο Κ. Σακελλαρόπουλος9- «ελήφθη προς εξυπηρέτησιν σκοπών ασχέτων προς της Ελλάδα». Αυτή είναι η αλήθεια κι ας σημειωνόταν στην απόφαση πως σκοπός ήταν να εμποδιστούν οι σφαγές σε βάρος των χριστιανών. Αλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα, όταν φτάσαμε στη Μικρασιατική Καταστροφή, οι μεγάλες δυνάμεις μπορούσαν να εμποδίσουν τις σφαγές και τον ξεριζωμό των χριστιανών της Μικράς Ασίας αλλά έμειναν ασυγκίνητες και δεν το έκαναν.

Αποψη από στρατιωτικές επιχειρήσεις
Αποψη από στρατιωτικές επιχειρήσεις
Εξίσου παραμύθι είναι ότι δήθεν ο ελληνικός στρατός πήγε και επιτέλεσε εκπολιτιστικό έργο στην περιοχή αυτή. Αυτά τα φαιδρά πρόβαλε τότε η επίσημη προπαγάνδα από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών10. Ταυτόχρονα, όμως, απευθυνόμενη προς τους ισχυρούς του κόσμου, η ίδια προπαγάνδα, διαλαλούσε ότι η ελληνική διοίκηση στη Σμύρνη προστάτευε τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Διαβάζουμε σχετικά11: «Η Ελληνική Διοίκησις Σμύρνης, εκ παραλλήλου προς την λοιπήν εκπολιτιστικήν δράσιν της, ουδέν παρέλειψεν όπως παρέχη αμέριστον την συνδρομήν και βοήθειάν της εις ό,τι αφορά την αποτελεσματικήν προστασίαν των ενταύθα ξένων συμφερόντων, έχουσα υπ' όψιν ότι και ταύτα συντελούν μεγάλως εις την οικονομικήν παραγωγήν του τόπου τούτου και εμπράκτως ούτω αποδεικνύουσα ότι, ανεξαρτήτως του κυβερνώντος εκάστοτε κόμματος, εμφορείται πάντοτε υπό των αυτών διαθέσεων σεβασμού προς τα ξένα συμφέροντα και προστασίας αυτών, ου μόνον επί τω σκοπώ της εξασφαλίσεώς των, αλλά και αυτής της προαγωγής των». Περισσότερα σχόλια περιττεύουν.

Μπορεί όμως απ' αφορμή τη Μικρασιατική Εκστρατεία να γίνει λόγος για ιμπεριαλιστική συμπεριφορά της Ελλάδας ή ότι η Ελλάδα ήταν μια ιμπεριαλιστική χώρα; Τέτοιος αυτοτελής ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου δεν υπήρχε, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και στη σφαίρα της πολιτικής που συνεπάγεται από την συγκεκριμένη οικονομία. Το ελληνικό κεφάλαιο, ως οργανικό μέρος του διεθνούς ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, μπορούσε να συμμετέχει σε τέτοιες επιχειρήσεις μόνο ως αρωγός του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου με το οποίο συνδεόταν.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί η ελληνική αστική τάξη ανέλαβε το ρίσκο της Μικρασιατικής Εκστρατείας ενώ γνώριζε τους κινδύνους αλλά και γιατί σ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας κάθε ενέργεια του ελληνικού στρατού ήταν απολύτως εναρμονισμένη με κάποιον αγγλικό ελιγμό στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ισχυρών για τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής και την κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της περιοχής.

Το αποτέλεσμα

Η ελληνική αστική τάξη, αναλαμβάνοντας την επιχείρηση της Μικράς Ασίας, δεν υπολόγισε ή υποτίμησε το γεγονός ότι σχετιζόταν με μια πρωτοβουλία που είχε άμεση σχέση με το μέλλον του τουρκικού λαού κι άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές του. Από την πρώτη μέρα εμφάνισης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη σημειώθηκαν αναταραχές και εκδηλώθηκε έμπρακτη αντίσταση, με αποτέλεσμα την επομένη να λειτουργήσουν έκτακτα στρατοδικεία. Γράφει γι' αυτή την πρώτη μέρα η επίσημη Ιστορία του Στρατού12: «Τμήματα κατά την κίνησή τους μέσα στην πόλη, προσβλήθηκαν αιφνιδιαστικά από Τούρκους στρατιώτες και πολίτες, τους οποίους η μεραρχία εξουδετέρωσε αμέσως».

Η αντίσταση του τουρκικού λαού κατά της ξένης κατοχής έπαιρνε καθημερινά όλο και περισσότερο παλλαϊκό, εθνικό-επαναστατικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η πάλη για εθνική απελευθέρωση συνδεόταν και με την απαλλαγή από το καθεστώς του Σουλτάνου. Αυτή την εξέλιξη φαίνεται ότι δεν την είχαν υπολογίσει ούτε οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής. Υποχρεώθηκαν όμως να την υπολογίσουν στη συνέχεια. Ετσι είχε απόλυτα δίκιο ο Λένιν όταν το Φλεβάρη του 1921 σημείωνε σχετικά13: «Οι Τούρκοι εργάτες και αγρότες κατόρθωσαν να δείξουν πως η αντίσταση των σημερινών λαών ενάντια στην αρπαγή είναι κάτι που πρέπει να το παίρνει κανείς υπόψη του κι ότι η καταλήστευση, στην οποία καταδίκασαν την Τουρκία οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, προκάλεσε μια αντίσταση που ανάγκασε τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη να μαζέψουν τα χέρια τους». Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα δεν αρκούσε να μαζέψει μόνο τα χέρια της. Επρεπε να μαζέψει και τις κομματιασμένες σάρκες της.

1 Γ. Α. Γεωργιάδη: «Η χρεοκοπία του Ελληνικού Ιμπεριαλισμού», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4/1922, σελ. 140

2 Κ. Σβολόπουλου: «Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 151

3 Ν. Ψυρούκη: «Η Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις «Επικαιρότητα», σελ. 113

4 «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 193

5 Ν. Ψυρούκη, στο ίδιο, σελ. 111

6 Κ. Σβολόπουλου, στο ίδιο, σελ. 152

7 Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 527

8 «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΕ΄, σελ. 115

9 Κ. Σακελλαρόπουλος: «Η Σκιά της Δύσεως», Αθήνα 1954, σελ. 66

10 «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, τεύχος I σελ. 3 και τεύχος II, Αθήναι 1922, σελ. 3

11 «Η Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν», τεύχος I, Αθήναι 1921, έκδοσις Γραφείου Τύπου Υπουργείου Εξωτερικών, σελ. 17

12 «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού», ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1998, σελ. 194

13 Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 42, σελ. 354


Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ
Τα αίτια και τα αποτελέσματα μιας χιλιόχρονης σύγκρουσης

2ο Μέρος: Η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους. Ο καθολικισμός, δόγμα της διοίκησης και των ευγενών στις λατινοκρατούμενες χώρες

Αναφερθήκαμε, στο προηγούμενο σημείωμά μας, στις σχέσεις της ανατολικής Εκκλησίας με τη δυτική μέχρι το 1204, καθώς και στις πραγματικές, πολιτικές και κοινωνικές, συγκρούσεις που αυτές αποτύπωναν. Είδαμε τα κομβικά χρονικά σημεία για την επιδείνωση των σχέσεων των δύο Εκκλησιών, ήταν το 1054 (η χρονιά του οριστικού Σχίσματος) και το 1204, όταν οι Σταυροφόροι της Δ` Σταυροφορίας «λοξοδρόμησαν» και, αντί για την Ιερουσαλήμ, βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, την οποία και λεηλάτησαν άγρια. Ωστόσο, παρόλο που εμπνευστής και οργανωτής της Σταυροφορίας ήταν ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ`, στην πραγματικότητα, υπεύθυνοι ήταν οι Βενετοί. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το εξής: Από το τέλος της προηγούμενης χιλιετίας (10ος αιώνας), στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν ισχυρές οικονομικά κοινότητες Γενουατών και Βενετών: Από το 996, τα ειδικά εμπορικά προνόμια, που αυτοί απολάμβαναν, τους κατέστησαν ιδιαίτερα αντιπαθείς στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Πόλης, που ακολουθούσε το ανατολικό δόγμα. Αποτέλεσμα αυτής της δύσκολης συμβίωσης, υπήρξαν πολλές επιθέσεις εναντίον της γενουατικής και βενετικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, που οδήγησαν ακόμα και σε εμπρησμούς και σε σφαγές των Λατίνων. Οι σταυροφόροι χρησιμοποίησαν αυτό το ιστορικό προηγούμενο, για να «αιτιολογήσουν» τις αναμφισβήτητες αγριότητές τους.

Είναι προφανές ότι η λατινική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου κάθε άλλο παρά εξομάλυνε τις σχέσεις ανάμεσα στον κλήρο και τους πιστούς των δύο δογμάτων. Αυτήν την πολύ μακρά περίοδο,1 στις λατινοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου διαμορφώθηκε ένα σχήμα, το οποίο, παρά τις κατά τόπους παραλλαγές του και την εξέλιξή του στο χρόνο, παραμένει, ωστόσο, σταθερό στις βασικές του δομές. Η βασική παράμετρος αυτού του σχήματος είναι η ακόλουθη: Το δυτικό - λατινικό δόγμα είναι το δόγμα της επικυρίαρχης πολιτικής δύναμης, το δόγμα της διοίκησης και της ανώτερης κοινωνικής τάξης, της τάξης των φεουδαρχών (να μην ξεχνάμε εδώ τη βαρύνουσα σημασία της φραγκικής κατάκτησης για την ταχύτερη φεουδαρχοποίηση του ελλαδικού χώρου). Οι πιστοί του ανατολικού δόγματος ήσαν οι υποτελείς, οι πληβείοι, οι πάροικοι ή ακόμα και οι μικροί, «ξεπεσμένοι» αριστοκράτες και μικροφεουδάρχες (εκτός από την περίπτωση της Κρήτης, όπου οι ντόπιοι άρχοντες ενσωματώθηκαν στην άρχουσα τάξη και, αργότερα, αρκετές ευγενείς οικογένειες της Κέρκυρας, ελληνόφωνες και ορθόδοξες). Ετσι λοιπόν, η οξεία αντιπάθεια ανάμεσα στα δύο δόγματα είχε ένα ισχυρό ταξικό και κοινωνικό υπόβαθρο, ενώ, από μια άλλη πλευρά, η συσπείρωση του ορθόδοξου στοιχείου γύρω από το δόγμα του λειτούργησε ως τρόπος αντίστασης απέναντι στους κατακτητές και ως προοικονομία για την - πολύ μεταγενέστερη πάντως - διαμόρφωση εθνικής συνείδησης σε αυτούς τους πληθυσμούς2.

Ωστόσο, η πολιτική των Λατίνων ηγεμόνων δεν είναι παντού η ίδια. Ενα άλλο, πολύ βασικό χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής - θρησκευτικής πολιτικής αυτής της πολύ μακράς περιόδου, είναι η «υπόγεια» (κάποτε και φανερή) σύγκρουση ανάμεσα στους Βενετούς και τον εκάστοτε πάπα. Στις περιοχές του ελλαδικού χώρου που πέρασαν στην κυριαρχία των Φράγκων ηγεμόνων, η εκκλησιαστική πολιτική χαρασσόταν από τη Ρώμη και είχε ως βασικό της στοιχείο την προσπάθεια αφομοίωσης των ελληνόφωνων - ορθόδοξων πληθυσμών στο δυτικό δόγμα. Ο πάπας επέβαλε την αλλαγή της δομής της Εκκλησίας και την αντικατάσταση των ορθόδοξων αρχιερέων και επισκόπων με κληρικούς. Σε αυτά τα πλαίσια, κινούνταν και η εγκατάσταση Λατίνου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη: Πάντως, ο πρώτος (ο Θωμάς Μοροζίνι), ως Βενετός, δεν ήταν ακριβώς υποχείριος της Ρώμης.

Η εκκλησιαστική πολιτική της Βενετίας ήταν αρκετά διαφορετική: Η πόλη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με το βυζαντινό κόσμο και, σε όλη τη διάρκεια των μέσων χρόνων, αποτελούσε ένα είδος κρίκου, που συνέδεε τη βυζαντινή Ανατολή με τη λατινική Δύση. Η ισχυροποίηση της αστικής τάξης της πόλης οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου πολιτικού μορφώματος, ενός κράτους μεσαιωνικού τύπου, που, όμως, οι λειτουργίες του είχαν και στοιχεία από το κράτος που αντιστοιχεί στο επόμενο κοινωνικό σύστημα. Αυτή ήταν η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, στηριγμένη στους εμπόρους και τους εφοπλιστές της, που εξέλεγε τον ηγέτη της με ένα πολύπλοκο σύστημα ψηφοφορίας και στην οποία, όχι συχνή περίπτωση στο μεσαιωνικό κόσμο, η ευγένεια ως ταξική ιδιότητα δε συναρτόνταν με την κατοχή της γης.

Οταν, λοιπόν, η Βενετία έγινε μια ισχυρή πόλη, μια δύναμη που κυριαρχούσε με τη ναυτιλία της στην ανατολική Μεσόγειο και έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής, θέλησε να διαρρήξει τις σχέσεις της και με τις δύο «μητέρες» της: Το Βυζάντιο και τη Ρώμη. Εχουμε ήδη αναφέρει πώς έγινε η ρήξη με το Βυζάντιο. Η αντιπαλότητα με τη Ρώμη πήρε άλλες μορφές: Στον πιο βαθύ Μεσαίωνα, έπρεπε να επινοηθεί μια θεϊκή προστασία για την πόλη, αντίστοιχη (ίσως και εξ ίσου ισχυρή) με εκείνη που παρείχε στη Ρώμη ο Απόστολος Πέτρος. Ενα ανώνυμο σώμα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου εκλάπη από Βενετούς εμπόρους, ονομάστηκε σκήνωμα του Ευαγγελιστή Μάρκου, μεταφέρθηκε (μαζί με ένα σωρό επινοημένους θρύλους) στη Βενετία και χρίστηκε προστάτης της πόλης. Πάνω στο σώμα αυτό, οικοδομήθηκε και η περίφημη (βυζαντινού ρυθμού) Βασιλική του Αγίου Μάρκου.

Στο ήθος και τη συμπεριφορά της Βενετίας απέναντι στην Αγία Εδρα, αλλά και απέναντι, γενικά, σε ζητήματα θρησκευτικότητας, βλέπουμε ήδη πρώιμα φανερώματα μιας αστικής αντίληψης για τη ζωή και τα πράγματα: Δεν υπάρχει η τυφλή πίστη του μεσαιωνικού ανθρώπου στις υπερκόσμιες δυνάμεις, που ρυθμίζουν τη ζωή του, ούτε η τυφλή υποταγή στον υπέρτατο επί γης φεουδάρχη, που είναι, για το δυτικό κόσμο, ο πάπας. Βλέπουμε, αντίθετα, την πραγματιστική αντίληψη και συμπεριφορά του αστού απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις, την πονηριά του, την ευστροφία του, τη χαλαρή του ηθική, μπροστά στη διασφάλιση των συμφερόντων του. Η ίδια αυτή πραγματιστική αντίληψη βρήκε την αποτύπωσή της και στη θρησκευτική πολιτική των Βενετών στις ελλαδικές χώρες που κατείχαν.

Η πολιτική αυτή υπήρξε αντιφατική, αλλά, εν γένει, ήπια. Η Βενετία, στις περιοχές που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, δεν ήθελε να δυσαρεστήσει το «δικό της» καθολικό κλήρο, ούτε, όμως, να έρθει σε οριστική ρήξη με τη Ρώμη. Δεν ήθελε, όμως, ούτε να διευκολύνει την καθολική προπαγάνδα, ώστε να μη δημιουργήσει ερείσματα στην πολιτική και στη διείσδυση του Βατικανού. Επίσης, η Βενετία ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει πιθανές εξεγέρσεις εναντίον της, εξεγέρσεις που θα «ντύνονταν» με ένα θρησκευτικό μανδύα.

Ετσι, τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης, η βενετική διοίκηση δεν επέβαλε καθεστώς προσηλυτισμού στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Ευνόησε, βέβαια, τον καθολικό κλήρο, αποδίδοντάς του την κτηματική περιουσία του ορθόδοξου. Στα Ιόνια Νησιά όμως, ήδη από το 16ο αιώνα, στα πλαίσια μιας συνολικής «αποφεουδαρχοποίησης» της κοινωνίας, οι κλήροι αποδίδονται στους παλαιούς κατόχους τους - ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια.

Διώξεις ιερέων από τους Βενετούς υπάρχουν μόνο στην Κρήτη, κι αυτό λόγω της συμμετοχής του ορθόδοξου κλήρου στις συχνές αντιβενετικές εξεγέρσεις στο νησί. Επίσης, δεν απαγορεύτηκαν λατρευτικές εκδηλώσεις, εκτός από τη χειροτονία ιερέων και την ανάδειξη επισκόπων σε ορισμένες τουλάχιστον περιοχές (Κρήτη, Κέρκυρα). Από την άλλη, το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι με τους καθολικούς συνεόρταζαν ορισμένες θρησκευτικές τελετές (π.χ. τη γιορτή του προστάτη της Βενετίας, Ευαγγελιστή Μάρκου, στις 25 Απριλίου) άφησε αρκετές ιδιαιτερότητες στο τελετουργικό τυπικό και στην αρχιτεκτονική των ορθόδοξων εκκλησιών στα Ιόνια Νησιά (π.χ. καμπαναριά ξεχωριστά από το κυρίως κτίσμα του ναού). Μετά τη Σύνοδο του Τρέντο (1534 - 1565), με την οποία ξεκινά η επιθετική πολιτική της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στο νέο δόγμα των διαμαρτυρομένων, εντείνεται η καθολική προπαγάνδα και στο βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Η ενεργητική αυτή διείσδυση, που έχει ως φορείς της τα μοναστικά τάγματα των καθολικών, δε συναντά, ωστόσο, καμία εύνοια από την πλευρά της βενετικής διοίκησης. Ετσι, δε φαίνεται να έχει, τελικά, σοβαρή επίδραση στους κατοίκους των περιοχών όπου ασκείται, με εξαίρεση, ίσως, την περίπτωση της Σύρου, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Η τελική εικόνα που δίνουν οι βενετοκρατούμενες ελλαδικές χώρες είναι εκείνη των ιδιότυπων κοινωνιών, όπου Ελληνες και Βενετοί (διαχωρισμένοι κυρίως από το θρησκευτικό δόγμα) συμβίωναν μέσα σε ένα καθεστώς, του οποίου το κυριότερο χαρακτηριστικό ήταν η αυστηρή καστική - φεουδαρχική διαίρεση της κοινωνίας, η τελειότερη ίσως που έχει εμφανιστεί ποτέ στον ελλαδικό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κλήρος, καθολικός και ορθόδοξος, εν γένει, ενσωματώνεται στη διοίκηση, απολαμβάνει τα προνόμια που αυτή η ενσωμάτωση μπορεί να του προσφέρει και, τελικά, την υπηρετεί. Πάντως, ισχύει γενικά το ότι ο καθολικισμός είναι κατακτητικής προέλευσης, το δόγμα της διοίκησης και των ευγενών. Από την άλλη όμως, η ήπια και αντιφατική πολιτική των Βενετών σε θέματα θρησκείας είχε ως αποτέλεσμα την αφομοίωση πολλών βενετικών οικογενειών από τον ορθόδοξο περίγυρο. Μπορεί να είναι γνωστό, αλλά προσωπικά δεν έχουμε υπόψη μας πότε ασπάστηκαν το ανατολικό δόγμα οι Σολωμοί ή οι Καποδίστριες.

Σ' αυτό το γενικό σχήμα υπάρχει και μία χτυπητή εξαίρεση: Το παράδειγμα της Σύρου, της οποίας οι κάτοικοι ασπάστηκαν στο σύνολό τους το λατινικό δόγμα και το λατινικό τυπικό. Ο καθολικισμός στη Σύρο, αντίθετα από αλλού, ήταν - και είναι - πληβειακής προέλευσης και περιεχομένου.

Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, η εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στην Καθολική και στην Ορθόδοξη Εκκλησία (οι όροι έχουν πλέον καθιερωθεί, μετά το Σχίσμα της ενιαίας Εκκλησίας, ταυτόχρονα «καθολικής» και «ορθόδοξης») στις περιοχές όπου η Καθολική Εκκλησία αντιπροσώπευε το δόγμα των επικυριάρχων. Ωστόσο, η πολιτική αποτύπωση της σύγκρουσης ανάμεσα στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (και, πίσω από αυτό, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα) και την Αγία Εδρα, πήρε ποικίλες μορφές, τόσο στο μεσοδιάστημα των αλώσεων, όσο και κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κεφαλών του χριστιανικού κόσμου κινούνταν από την προσέγγιση ως την πλήρη άρνηση και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για τη δημιουργία δυο μεγάλων πολιτικών μερίδων στο όψιμο Βυζάντιο: Τους Ενωτικούς και τους Ανθενωτικούς. Σε αυτό όμως το ζήτημα, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.

Σημειώσεις

1. Η λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο διήρκεσε, στην πραγματικότητα, περισσότερο από την οθωμανική κυριαρχία, με την οποία και συνυπήρξε, για σημαντικό χρονικό διάστημα: Από το 1204 μέχρι το 1797, όταν οι Βενετοί, με την κατάλυση του κράτους τους από τον Ναπολέοντα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα Ιόνια Νησιά, τελευταία κτήση τους στην Ανατολή. Η Κρήτη, από την άλλη, έμεινε υπό βενετική κυριαρχία σχεδόν μισή χιλιετία: Από το 1210 περίπου μέχρι το 1669. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε εδώ τη διαφορά ανάμεσα στη μακραίωνη βενετική κυριαρχία και τη βραχύβια φραγκική (στην ουσία καταλύεται με την επανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261, παρόλο που ορισμένα φραγκικά κρατίδια επιβιώνουν και πέρα απ' αυτήν).

2. Παρ' όλα αυτά, ανάμεσα στα δόγματα δεν υπήρχαν στεγανά: Γίνονταν αρκετοί μεικτοί γάμοι Λατίνων και Ορθοδόξων, ενώ, αρκετές καθολικές οικογένειες ασπάστηκαν το ορθόδοξο δόγμα.

  • Στο προηγούμενο σημείωμά μας, όταν αναφερόμαστε στις δογματικές διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία, μεταφράσαμε εκ παραδρομής τη λατινική έκφραση «filioque» ως: «και εκ του πατρός». Το σωστό, βέβαια, είναι, όπως επισήμαναν αρκετοί αναγνώστες μας (τους οποίους και ευχαριστούμε για την προσοχή τους), «και εκ του υιού». Η φράση αναφέρεται στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο για την Ορθόδοξη Εκκλησία εκπορεύεται μόνο από τον πατέρα, ενώ για την Καθολική και από το γιο, οτιδήποτε και να σημαίνει αυτό στους θεολογικούς κώδικες...

Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ