Στα 110 χρόνια από το θάνατό του
Ο Ενγκελς ήταν επίσης, μετά το θάνατο του Μαρξ, ο φυσικός ηγέτης της παγκόσμιας εργατικής τάξης, τόσο στο επίπεδο της θεωρίας, όσο και της πράξης. Γιατί ήταν η περίοδος που ήδη είχε ξεκινήσει η συγκρότηση κομμάτων της εργατικής τάξης σε επίπεδο έθους - κράτους στην τότε αναπτυγμένη καπιταλιστική Ευρώπη και η συμβολή, κυρίως θεωρητική, αλλά και πρακτική του Ενγκελς ήταν καθοριστική σ' αυτό, ιδιαίτερα στη Γερμανία, αλλά και γιατί ο Ενγκελς είχε γίνει σημείο αναφοράς για την οργανωμένη πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης κάθε χώρας στην προσπάθεια της επεξεργασίας και διαμόρφωσης των προγραμμάτων τους, αλλά και στην αντιμετώπιση των θεωρητικών παρεκκλίσεων στις γραμμές του εργατικού κινήματος, φαινόμενο αντικειμενικό και αναπόφευκτο στα πλαίσια της διαπάλης της αστικής θεωρίας με την επιστημονική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης.
Ο Φρ. Ενγκελς άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, σε ηλικία 75 ετών.
Ο θάνατός του, ήταν αναμενόμενος, τουλάχιστον για τους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος. Αλλά ο θάνατος ενός ανθρώπου σαν τον Ενγκελς (το ίδιο είχε συμβεί και με το θάνατο του Μαρξ), δεν μπορούσε να γίνει εύκολα αποδεκτός. Αλλωστε, ποιος από τους ηγέτες της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής, ανεξαρτήτως εθνικότητας και ιδιαίτερα όσοι έζησαν για κάποιο χρονικό διάστηκα κοντά του μπορούσαν εύκολα να συμβιβαστούν με την απώλεια του μεγαλύτερου, μαζί με τον Μαρξ, θεωρητικού της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου; Ο Ενγκελς ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που, όσο ζουν, νομίζεις πως δε θα πεθάνουν ποτέ, γιατί δε θέλεις να πεθάνουν ποτέ. Ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, ένας από τους τότε ηγέτες του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που είχε γνωριστεί και συνεργαστεί με τον Μαρξ και τον Ενγκελς,γράφει:
Ο Ενγκελς γεννήθηκε στη Βάδη της Ρηνανίας, της τότε Πρωσίας, στις 28 Νοέμβρη του 1820. Ο πατέρας του ήταν εργοστασιάρχης υφαντουργίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε την κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα Μαρξ - Εβελινγκ, να παρατηρήσει πολύ εύστοχα ότι «ποτέ δε γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο» («Στρατηγός, Αναμνήσεις για τον Ενγκελς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).
Ο Ενγκελς φοίτησε στο Κολέγιο της Βάδης και έπειτα στο Λύκειο της Ελμπερφελντ, αλλά δεν αποφοίτησε. Αφησε την τελευταία τάξη, αν και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, αφού ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Τον ήθελε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Η οικογένειά του ήταν οικογένεια αστών επιχειρηματιών, δηλαδή ο πατέρας του ήταν καπιταλιστής με επιχειρήσεις στη Γερμανία, αλλά και στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Εγκατέλειψε λοιπόν τις σπουδές για να δουλέψει για ένα χρόνο περίπου στο γραφείο του πατέρα του και στη συνέχεια στη Βρέμη, από τα 1838 έως τα 1841 σ' ένα μεγάλο εμπορικό οίκο. Στη Βρέμη συνδέεται με έναν όμιλο ριζοσπαστών διανοουμένων, τη «Νέα Γερμανία», και άρχισε να μελετά τη γερμανική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα τα έργα του Χέγκελ.
Το Μάρτη του 1842, ο Ενγκελς δημοσίευσε την μπροσούρα «Ο Σέλιγκ και η αποκάλυψη», όπου υποβάλλει σε μια ολόπλευρη κριτική τις αντιδραστικές, μυστικιστικές αντιλήψεις του ιδεαλιστή φιλοσόφου Σέλιγκ. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, ο Ενγκελς πήγε στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ. Εκεί έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα της εποχής και τις σοσιαλιστικές ιδέες, όπως εκφράζονταν από το κίνημα των Χαρτιστών και τον ουτοπικό σοσιαλισμό του Ρόμπερτ Οουεν. Στην Αγγλία, λόγω των αντικειμενικών συνθηκών (βιομηχανική επανάσταση, πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού), μελετά την κατάσταση της εργατικής τάξης της Αγγλίας.
Το 1844, ο Ενγκελς δημοσίευσε, στα «Γαλλογερμανικά Χρονικά» που διηύθυνε ο Μαρξ και έβγαιναν στο Παρίσι, μια «Κριτική μελέτη πάνω στην Πολιτική Οικονομία». Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το άρθρο σαν αριστοτεχνική σκιαγράφηση μιας νέας Πολιτικής Οικονομίας. Στα τέλη Αυγούστου του 1844, ο Ενγκελς έφυγε από το Μάντσεστερ και γύρισε στη Γερμανία, περνώντας από το Παρίσι, όπου και συνάντησε τον Μαρξ. Από δω, άρχισε η μεγάλη φιλία τους και η κοινή τους πορεία με τον Μαρξ. Στο Παρίσι, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έγραψαν μαζί το έργο «Η Αγία Οικογένεια», που καταφερόταν ενάντια στους Νεοχεγκελιανούς και που βάζει τα θεμέλια της επαναστατικής υλιστικής αντίληψης για την ιστορία και την προοπτική του σοσιαλισμού.
Την άνοιξη του 1845, ο Ενγκελς εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες, όπου κατοικούσε τότε ο Μαρξ, μετά την απέλασή του από τη Γαλλία. Εγραψαν μαζί τη «Γερμανική Ιδεολογία», ασκώντας κριτική στη φιλοσοφία του Φόιερμπαχ, στις απόψεις των νεοχεγκελιανών και τον «Αληθινό Σοσιαλισμό», αντιδραστικό ιδεολογικό ρεύμα στη Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο δε χρειαζόταν η ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, υποχρεώνοντάς την έτσι στο συμβιβασμό.
Από το 1845 έως το 1847, ο Ενγκελς έζησε ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι, συνεχίζοντας τις επιστημονικές του μελέτες και την πρακτική του δράση μέσα στους εργάτες.
Οπως και ο Μαρξ, ήρθε κι αυτός σ' επαφή με την οργάνωση «Ενωση Δικαίων». Με τον Μαρξ συνεργάζονται δραστήρια για την προετοιμασία του Β' Συνεδρίου της οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε καθαρά πολιτικό κόμμα, στα 1847, την «Ενωση Κομμουνιστών». Η σημαντικότερη συμβολή τους ήταν η επεξεργασία του πρώτου στην ιστορία Προγράμματος προλεταριακού κόμματος, που έμεινε στην ιστορία ως «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Ενγκελς έγραψε τις «Βάσεις του Κομμουνισμού», που ήταν ένα προσχέδιο του προγράμματος της «Ενωσης Κομμουνιστών».
Η «Ενωση Δικαίων» είχε ιδρυθεί στο Παρίσι το 1836 από Γερμανούς εργάτες και διανοούμενους που είχαν επηρεαστεί από τις διάφορες σοσιαλιστικές ιδέες. Λειτουργούσε και ως προπαγανδιστική λέσχη και, ως μυστική εταιρία. Η έδρα ήταν στο Παρίσι, όπου, ο Βάιτλινγκ έπαιζε ηγετικό ρόλο. Το βιβλίο του, που έγραψε το 1838, «Η Ανθρωπότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι», με τις συγκεχυμένες θρησκευτικές ουτοπικές αλλά και αγωνιστικές επαναστατικές διδασκαλίες του, χρησίμευε σαν ένα είδος επίσημου προγράμματος.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς δεν έγιναν μέλη της «Ενωσης» αυτής γιατί δε συμφωνούσαν με την πολιτική γραμμή στη δράση της και προπάντων με τη στενή συνωμοτική τακτική της. Αλλά επηρέαζαν τις θεωρητικές ιδέες των μελών της «Ενωσης» και είχαν τακτική αλληλογραφία με τους ηγέτες της, οι κυριότεροι των οποίων ήταν οι Σάπερ, Μολ και Μπάουερ. Ο Ενγκελς φρόντισε ώστε τα στελέχη της «Ενωσης Δικαίων» του Λονδίνου να αναπτύξουν σχέσεις με τους ηγέτες της αριστερής παράταξης των Χαρτιστών, με τους οποίους επίσης είχαν αναπτύξει σχέσεις οι Μαρξ και Ενγκελς.
Το καλοκαίρι του 1847 εκδόθηκε το έργο του Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας», που ήταν απάντηση στο βιβλίο του Προυντόν «Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας», που είχε εκδοθεί στα 1846. Στο έργο του αυτό ο Μαρξ ανατρέπει τις μικροαστικές θεωρίες και ιδέες του Προυντόν για τις βασικές οικονομικές σχέσεις στον καπιταλισμό. Στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» ο Μαρξ τονίζει την τεράστια ζημιά που έκανε ο Προυντόν με την αρνητική του στάση απέναντι στον ανεξάρτητο ταξικό αγώνα του προλεταριάτου. Ο Μαρξ τονίζει πόσο σπουδαίο ήταν να δημιουργηθούν μαχητικές επαγγελματικές οργανώσεις, το μεγάλο ρόλο τους στην καθοδήγηση του απεργιακού κινήματος και τέλος την ανάγκη της μετατροπής της οικονομικής πάλης της εργατικής τάξης σε πολιτικό αγώνα και σημειώνει: Στον αγώνα αυτόν που είναι ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος, ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για τη μελλοντική μεγάλη μάχη.
Ο ανειρήνευτος αγώνας των Μαρξ και Ενγκελς στη διαπάλη τους ενάντια στα μικροαστικά ρεύματα και η πλατιά ζύμωση για τη διάδοση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας, που θεμελίωναν οι ίδιοι, έφεραν γρήγορα αποτελέσματα. Με την επίδραση της ζύμωσης και της προπαγάνδας αυτής πολλά στελέχη της «Ενωσης Δικαίων» άρχισαν να αφομοιώνουν τις βασικές ιδέες της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού που διατύπωσαν οι Μαρξ - Ενγκελς.
Ετσι, στις αρχές του 1847 ένας από τους ηγέτες της «Ενωσης των Δικαίων», ο Ιωσήφ Μολ, σύμφωνα με την εντολή που του έδωσε η «Ενωση», πρότεινε στον Μαρξ και ύστερα στον Ενγκελς που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να πάρουν μέρος στην αναδιοργάνωση της «Ενωσης» και στην επεξεργασία του καινούριου προγράμματός της. Ο Μολ τους ανακοίνωσε πως οι ηγέτες της «Ενωσης Δικαίων» κατάλαβαν πως η θεωρία τους ήταν σωστή και ήταν έτοιμοι να απαρνηθούν τις προηγούμενες συνωμοτικές μεθόδους και τη θεωρία του Βάιτλινγκ.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς παίρνοντας υπόψη τις βαθιές αλλαγές που είχαν γίνει στις ιδέες των ηγετών της «Ενωσης», καθώς και την προθυμία τους να την αναδιοργανώσουν, δέχτηκαν την πρόσκληση για να συμμετέχουν στην αναδιοργάνωση και στο νέο πρόγραμμα και θέτοντας ορισμένους όρους να γίνουν επίσης μέλη της οργάνωσης. «Μέλη της μυστικής "Ενωσης Κομμουνιστών", γίναμε για πρώτη φορά ο Ενγκελς και εγώ - γράφει αργότερα ο Μαρξ - με τον όρο πως από το καταστατικό της θα διαγράφονταν όλες οι διατάξεις που βοηθούσαν στη δεισιδαίμονη λατρεία της εξουσίας»(Από το γράμμα του Μαρξ στον Μπλος).
Ετσι η «Ενωση Δικαίων» γίνεται ένα ανοιχτό πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης και ονομάστηκε «Ενωση Κομμουνιστών». Στον Μαρξ και στον Ενγκελς επίσης ανατέθηκε να γράψουν το πρόγραμμα της «Ενωσης». Υστερα από μερικές βδομάδες το πρόγραμμα ήταν έτοιμο και ονομάστηκε «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».
Οταν ξέσπασε στη Γαλλία η επανάσταση του 1848, ο Ενγκελς ακολουθεί στο Παρίσι τον Μαρξ, που τον είχαν εξορίσει από τις Βρυξέλλες. Στις αρχές του Απρίλη του 1848, άρχισε η επανάσταση στη Γερμανία. Ο Ενγκελς μαζί με τον Μαρξ φεύγουν από το Παρίσι για την Κολωνία, όπου αναλαμβάνουν τη διεύθυνση της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου», και αρχίζουν μια σπουδαία επαναστατική δράση. Εκεί εκδίδεται ένταλμα συλλήψεως εναντίον των συντακτών της «Νέας εφημερίδας του Ρήνου» και ο Ενγκελς φεύγει για τις Βρυξέλλες όπου τον συλλαμβάνουν, τον ρίχνουν στη φυλακή και αργότερα τον εξορίζουν. Τον Οκτώβρη φτάνει στο Παρίσι και από κει καταφεύγει στην Ελβετία και μόνο το Γενάρη του 1849 επιστρέφει στην Κολωνία. Υστερα από λίγο, αυτός και ο Μαρξ, παραπέμπονται στη Δικαιοσύνη με την κατηγορία της «προσβολής κατά του καθεστώτος». Κατά τη δίκη οι κατηγορούμενοι γίνονται κατήγοροι και το δικαστήριο αναγκάζεται να τους απαλλάξει. Ο Ενγκελς παίρνει μέρος στην ένοπλη λαϊκή εξέγερση και, όταν αυτή καταστέλλεται, περνάει στο ελβετικό έδαφος με τις τελευταίες επαναστατικές μονάδες και από εκεί πηγαίνει στο Λονδίνο.
Ο Ενγκελς γενικεύει την πείρα της επαναστατικής περιόδου του 1848 - 1849 στη Γερμανία σε δύο έργα του, «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», που δημοσιεύτηκε το 1850, και «Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851 - 1852), που γράφτηκε σε συνεργασία με τον Μαρξ. Σ' αυτό το έργο του, ο Ενγκελς στρέφει την προσοχή του στη μελέτη των ζητημάτων της ένοπλης εξέγερσης.
Το Νοέμβρη του 1850, εγκαθίσταται στο Μάντσεστερ. Ασχολείται και πάλι μ' αυτό το «καταραμένο εμπόριο», όπως το έλεγε ο ίδιος, για να μπορεί να βοnθάει οικονομικά τον Μαρξ. Στο διάστημα της παραμονής του στο Μάντσεστερ, ο Ενγκελς έγραψε σχετικά με στρατιωτικά θέματα, για τα οποία έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον. Ο Λένιν θεωρούσε τον Ενγκελς σαν ένα μεγάλο εμπειρογνώμονα στα στρατιωτικά ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι του έδωσαν το προσωνύμιο «Στρατηγός».
Μέσα στους κόλπους της Α' Διεθνούς, ο Ενγκελς και ο Μαρξ αγωνίζονται ενάντια στους προυντονιστές, στους μπακουνιστές, (αναρχικοί), και τους άλλους εχθρούς της Διεθνούς. Το φθινόπωρο του 1870, ο Ενγκελς εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου εκλέγεται μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Α' Διεθνούς. Μετά τη διάλυση της Α' Διεθνούς, ο Μαρξ και ο Ενγκελς εξακολουθούν να παρακολουθούν και να συμμετέχουν δραστήρια στο εργατικό κίνημα, με πρωταρχικό ζήτημα την πάλη ενάντια στα οπορτουνιστικά ρεύματα μέσα στο εργατικό κίνημα, όπου διεξάγεται οξύτατη διαπάλη.
Αυτήν ακριβώς την εποχή, ο Ενγκελς έγραψε τα άρθρα ενάντια στον Ντύρινγκ, που αργότερα, δηλαδή το 1877 - 1878, συγκεντρώθηκαν και δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο με τον τίτλο «Αντι-Ντύρινγκ». Είναι μια συντομογραφία του μαρξισμού με τα τρία συστατικά του μέρη, Φιλοσοφία, Πολιτική Οικονομία, Επιστημονικός Κομμουνισμός. Ταυτόχρονα, ο Ενγκελς ασχολείται με τη μελέτη των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών. Τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας βρίσκονται συμπυκνωμένα στο περίφημο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης».
Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ενγκελς αναλαμβάνει να εκδώσει το δεύτερο και τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», που ο Μαρξ δεν μπόρεσε ν' αποτελειώσει. Ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε το 1885 και ο τρίτος με δικές του συμπληρώσεις, απαραίτητες για την έκδοσή του, το 1894. Μ' αυτήν την εργασία του, ο Ενγκελς ανήγειρε, στο μεγαλοφυή φίλο του, ένα μεγαλόπρεπο μνημείο. Την ίδια περίοδο, έγραψε την «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Το 1888 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας». Εργο, που δίνει ολοκληρωμένα τη μαρξιστική αντίληψη για το Διαλεκτικό και Ιστορικό Υλισμό.
Την εποχή αυτή αναπτύσσεται ένα ιδεολογικό ρεύμα στους κόλπους του γερμανικού σοσιαλισμού, που υπερέβαλε σχετικά με το ρόλο της οικονομικής βάσης στην ιστορική εξέλιξη και οδηγούσε σε παθητική θεώρηση της ιστορίας, στην υποτίμηση του ρόλου των ιδεών, της πολιτικής, της ταξικής πάλης του προλεταριάτου για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
Σε διάφορα γράμματά του εκείνη την περίοδο, ο Ενγκελς καταπιάνεται με το θέμα της αλληλοεπίδρασης της βάσης και του εποικοδομήματος.
Από την αρχή της πολιτικής του δράσης έως το τέλος της ζωής του, ο Ενγκελς υπήρξε ένας φλογερός μαχητής της επανάστασης, ο αναμφισβήτητος αρχηγός και οδηγός του διεθνούς προλεταριάτου, ο καλύτερος ερμηνευτής των ταξικών του συμφερόντων. Πολέμησε αδυσώπητα τον οπορτουνισμό μέσα στο πνεύμα των εργατών, ξεσκέπαζε με θάρρος και έκρινε με αυστηρότητα τα σφάλματά τους, προσανατόλιζε τη δράση τους προς τον επαναστατικό δρόμο.
Ο Λένιν υπογράμμιζε πως ο μαρξισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί και εκτεθεί ολοκληρωτικά, χωρίς να υπολογίζονται η συμβολή και όλα τα έργα του Φρ. Ενγκελς. Βεβαίως, ο Ενγκελς, αν και συνδημιουργός της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου, είχε διαφορετική άποψη. Ετσι, σε μια υποσημείωση στο έργο του «Ο Λ. Φόιερμπαχ...», με σεμνότητα και μετριοφροσύνη, γράφει: «Ας μου επιτραπεί μία προσωπική διασάφηση. Τελευταία, μίλησαν πολλές φορές για τη συμβολή μου σ' αυτήν τη θεωρία, κι έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα εκείνα λόγια που εξαντλούν το ζήτημα. Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος να αρνηθώ ότι πριν, και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με τον Μαρξ, έχω κι εγώ κάποιο ανεξάρτητο μερτικό στο θεμελίωμα της θεωρίας και ιδιαίτερα στην επεξεργασία της. Ομως, το μεγαλύτερο μέρος από τις κατευθυντήριες βασικές ιδέες, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και ειδικά στην τελική τους αυστηρή διατύπωση, ανήκουν στον Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα εγώ, αν εξαιρέσουμε, βέβαια, μερικούς ειδικούς κλάδους, μπορούσε βέβαια να το 'χει κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ο,τι έδωσε ο Μαρξ, δε θα το κατάφερνα εγώ μοναχός. Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο μακριά και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα από όλους εμάς τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυία, εμείς οι άλλοι, πολύ - πολύ, να 'μασταν ταλέντα. Χωρίς αυτόν, η θεωρία δε θα ήταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι' αυτό δίκαια φέρνει το όνομά του».
Στην επέτειο των 110 χρόνων από το θάνατο του Ενγκελς δημοσιεύουμε δύο εκλαϊκευτικά άρθρα του για τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου», του Κ. Μαρξ, που γράφτηκαν την 1η και 13η Μάρτη 1868 (Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τ.1ος, σελ. 548-557, εκδόσεις «Γνώσεις»).
Πηγή σχετικά με το σύντομη βιογραφία του Φρίντριχ Ενγκελς: «Φιλοσοφικό λεξικό», Ρόζενταλ - Γιούντιν, εκδόσεις «Αναγνωστίδης»
Η ως τα τώρα πολιτική οικονομία μάς διδάσκει ότι η εργασία είναι η πηγή όλου του πλούτου και το μέτρο όλων των αξιών, έτσι που δυο αντικείμενα που η παραγωγή τους στοίχισε τον ίδιο χρόνο εργασίας έχουν επίσης την ίδια αξία και μια και κατά μέσον όρο ανταλλάσσονται μεταξύ τους ίσες αξίες, θα πρέπει τα δυο αυτά αντικείμενα να μπορούν να ανταλλαχτούν το ένα με το άλλο. Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική οικονομία διδάσκει ότι υπάρχει ένα είδος συσσωρευμένης εργασίας που την ονομάζει κεφάλαιο, ότι αυτό το κεφάλαιο χάρη στις βοηθητικές πηγές που ενυπάρχουν σ' αυτό, ανεβάζει την παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας εκατό και χίλιες φορές, και σ' αντάλλαγμα παίρνει μια ορισμένη αποζημίωση, που ονομάζεται όφελος ή κέρδος. Οπως όλοι ξέρουμε, στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται έτσι που τα κέρδη της συσσωρευμένης, νεκρής εργασίας αυξαίνουν ολοένα σε μάζα, τα κεφάλαια των κεφαλαιοκρατών γίνονται όλο και πιο κολοσσιαία, ενώ ο μισθός της ζωντανής εργασίας λιγοστεύει ολοένα, και η μάζα των εργατών που ζουν αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας γίνεται όλο και πιο πολυάριθμη και πιο φτωχή. Πώς μπορεί να λυθεί αυτή η αντίφαση; Πώς μπορεί να μένει στον κεφαλαιοκράτη ένα κέρδος, αν ο εργάτης αποζημιώνεται με ολόκληρη την αξία της εργασίας που προσθέτει στο προϊόν του; Μα αφού ανταλλάσσονται μόνο ίσες αξίες θα πει ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Από την άλλη μεριά, πώς μπορούν να ανταλλάσσονται ίσες αξίες, πώς μπορεί ο εργάτης να παίρνει ολόκληρη την αξία του προϊόντος του, αν όπως παραδέχονται πολλοί οικονομολόγοι, το προϊόν αυτό μοιράζεται ανάμεσα σ' αυτόν και στον κεφαλαιοκράτη; Η παλιά πολιτική οικονομία στέκεται αμήχανη μπρος σ' αυτή την αντίφαση και γράφει ή τραυλίζει συγχυσμένες φράσεις που δε λένε τίποτα. Ακόμα και οι ως τα τώρα σοσιαλιστές κριτικοί της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα περισσότερο παρά να τονίσουν αυτή την αντίφαση. Κανένας δεν την έλυσε, ώσπου επιτέλους ο Μαρξ παρακολούθησε την πορεία γέννησης αυτού του κέρδους ως τον τόπο της γέννησής του κι έτσι φώτισε όλο το ζήτημα.
Ο κεφαλαιοκράτης, μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, βρίσκει στην αγορά των εμπορευμάτων ένα εμπόρευμα που έχει την ιδιόμορφη ιδιότητα ότι η κατανάλωσή του αποτελεί πηγή νέας αξίας, δημιουργία νέας αξίας, κι αυτό το εμπόρευμα είναι η εργατική δύναμη.
Ο κεφαλαιοκράτης βάζει τώρα τον εργάτη του να δουλέψει. Σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ο εργάτης θα έχει παραδώσει τόση εργασία, όση αντιπροσωπευόταν στο βδομαδιάτικο μισθό του. Αν υποθέσουμε ότι ο βδομαδιάτικος μισθός ενός εργάτη αντιπροσωπεύει τρεις μέρες εργασίας, τότε αν ο εργάτης αρχίσει να δουλεύει τη Δευτέρα, θα έχει ως την Τετάρτη το βράδυ αναπληρώσει στον κεφαλαιοκράτη ολόκληρη την αξία του πληρωμένου μισθού. Μήπως σταματά τότε να δουλεύει; Καθόλου. Ο κεφαλαιοκράτης έχει αγοράσει την εργασία του για μια βδομάδα κι ο εργάτης πρέπει ακόμα να δουλέψει και τις τρεις τελευταίες μέρες της βδομάδας. Αυτή η υπερεργασία του εργάτη, πάνω από τον αναγκαίο για την αναπλήρωση του μισθού του χρόνο, είναι η πηγή της υπεραξίας, του κέρδους, της ολοένα αναπτυσσόμενης αύξησης του κεφαλαίου.
Ας μην πει κανείς πως είναι μια αυθαίρετη υπόθεση ότι ο εργάτης βγάζει με τη δουλιά του σε τρεις μέρες το μισθό που πήρε, και ότι δουλεύει τις υπόλοιπες τρεις μέρες για τον κεφαλαιοκράτη. Αν χρειάζεται ακριβώς τρεις μέρες για να αναπληρώσει το μισθό του, ή δυο ή τέσσερις, αυτό μας είναι εδώ ολότελα αδιάφορο και αλλάζει σύμφωνα με τις περιστάσεις. Το βασικό είναι ότι ο κεφαλαιοκράτης, πλάι στη δουλιά που πληρώνει, αποκομίζει εργασία που δεν την πληρώνει, κι αυτό δεν είναι αυθαίρετη υπόθεση, γιατί τη μέρα που ο κεφαλαιοκράτης θα έβγαζε μόνιμα απ' τον εργάτη μόνο τόση εργασία όση του πληρώνει σε μισθό, τη μέρα αυτή θα έκλεινε την επιχείρησή του, αφού θα χανόταν ίσα ίσα ολόκληρο το κέρδος του.
Χώρια απ' αυτό, θα ήταν παράλογο να υποθέσει κανείς ότι η απλήρωτη εργασία προέκυψε μόνο μέσα στις σημερινές σχέσεις, όπου η παραγωγή γίνεται από τη μια από κεφαλαιοκράτες και από την άλλη από μισθωτούς εργάτες. Αντίθετα. Η καταπιεζόμενη τάξη σ' όλες τις εποχές ήταν αναγκασμένη να προσφέρει απλήρωτη εργασία. Σ' όλη τη μακρόχρονη περίοδο που η δουλεία ήταν η επικρατούσα μορφή της οργάνωσης της εργασίας, οι δούλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους ανταποδιδόταν με τη μορφή μέσων συντήρησης. Το ίδιο συνέβαινε κάτω από την κυριαρχία της δουλοπαροικίας κι ως την κατάργηση της αγροτικής αγγαρείας. Εδώ μάλιστα εκδηλώνεται χειροπιαστά η διαφορά ανάμεσα στο χρόνο που ο αγρότης δουλεύει για την ίδια του τη συντήρηση στη ζωή και στην υπερεργασία για τον τσιφλικά, ακριβώς γιατί η τελευταία εργασία εκτελείται χωριστά από την πρώτη. Σήμερα άλλαξε η μορφή, μα η ουσία παρέμεινε, κι όσον καιρό ένα μέρος της κοινωνίας κατέχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ο εργάτης, είτε είναι ελεύθερος είτε όχι, πρέπει να προσθέτει στον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του εργάσιμο χρόνο, έναν παραπανίσιο χρόνο εργασίας για να παράγει τα μέσα συντήρησης των ιδιοχτητών των μέσων παραγωγής» (Μαρξ σελ. 202)1·
II
Ας υποθέσουμε ότι ο εργάτης δουλεύει τρεις μέρες τη βδομάδα για την αναπλήρωση του μισθού του και τρεις μέρες για την παραγωγή υπεραξίας για τον κεφαλαιοκράτη. Αν το εκφράσουμε με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι όταν εργάζεται δώδεκα ώρες τη μέρα, εργάζεται έξι ώρες τη μέρα για το μισθό του κι έξι ώρες για την παραγωγή υπεραξίας. Από τη βδομάδα δεν μπορεί κανείς να βγάλει παρά έξι ή το πολύ εφτά εργάσιμες μέρες λογαριάζοντας και την Κυριακή. Από κάθε ξεχωριστή μέρα όμως μπορεί κανείς να βγάλει έξι, οχτώ, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε ή και περισσότερες ώρες εργασίας. Ο εργάτης πούλησε στον κεφαλαιοκράτη μια εργάσιμη μέρα για ένα μεροκάματο. Τι είναι όμως μια εργάσιμη μέρα; Οχτώ ή δεκαοχτώ ώρες;
Ο κεφαλαιοκράτης έχει συμφέρον να κάνει την εργάσιμη μέρα όσο μπορεί μεγαλύτερη. Οσο πιο μεγάλη είναι η διάρκειά της, τόσο περισσότερη υπεραξία παράγει. Ο εργάτης νιώθει σωστά ότι κάθε ώρα εργασίας που δουλεύει πάνω από την αναπλήρωση του μισθού της εργασίας του, του αφαιρείται άδικα. Δοκιμάζει στην ίδια του την πλάτη τι θα πει να δουλεύεις ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο κεφαλαιοκράτης αγωνίζεται για το κέρδος του, ο εργάτης για την υγεία του, για κάνα - δυο ώρες ανάπαυση τη μέρα, για να μπορεί έξω από τη δουλιά, τον ύπνο και το φαγητό, να δράσει και σαν άνθρωπος. Ετσι ας σημειωθεί εν παρόδω ότι δεν εξαρτιέται καθόλου από την καλή θέληση των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατών αν επιθυμούν να ανακατευτούν ή όχι σε τούτο τον αγώνα, αφού ο συναγωνισμός εξαναγκάζει ακόμα και τους πιο φιλάνθρωπους απ' αυτούς να κάνουν το ίδιο που κάνουν και οι συνάδελφοί τους και να καθιερώνουν κατά κανόνα έναν εργάσιμο χρόνο, το ίδιο παρατεταμένο όσο και οι άλλοι.
Γράφτηκε από τον Φρ. Ενγκελς την 1η και τη 13η του Μάρτη 1868. Δημοσιεύτηκε στην «Ντεμοκράτισες Βόχενμπλατ» της 21 και της 28 του Μάρτη 1868. Ανυπόγραφο.
Σημειώσεις
1. Η παραπομπή αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου». Αμβούργο 1867
2. Δηλαδή το 1867
3. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου», Αμβούργο 1867
4. Αναφέρεται στην πρώτη έκδοση του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου, Αμβούργο 1867
* Μόνιμη κατάσταση τέλειας ανέχειας στην οποία βρίσκεται ένα τμήμα του πληθυσμού στις κεφαλαιοκρατικές χώρες