Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η Δύναμη

Η Λιλή Μαυροκεφάλου
Η Λιλή Μαυροκεφάλου
Εσβησε στο τασάκι τ' αποτσίγαρο. Αργά, ανόρεχτα σηκώθηκε από την πλαστική καρέκλα και τεντώθηκε βογκώντας. Να πάρει!.. Πονούσε παντού σαν αρθριτικό γεροντάκι. Σφηνωμένος μπρος στον υπολογιστή έξι ολόκληρες ώρες! Ούτε για κατούρημα δεν είχε πάει. Τόσο τον είχε απορροφήσει το παιγνίδι Killer and Victims. Φοβερό παιγνίδι, για να ξεπεράσεις και να γαμήσεις το σύμπαν. Κι αν δεν είχε κάνει τις συνηθισμένες του μαλακίες, σίγουρα αυτή τη φορά θα τα κατάφερνε να ξεπαστρέψει και τα εξακόσια θύματα, ώστε να ανακηρυχτεί δολοφόνος - νικητής.

Πέντε παρά τέταρτο, σχεδόν ξημέρωμα. Ε, και... Μήπως αν πήγαινε νωρίτερα στο κρεβάτι θα τον έπιανε ο ύπνος; Με τίποτε! Του είχε πια γίνει δευτέρα φύση να πέφτει πρωί και να σηκώνεται απογευματάκι. Ποιος ο λόγος να ξυπνήσει; Τι είχε να κάνει; Να στείλει κι άλλα βιογραφικά;.. Να ξυριστεί, να γραβατωθεί για να εμφανιστεί αγχωμένος και σ' άλλες στημένες συνεντεύξεις;.. Να μπει μήπως στην ουρά μαζί με άλλους χίλιους ταλαίπωρους ομοιοπαθείς για να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο διαγωνισμό για τις δέκα δοσμένες ήδη σ' εκλεκτούς θέσεις... Ή να καπνίζει σαν φουγάρο βηματίζοντας πάνω κάτω σε αναμονή του τηλεφωνήματος που δεν έρχεται... Ενα χρόνο είχε επιδοθεί στο σαφάρι ανεύρεσης εργασίας. Φτάνει. Αρκετά κουρέλιασε την περηφάνια του, αρκετά ζητιάνεψε, αρκετά κατάπιε το θυμό του. Τα χαρτιά ήταν σημαδεμένα. Το βύσμα μετρούσε ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, τα υπόλοιπα ήταν βιτρίνα. Τα 'χε ακούσει όλα αυτά, άλλο όμως να τα μαθαίνεις στο πετσί σου. Κι όμως βαθιά μέσα του τον έτρωγε η υποψία πως, παρά την ανεργία, την ευνοιοκρατία, την καπιταλιστική βουλιμία κι οτιδήποτε άλλο, ήταν εκείνος ο ανάξιος, ο άχρηστος.

Η κύστη του έγινε έντονα απαιτητική. Το κατούρημα δε σήκωνε αναβολή. Καμπουριαστός, δέσμιος της στάσης που μόλις είχε εγκαταλείψει, μπήκε στην τουαλέτα. Ανακουφίστηκε ορμητικά αδιαφορώντας για τις πιτσιλιές στο καπάκι της λεκάνης και για την γκρίνια της γιαγιάς του που τον συντηρούσε με τη συνταξούλα της. Το μάτι του έπεσε στον καθρέφτη. «Α, ρε πούστη, ζόμπι κατάντησες!» μουρμούρισε, όμως δεν ξεκολλούσε τα μάτια από το φθαρμένο πρόσωπο με τα αξύριστα γένια. Ισως τον γοήτευε η οργισμένη του περιφρόνηση, η ανάκατη με περηφάνια απελπισία. Η ψυχή του! Εβλεπε την ψυχή του, του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη κι ένας βαθύς πόνος τον λόγχισε. Ξέσπασε σε βρισιές. Ψυχή και μαλακίες. Αλλη φορά δε θα ξανακοιτάξει την ξενυχτισμένη μουτσούνα του σε καθρέφτη. Τελεία και παύλα! Η ταραχή όμως φούσκωνε, ανακάτωνε τα σωθικά του. Και τα νεύρα τσίτα. Ο ύπνος θα ήταν πλέον πρόβλημα. Πίσω στην ντουμανιασμένη του κάμαρα ξανάναψε τσιγάρο για να αποφασίσει αν θα προσπαθούσε να κοιμηθεί ή θα ξανάρχιζε το παιγνίδι. Ανοιξε λιγάκι την μπαλκονόπορτα. Το ψυχρό αεράκι του προκάλεσε κάτι σαν διέγερση, μια ανεπάντεχη ζωντάνια. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ενα αυτοκίνητο με αναμμένα φώτα γλιστρούσε στο δρόμο. Από τη λεωφόρο έφτανε ο απόηχος του τραμ. Ο ουρανός ήταν ακόμη διάσπαρτος αστέρια. Γαμημένα αστέρια! Κατέβασε απότομα τα στόρια κι έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Μωρέ, ντουμάνι και πάλι ντουμάνι! Ανοιξε καινούριο πακέτο. «Το κάπνισμα σκοτώνει», προειδοποιούσε με τονισμένα, μαύρα γράμματα. Και πολύ καλά κάνει! Γι' αυτό δεν καπνίζει κανείς... Για να σκοτώσει... Τι; Ποιον; Στο διάβολο οι σκέψεις. Ξανακάθισε. Μετακίνησε το ποντίκι και η οθόνη τον καλωσόρισε με χρώματα και μουσική. Ηλεκτρονική ζωή η ζωή του. Σκιά ζωής. Και λοιπόν; Δίχως αυτήν, τι; Η τρέλα; Η πρέζα; Φιλάρα ο υπολογιστής. Διαθέσιμος πάντα και πιστός. Τον ανοίγεις, βυθίζεσαι κι ας πάνε να πνιγούνε οι δήθεν κολλητοί, οι συμφεροντολόγες γκόμενες, οι μέλλοντες εργοδότες. Και ξεχνάς τον πατέρα που δε γνώρισες, τη μάνα που γνώρισες, τ' αδέλφια που δεν είχες. Την ξεφτίλα και τη μοναξιά σου. Ενα μόνο σε απασχολεί. Να βγεις νικητής! Εστω μια φορά...


Β. Παπαγεωργίου

Μηχανικά το βλέμμα του έπεσε στο τυπωμένο χαρτί πλάι στο πληκτρολόγιο. Τα ινδιάνικα κεφάλια στο περιθώριο του κειμένου ήταν το σήμα κατατεθέν του σε βιβλία και τετράδια από τα σχολικά του ακόμη χρόνια και σήμαιναν πλήξη ή άγονο προβληματισμό. Μηχανικά άρχισε να διαβάζει το κείμενο. «Το blog σου φίλε "Απροσάρμοστε" - το ψευδώνυμό σου μαρτυρά ότι τουλάχιστον διαθέτεις αυτογνωσία - το διαβάζω κάπου κάπου για να σπάω πλάκα. Ομως διαπιστώνω ότι οι κλάψες σου για τη στραβή κι ανάποδη κοινωνία και τα αφελέστατα όνειρά σου για έναν άλλον, καλύτερο κόσμο βρίσκουν τελευταία πολλούς φανατικούς οπαδούς. Γι' αυτό μπαίνω στον κόπο να συνεισφέρω κι εγώ δυο λόγια μήπως και σας συνεφέρω από την ομαδική σας παράκρουση. Αν νιώθετε παραμερισμένοι κι αδικημένοι δε φταίει κανείς και τίποτε άλλο εκτός από σας. Μάλιστα! Και μη σας κακοφαίνετε. Ο κόσμος είναι αυτός που είναι και δεν αλλάζει. Αλλωστε, τέτοιος ήταν πάντα. Ρίξτε και μια ματιά στην ιστορία. Κι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του λήσταρχος και φονιάς. Τα όμορφα όνειρα είναι για τους αδύναμους. Ο κόσμος ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στους Δυνατούς. Είναι ο κόσμος της Δύναμης ο κόσμος μας, όπου το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό κι ο δυνατός λιώνει τον αδύναμο. Ολα τ' άλλα περί ισότητας, δικαιοσύνης, δημοκρατίας είναι μπούρδες, απαραίτητες όμως για να χαϊδεύουν τ' αυτιά, να κολακεύουν την αδυναμία, να την εμποδίζουν να γίνει μνησίκακη κι εκδικητική, πιθανόν επικίνδυνη. Υποκλιθείτε στην απληστία, παιδιά. Είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων. Αν όμως επιμένετε στην επίκληση της δικαιοσύνης, αρκεστείτε στη μεταθανάτιο και παρηγορηθείτε. Εγώ θέλω ν' ανήκω στους δυνατούς. Είναι ο υπέρτατος σκοπός μου στον οποίο υποτάσσω τα πάντα. Οταν με συναντήσετε, θα με αναγνωρίσετε αμέσως και θα σας αναγνωρίσω κι εγώ. Θα σας αναγνωρίσουμε. Εμείς οι δυνατοί. Οι αδίστακτοι. Που εσείς οι ιδεολόγοι, τρομάρα σας, τάχα περιφρονείτε και στο βάθος φθονείτε. Κοπάδια αρνιών και μοσχαριών, πιθήκων, αλεπούδων, ποντικιών, ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να σας αφανίσουμε, αν και θα το αξίζατε. Σας χρειαζόμαστε! Δίχως εσάς τι νόημα θα είχε η δύναμή μας; Σας θέλουμε. Λιγότερους όμως και παραζαλισμένους. Είμαστε αδέλφια σας, σάρκα από τη σάρκα σας, όμως διαφέρουμε. Είμαστε η προνομιούχος κάστα και γράφουμε στα παλιά μας παπούτσια τους νόμους που σας φτιάχνουμε. Για να σας επιβληθούμε δε χρησιμοποιούμε όπλα. Αυτά είναι ντεμοντέ. Κρατάμε και κινούμε το χρήμα. Είναι η ψυχή του κόσμου μας. Η ψυχή μας. Aϋλη, παντοδύναμη, πανταχού παρούσα. Αυτά τα ολίγα, λοιπόν. Αν με σχολιάσετε, που σίγουρα θα κάνετε, δεν πρόκειται να σας απαντήσω. Ομως μάλλον θα συνεχίσω να σας διαβάζω για την πλάκα μου...»


Β. Παπαγεωργίου

Μουρμούρισε μια βρισιά τσαλακώνοντας το χαρτί. Για ποιο λόγο είχε εκτυπώσει το κείμενο ενός φαντασιόπληκτου κομπλεξικού; Μάλλον θα έπρεπε να τον είχε εντυπωσιάσει, όταν το είχε πρωτοδιαβάσει... Ομως δε θυμόταν πότε είχε συμβεί αυτό. Τελευταία ξεχνούσε πολύ σαν κανένας εσχατόγερος. Κάπου είχε διαβάσει πως η αμνησία ήταν αρρώστια των καιρών, η άλλη όψη της γενικής σύγχυσης...

Πιάνο! Ποιος έπαιζε τέτοια ώρα κι από πού ερχόταν άραγε η μουσική; Του φαινόταν αόριστα γνωστή, σαν να την είχε ξανακούσει, ωστόσο ήταν εξοικειωμένος μόνο με μοντέρνα ακούσματα, από αυτά που εκνευρίζουν τα πουράκια. Από κλασική, αν ήταν τέτοιο το κομμάτι, είχε μαύρα μεσάνυχτα, όμως άκουγε μαγεμένος, όχι μονάχα με τ' αυτιά, μα με ολόκληρο το κορμί κι ήταν σαν ν' άνοιγε και να γλύκαινε ολόκληρος. Και φαντάστηκε ή μάλλον είδε ένα καστανό κορίτσι με ροζ νυχτικό και υγρά, αισθαντικά μάτια να μελετά στο πιάνο. Θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του. Να κάθονται στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι και να μιλάνε ώρα πριν καταλήξουν στο σεξ.. Και να τη γδύνει αυτός, όχι να τσιτσιδώνεται με επαγγελματική βιασύνη σαν την τελευταία του, πριν καλά καλά πατήσει το πόδι της στο δωμάτιο.

Απότομα η μουσική σταμάτησε, άφησε όμως εντός του μια παράδοξη γλύκα, μια αίσθηση γαλήνης. Οι τοίχοι του φάνηκαν ξαφνικά ανυπόφοροι και ξεχνώντας να βάλει μπουφάν βγήκε στο δρόμο. Σκοτάδι ακόμη, η κίνηση ελάχιστη, κάποιοι πεζοί, ίσως μετανάστες, που πήγαιναν για μεροκάματο, κάποιοι εποχούμενοι ξενύχτηδες που πήγαιναν για ύπνο. Το περπάτημα τον ανακούφιζε από τους πόνους της ακινησίας και το επιτάχυνε. Για πότε έφτασε στην κορυφή του λόφου ούτε που το κατάλαβε. Είχε ν' ανεβεί από παιδάκι, από κείνη την Καθαρά Δευτέρα που κατάφερε να πετάξει τον χαρταετό του ψηλότερα απ' όλους τους άλλους. Η Αθήνα απλωνόταν γύρω του, μια θάλασσα από τσιμέντο. Και του φάνηκε πως σε τσιμεντένιες σαρκοφάγους ήταν θαμμένοι οι ζωντανοί και οι μισοζώντανοι. Αυτή την ώρα θα κοιμόταν κι αυτός στη δική του σαρκοφάγο. Μαζί του θα κοιμόταν κι η δύναμή του. Και θα συνέχιζε να κοιμάται όταν εκείνος ξυπνούσε, πάντα κατσούφης, πάντα μ' αυτό το ανυπόφορο κενό μέσα του... Υπήρχε δύναμη κι εκεί κάτω, μια θάλασσα δύναμης που γερνούσε επάνω στη νιότη της και δε γνώριζε τον εαυτό της. Είχε αρχίσει να κάνει δίπλες η κοιλιά της, νερουλιασμένα ήταν τα μπράτσα και το μυαλό της. Καμιά φορά έκλαιγε δίχως δάκρυα, άλλοτε πάλι ξεσπούσε σε ουρλιαχτά οργής ή χτυπιότανε μανιασμένα, μα ποτέ δεν προχωρούσε παραπέρα. Συνήθιζε να σέρνεται νυσταγμένη η δύναμη στους μποτιλιαρισμένους δρόμους, μπουκωμένη καυσαέριο και βαρεμάρα, για να καταλήξει σε μπαρ με νοθεμένα ποτά και σε ανούσιες ερωτικές συνευρέσεις..

Η Δύναμη καταντούσε γόπες σε βρωμερά σταχτοδοχεία, σκισμένα προφυλακτικά, άπλυτα φλιτζάνια νες καφέ και τρυπημένα μπράτσα, ενώ τα αφεντικά μαστούρωναν με κέρδη και σχέδια για περισσότερα κέρδη, ξεγελώντας προσωρινά τον μόνιμο φόβο τους μήπως η Δύναμη ξυπνήσει.

Ξανάκουσε τη μουσική που είχε ακούσει στο δωμάτιό του κι ήξερε πως παιζότανε μες στο κεφάλι του. Σίγουρα τ' αφεντικά μισούσαν αυτή τη μουσική και ρίχνανε άφθονο χρήμα, για να κυριέψει τα πάντα η βαβούρα που παρήγαγαν οι δικές τους εταιρείες και διαφήμιζαν μετά μανίας τα δικά τους μέσα μαζικής επικοινωνίας. Πίστευαν πως έτσι η μουσική του κοριτσιού που θα μπορούσε να γίνει το κορίτσι του δε θα είχε ευκαιρίες να ακουστεί.

Ανάσανε λαίμαργα τον καθαρό αέρα κι ένιωσε τα πνευμόνια του ν' ανοίγουν και να πονάνε. Είχε ξεμάθει ν' ανασαίνει, ίσως είχε ξεμάθει και να ζει, όμως τώρα η ζωντάνια του τον κατέκαιγε. Είχε δύναμη να παλέψει. Οχι μόνος. Μαζί με τους άλλους... Θα ξυπνούσαν σύντομα. Ηταν αναπόφευκτο. Κι αυτός θα σκουντούσε όσους μπορούσε... Μηχανικά έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το πακέτο ν' ανάψει τσιγάρο και ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια. Είχε κόψει το κάπνισμα και το μάθαινε μόλις εκείνη τη στιγμή. Αυτά τα Χριστούγεννα θα τον έβρισκαν άκαπνο κι απόρησε που η προοπτική τους δεν του προκάλεσε τρόμο όπως του συνέβαινε τα τελευταία χρόνια.


Λιλή Μαυροκεφάλου

Αϊσέ, η μικρή αδελφή της Αννας

Στην Αϊσέ και στην Αννα και στη Ραχήλ και στη Γιασμίν και σ' όλα τα κοριτσάκια που γνώρισαν καλά τα «πώς» του μίσους κι έφυγαν χωρίς να καταλάβουν ποτέ τα «γιατί»...

Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης
Ο Τεύκρος Μιχαηλίδης
Ηρθαν πάλι. Σήμερα το πρωί. Χαράματα ξύπνησα απ' το βουητό τους. Στην αρχή, ο ήχος τους μοιάζει μ' αυτόν του ψυγείου, σαν αυτό που είχαμε πριν απ' τον πρώτο βομβαρδισμό, τότε που σκοτώθηκαν ο πατέρας κι ο Ισμαήλ. Υστερα, σιγά σιγά ο ήχος δυναμώνει, τ' αυτιά σου βουίζουν, ο λαιμός σου σφίγγεται, το στήθος σου πιέζεται, το στομάχι σου πονά. Η καρδιά σου αρχίζει να χτυπά, δυνατά, όλο και πιο δυνατά, μέχρι ν' ακούσεις τις πρώτες εκρήξεις. Μετά ξέρεις. Αν είναι μακριά σώθηκες, αυτή τη φορά τουλάχιστον. Αν είναι κοντά φοβάσαι ακόμα πιο πολύ. Κι εσύ να τη γλιτώσεις, κάποιος δικός σου θα χαθεί. Εγώ δε φοβάμαι πια, δε μου έχει μείνει κανένας. Σήμερα κάηκε και το σπίτι του Αμπού. Ολοι οι δικοί του σκοτώθηκαν. Η μάνα του - αυτή με φρόντιζε από τότε που έχασα τη δικιά μου, όταν το αεροπλάνο γάζωσε με το πολυβόλο όλες τις γυναίκες που είχαν πάει στο πηγάδι για νερό - ο αδελφός του κι ο παππούς του. Ο άλλος του αδελφός, ο μεγάλος, είχε φύγει μαζί με το δικό μου - όχι τον Ισμαήλ, τον Ταρέκ - μετά τον πρώτο βομβαρδισμό, πήγαν να γίνουν μαχητές. Την ώρα που έπεσε η βόμβα, ο Αμπού είχε βγει απ' το σπίτι κι έτσι γλίτωσε, όμως τον έχασα κι αυτόν. Ηρθαν οι άνθρωποι της οργάνωσης και τον πήραν, τον έπεισαν να πάει μαζί τους. Θύμωσα πάρα πολύ. Πάντα πίστευα ότι ο Αμπού κι εγώ θα παντρευτούμε, όχι τώρα, αργότερα, όταν μεγαλώσουμε. Ηρθε να με αποχαιρετήσει όλος καμάρι. Πατούσε και στις μύτες του για να δείχνει πιο ψηλός, δεν του αρέσει που τον περνάω μισό κεφάλι. Οταν έφυγε μ' έπιασε απελπισία. Ετσι πήρα τους δρόμους. Αυτό κάνω πάντα όταν θυμώνω.


Β. Παπαγεωργίου

Περπάταγα με τις ώρες. Κάποτε έφτασα μέχρι το παλιό γαλλικό σχολείο. Δεν ήξερα πως είχε βομβαρδιστεί. Το μισό είχε καταρρεύσει, το άλλο μισό ήταν άθικτο. Μπήκα μέσα. Οσες αίθουσες δεν είχαν γκρεμιστεί έμοιαζαν λες και μόλις είχαν φύγει τα παιδιά... Μόνο η σκόνη σε άφηνε να καταλάβεις πως το σχολείο ήταν εγκαταλειμμένο... Σ' έναν πίνακα υπήρχε μια μισοτελειωμένη πράξη: 4-2-1. Πήρα ένα κομματάκι κιμωλία και τη συμπλήρωσα: 4-2-1=1. Υστερα έγραψα από κάτω: 1-1=0.

Στο βάθος του διαδρόμου ήταν η βιβλιοθήκη. Αυτή δεν είχε πάθε τίποτα. Από μέσα ακούγονταν κάποιοι παράξενοι ήχοι. Αφουγκράστηκα. Για μια στιγμή πετάρισε μέσα μου μια τρελή ελπίδα. Λες να έχει μείνει εδώ κάποιο παιδί; Ενιωθα τόσο πολύ την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον. Υστερα κατάλαβα. Ποντίκια. Μπήκα μέσα. Δε φοβάμαι τα ποντίκια. Αυτά το πολύ πολύ να σου φάνε το ψωμί σου ή να σου δαγκώσουν την πατούσα όταν κοιμάσαι. Ξυπνάς και τα διώχνεις. Δεν είναι σαν τα αεροπλάνα...

Πάνω στο μεγάλο τραπέζι ήταν αφημένο ένα βιβλίο. Το ξεφύλλισα. Ξέρω Γαλλικά. Παλιά, πριν απ' τον πόλεμο, κάναμε στο σχολείο. Υστερα, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί, συνέχισε να μου τα μαθαίνει η μάνα μου. Πήρα μαζί μου το βιβλίο. Αν ποτέ τελειώσει ο πόλεμος και ξανανοίξει το σχολείο, τους το φέρνω πίσω.

Κι έτσι έμαθα για σένα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα όταν είδα ότι το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου ήταν το ημερολόγιό σου. Γράφεις μέσα πως δεν έχεις καμιά Φίλη. Εχεις αξιολάτρευτους γονείς, μια μεγαλύτερη αδελφή, ένα σωρό φίλες και φίλους και το μόνο που σου λείπει είναι μια Φίλη με κεφαλαίο Φ. Γι' αυτό βάφτισες το ημερολόγιό σου Κίττυ και αποφάσισες να του γράφεις όλα όσα θα έλεγες στη Φίλη, αν ποτέ τη συναντούσες στη ζωή σου. Εγώ πια δεν έχω ούτε οικογένεια ούτε φίλους. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν. Τ' αδέλφια μου, άλλα σκοτώθηκαν κι άλλα έφυγαν να πολεμήσουν. Αδελφή όμως δεν είχα ποτέ. Πάντα ήθελα μια μεγαλύτερη αδελφή. Φαίνεται πως είμαι πιο τυχερή από σένα αφού σε βρήκα. Δε θα χρειαστεί να φτιάξω μόνη μου την αδελφή μου. Από σήμερα εσύ θα είσαι η μεγάλη μου αδελφή. Σ' εσένα θα λέω όλα τα μυστικά μου, για σένα θα φυλάω τις ερωτήσεις μου, θα στις ρωτήσω όταν συναντηθούμε. Αύριο θα σου γράψω πιο πολλά για μένα, για να με γνωρίσεις καλύτερα. Τώρα νυστάζω. Η πεζοπορία με κούρασε. Καληνύχτα.


Β. Παπαγεωργίου

9 Αυγούστου 2006

Αγαπημένη μου αδελφή,

Ακόμα δεν ήρθαν τ' αεροπλάνα. Αργησαν σήμερα. Καλύτερα θα μου πεις. Δεν έχεις δίκιο. Οσο δεν έρχονται αγωνιάς περισσότερο. Τα περιμένεις. Ξέρεις ότι θα έρθουν. Ενώ όταν φύγουν κι έχεις γλιτώσει ξέρεις πως η μέρα είναι ολόκληρη δική σου. Σπάνια ξανάρχονται δυο φορές την ίδια μέρα.

Πριν από λίγο πέρασε μια γειτόνισσα, η Γιασμίν. Μου έφερε δυο πίτες και με ρώτησε αν θέλω να πάω στο σπίτι της για να μην είμαι μόνη μου. Της είπα πως δε θέλω. Τα παιδιά της είναι πολύ άταχτα και τσιρίζουν συνεχώς. Αλλωστε εγώ δεν είμαι μόνη. Εχω εσένα! Να σου συστηθώ λοιπόν.

Με λένε Αϊσέ και είμαι από την Παλαιστίνη. Πριν από πολλά χρόνια οι δικοί μου ζούσαν σ' ένα χωριό κοντά στη Χάιφα. Ο προπάππος μου ήταν αγρότης. Καλλιεργούσε ελιές και σταφύλια. Το κρασί του - έτσι έλεγε ο παππούς μου - ήταν ξακουστό σ' όλη την Παλαιστίνη. Μετά ήρθε ο πόλεμος του '48. Δεν ξέρω πότε ήταν αυτό, θα πρέπει όμως να ήταν πολύ παλιά. Ο παππούς, που τότε ήταν παιδάκι σαν κι εμένα, έλεγε πως οι στρατιώτες έκαιγαν ολόκληρα χωριά για να αναγκάσουν τους δικούς μας να φύγουν. Ο πατέρας του, ο προπάππος μου δηλαδή, μάζεψε την οικογένειά του κι έφυγε πριν έρθουν οι στρατιώτες και στο δικό του χωριό. Πήραν μαζί τους μόνο το κλειδί του σπιτιού - ένα τεράστιο σιδερένιο κλειδί, σα ρόπαλο. Το είχαμε κρεμασμένο πίσω από την εξώπορτα μέχρι που η βόμβα, εκείνη που σκότωσε τον πατέρα και τον Ισμαήλ, γκρέμισε όλο το μπροστινό μέρος του σπιτιού, το σαλόνι, το χολ και την κουζίνα δηλαδή. Τώρα φυλάω το κλειδί κάτω από το κρεβάτι μου. Θα σου το δείξω κάποια μέρα, όταν συναντηθούμε. Οπως σου έγραψα λοιπόν, οι δικοί μου έφυγαν απ' την Παλαιστίνη κι εγκαταστάθηκαν εδώ, κοντά στη Βηρυτό, σ' ένα μεγάλο καταυλισμό μόνο για πρόσφυγες. Εδώ γεννήθηκαν ο πατέρας κι η μητέρα, εδώ γεννήθηκα κι εγώ. Η γονείς της μητέρας ήταν κι αυτοί πρόσφυγες αλλά από άλλο χωριό. Ζούσαμε αρκετά καλά μέχρι πριν ένα μήνα, όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Από τότε η κάθε μέρα είναι χειρότερη από την άλλη. Εκτός βέβαια από χτες που βρήκα το ημερολόγιό σου.


Β. Παπαγεωργίου

Φαίνεται πως το ίδιο συμβαίνει με όλα τα παιδιά. Περνάς καλά, διασκεδάζεις, χαίρεσαι, λυπάσαι και μια μέρα γίνεται κάτι και όλα αλλάζουν στη ζωή σου. Την Παρασκευή - γράφεις - πήρες τον έλεγχό σου, χάρηκες που πήγες καλά στα μαθήματα, όλοι ήταν ευχαριστημένοι μαζί σου, άρχισαν κι οι διακοπές. Πέντε μέρες μετά ήρθε η καταστροφή. Εφτασε εκείνη η κλήση από τα Ες - Ες και αναγκαστήκατε, εσύ κι η οικογένειά σου να γίνετε «παράνομοι», να κρυφτείτε στο Καταφύγιο. Φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα είναι για σένα να μην μπορείς να βγεις ποτέ έξω και να ζεις συνέχεια με το φόβο μήπως σας ανακαλύψουν και σας τουφεκίσουν.

Κάπως έτσι έγινε και μ' εμένα. Τέλος Ιουνίου έκλεισε το σχολείο και ξένοιασα για δυο μήνες. Δε λέω, αγαπώ το σχολείο μου, είμαι και καλή μαθήτρια - καλύτερη από τον Αμπού που δυσκολεύεται στη Γεωμετρία και ντρέπεται κάθε φορά που έρχεται σε μένα να τον βοηθήσω. Μ' αρέσουν πολύ τα μαθηματικά και η λογοτεχνία όμως τα πάω καλά με όλα τα μαθήματα εκτός από την Ιστορία - είναι πολύ λυπητερά αυτά που μας μαθαίνουν για το ποια ήταν η πατρίδα μας και πώς τη χάσαμε. Κι ούτε θέλω να σκοτώσουμε και να σκοτωθούμε για να την πάρουμε πίσω. Καλά περνάμε κι εδώ. Πιο πολύ όμως μ' αρέσουν οι διακοπές. Μπορώ να ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω, να παίζω όσο θέλω και να διαβάζω μόνο ό,τι μου αρέσει. Φέτος όμως, δεν είχαν αρχίσει καλά καλά οι διακοπές και ξέσπασε ο πόλεμος. Από τότε, κάθε μέρα έρχονται. Τις πιο πολλές φορές χαράματα. Συνήθως ρίχνουν μόνο βόμβες, είναι όμως και φορές που μας γαζώνουν με τα πολυβόλα.

Ονειρεύομαι πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Οταν τελειώσει θα σε συναντήσω, αν φυσικά γλιτώσω. Εχω να σου πω πολλά.

10 Αυγούστου 2006

Αγαπημένη μου αδελφή,

Διαβάζω το ημερολόγιό σου. Το ξέρεις πως μοιάζουμε πολύ; Διάβασα πως εκεί που κρύβεστε, στο Καταφύγιο όπως το λες, κινδυνεύετε κι εσείς από τα αεροπλάνα. Το παράξενο είναι ότι αυτά τα αεροπλάνα είναι φίλοι σας. Ερχονται να πολεμήσουν τους Γερμανούς που σας αναγκάζουν να κρύβεστε. Δεν είναι πολύ χαζό να σκοτωθεί κανείς από τα αεροπλάνα που έρχονται να τον σώσουν; Τα δικά μας αεροπλάνα δεν είναι φίλοι μας. Δε θα σταματήσουν αν δε μας σκοτώσουν όλους. Ετσι είπαν οι άνθρωποι της οργάνωσης. Γι' αυτό λένε, πρέπει όλοι να γίνουμε μαχητές...

Διάβασα πως σε παιδεύουν οι συγκάτοικοί σου. Εχεις θυμώσει με την αδελφή σου, με τη μητέρα σου, με αυτόν τον καινούργιο που ήρθε πρόσφατα στο Καταφύγιό σας, με όλους. Θα σου πω κάτι. Νομίζω πως είσαι τυχερή που έχεις όλους αυτούς τους ανθρώπους γύρω σου. Οσο κι αν σε νευριάζουν, είναι καλύτερα από το να μην έχεις κανέναν. Σ' αφήνω. Ερχονται τα αεροπλάνα.

11 Αυγούστου 2006

Αγαπημένη μου αδελφή,

Φτηνά τη γλίτωσα χτες. Τα αεροπλάνα δεν ήτανε για μας. Περάσανε πάνω απ' τον καταυλισμό και χτύπησαν ένα κομβόι στο δρόμο από τη Βηρυτό προς τη Συρία. Σκοτώθηκαν δεκαπέντε παιδιά και τρεις μεγάλοι. Εμαθα τα νέα στο πηγάδι που πήγα να πάρω νερό. Δε μ' αρέσει να πηγαίνω γιατί εκεί σκοτώθηκε η μητέρα. Δεν είχε όμως μείνει καθόλου νερό στο σπίτι και δεν υπάρχει πια κανένας άλλος να πάει να φέρει. Γύρισα και κάθισα να φάω τις πίτες της Γιασμίν. Πάνω που έτρωγα ακούστηκε ένα φοβερό μπουμ. Ολόκληρο το σπίτι τραντάχτηκε. Ενα κομμάτι απ' το ταβάνι έπεσε δίπλα μου. Το δωμάτιο γέμισε σκόνες. Η καρέκλα μου αναποδογύρισε κι εγώ έπεσα κάτω. Αρχισα να τρέμω. Ακούστηκαν κι άλλες εκρήξεις, πιο μακριά. Υστερα ησυχία. Πόσο ήθελα εκείνη τη στιγμή να σ' έχω δίπλα μου, να σου κρατάω το χέρι. Νομίζω πως θα φοβόμουνα λιγότερο. Σιγά σιγά το τρέμουλο σταμάτησε. Σηκώθηκα. Ευτυχώς αυτή τη φορά το σπίτι δεν είχε πάθει τίποτα σοβαρό. Μόνο κάποιοι σοβάδες από το ταβάνι είχαν πέσει κάτω από το τράνταγμα. Σε λίγο βγήκα έξω να δω τι έγινε. Το διπλανό μας σπίτι, όχι αυτό του Αμπού, το άλλο, από την άλλη μεριά, το σπίτι της Γιασμίν είχε γκρεμιστεί ολόκληρο. Φαίνεται πως η Γιασμίν και τα δυο παιδιά της - αυτά που σου έγραψα χτες πως είναι πολύ άτακτα - θάφτηκαν από κάτω. Αν είχα πάει μαζί τους που με κάλεσαν, θα είχα σκοτωθεί κι εγώ. Δεν ήταν αεροπλάνο. Κάποιοι είπανε πως ήτανε πυροβόλο από καράβι. Παράξενο. Η θάλασσα είναι πολύ μακριά από μας. Απ τον καταυλισμό δε φαίνεται καν. Πρέπει ν' ανέβεις σ' ένα λόφο εδώ πιο πέρα για να τη δεις. Πού μας είδε τώρα το καράβι και μας πυροβόλησε, δεν ξέρω.

Κοντεύω να τελειώσω το ημερολόγιό σου. Από τη μια χαίρομαι γιατί θα μάθω τι απέγινες, από την άλλη όμως λυπάμαι γιατί αυτό πια είναι η μοναδική μου συντροφιά.

Πάω τώρα να βρω τίποτα για φαγητό. Πείνασα κι όλοι οι γείτονες που μου έδιναν ως τώρα να φάω έχουν σκοτωθεί. Μάλλον θα πάω στη Ρίμα, μια ξαδέλφη μου, μένει στην άλλη άκρη του καταυλισμού.

12 Αυγούστου 2006

Αγαπημένη μου αδελφή,

Σήμερα ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Λίγο μετά που έφυγαν τα αεροπλάνα τέλειωσα το ημερολόγιό σου. Ετσι έμαθα πως έχεις πεθάνει. Τώρα ξέρω πως δε θα μπορέσω να σε συναντήσω ποτέ. Εσύ είσαι κιόλας στον παράδεισο των Εβραίων, εγώ θα πάω σ' αυτόν των Μουσουλμάνων. Φοβάμαι πως οι δυο παράδεισοι δεν επικοινωνούν.

Η Αϊσέ σκοτώθηκε στο μεγάλο βομβαρδισμό της 13ης Αυγούστου 2006, λίγες ώρες πριν αρχίσει να ισχύει η κατάπαυση του πυρός. Τη βρήκαν πεσμένη ανάσκελα στην είσοδο της μισογκρεμισμένης παράγκας όπου έμενε μόνη της τις τελευταίες μέρες. Με το δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος ένα βιβλίο. Το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ. Μια φτηνή, γαλλική έκδοση του 1970. Το αριστερό της χέρι βρέθηκε λίγο πιο μακριά...


Τεύκρος Μιχαηλίδης

Τελευταίο γράμμα από τον Αϊ - Βασίλη

Ο Μανώλης Πιμπλής
Ο Μανώλης Πιμπλής
Λυών

Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2007

Αγαπητέ κύριε

Με μεγάλη οδύνη πληροφορήθηκα από το αγγελτήριο και τη σύντομη επιστολή σας το θάνατο του παλαιού και στενού μου φίλου Μπερνάρ, με τον οποίο με συνδέουν αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Δυστυχώς, μεγάλα προβλήματα υγείας δε μου επιτρέπουν να μετακινηθώ και δε θα μπορέσω να παραβρεθώ στην κηδεία του. Διαβιβάστε παρακαλώ σε όλα τα μέλη της οικογένειας τα θερμά μου συλλυπητήρια. Συγχωρέστε με που δε βρίσκω άλλα λόγια να πω τώρα. Οταν ξεπεράσω το δικό μου σοκ (που, οπωσδήποτε, μου δίνει ένα μέτρο της δικής σας απέραντης δυστυχίας), θα σας γράψω ξανά. Ο Μπερνάρ υπήρξε παράδειγμα για όλους μας.

Συμπάσχων ειλικρινά,

Ζαν Λεφέβρ,

Υποστράτηγος ε.α.

ΥΓ: Οταν θα έχει περάσει κάπως η κακοκαιρία - αν μπορεί ποτέ να κοπάσει το κρύο του θανάτου -, ευαρεστηθείτε παρακαλώ να μου περιγράψετε με ένα σύντομο σημείωμα τα της κηδείας. Τολμώ να το ζητήσω γιατί θα ήθελα να αποκτήσω αναμνήσεις και γι' αυτήν, έστω και έμμεσα. Επίσης, θα ήθελα να ξέρω: το κατάλαβε;

-----

Ιβρύ συρ Λουάρ

Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου

Στρατηγέ,

Ξεκλέβω λίγα λεπτά για ένα σύντομο σημείωμα. Γνωρίζω πόσο συνδεδεμένοι ήσασταν, το δε γράμμα σας που λάβαμε σήμερα συγκίνησε όλη την οικογένεια. Ενας άνθρωπος όπως εσείς, που έχει γαλουχηθεί στην εγκράτεια και τις ψύχραιμες συμπεριφορές, να μην μπορεί καθόλου να κρύψει τον βουβό του πόνο...


Β. Παπαγεωργίου

Η κηδεία θα γίνει αύριο. Ο Μπερνάρ, όπως ήδη ξέρετε, πέθανε την Παρασκευή. Και μείνετε ήσυχος, όχι, δεν κατάλαβε τίποτα. Επαθε καρδιακή προσβολή ενώ οδηγούσε, πεντακόσια μέτρα από το σπίτι του. Το αυτοκίνητο τσούλησε ακυβέρνητο και έπεσε στον τοίχο του Ταχυδρομείου. Τι ειρωνεία της τύχης! Ο άνθρωπος που έγραφε τα περισσότερα γράμματα στο χωριό, ο καλύτερος πελάτης του Ταχυδρομείου, εκείνος επιπλέον που το στήριξε με ποικίλες ενέργειες και όσο κανένας άλλος ώστε να παραμείνει το υποκατάστημα στον τόπο του (θα θυμάστε που ήθελαν να το κλείσουν την εποχή των περικοπών, όταν σκέφτονταν ιδιωτικοποίηση των ΕΛΤΑ), να αφήσει την τελευταία του πνοή στο κατώφλι του... Τι να ήθελε να πει με αυτό;

Θα ξέρετε ότι έγραφε για όλα. Εγραφε κάθε εβδομάδα στα παιδιά και τα εγγόνια του χωριστά, έγραφε κάρτες σε τουλάχιστον εκατό φίλους και γνωστούς, έγραφε στην Αιρ Φρανς για να παραπονεθεί κάθε φορά που μια πτήση είχε καθυστέρηση (κάποτε κέρδισε έτσι ένα δωρεάν εισιτήριο για την Ελλάδα!), έγραφε στις εφημερίδες τη γνώμη του, έγραφε, έγραφε. Μέχρι και τη ζωή του έγραψε σε καμιά ογδονταριά σελίδες και την έστειλε (δεμένη) σε παιδιά και εγγόνια ταχυδρομικώς. Αλλά και τη διαθήκη του: έγραψε αναλυτικά τι θέλει να γίνει μετά τον θάνατό του, πώς θα έπρεπε να τον κηδέψουμε, σε ποια περιοδικά ήταν συνδρομητής, ώστε να διακοπούν οι συνδρομές, αναλυτικά στοιχεία για τις συντάξεις και τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν ώστε να διακοπούν κι αυτές. Εγραψε σχολαστικά για τα αντικείμενα αξίας στο σπίτι, σημείωσε το λογαριασμό από τον οποίο είχε κανονίσει να πληρωθούν αυτόματα τα έξοδα κηδείας, ακόμη και όλα τα πρόσωπα (κάπου 150) στα οποία θα ήθελε να σταλεί το αγγελτήριο θανάτου, όπως κάνετε εσείς εδώ. Και όλα αυτά μας τα έστειλε σε έναν ογκώδη φάκελο - φυσικά με το κρατικό ταχυδρομείο - που κανείς δεν τόλμησε να ανοίξει γιατί τον θεωρούσε μακάβριο, μέχρι που ήρθε η μακάβρια ώρα. Τα είχε ετοιμάσει όλα στην εντέλεια, με κάθε λεπτομέρεια, τόσο που, αν δε βρίσκαμε τα ψώνια στο αυτοκίνητο - πέθανε ενώ γύριζε από το σούπερ μάρκετ - και αν δεν ξέραμε βήμα προς βήμα τις ενέργειές του το μοιραίο πρωί - φαίνονται όλα στις αποδείξεις πληρωμών με κάρτα που βρέθηκαν στο πορτοφόλι του - θα σκεφτόμασταν ότι αυτοκτόνησε. Κι εσείς ακόμη περισσότερο, τόσα που είδατε στη μακρά σας θητεία στο αστυνομικό σώμα. Ο Μπερνάρ ήταν περήφανος για σας, σας μνημόνευε συχνά, γιατί ξέρει τι δύσκολα παιδικά χρόνια περάσατε - όπως κι εκείνος άλλωστε - και πόσο δύσκολο ήταν να φτάσετε εκεί που φτάσατε - στο βαθμό του αντιστρατήγου!


Β. Παπαγεωργίου

Αλλά ήταν ένας φυσικός θάνατος. Οι πρώτες βοήθειες προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν επί τρία τέταρτα. Μάταια. Τι φυσικός δηλαδή, πιο αφύσικος δεν υπάρχει, τη μια στιγμή να σου λέει χαρούμενα ότι έκανε γενικές εξετάσεις και βγήκαν όλες καθαρές και την άλλη να πεθαίνει. Ολα θα είναι αφύσικα, πλέον. Το τηλέφωνο που δε θα χτυπάει τις Παρασκευές, ο ταχυδρόμος που δε θα έρχεται πια κάθε τόσο με ειδοποίηση για δέμα από τη Γαλλία, η γέρικη αλλά τόσο αγέρωχη φιγούρα του μπροστά στην αψιδωτή μπλε πόρτα του σπιτιού του, που δε θα μας αποχαιρετήσει ξανά την ώρα της επιστροφής. Και το ανέκφραστο πρόσωπο που δε θα αφήσει ξανά να κυλήσει εκείνο το απρόσμενο δάκρυ - «άραγε θα τους ξαναδώ;» - που πρόδιδε τα πραγματικά του αισθήματα.

Κάνετε καλά, νομίζω, εδώ στη Γαλλία, που αφήνετε να περάσουν μερικές μέρες για την κηδεία. Οχι όπως εμείς, που παραχώνουμε τους νεκρούς αμέσως μόλις πεθάνουν, να τους ξεχάσουμε και να ησυχάσουμε. Ξεχνιέται ο θάνατος; Ενώ όταν έχεις λίγες μέρες μπροστά σου μέχρι την κηδεία, κάτι προλαβαίνεις να συλλάβεις πριν τον οριστικό αποχωρισμό. Λες πάει, αυτό ήτανε. Κλαις, κουβεντιάζεις, γελάς με μερικές αστείες αναμνήσεις, ξανακλαίς και όταν τον βάλεις τον νεκρό στο χώμα τον χαιρετάς σαν να φεύγει ταξίδι. Δε φωνάζεις «βοήθεια, κλέφτης» σαν να σου τον απήγαγαν. Πόσο μάλλον που στην περίπτωση του Μπερνάρ δε θα γίνει ταφή αλλά καύση.


Β. Παπαγεωργίου

Αντίθετα, το ότι τον φέρνετε στο σπίτι για δυο - τρεις μέρες δε μου φαίνεται εξαιρετική ιδέα. Βέβαια, κι αυτό βοηθάει, το να περνάς κάθε τόσο μπροστά του κάνοντας δουλιές της καθημερινότητας - λ.χ. να πιεις νερό στην κουζίνα ή να πας στην τουαλέτα - σε εξοικειώνει με το θάνατο, τον κάνει, αν επιτρέπεται να το πω αυτό, πιο «ανθρώπινο», ενδεχομένως (να που εδώ ταιριάζει η λέξη) και πιο «φυσικό». Ομως ό,τι και να πεις, ένας νεκρός στο σαλόνι δεν είναι και πολύ καλή παρέα. Ευτυχώς στην περίπτωσή μας το σπίτι είναι χωρισμένο στα δύο και τα μικρότερα παιδιά δε χρειαζόταν να δουν το λείψανο.

Είπα θα γράψω ένα σύντομο σημείωμα και φλυαρώ ακατάσχετα. Ζητώ ταπεινά συγνώμη. Ξέρετε εγώ, ένας ξένος όπως και να το κάνεις, δεν είναι εύκολο να συμμετάσχω ψυχή τε και σώματι σε όλα αυτά, ούτε ξέρω τις συνήθειες καλά, ούτε ορολογίες και διαδικασίες. Ετσι αφήνω τους άλλους να δρουν και περιορίζομαι σε βοηθητικές εργασίες, σε ρόλο σιωπηλού συμπαραστάτη - έχει, νομίζω, κι αυτός την αξία του - που είναι και ρόλος παρατηρητή. Και αν σας πήρα μονότερμα τώρα είναι γιατί όταν γράφεις μπορείς να πεις ευκολότερα αυτά που αισθάνεσαι, χωρίς να έχεις ζευγάρια μάτια να σε κοιτάζουν. Και γιατί εσείς, με τόση πείρα, είστε πια στην ευτυχή θέση να μπορείτε να ακούτε χωρίς να κρίνετε.

Με ειλικρινή σεβασμό και εκτίμηση

Νίκος Πετράκης

ΥΓ: Παρακαλώ μην παρεξηγήσετε το γεγονός ότι δε σας έγραψαν ακόμη απευθείας τα παιδιά του. Θα γίνει αυτό μετά την κηδεία. Ανέλαβα ενδιάμεσα να διευκολύνω την κατάσταση. Και το εκμεταλλεύτηκα.

-------

Λυών

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου

Αγαπητέ, κύριε Πετράκη

Παρακαλώ μην δικαιολογείστε. Ο Μπερνάρ σάς συμπαθούσε, θα έλεγα μάλιστα σας αγαπούσε, πολύ. Το είχα καταλάβει. Αλλωστε κι εγώ προτιμώ να γράφω σ' εσάς αυτές τις στιγμές - τι να πω στα παιδιά του! Ξέρετε τον Μπερνάρ τον θαύμαζα. Γιατί ξεκινήσαμε και οι δυο ξυπόλυτοι σε κείνα τα αφιλόξενα μέρη κι εγώ - αλλά μην δείξετε σε άλλον αυτό το γράμμα - πείσμωσα και έκανα ό,τι μπορούσα για να ανέβω ένα ένα τα σκαλιά της ιεραρχίας: Υπαστυνόμος Β΄, Υπαστυνόμος Α΄, Αστυνόμος Β΄, Αστυνόμος Α΄. Μόνο εγώ ξέρω τι ποτήρια κατάπια. Εκείνος όμως ήταν πιο θαρραλέος. Επέλεξε μια πιο «μικρή» ζωή και στο τέλος ανταμείφθηκε. Ξέρετε τώρα. Οι δειλοί θέλουν τη δόξα. Οι θαρραλέοι θέλουν τη ζωή. Εγώ έγινα αντιστράτηγος. Και λοιπόν; Θυσίασα τα πάντα για μία χίμαιρα. Ούτε πρόσφερα σε κανέναν κάτι ιδιαίτερο. Οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έκανε τα ίδια. Γιατί αυτά που έκανα τα παράγει ούτως ή άλλως ο μηχανισμός. Και στους μηχανισμούς... ουδείς αναντικατάστατος. Ενώ εκείνος έκανε αυτά που πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος που θέλει να λέγεται πολίτης και δεν τα κάνει. Ασχολήθηκε με τα κοινά προβλήματα σε μια εμβέλεια που η δράση του μετράει. Γι' αυτό σας είπα και την άλλη φορά ότι ήταν παράδειγμα για όλους. Ασχολιόταν με τους φτωχούς της ενορίας του και οι φτωχοί έτρωγαν ένα πιάτο φαΐ. Που δε θα το έτρωγαν αν δεν ήταν αυτός. Εγώ και να μην υπήρχα, κάποιος άλλος θα έκανε τη δουλιά μου. Γι' αυτό τον θαύμαζα. Μικρότεροι στόχοι, αποτελεσματικότεροι στόχοι. Οι μεγάλοι αριθμοί έχουν και πολλά μηδενικά.

Θα σας λείψει. Αυτό που είπατε, έχετε δίκιο. Θα σας λείψουν οι μικρές καθημερινές του πράξεις. Που τώρα που έφυγε από κοντά σας, αποκτούν το πραγματικό τους μέγεθος. Γίνονται μεγάλες πράξεις. Ολα όσα δεν κάνουμε επειδή, υποτίθεται, θα κάνουμε κάτι σπουδαιότερο. Και μετά πεθαίνεις και σε ξεχνούν αμέσως. Τι άφησες;

Γι' αυτό σας λέω. Μην έχετε καμία αμφιβολία για τον θάνατό του. Ενας τέτοιος άνθρωπος δεν αυτοκτονεί.

Ειλικρινά δικός σας,

Λεφέβρ

----------

Ιβρύ συρ Λουάρ

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου

Στρατηγέ μου

Χάρηκα πολύ που μου ανοιχτήκατε, ομολογώ πως όχι μόνο δεν το περίμενα αλλά είχα μέσα μου συμβιβαστεί με την ιδέα ενός οργίλου γράμματος που θα με μεταχειριζόταν ως βλάσφημο και ασεβή.

Εχθές έγινε η κηδεία. Στη γειτονική εκκλησία, ξέρετε. Του 12ου αιώνα, διατηρητέα αλλά και μισογκρεμισμένη. Ηρθε πολύς κόσμος. Ωραία λόγια ειπώθηκαν, όλα εκ βάθους καρδίας.

Στο κατώφλι του οίκου του ο Πατέρας Μας σε περιμένει

Και τα χέρια του Θεού θα ανοίξουν για σένα

Οταν οι πόρτες της ζωής ανοίξουν μπροστά μας

Θα σε ξαναδούμε μέσα στην ειρήνη του Θεού

Από το αίμα του Ιησού Χριστού, από τον θάνατό του στο Σταυρό

Θα σου δοθεί η θεϊκή συγχώρεση

Το νερό που σου έδωσε η ζωή θα ξεπλύνει το βλέμμα σου

Και τα μάτια σου θα δουν τον χαιρετισμό του Θεού

Οπως το πρώτο σου πρωινό θα λάμπει ο ήλιος

Και θα επιστρέψεις στη χαρά του Θεού

Εχθές, πράγματι, ο ήλιος έλαμπε. Χάρηκα πολύ για λογαριασμό του Μπερνάρ γιατί εγώ μπορεί και να μην πολυπιστεύω σε όλα αυτά, εκείνος όμως ήταν καθολικός πιστός. Για μένα, πάντως, όλα ήταν καινούρια. Το τυπικό της καθολικής τελετής μου έκανε βαθιά εντύπωση. Ομιλίες που διακόπτονταν από ψαλμωδίες, ψαλμωδίες που διακόπτονταν από ομιλίες και επικήδειους. Ολα ανακατεμένα. Εδώ που τα λέμε δεν πρόκειται για ψαλμωδίες, είναι δυτικότροπα τραγουδάκια -άλλοτε ωραία, άλλοτε λίγο αστεία - που αντικατέστησαν το λατινικό τυπικό για να καταλαβαίνει ο κόσμος. Χάθηκε όμως το παλιό μέλος, φαντάζομαι. Παρ' όλα αυτά η κατάνυξη εντυπωσιακή. Ολοι στοιχισμένοι στις καρέκλες τους, φίλοι, συγγενείς, γείτονες, συγχωριανοί, παρακολουθούσαν με βουβή συγκίνηση και μάτια υγρά. Δεν ακούγονταν ούτε οι αναπνοές τους. Ενώ σε μας... Οι ορθόδοξες τελετές είναι γελοίες πλέον. Από τη μια ο παπάς με τις κλαψιάρικες - έχουν την ομορφιά τους, δε λέω - βυζαντινές μελωδίες που δεν αλλάζουν γιατί υποτίθεται ότι οι πιστοί καταλαβαίνουν τη γλώσσα ενώ δεν καταλαβαίνουν ούτε τα μισά. Δίπλα κλαίνε οι τεθλιμμένοι συγγενείς. Και οι υπόλοιποι πιο πέρα, στέκονται όρθιοι όσο πιο μακριά μπορούν (αν είναι καλοκαίρι βγαίνουν έξω από την εκκλησία) και μιλούν με παλιούς γνωστούς τους οποίους συναντούν μόνο σε παρόμοιες περιστάσεις. Το βουητό των ομιλιών κρατάει το ίσο. Κι εμένα μου φέρνει αηδία.

Αλλά, στρατηγέ μου, δε σας κρύβω την έκπληξή μου όταν μισή ώρα μετά το τέλος της κηδείας, είδα κάποιον έξω από την εκκλησία που έμοιαζε με τον παπά σαν δυο σταγόνες νερό. «Εχει δίδυμο αδελφό;», αναρωτήθηκα. Αλλά όχι. Ηταν ο ίδιος ο παπάς που είχε βγάλει τα ράσα και από μέσα φόραγε τζιν και αθλητικά παπούτσια. Τι παπάς, τι μπακάλης, ένα και το αυτό. Με όλο το σεβασμό, αυτό δε θα μπορούσα να το συνηθίσω ποτέ.

Δύο ώρες μετά πήγαμε στο κρεματόριο. Οι πιο στενοί συγγενείς. Πολύ κρύος χώρος, ήταν δίπλα στο νεκροταφείο του χωριού. Το φέρετρο μπήκε αργά στο φούρνο. Αυτό το είδαμε από οθόνη - ίσως ξέρετε ότι η καλή σας κυβέρνηση απαγόρευσε το ζωντανό θέαμα της εισόδου του φερέτρου στο φούρνο για να αποτρέπονται οι μεγάλες συγκινήσεις. Μετά περιμέναμε τρεις ώρες να παραλάβουμε την τεφροδόχο.

Τι περίεργο! Στην αίθουσα αναμονής είχε ένα διαφημιστικό για τα κρεματόρια. Με σύνθημα: «Η Γη στους ζωντανούς»! Μπρρρ... Αν είναι αυτά τα συνθήματα των οικολόγων καλύτερα να πεθάνω από διοξείδιο του θείου παρά να πέσω στα νύχια τους.

Σήμερα σκορπίσαμε τις στάχτες στον κήπο όπως επιθυμούσε. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο. Παίρναμε μια χούφτα ο καθένας με τη σειρά και τη σκορπίζαμε στους κλαδεμένους θάμνους μιας αλέας. Εκεί που σκορπίστηκαν και οι στάχτες της γυναίκας του. Εχετε δίκιο, στρατηγέ. Ο μεγαλοϊδεατισμός σε ακολουθεί μέχρι το θάνατο. Ο άλλος είναι ποιητής, ή ηθοποιός, ή ελληνολάτρης και θέλει, λέει, οι στάχτες του να σκορπιστούν στο Αιγαίο. Το Αιγαίο το ρώτησαν αν τις θέλει τις στάχτες του; Τέλος πάντων. Ο Μπερνάρ ταπεινός μέχρι τέλους. Σκορπίστηκε στους θάμνους. Θα τον θυμόμαστε πάντα.

Πάντως, εγώ είμαι αγύριστο κεφάλι και θα το πω γιατί θα τρελαθώ. Γιατί, διάολε, δεν του έκαναν νεκροτομή; Σε τοίχο έπεσε, αυτοκίνητο οδηγούσε. Προσπάθησαν να τον επαναφέρουν, δεν τα κατάφεραν, τον πήγαν στο νοσοκομείο, ένας γιατρός διαπίστωσε το θάνατο και τελείωσε η υπόθεση. (Μην τα πείτε αυτά στη γυναίκα μου γιατί δε θέλω να την αναστατώσω).

Καλά, κανείς δεν πονηρεύεται σε αυτή τη χώρα; Τόσο πολύ καθησυχάζει τα μυαλά ο πολιτισμός; Εγώ, όπως ξέρετε, είμαι πονηρός Βαλκάνιος. Νεόπλουτος, πρώην ξεβράκωτος. Και όπως όλοι της δικής μου φάρας, μου αρέσουν οι θεωρίες συνωμοσίας. Τις έχουμε εύκολες. Αν δε φταίνε οι Αμερικανοί, φταίνε οι Τούρκοι. Αν δε φταίνε οι Τούρκοι, φταίνε οι Εβραίοι. Αν δε φταίνε οι Εβραίοι, είναι θέλημα Θεού. Εμείς, πάντως, είμαστε καθαροί. Παρένθεση. Εδώ όμως άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Τέτοιο σύγχρονο κράτος και να μην κάνει τη δουλιά του σωστά; Θα μου πεις, τον είδαν γέρο και δεν ασχολήθηκαν. Θυμάμαι και τη θεία της μάνας μου. Την πήγαμε στο νοσοκομείο και ξαφνικά σε λίγες ώρες επιθανάτιος ρόγχος. Τι έγινε, βρε παιδιά; Δεν ήταν στα καλά της αλλά όχι και να πεθάνει. «Καλά τώρα τι θες, δεν το βλέπεις το ερείπιο;», μου είπε γιατρός, αν έχεις το θεό σου. «Ερείπιο να πεις τη γυναίκα σου και τη θετή σου μάνα, ασπρόμπλουζα της συμφοράς», σκέφτηκα. Αλλά δεν είπα τίποτα. Γιατί πού ξέρεις, στο τέλος μπορεί και να την έσωζε. Δεν την έσωσε όμως. Σου λέει μεγάλη είναι, τι ψάχνεις; Ξέρω, τώρα που θα γυρίσουμε στην Ελλάδα τα ίδια θα μου λένε και οι γνωστοί. «Μακάρι να φτάσουμε κι εμείς τα χρόνια του». Τον ρώτησες αν θέλει να σου αδειάσει τη γωνιά; Μια χαρά ήταν. Εμένα με ρώτησες αν ήθελα να χάσω τη θεια της μάνας μου, που με μεγάλωσε; Το γιο μου τον ρώτησες αν ήθελε να χάσει τον παππού του;

Αλλά πάλι αλλού είναι το πρόβλημα. Αμα σκάβεις, βρίσκεις. Εγώ έκανα μια αθώα ερώτηση: έπαιρνε τίποτα φάρμακα; Και τι ανακαλύπτω; Πριν από μία εβδομάδα είχε αρχίσει να παίρνει καινούρια φάρμακα καθ' υπόδειξιν γιατρού. Για το κυκλοφορικό. Οχι ότι είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, απλώς για ενίσχυση. Προληπτικά. Μου τα είπε γείτονας στον οποίο παραπονέθηκε για ενοχλήσεις. Ρωτάω κι άλλα. Και τι βρίσκω; Ο γιατρός είναι θείος του γνωστού γείτονα που πίεζε τον Μπερνάρ να του πουλήσει το σπίτι, γιατί ήταν ανάμεσα στο δικό του σπίτι και στο αγρόκτημά του. Ξέρετε, αυτόν που δεν ξέρει τι έχει από τις μονοκαλλιέργειες. Σιτάρι και ζαχαρότευτλα. Πείτε μου, στρατηγέ μου. Βλέπω φαντάσματα; Θα μπορούσα να γράψω αστυνομικό διήγημα, αν δε σεβόμουν τη μνήμη του νεκρού. Αλλά τώρα τι τα θες, ο Μπερνάρ έχει γίνει στάχτη. Αντε ψάχνε βελόνες στ' άχυρα. Το ωραιότερο είναι ότι θα έφευγε σε τρεις μέρες με το Τρένο Μεγάλης Ταχύτητας να δει τα εγγόνια του στη Μασσαλία. Εχετε δει τους καινούριους φακέλους των Γαλλικών Σιδηροδρόμων; Είχε έναν τέτοιο ο Μπερνάρ, ακουμπισμένο στο μάρμαρο του τζακιού, που είχε μέσα το κομμένο εισιτήριο μετ' επιστροφής. Στο φάκελο ήταν σχεδιασμένος ένας άνθρωπος δεμένος σε καρέκλα και παιδιά γύρω του που έπαιζαν καουμπόηδες και Ινδιάνους. Δίπλα έγραφε: «Τι μπορεί να σε εμποδίσει να φύγεις;»

Πάντα δικός σας,

Ν.Π.

----

Λυών,

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου

Αγαπητέ Νικολά,

Το παρατραβήξατε. Καταλαβαίνω τι λέτε, αλλά όλα αυτά έχουν ελάχιστη σημασία. Πιστέψτε με. Εκ πείρας, σας λέω, 99 στις 100 φορές τα σενάρια συνωμοσίας είναι αβάσιμα και αιτία ενός γεγονότος είναι η πιο φυσιολογική δυνατή. Αλλωστε, για να καθησυχάσω τους φόβους σας, έκανα κι ένα τηλέφωνο στο νοσοκομείο που υποδέχτηκε τον νεκρό Μπερνάρ. Με διαβεβαίωσαν ότι δεν έβαλαν απλώς μια υπογραφή, αλλά εξέτασαν το πτώμα. Νεκροτομή, είναι αλήθεια, δεν έκαναν. Εμένα όμως πιο πολύ με απασχόλησε το άλλο σας ερώτημα: «Τι ήθελε να πει πέφτοντας στον τοίχο;». Οπως καλά θα καταλαβαίνετε, ούτε ποιητής είμαι, ούτε στη μεταφυσική ενδίδω εύκολα. Είμαι των φυσικών επιστημών. Της λογικής. Του αιτίου και του αιτιατού. Εσείς, φαντάζομαι, μπορεί να αναρωτιέστε μήπως κατάλαβε κάτι και έστρεψε το αυτοκίνητο στον τοίχο του Ταχυδρομείου, για να στείλει ένα τελευταίο μήνυμα. Διατηρείτε ακόμη έναν ρομαντισμό για το θάνατο, βλέπω. Φταίει που είστε νέος. Εγώ είμαι απολύτως σίγουρος ότι κανένα μήνυμα δεν πρόκειται να στείλω με τον θάνατό μου. Θα είναι το τελευταίο που θα σκέφτομαι την ώρα εκείνη. Βέβαια, είναι τρομερή η σύμπτωση. Δε σας κρύβω ότι κλονίστηκα. Ολοι ξέρουμε ότι έχουμε απέναντί μας έναν τοίχο (να που θα με κάνετε και μένα ποιητή). Αργά ή γρήγορα θα υψωθεί μπροστά μας και θα μας κλείσει τον ορίζοντα. Αλλά σκέφτομαι, παρ' όλα αυτά, εκείνο το ποίημα που συνηθίζεται να διαβάζουν στις κηδείες. Ξέρετε, που λέει «πέρασα στο διπλανό δωμάτιο», ή κάτι τέτοιο. Ποιανού είναι άραγε αυτό το ποίημα; Και λέτε να εννοούσε ότι το διπλανό δωμάτιο μπορεί να είναι το Ταχυδρομείο;

Ξανά δικός σας,

Ζαν Λεφέβρ

---

Αθήνα,

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου

Αγαπημένε μου στρατηγέ,

Φτάσαμε σήμερα στο σπίτι. Πήραμε την αλληλογραφία από το γραμματοκιβώτιο. Μέσα ήταν και ένα γράμμα του Μπερνάρ. Είχε προλάβει να απαντήσει στον γιο μας. Οταν το είδε έβαλε τα κλάματα. Είχε κλάψει και όταν απογειώθηκε το αεροπλάνο από το Παρίσι. Είχε κλάψει και νωρίτερα, στην Αθήνα, στο άκουσμα της είδησης. Πήγε και έβγαλε τα γράμματα του παππού του και τα ξαναδιάβασε ένα ένα φωναχτά. Είχαν αρχίσει να αλληλογραφούν εδώ και τέσσερις μήνες. Γιατί τώρα άρχισε ο μικρός να είναι ικανός να γράφει γράμματα, έστω και υποτυπωδώς. Στο τελευταίο γράμμα, ο Μπερνάρ έγραφε: «Βλέπω γράφεις όλο και καλύτερα και αυτό με χαροποιεί. Σε λίγο θα είσαι πραγματικά ένας ανεξάρτητος άντρας».

Μαζί με την αλληλογραφία υπήρχε και ειδοποιητήριο να παραλάβουμε δέμα στο Ταχυδρομείο. Είχε προλάβει να στείλει, μια τελευταία φορά, δώρο Χριστουγέννων. Σήμερα είναι και η ονομαστική γιορτή του μικρού. Των δέκα Κρητών Μαρτύρων. Δε νοιαστήκαμε αυτή τη φορά να κρύψουμε το ειδοποιητήριο. Ο μικρός κατάλαβε. «Αυτό», είπε, «ήταν το τελευταίο γράμμα που παίρνω από τον Αϊ Βασίλη. Αλλά δεν πειράζει. Εγώ θα συνεχίσω να του γράφω».

Ισως το μήνυμα που έπεσε στον τοίχο του Ταχυδρομείου να ήταν ακριβώς αυτό. Να γράφουμε. Και να μιλάμε ανάμεσά μας. Το Ταχυδρομείο αναπόφευκτα θα αλλάξει σύντομα. Ισως το κάνουν κι αυτό εταιρεία τηλεφωνίας και Ιντερνετ - μηνύματα δεν είναι και τα e-mail; Και μάλιστα προς το υπερπέραν; Να μην πάει στράφι και το μεγάλο του πελατολόγιο. Κάτι σαν τη ΔΕΗ που τώρα δίνει και τηλέφωνα. Τι καιροί!

Α, ξέχασα. Το ποίημα που μνημονεύετε είναι ενός Εγγλέζου του 19ου αιώνα, του Χένρι Σκοτ-Χόλαντ. Και το διάβασαν ολόκληρο στην κηδεία. Ηταν από τα αγαπημένα του Μπερνάρ. Λέγεται «Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ». Σας το παραθέτω ολόκληρο:

«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα. Απλώς πέρασα στο διπλανό δωμάτιο. Είμαι εγώ, είσαι εσύ, ό,τι ήμαστε ο ένας για τον άλλο, το ίδιο είμαστε πάντα.

Φώναζέ με με το όνομα που με φώναζες πάντα. Μίλα μου όπως έκανες πάντα. Μην αλλάζεις τόνο στη φωνή. Μην παίρνεις ύφος πομπώδες ή θλιμμένο. Συνέχιζε να γελάς με ό,τι μας έκανε να γελάμε παρέα.

Προσευχήσου, χαμογέλα, σκέψου εμένα, προσευχήσου για μένα.

Το όνομά μου ας προφέρεται στο σπίτι όπως προφερόταν πάντα, χωρίς κανενός είδους έμφαση, χωρίς ίχνος σκιάς.

Η ζωή σημαίνει ό,τι σήμαινε πάντα. Είναι ό,τι ήταν πάντα. Το νήμα δεν κόπηκε.

Γιατί να βρεθώ έξω από τη σκέψη σου επειδή βρίσκομαι έξω από το οπτικό σου πεδίο;

Σε περιμένω, δεν είμαι μακριά, μόλις στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

Το βλέπεις, όλα είναι καλά».

Ολα είναι καλά. Ούτως ή άλλως κι εσείς που πιστεύετε, κι εγώ που δεν πιστεύω, τίποτα δεν ξέρουμε. Σάμπως και οι παπάδες που μας λένε ότι μεθαύριο γεννιέται ο Χριστός, ξέρουν κι αυτοί κάτι; Αυτοί δεν ήταν που το Πάσχα μας έλεγαν ότι πέθανε;

Καλά Χριστούγεννα (παρ' όλα αυτά).

Με παντοτινά αισθήματα εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης.

Νίκος Πετράκης


Μανώλης Πιμπλής

Ο φασιανός που πέταγε προς τον ουρανό

Ο Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
Ο Γεράσιμος Α. Ρηγάτος
«Κάτσε, ρε χριστιανέ μου. Πάρε ανάσα και ξαναπέστα μου από την αρχή». Ο αρχιφύλακας υπηρεσίας ήταν καθισμένος πίσω από το μεταλλικό γραφείο με την καφέ φορμάικα στην επιφάνεια. Μετακινήθηκε στην καρέκλα του. Ετσι κι αλλιώς ήταν άβολα. Το αφρολέξ κάτω από τη δερματίνη της καρέκλας είχε φθαρεί με το χρόνο και το βάρος. Ετσι δεν καθόταν στα μαλακά. Αλλά εκτός από το κάθισμα, του έφταιγε και τούτος ο μυστήριος. Μίλαγε βιαστικά και περίεργα και δεν έβγαινε καθαρό νόημα. Καλοκαίρι. Το πολύ που γινόταν στο νησί ήταν καμιά αγορανομική παράβαση. Ή διαφορές ανάμεσα στους ενοικιαστές των πέντε ημερών και τους ιδιοκτήτες, τους ρεντρούμηδες. Τώρα, σε τι διάολο ιστορίες τον έμπλεκε τούτος; Σύμφωνα με τα λεγόμενά του - κι όπως έδειχναν τα πράγματα - τσοπάνης ήταν. Κατέβηκε από τα βοσκοτόπια του στα βουνά ντάλα μεσημέρι, αφήνοντας τα ζωντανά του στο Αλβανάκι και τους σκύλους του. Κατέβηκε με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας. Από τη βιασύνη του παράσερνε τις πέτρες, που τον έπαιρναν το κατόπι. Δυο - τρεις φορές κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί σκοντάφτοντας. Δυο φορές τον πήρε η κατηφόρα κι έπεσε τ' ανάσκελα. Του πήρε μιάμιση ώρα από τα βοσκοτόπια ως τη δημοσιά. Κι από εκεί μπήκε στο αγροτικό, σχεδόν άλλη μια ώρα δρόμο, και ήρθε. Συνέχιζε την αφήγησή του με πλήθος λεπτομέρειες. Ανάμεσα έκανε και καμιά παύση για ν' ανάψει τσιγάρο. «Για λέγε, για λέγε λοιπόν», του είπε ο αστυνομικός πιέζοντάς τον να συντομεύει την αφήγηση. «Σιγά - σιγά», του απάντησε ο τσοπάνης. «Να παίρνουμε και ανάσα». Ο αστυνομικός βλαστήμησε μέσα του. Παιδί της πόλης, πρωτοδιορίστηκε σε χωριό της Ευρυτανίας. Του πρήξανε το συκώτι. Ζήτησε μετάθεση σε νησί. Φανταζότανε τουρίστριες και παραθεριστές, ενοικιαστές δωματίων, μαγαζιά με μικροαντικείμενα - άντε και κανέναν ψαρά. Εκεί έμαθε πως το νησί είχε και βουνά και ότι στα βουνά είχε κατσίκια. Πολλά κατσίκια. Και αρνιά. Και τσοπάνηδες. Με τη δική τους γλώσσα. Με διαφορετικά ονόματα για γίδια και για πρόβατα. Για αρσενικά και θηλυκά. Αλλη λέξη για τα χρονιάρικα, άλλη για τα δίχρονα, άλλη για τα μεγαλύτερα. Κι άλλα ονόματα, ανάλογα με τα χρώματα, ένα ή δύο ή τρία. Επειδή μάλιστα τα άφηναν ελεύθερα στα βουνά, κάθε τσοπάνης είχε τα δικά του σημάδια στ' αυτιά των ζωντανών. Του τα λέγανε μερικές φορές, όταν οι διαφορές τους φτάνανε στην αστυνομία. Εκεί πια δεν καταλάβαινε γρι. Ποτέ δεν έβγαλε άκρη μαζί τους. Στην αρχή νόμισε ότι και τούτος ο λαχανιασμένος και αλαφιασμένος άνθρωπος κάποιο ανάλογο ζήτημα είχε. Τελικά, μετά από την ιστορία, που τον έβαλε να την πει από την αρχή τρεις και τέσσερις και πέντε φορές, κατάλαβε ότι το ζήτημα δεν ήταν τέτοιο. Ηταν διαφορετικό και πολύ σοβαρότερο. Για να το καταλάβουμε όμως κι εμείς, πρέπει να δούμε όλα τα κομμάτια και να τα συνδέσουμε μεταξύ τους, όπως κάνουμε για να φτιάξουμε την εικόνα σ' ένα παζλ.


Β. Παπαγεωργίου

Η Ούρσουλα ήταν από την πόλη Μ. μιας χώρας της Βόρειας Ευρώπης. Είχε κατέβει στο νησί για πρώτη φορά πριν έξι χρόνια. Εξοικειωμένη ως τότε μόνο με τους ανθρώπους και το τοπίο του Βορρά, έζησε εδώ πρωτόγνωρες εμπειρίες. Μαύρισε το κορμί της στον ήλιο, στις αμμουδερές παραλίες. Χώθηκε ατέλειωτες ώρες στην αγκαλιά της θάλασσας, αναζητώντας αλλού γαλάζια, αλλού σκούρα μπλε και αλλού πράσινα νερά. Περιπλανήθηκε στους πέτρινους όγκους των βουνών, θαυμάζοντας το μέγεθος και το μεγαλείο των βράχων. Περπάτησε κάτω από σφενδάμια και ανάμεσα σε πουρνάρια. Γλίστρησε στις πευκοβελόνες κι έστησε αντίσκηνο κάτω από τον παχύ ίσκιο των πεύκων. Μεσημεριανές ώρες ανάσανε τη μυρουδιά της θρούμπης και της ρίγανης. Νύχτα, σε σκοτεινές ερημικές τοποθεσίες ξαναθυμήθηκε πως οι ουρανοί είναι γεμάτοι αστέρια. Γνώρισε ξωμάχους που λιμπιζότανε την κορμοστασιά της και αγαθές αγρότισσες που τη φίλευαν σύκα και σταφύλια. Εμεινε στο νησί ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι. Ηρθε και το επόμενο. Ξανοίχτηκε στο νησί, που το έμαθε καλύτερα από πολλούς ντόπιους. Χώθηκε μόνη της με τόλμη σε σπηλιές της στεριάς και της θάλασσας. Αυτή μάθαινε το νησί και οι ντόπιοι άρχισαν να μαθαίνουν ετούτη την όμορφη και θαρρετή ξένη. Στη μέση του καλοκαιριού ήρθε και ο φίλος της. Ψηλός, ομορφάντρας. Αλλά ψυχρός. Ηταν από την πατρίδα της. Τον υποδέχτηκε στο λιμάνι. Είχε φροντίσει ρούχα και μαλλιά κι έμειναν κάποιο διάστημα στο ξενοδοχείο «Ακύμαντος ακτή». Οι πρώτες μέρες τους έδειχναν ευτυχισμένες. Λίγο μετά φάνηκε ότι ψυχράθηκαν. Στο τέλος, απ' ό,τι έλεγαν οι γυναίκες που έφτιαχναν τα δωμάτια, άρχισαν να κοιμούνται χωριστά. Ενα βράδυ οι ένοικοι των διπλανών δωματίων τούς άκουσαν να καβγαδίζουν. Δεν καταλάβαιναν το λόγο, γιατί μάλωναν στη γλώσσα τους. Αλλά οι πιο πολλοί υποψιάζονταν ότι ο καβγάς έγινε για λόγους ερωτικούς. Υπολόγιζαν πως κάπου θα είχε στραβώσει η σχέση τους. Την επόμενη μέρα, πρωί - πρωί, το ζευγάρι ξεκίνησε για εκδρομή στα βουνά. Η Ούρσουλα κρατούσε και τη φωτογραφική της μηχανή. Το μεσημέρι ο φίλος της Ούρσουλα γύρισε μόνος. Παρέδωσε το νοικιασμένο αμάξι. Το ίδιο βράδυ έφυγε με το πλοίο. Κανείς δεν είδε το κορίτσι να τον συνοδεύει. Αλλά ούτε και μόνη της την είδαν.


Β. Παπαγεωργίου

Τις μέρες εκείνες, καρδιά του καλοκαιριού, το νησί ήταν γεμάτο επισκέπτες. Ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια ήταν πλήρη. Οποιος δεν είχε κλείσει, όπου και να ρωτούσε, έπαιρνε την ίδια απάντηση: δεν έχουμε διαθέσιμο δωμάτιο. Υπήρχε κι ένα ελεύθερο κάμπινγκ στο νησί. Ο δήμος άφηνε μια περιοχή, κάτω από ένα καλοδιατηρημένο πευκοδάσος. Η πρόσβαση ήταν εύκολη. Ο δρόμος ως εκεί στρωμένος με άσφαλτο. Εκεί που τελείωναν τα δέντρα άρχιζε η παραλία. Οι πρώτοι που πήγαν βρήκανε χώρο για τα τροχόσπιτά τους. Αλλοι στήσανε σκηνές. Τελευταίες μέρες, όσοι ήρθανε, εξασφάλιζαν με τη βία λίγο χώρο για να απλώσουν, ανάμεσα στις σκηνές τους υπνόσακους που κουβαλούσαν στην πλάτη μαζί με το σακίδιό τους. Οι δύο σωματώδεις τύποι που κουβαλούσαν μια μεγάλη μηχανή, δεν έκαναν τον κόπο να πάνε μέχρι το κάμπινγκ. Ανοιξαν τους υπνόσακούς τους και κοιμήθηκαν στην παραλία. Κάτω από έναν ουρανό κεντημένο κοντά - κοντά με μικρά και μεγάλα αστέρια. Ξύπνησαν με το πρώτο φως του ήλιου και βούτηξαν αμέσως στη θάλασσα. Οταν βγήκαν, ντύθηκαν και συσκεύασαν πάλι τους υπνόσακους. Ο ένας τους κουβάλησε στη μηχανή. Ο δεύτερος κοιτούσε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του ξενοδοχείου «Ακύμαντος Ακτή». Κατά τις οκτώ η Ούρσουλα και ο φίλος της ξεκίνησαν την εκδρομή τους. Λίγα λεπτά μετά οι δυο σωματώδεις τύποι καβάλησαν τη μηχανή. Βάλανε μπρος και, μαρσάροντας, ξεχύθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Αργότερα, δύο νεαροί που τους πλήρωνε το ξενοδοχείο μάζευαν τα χαρτιά, τις πλαστικές σακούλες και τα σκουπίδια από την παραλία. Στο μέρος που είχαν ξαπλώσει οι δυο τύποι, ο ένας από τους πιτσιρικάδες που καθάριζαν, βρήκε κάτω μια φωτογραφία. Την κοίταξε καλά - καλά. «Βρε μαλάκα, αυτή δεν είναι η Ούρσουλα;» Ο άλλος την πήρε στα χέρια του, την είδε και συμφώνησε. Αυτός που την είχε βρει, την ξαναπήρε. Ανοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου του, την έριξε μέσα και τα ξανακούμπωσε.


Β. Παπαγεωργίου

Σχεδόν έφηβος, δεκαεφτά - δεκαοχτώ χρονώ παλικαράκι. Δούλευε με τα πρόβατα και τα γίδια. Και στην πατρίδα του τσοπάνης ήτανε, όπως και ο πατέρας και ο αδελφός του. Οι δυο φτάνανε και περίσσευαν. Αυτός ήρθε στην Ελλάδα για καλύτερα. Βρέθηκε στο νησί. Τη μέρα ήταν κοντά και τ' αφεντικό του. Ερχόταν το πρωί, έφερνε και το φαγητό. Το μεσημέρι τρώγανε μαζί. Τ' απογευματάκι το αφεντικό κατέβαινε στο δημόσιο δρόμο, έπαιρνε το «αγροτικό» και κατέβαινε στο χωριό. Ξαναγύριζε το πρωί. Ετσι τις νύχτες το τσοπανάκι έμενε μόνο. Με τα τσοπανόσκυλα. Μια φορά τη βδομάδα κατέβαινε στην πόλη, Σάββατο πρωί. Γύρναγε το απόγευμα, για να φύγει το αφεντικό. Συναντούσε κανένα συμπατριώτη, λέγανε κάποιες κουβέντες, πίνανε καφέ. Παιδί, να βράζει το αίμα του. Εβλεπε κοπέλες και γυναίκες ντυμένες ελαφρά. Με κοντά πανταλόνια που φτάνανε στο πάνω μέρος των μηρών. Και εφαρμοστά. Και άλλες με μίνι. Ακόμα και με το μπικίνι. Κι άλλες με μπλούζες ανοιχτές και το μισό από τα βυζιά τους έξω. Σε δημόσια θέα. Κάποιες φορές αγρίευε το μάτι του κι άλλες έπεφτε σε αποχαύνωση, με τα μάτια μισόκλειστα και το στόμα ορθάνοιχτο. Κάθε Σάββατο απόγευμα έλεγε πως δε θα ξανακατέβει, γιατί δεν άντεχε τόσους πειρασμούς. Ολη τη βδομάδα όμως ξανάφερνε στα μάτια του κι ανακαλούσε στη μνήμη του τούτες τις εικόνες. Και χάιδευε τα όργανά του, περιμένοντας ανυπόμονα το επόμενο Σάββατο.

Εκείνο το πρωί το παιδί είχε αράξει στον ίσκιο, κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι. Καθόταν σε μια μεγάλη πέτρα κι αγνάντευε την πλαγιά, που οδηγούσε ανηφορίζοντας προς την κορυφή του βουνού. Στην αρχή νόμισε πως τον γελούν τα μάτια του. Τα έτριψε με τα χέρια και ξανακοίταξε. Την είδε να σκαρφαλώνει ίδιο κατσίκι. Ψηλή, με σώμα εντυπωσιακό, γυμνασμένο. Στο κεφάλι φορούσε ένα χρωματιστό μαντίλι. Μπλούζα ανοιχτόχρωμη με κοντά μανίκια. Ενα πολύ κοντό, εφαρμοστό πανταλόνι. Κάλτσες ως τη μέση της γάμπας. Παπούτσια αθλητικά. Η όραση του παιδιού ήταν οξύτατη. Ηταν μαθημένος σε ανοιχτούς χώρους, η ματιά του προχώραγε ελεύθερη σε μεγάλες αποστάσεις. Εβλεπε τα πισινά της κοπέλας (καπούλια, τα έλεγε μαθημένος από τα ζώα). Εβλεπε τους σφιχτούς μηρούς της (τα μπούτια της, έλεγε) και το αίμα φούντωνε μέσα του. Ενιωθε φοβερή διέγερση, όχι μόνο στο όργανό του αλλά σε ολόκληρο το σώμα του. Σηκώθηκε από την ξάπλα του και, ξαναμμένος, άρχισε να την ακολουθεί προς την κορυφή. Οταν ήρθε τ' αφεντικό βρήκε τα σκυλιά αγριεμένα και το βοηθό του να λείπει. Γύρισε ώρα αργότερα, λαχανιασμένος και μουσκίδια στον ιδρώτα. Τ' αφεντικό τού έριξε δυο - τρεις σφαλιάρες στο σβέρκο, γιατί είχε αφήσει μόνα τους τα ζωντανά και τον ρώτησε πού στην οργή είχε πάει. Δεν ήξερε ν' απαντήσει. Με τις σφαλιάρες και τις βρισιές θυμήθηκε: «Μου φάνηκε πως είδα ένα αγριοκούνελο και το κυνήγησα», είπε. Φυσικά και δεν τον πίστεψε. Του έριξε μερικές κλοτσιές στα πισινά και τον διαολόστειλε συγχυσμένος.


Β. Παπαγεωργίου

Ο κόσμος ήταν μπλεγμένος με τις δουλιές του. Ολοι κυνηγούσαν μια καλή θερινή είσπραξη που θα κάλυπτε και τους μήνες του χειμώνα. Σιγά - σιγά το καλοκαίρι πέρασε. Ο κόσμος αραίωσε. Τα δωμάτια άδειασαν. Τα εστιατόρια έδιωξαν το έκτακτο προσωπικό, βοηθούς μαγείρου, λαντζέρισσες και σερβιτόρους. Μπορούσαν πια να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Οι γυναίκες που όλο το καλοκαίρι ήταν απασχολημένες να καθαρίζουν δωμάτια και να στρώνουν κρεβάτια, ησύχασαν. Και, στις βραδινές τους συνάξεις, κάποια στιγμή θυμήθηκαν την Ούρσουλα. «Τι να έγινε εκείνη η κοπέλα;» αναρωτήθηκαν. «Πώς έφυγε χωρίς να μας χαιρετήσει;» «Ποιος την ξέρει πού να γυρίζει...», τέτοια. Κανείς όμως δεν είχε απάντηση. Χειμώνα πια, ήρθαν κάποια μαντάτα. Ενα έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών ζητούσε από την Αστυνομία να κάνει έρευνα για την Ούρσουλα, ύστερα από αίτημα των αρχών της χώρας της. Η οικογένειά της, αφού μάταια την αναζήτησε σε κάθε πιθανό γνωστό τους μέρος και σε κάθε πιθανή σχέση της δήλωσε την εξαφάνισή της. Οι τελευταίες πληροφορίες που είχαν και η μαρτυρία του φίλου της οδηγούσαν τις αρχές στο συμπέρασμα ότι η Ούρσουλα πέρασε το καλοκαίρι της στο νησί. Εκεί βρισκόταν, μέχρι που χάθηκαν μυστηριωδώς τα ίχνη της. Ακολούθησαν κι άλλα έγγραφα απόρρητα. Οι υπηρεσίες πληροφοριών υποψιάζοταν εμπλοκή κατασκόπων. Ο πατέρας της κοπέλας ήταν διπλωμάτης και χειριζόταν εκείνη την περίοδο λεπτά ζητήματα του βαλκανικού χώρου. Το ενδεχόμενο της απαγωγής για εκβιασμό του πατέρα ήταν ανοιχτό, αν και κανένα αίτημα δεν είχε τεθεί. Ούτε είχε σταλεί κάποια προκήρυξη ή κάποια ένδειξη, τέλος πάντων. Ανοιχτό παρέμεινε, επίσης, και το ενδεχόμενο ενός σεξουαλικού εγκλήματος. Τέτοια προβλήματα, τέτοια φίδια ζώσανε την αστυνομία του νησιού. Διατάχθηκε έρευνα. Ο έρμος ο αστυνόμος δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Εδωσε την εντολή όλη η δύναμη του τμήματος να ασχοληθεί με την υπόθεση.

Αλλος ανέλαβε την επίσημη προανάκριση. Να βρεθεί το ξενοδοχείο ή το δωμάτιο στο οποίο είχε μείνει. Να βρεθεί το εστιατόριο που έτρωγε. Να ψαχτούν τα ονόματα που καταχωρούνται στα κομπιούτερ των πρακτορείων των καραβιών. Να ζητηθεί η συνδρομή του Λιμεναρχείου, για σκάφη που ήρθαν ή έφυγαν εκείνο το διάστημα από το νησί. Ναι, πράγματι είχε έρθει στο νησί. Υπήρχε στο κομπιούτερ του ναυτιλιακού γραφείου το όνομά της στις αφίξεις. Δε βρέθηκε όμως αναχώρησή της - εκτός αν έδωσε ψεύτικο όνομα, που δεν το εύρισκαν πιθανό. Από τις καταγραφές εκείνων που φιλοξενούσαν σε δωμάτια βρέθηκε η διαμονή της τις πρώτες ημέρες. Για ένα διάστημα μετά δεν ήταν καταχωρημένη πουθενά. Ισως έμενε στο κάμπινγκ ή σε καμιά παραλία. Βρέθηκαν και οι μέρες που έμεινε στην «Ακύμαντο Ακτή». Είχε δώσει το δικό της διαβατήριο. Το συνοδό της τον θυμόνταν, αλλά γι' αυτόν δεν είχαν στοιχεία. Επρεπε να ρωτήσουν στην Αστυνομία της χώρας του. Από το ξενοδοχείο ανέφεραν και τον καβγά με τον δικό της. Αν χρειαζόταν, θα έδιναν τα ονόματα των διπλανών ενοίκων για να καταθέσουν και οι ίδιοι. Από το Λιμεναρχείο βρέθηκαν τα σκάφη που είχαν ελλιμενιστεί εκείνο το διάστημα. Κανένα δεν είχε φύγει ξαφνικά ή λαθραία. Ρωτήθηκαν οι δασοπυροσβέστες αν την είχαν συναντήσει στις περιπολίες τους. Ολοι κάτι ήξεραν, μέχρι τη μέρα της αναχώρησης του φίλου της. Από εκεί και μετά σκοτάδι. Κανείς δεν ήξερε τίποτα!

Σε άλλον αστυνομικό ανατέθηκε να ψαρέψει από τους φλύαρους και από τους πληροφοριοδότες. Από στόμα σε στόμα μάθανε για το νεαρό που καθάριζε την ακτή και κυκλοφορούσε με τη φωτογραφία της. Στους συνομηλίκους του έλεγε πως την πηδούσε κανονικά και ότι η ίδια του έδωσε τη φωτογραφία, για να τη θυμάται. Οχι, βέβαια, ότι τον πίστευε κανείς, αλλά για την Αστυνομία ήταν ένα στοιχείο. Τον φέρανε στο Τμήμα. Με το που πήγε για ανάκριση ήταν τόσο φοβισμένος, που κατουρήθηκε. Είπε πως δεν την είχε πηδήξει, πως δεν τη γνώριζε καν και ότι είχε βρει τη φωτογραφία της εκεί που είχαν κοιμηθεί οι δυο σωματώδεις τύποι. Αν και τον πίστεψαν, επιβεβαίωσαν την κατάθεσή του ρωτώντας και τον άλλο καθαριστή. Καλού - κακού όμως, τον προειδοποίησαν ότι θα τον έχουν από κοντά και αλίμονό του, φίδι κολοβό που τον έφαγε. Μάθανε και για το τσοπανόπουλο. Είχε κι αυτός παινευτεί σ' ένα συμπατριώτη του ότι εκεί, λέει, που την κυνήγησε στην κορυφή την έπιασε, λέει και κυλίστηκαν μαζί και μετά, λέει, την πήδηξε. Στο Τμήμα έκανε πως δεν καταλαβαίνει καλά τα Ελληνικά. Τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι και με σωστά Ελληνικά μόλις του άστραψαν δύο τρεις μπάτσες. Μόνο που δεν ήταν όπως τα είχε πει στον συμπατριώτη του. Την κυνήγησε χωρίς κακό σκοπό, αλλά ούτε που την πλησίασε. Δεν τη βρήκε, κάπου είχε προχωρήσει. Και, όχι, δεν έκανε τίποτα μαζί της. Ο,τι έκανε το έκανε μόνος του, με το χέρι του, φέρνοντας στο νου του την εικόνα της καθώς ανέβαινε προς την κορυφή. Φώναξαν και το αφεντικό. Δεν ήξερε τίποτα. Τον είπε ζαγάρι, τον είπε γομάρι, του έριξε μερικές σφαλιάρες και του είπε ότι θα τον φτιάξει αυτός. Οι αστυνομικοί του κράτησαν καλού - κακού το διαβατήριο, τον φοβέρισαν με ξύλο, φυλακή και απέλαση και τον άφησαν να πάει με το αφεντικό του στο κοπάδι.

Ο αστυνομικός σήκωσε τα χέρια ψηλά. Την είχαν σκοτώσει; Και ποιος από όλους; Ο φίλος της που μετά τον καβγά αναχώρησε για την πατρίδα του; Μα αυτόν τον είχαν ανακρίνει εκεί και δεν είχαν ούτε ομολογία, ούτε ενδείξεις. Να ήταν τα δύο γομάρια με τη μηχανή; Αυτό θα το είχαν ψάξει από τις Μυστικές Υπηρεσίες και θα βρίσκανε κάποια στοιχεία. Να την είχε βιάσει και μετά να την είχε σκοτώσει κανένας τσοπάνης; Ο τελευταίος που την είδε, την είδε από μακριά, από πίσω και μόνο που μαλακίστηκε. Ποιος διάολος, τέλος πάντων; Και αν - λέμε αν - την είχε κάποιος σκοτώσει, τι έκανε το πτώμα; Το πήρε μαζί του; Το έθαψε; Πού; Το βουνό δε σκαβόταν - μόνο με κομπρεσέρ. Να πέταξαν το πτώμα στη θάλασσα; Απείχε ώρες από το μέρος που την είδαν τελευταία φορά. Και, άλλωστε, κάπου θα την είχε ξεβράσει η θάλασσα. Και κανένα στοιχείο δε μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Εν τω μεταξύ οι πιο πάνω πίεζαν τον αστυνόμο συνέχεια. Οι υπηρεσίες πληροφοριών τον πίεζαν κι εκείνες. Αυτός είχε έρθει εδώ για να ηρεμήσει. Είχε πίεση, αρρυθμία, ζάχαρο κι ήθελε να ησυχάσει λίγα χρόνια ώσπου να πάρει τη σύνταξη. Αρχές του επόμενου χρόνου δεν είχε απαντήσεις, ενώ οι πιέσεις γίνανε ασφυκτικές. Στα ύψη η πίεση, στα ύψη το ζάχαρο και μόνο στις κρίσεις παρέμεινε στάσιμος. Τελικά ζήτησε νοσηλεία στην Αθήνα. Πήρε αναρρωτική. Μετά πήρε και την κανονική του άδεια και υπέβαλε παραίτηση.

Ανοιξη ήρθε ο επόμενος αστυνόμος. Ηταν νεότερος και φιλόδοξος. Τελικά όμως αποδείχτηκε το ίδιο άτυχος. Ξεκίνησε ζητώντας τη βοήθεια των ειδικών σωμάτων της υπηρεσίας, που αναζητούν, ζωντανούς ή πεθαμένους, τους εξαφανισμένους. Ψάξανε σε βουνά και σε λαγκάδια, σε ρυάκια και ρέματα, σε σπηλιές και πηγάδια, σε μέρη δύσβατα και απροσπέλαστα. «Ψύλλο στ' άχερα», λέγανε αυτοί που ξέρανε τη διαμόρφωση του νησιού. Μέρες ερευνών δεν έδωσαν αποτελέσματα. Οι άνθρωποι έφυγαν όπως είχαν έρθει - άπρακτοι. Επειδή όμως δεν ήθελαν να τους βαραίνει η αποτυχία, δήλωσαν στην υπηρεσία ότι δεν μπορεί να είχε συμβεί κάτι εκεί. Προφανώς, η κοπέλα θα είχε φύγει από το νησί και θα είχε πάει για κάποια άλλη περιπλάνηση. Το ότι δε βρισκόταν στις καταστάσεις των εισιτηρίων δε σήμαινε τίποτα. Τόσοι και τόσοι ταξιδεύουν με ξένα εισιτήρια ή μπαίνουν λαθραία στα καράβια. Ή μπορεί - όμορφη όπως ήταν - να την ψώνισε κανένας σκαφάτος για να διασκεδάσουν σε κάποιο άλλο νησί. Ο αστυνόμος ενοχλήθηκε από αυτή τη δήλωση. Ζήτησε να συνεχιστεί η έρευνα με ελικόπτερο σε χαμηλή πτήση. Παράλληλα, το λιμεναρχείο διέθεσε το περιπολικό του για προγραμματισμένη αναζήτηση σε βραχώδεις ακτές, στις θαλασσινές σπηλιές και στις γειτονικές βραχονησίδες. Πουθενά, κανένα ίχνος. Καμία ένδειξη. Και πολύ μυστήριο. Τον ίδιο καιρό που ο νέος αστυνόμος έψαχνε σε στεριά και θάλασσα για την Ούρσουλα ή για τα ίχνη της, πλάκωσε στο νησί κι ένα κλιμάκιο των Μυστικών Υπηρεσιών. Στον αστυνόμο κακοφάνηκε, γιατί κανείς δεν τον ενημέρωσε ότι γινόταν παράλληλη έρευνα. Συνάντησε τον επικεφαλής και του το είπε. Αυτός απάντησε ότι δεν είχε καμιά τέτοια υποχρέωση. Ο αστυνόμος του είπε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει με πληροφορίες και προσωπικό. Ο επικεφαλής του απάντησε ότι αν είχε πληροφορίες, ας έβαζε το προσωπικό του να βρει την εξαφανισμένη. Ο αστυνόμος δεν έμαθε ποτέ τι βρήκαν - αν βρήκαν - οι πράκτορες. Εμαθε όμως ότι ο επικεφαλής υπέβαλε αναφορά στην ηγεσία της αστυνομίας εναντίον του για παρακώλυση του έργου του και για αποκάλυψη της ιδιότητάς του. Πριν να μπει το καλοκαίρι τού ήρθε δυσμενής μετάθεση. Οχι μόνο γιατί δεν μπόρεσε να βρει την εξαφανισμένη, αλλά γιατί είχε δεχτεί κιόλας δύο καταγγελίες από συναφείς υπηρεσίες.

Καλοκαίρι τοποθετήθηκε στο νησί νέος αστυνόμος. Μελέτησε καλά - καλά το φάκελο της υπόθεσης. Τα έγγραφα που είχαν στείλει ελληνικές και ξένες υπηρεσίες. Την έκθεση των επίσημων ερευνών, με τα στοιχεία, τις μαρτυρίες των πληροφοριοδοτών και των φλύαρων του καφενείου. Τις καταθέσεις εκείνων που είχαν ανακριθεί. Τις υπηρεσιακές αναφορές για την έρευνα από στεργιά, θάλασσα και αέρα. Τα δημοσιεύματα του τοπικού αλλά και του αθηναϊκού Τύπου. Εφαγε καιρό, προσπαθώντας να συνδυάσει τα στοιχεία. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε και άκρη δεν έβγαζε. Κόντευε φθινόπωρο κι ακόμα δε γνώριζε κανένα στο νησί. Μόνο εκείνους που έβλεπε κάθε μέρα στο Τμήμα. Ετσι αποφάσισε να κλείσει το φάκελο και να βγει στους δρόμους, για να κάνει το πραγματικό του έργο: να αστυνομεύσει. Ομως αυτό δεν εκτιμήθηκε από τους ανωτέρους του. Φαίνεται πως κι αυτοί πιέζονταν από τους πιο πάνω, από την ηγεσία, από την πατρίδα της Ούρσουλα, από την πρεσβεία, από το υπουργείο Εξωτερικών και ποιος ξέρει από ποιους άλλους διαβόλους. Κατάλαβε πως αυτό ήταν κακό για την καριέρα του. Κι επειδή εκείνο το διάστημα έτυχε να έχει ένα γερό δόντι στην πολιτική εξουσία, ζήτησε και κατάφερε απόσπαση στη φρουρά του υπουργού. Στο νησί παρέμεινε προσωρινά υπεύθυνος ο αρχιφύλακας. Αυτός που τώρα καθόταν κι άκουγε αυτόν τον περίεργο τύπο να του λέει μπερδεμένες ιστορίες. Για μια χαράδρα που τη λέγανε Χαράκι του Χάρου. Για ένα χαμένο κατσίκι που το έψαχνε. Για ένα σκελετό. Για την τρομάρα που πήρε. Κι ότι έτρεξε - αυτός - με όλη του τη δύναμη. Οσο άντεχε. Κι ότι από τη βιασύνη του παράσερνε πέτρες που τον έπαιρναν το κατόπι. Δυο τρεις φορές τον πήρε η κατηφόρα κι έπεσε τ' ανάσκελα.

«Τα είπαμε αυτά», τον σταμάτησε με μια κίνηση της παλάμης του ο αστυνόμος. «Κάτσε να σου λέω εγώ τι έχω ξεκαθαρίσει κι εσύ μου επιβεβαιώνεις ότι κατάλαβα σωστά. Είχες χάσει λοιπόν ένα κατσίκι και το άκουγες να βελάζει από μακριά...». «Οχι κατσίκι», διόρθωσε ο τσοπάνης, «βετούλι ήτανε, δηλαδή δύο χρονώ...» Ο αρχιφύλακας τον έκοψε θυμωμένος. «Μη μου αρχίζεις πάλι για το κατσίκι! Αρκετά! Δε θέλω ούτε πόσο ήταν, ούτε πόσο ζύγιζε, ούτε τα χρώματα, ούτε τα κοψίματα στ' αυτιά. Αρκετά! Ας ξεκινήσουμε αλλιώς. Εκεί λοιπόν που έψαχνες το κατσίκι - και μη με διακόψεις», τον πρόλαβε, «έπεσες πάνω σε ένα σκελετό. Δεν ήταν κόκαλα σκέτα, ήταν σκελετός ολόκληρος και γι' αυτό κατάλαβες ότι ήταν από άνθρωπο. Πρέπει λοιπόν να μας πεις πού ήταν». Αυτό ήταν μια καινούργια κακή ιδέα του αρχιφύλακα. Ο μάρτυρας άρχισε να περιγράφει σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή, αναφέροντας πλήθος από τοπωνύμια. Αλλα με το όνομα κάποιου παλιού ιδιοκτήτη, άλλα από κάποιο γεωλογικό μόρφωμα, άλλα από κάποια ξεχασμένη ιστορία του τόπου. Ο αρχιφύλακας χτύπησε με το κάτω μέρος της παλάμης το μέτωπό του. «Πώς δεν το σκέφτηκα και κάθομαι και σε ρωτάω; Θα κάνουμε ένα κλιμάκιο, εσύ θα μπεις οδηγός και θα πάμε να βρούμε το σκελετό που μας λες ότι βρήκες. Κι αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, θα ξεράσεις το γάλα της μάνας σου, κακομοίρη μου».

Το «θα πάμε» ήταν μια κουβέντα. Την άλλη μέρα το πρωί, ο αστυνόμος ζήτησε έγκριση από τον πταισματοδίκη για να περιλάβει στο κλιμάκιο και πολίτες. Τον αγροτικό γιατρό, ένα φωτογράφο του νησιού, ένα δικαστικό γραφέα. Ο πταισματοδίκης δεν ήξερε αν χρειαζόταν τέτοια έγκριση, ούτε αν ήταν στην αρμοδιότητά του να τη δώσει. Γι' αυτό αποδέχτηκε το αίτημα χωρίς να παραλάβει και χωρίς να δώσει έγγραφο. Ολοι είχαν στην αρχή αντιρρήσεις. Αλλά, τελικά, πήγαν μαζί με τον αρχιφύλακα και δύο νεότεροι αστυνομικοί. Ομως, αυτό ήταν η μικρότερη φασαρία. Ο μεγάλος μπελάς ήταν να φτάσουν εκεί. Κόντεψαν να αχρηστευτούν τα περιπολικά στο χωματόδρομο. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ο φωτογράφος κόντεψε να τους μείνει στον ανήφορο. Τελικά, έδωσε τη μηχανή στο γιατρό, που ήταν νέο παιδί, και του έδειξε πώς να φωτογραφίσει όταν θα έφθαναν στο συμβάν. Στον κατήφορο πέσανε από δύο τρεις φορές. Ο τσοπάνης που κατέβαινε πρώτος μετά βίας γλίτωσε από τις κοτρόνες που έπεφταν από το αδέξιο περπάτημα των άλλων. Μουσκίδια στον ιδρώτα φτάσανε κάτω. Υπήρχε πραγματικά ο σκελετός. Βγάλανε πλήθος φωτογραφίες. Οχι μόνο του σκελετού. Φωτογράφισαν κοντά κοντά και ολόκληρο το γύρω χώρο, το πεδίον του συμβάντος, σε οριζόντιο και κάθετο άξονα. Μετά τις φωτογραφίες, άρχισαν να μαζεύουν τα οστά στο ξύλινο κιβώτιο που είχαν κουβαλήσει επί τούτου οι δύο νεότεροι αστυνομικοί. Τα μάζευε ο γιατρός, φορώντας χειρουργικά γάντια. Ο σκελετός είχε στο δεξί χέρι, περασμένη πάνω από τα οστά της κερκίδας και της ωλένης μια ασημένια ταυτότητα που έγραφε URSULA. Υπολείμματα από ένα κοντό πανταλόνι υπήρχαν γύρω από τη λεκάνη. «Αυτά τα συνθετικά δε λιώνουν με τίποτα», σχολίασε ο αρχιφύλακας. Το ίδιο και οι κάλτσες, μέσα στις οποίες υπήρχαν τα περισσότερα από τα μικρά οστά του ποδιού. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν στα μισοδιαλυμένα αθλητικά παπούτσια. Τα μάζεψαν κι αυτά, το καθένα χωριστά σε χοντρές νάιλον σακούλες, ως αναγκαίο υλικό για την ανακριτική και τις άλλες διαδικασίες. Ο γιατρός, επιφυλακτικός ως τότε, μετά που είδε την ταυτότητα και το όνομα έγινε λαλίστατος. «Πρόκειται», τους είπε, «περί γυναικείου σκελετού. Είναι νεαρής ηλικίας, υπολογίζω γύρω στα τριάντα. Αιτία θανάτου μπορούμε να πούμε πως είναι τα πολλαπλά κατάγματα του κρανίου, ενώ συνέβαλαν στο θάνατο πολλαπλά κατάγματα στις πλευρές, στη λεκάνη και τα μακρά οστά». Καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα πιο πέρα βρέθηκε, κατεστραμμένη και η ψηφιακή μηχανή του θύματος. Η ειδική υπηρεσία του Εγκληματολογικού, στα Κεντρικά θα έψαχνε για πιθανή διατήρηση φωτογραφικού υλικού που θα μπορούσε να είναι χρήσιμο στη διαλεύκανση του συμβάντος, όπως έλεγε ο αρχιφύλακας. Ολη την ώρα που γίνονταν οι διαδικασίες από το κλιμάκιο, ο τσοπάνης είχε καθίσει κάτω από ένα πουρνάρι. Ετρεμε, σταυροκοπιόταν και μουρμούριζε πατερημά. Οι ώρες του φάνηκαν αιώνες. Το ανέβασμα της πλαγιάς ήταν ακόμα πιο δύσκολο από το κατέβασμα. Ζορισμένοι φτάσανε στη δημοσιά για να μπούνε στα περιπολικά για κάτω. Τον τσοπάνη τον άφησαν στο χωριό του, να συνέλθει. Φτάσανε στη Χώρα. Οι φήμες είχαν φτάσει πριν από αυτούς. Πάντα οι φήμες φτάνανε πριν φτάσουν τα πρόσωπα. Ακόμα και την εποχή πριν τα κινητά, ακόμα και πριν τα τηλέφωνα. Και δε θα έφτανε τώρα; «Φέρνουνε την Ούρσουλα», λέγανε, «φέρνουνε την Ούρσουλα». Στη Χώρα ο κόσμος συγκεντρωμένος, βολτάριζε γύρω από το Αστυνομικό Τμήμα. Σαν Ρωμαίος αυτοκράτορας στην πομπή του θριάμβου του καμάρωνε ο αρχιφύλακας. Πίσω του οι νεαροί αστυνομικοί κρατούσαν το κιβώτιο από τα σκοινένια χερούλια του. Ενας από κάθε πλευρά. Από κοντά ο γιατρός, ο φωτογράφος (που είχε εν τω μεταξύ συνέλθει) και τελευταίος ο δικαστικός γραφέας, κρατώντας μια δερμάτινη τσάντα που ασφάλιζε με δύο στενές λωρίδες που απόληγαν σε γαντζάκια. Απογοήτευση. Το πλήθος περίμενε την Ούρσουλα που ήξερε ζωντανή, να την έβλεπε, έστω και πεθαμένη. Φθάνοντας έκανε τηλεφωνική αναφορά στους προϊσταμένους του. Θα ακολουθούσε γραπτή. Βεβαίως, στη συνέχεια θα υπήρχαν οι τεχνικές αναφορές, η εξέταση από τους ιατροδικαστές της Αθήνας, η ταύτιση του DNA από τους συγγενείς της (που θα καλούνταν στην Κεντρική Υπηρεσία), η εξέταση της ψηφιακής μηχανής και όλα τα σχετικά. Πάντως - και με όλα αυτά που έλειπαν - το πιο σημαντικό βήμα είχε γίνει.

Δυο μήνες μετά και ενώ η υπόθεση έπαιρνε να ξεχαστεί, ο αρχιφύλακας συνέχιζε να εκτελεί χρέη προϊσταμένου. Ο αστυνόμος θα εξακολουθούσε να υπηρετεί στη φρουρά του Υπουργού για μερικούς ακόμα μήνες. Ή, ως τον κυβερνητικό ανασχηματισμό. Ωσπου, καλοκαιράκι να ξανάρθει φρέσκος - φρέσκος στη θέση του φέρνοντας μαζί του και την οικογένεια για διακοπές. Ετσι, ως υπεύθυνος του Αστυνομικού Τμήματος ο αρχιφύλακας άνοιξε και το έγγραφο που ήρθε από τα Κεντρικά και για την ακρίβεια από την Τεχνική Υπηρεσία του Εγκληματολογικού. Η κάμερα ήταν σχεδόν τελείως κατεστραμμένη. Ομως ο ψηφιακός της δίσκος είχε περίεργα αντέξει. Παρά τις αλλεπάλληλες κρούσεις, παρά την έκθεση σε αντίξοες - κάποτε και ακραίες - καιρικές συνθήκες μερικών ετών ο δίσκος ήταν αξιοποιήσιμος. Βεβαίως, είχε χρειαστεί την κατάλληλη επεξεργασία με διάφορα προγράμματα. Αλλά η δουλιά είχε αποδώσει. Από την εξέταση του υλικού δε διαπιστώθηκε η παρουσία ύποπτων προσώπων - έλεγε η έκθεση - ή κάτι άλλο που να παρείχε ενδείξεις για εγκληματική ενέργεια ή που να την ερμηνεύει. Και, ναι, οι ιατροδικαστές ταύτισαν το DNA του σκελετού με εκείνο του πατέρα. Και, ναι, επιβεβαίωναν τα πολλαπλά κατάγματα που επέφεραν το θάνατο. Τόσο από την αστυνομική όσο και από την ιατροδικαστική εξέταση, δεν μπόρεσε να προσδιοριστεί αν η «πτώση από ύψος» που προκάλεσε το θάνατο ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος, αυτοκτονίας ή εγκληματικής ενέργειας. Γιατί κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι την κοπέλα την έσπρωξε κάποιος στο γκρεμό ή την πέταξε αναίσθητη ή ακόμα και νεκρή. Κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να απαντηθούν κατηγορηματικά.

Την αλήθεια την ήξερε η Ούρσουλα. Η παραμονή της στο νησί την είχε γεμίσει πρωτόγνωρες χαρές. Εζησε τις πιο ωραίες στιγμές της θάλασσας. Εζησε τόπους που δεν ήταν απλώς άλλοι. Ηταν άλλης εποχής. Ενιωσε την αγαλλίαση της δροσιάς στον ίσκιο ενός πεύκου, μετά το κάμα μιας πορείας κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο των βουνών. Φωτογράφισε φυτά που επέμεναν να φυτρώνουν σε χαραμάδες των βράχων πάνω στην άμμο της θάλασσας, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Θα έλεγες, σε πείσμα της λογικής. Οχι, κανένας δεν είχε λόγο να τη σκοτώσει. Ο φίλος της την ήθελε ζωντανή και όμορφη. Ηρθε ελπίζοντας ότι θα φύγουν μαζί. Η μικρή ένταση μεταξύ τους είχε αυτό το λόγο. Για να περιορίσει την ταλαιπωρία της την πήγε με το τζιπ στο βουνό. Την άφησε κι έφυγε για να επιστρέψει το αυτοκίνητο και να φύγει. Η Ούρσουλα θα επέστρεφε μόνη της. Οσο για τους δύο σωματώδεις τύπους ήταν υπάλληλοι ασφαλείας στην πρεσβεία της χώρας της. Επειδή είχε καιρό να επικοινωνήσει με τους δικούς της ο πατέρας της, διαπρεπής διπλωμάτης, επικοινώνησε με τους συναδέλφους του για να ρίξουν μια ματιά οι άνθρωποί τους. Αφού είδαν ότι ήταν εκεί και ότι ήταν καλά, έφυγαν για τη δουλιά τους. Τουλάχιστον, πρόλαβαν να κάνουν κι αυτοί ένα μπάνιο. Οσο για το τσοπανάκι ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να τη βλάψει. Να τη βλέπει ήθελε από πιο κοντά, για να φτιαχτεί. Οσο για την ίδια, ήθελε να περάσει την κορυφή. Να αγναντέψει από εκεί τη θάλασσα. Να αναγνωρίσει, βάσει του χάρτη που είχε στο σακίδιό της, τα γύρω νησιά. Να γυρίσει τα μάτια της προς την άλλη κατεύθυνση και να δει από ψηλά τους οικισμούς του νησιού, τους κόλπους και τα ακρογιάλια. Μετά θα κατηφόριζε την άλλη πλευρά του βουνού. Θα έβλεπε το διαφορετικό τοπίο, την επικράτηση της πέτρας. Θα έψαχνε κομμάτια από πετρώματα. Με την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή της φωτογράφισε μεγάλους λίθινους όγκους και περίεργα πέτρινα σχήματα. Εβγαλε το δάσος και μεμονωμένα δέντρα. Φωτογράφισε κλαδιά, θάμνους, μικρά χόρτα που δεν τα αναγνώριζε αλλά τη συγκινούσαν αισθητικά. Φωτογράφισε σπουργίτια, ζουμάροντάς τα στο έδαφος και τους βράχους. Κουρούνες που πετούσαν μοναχικές ή σε μικρές ομάδες. Κάποια στιγμή είδε ένα φασιανό. Καθόταν σε μια κουμαριά, που είχε δέσει καρπούς αλλά ήταν ακόμα αγίνωτοι. Τον φωτογράφισε, ζουμάροντας για να τον μεγεθύνει. Τον έβλεπε από το πλάι και η εμφάνισή του της άρεσε πολύ. Εκανε λίγο πίσω και τον φωτογράφισε ξανά. Πέταξε πάλι, λες και έπαιζε μαζί της. Αλλά δεν έφευγε. Προσπάθησε να τον φωτογραφίσει στον αέρα. Εκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Μια πέτρα ξεκόλλησε και κύλησε στον κατήφορο. Απορροφημένη στην προσπάθεια, δεν άκουσε τον ήχο. Ισως και δεν πρόλαβε. Η τελευταία εικόνα που έμενε στα μάτια της, που φωτογραφήθηκε στο μυαλό της, ήταν ένας όμορφος φασιανός που πέταγε προς τον ουρανό. Την ίδια ώρα που αυτή έπεφτε κατρακυλώντας στη χαράδρα.


Γεράσιμος Α. Ρηγάτος

Νεκρός στο νταμάρι...

Η Χρύσα Σπυροπούλου
Η Χρύσα Σπυροπούλου
Ο Γιάννης δάγκωσε την άκρη του μολυβιού και κοίταξε επίμονα το τηλέφωνο. Δεν ήξερε ακόμα αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στην Ασφάλεια Αττικής και να ενημερώσει τον υπεύθυνο για τις απειλές που είχε δεχτεί. Το άρθρο του είχε δημοσιευτεί την προηγούμενη μέρα και αναφερόταν στα συμφέροντα της εταιρείας, που εκμεταλλευόταν το μάρμαρο στο όρος «Μελαχρινό», καθώς και το έτοιμο μπετόν, το οποίο είχαν στη διάθεσή τους. Τελικά είχε προκαλέσει τον θόρυβο που επιδίωξε. Στις ειδήσεις οι σχολιαστές αναφέρθηκαν με λεπτομέρειες στην υπόθεση, ο νομάρχης έστειλε ελεγκτές στο χώρο των λατομείων, το θέμα θα έφτανε στη Βουλή. Θα έπρεπε να νιώθει ευχαριστημένος από την πορεία των καταιγιστικών γεγονότων. Οι συνάδελφοί του, ακόμα κι αυτοί από το πολιτιστικό ρεπορτάζ, του τηλεφωνούσαν για να του δώσουν συγχαρητήρια. Μόνο ο διευθυντής του δεν του είπε τίποτε, αν και θα 'πρεπε να είναι ικανοποιημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και από τις πωλήσεις του φύλλου της προηγούμενης μέρας. Αλλωστε, τον είχε στηρίξει και τον παρότρυνε να συνεχίσει την έρευνα, όταν είχε πάει στο γραφείο του την περασμένη εβδομάδα για να του θέσει υπ' όψιν όλα τα δεδομένα της έρευνας. «Θα τους ξεσκεπάσω», του είχε πει ο Γιάννης αποφασιστικά. Αν αυτό δεν είναι διαπλοκή, τότε τι είναι; Δε θα το αφήσω έτσι να περάσει. Πρόκειται για σοβαρή οικολογική καταστροφή! Το βουνό έχει φαγωθεί και οι ανατινάξεις σείουν τα σπίτια του παρακείμενου χωριού. Ασε που η σκόνη έχει σκεπάσει τα πάντα...Το μόνο που ζητώ από σας είναι να με στηρίξετε. Σκεφτείτε καλά τα οφέλη που θα προσφέρουμε στον τόπο, αλλά και την ηθική ικανοποίηση που θα έχουμε όλοι μας εδώ στην εφημερίδα... Εκείνος πείστηκε και έδωσε το πράσινο φως για να συνεχίσει. Τι συμβαίνει τώρα; Γιατί αυτή η σιωπή, αναρωτήθηκε.


Β. Παπαγεωργίου

-- Τι σκέφτεσαι; Τον ρώτησε η Ελισάβετ, η συνεργάτιδά του στην έρευνα, μια έρευνα που του πήρε πολύ χρόνο, τουλάχιστον ένα εξάμηνο. Δε φαίνεται να απολαμβάνεις τις δάφνες σου, γιατί;

-- Ο «μεγάλος» είναι ακόμα εξαφανισμένος. Μήπως τον είδες;

-- Ελα μην κάνεις έτσι, σαν το παιδί που ζητεί τον καλό λόγο από τον κηδεμόνα του. Διευθυντής είναι και έχει πολλές υποχρεώσεις. Θα 'χει τα δικά του. Πάμε για κανένα ποτό να ησυχάσουμε επιτέλους.

-- Να ησυχάσουμε...Αμ δε...Κάποιος με απειλεί. Μου τηλεφώνησαν πριν από λίγο και μου είπαν να σταματήσω αλλιώς θα πάρουν τα μέτρα τους...Καταλαβαίνεις;

-- Ε... Γιατί δεν πας να το συζητήσεις με τον «μεγάλο» ίσως χρειαστεί να το πούμε στην ασφάλεια. Θα 'ταν χρήσιμο να παρακολουθείται το τηλέφωνό σου. Μέσω του κέντρου σε βρήκαν ή τηλεφωνούν απευθείας;

-- Δεν ξέρω, αλλά δεν είναι δύσκολο να το μάθω. Πάντως, ο πόλεμος τώρα έχει αρχίσει.

Δύο συντάκτες από το πολιτικό ρεπορτάζ πέρασαν να του πουν πόσο ταρακούνησε το άρθρο του τα ασάλευτα νερά της κυβέρνησης. Είχαν ακούσει ότι ο πρωθυπουργός θα απομάκρυνε από τη θέση του τον συνεργάτη του που είχε εμπλακεί στην υπόθεση των λατομείων. Η Δικαιοσύνη είχε κρίνει ότι οι εργασίες στο όρος «Μελαχρινό» είναι παράνομες αλλά παρ' όλ' αυτά κάποιος έβαζε το χεράκι του και τόσο η Νομαρχία όσο και το αστυνομικό τμήμα της περιοχής έκαναν τα στραβά μάτια.

-- Μακάρι, να λάβει τα μέτρα του και να τον τιμωρήσει. Αν δε γίνει αυτό τις αμέσως επόμενες μέρες, θα δημοσιεύσω τη φωτογραφία που έχω στα χέρια μου. Να είναι καλά ο Στράτος που τράβηξε μερικά πολύ αποκαλυπτικά στιγμιότυπα. Δε συμφέρει στην κυβέρνηση να έχει στους κόλπους της ένα τέτοιο καθαρματάκι.

-- Ισως να μην έχουν καταλάβει ακόμα περί τίνος πρόκειται, αντέτεινε η Ρίτσα, συντάκτρια του πολιτικού τμήματος.


Β. Παπαγεωργίου

-- Δεν είναι χαζοί... Κάποιος κρύβεται πίσω από όλη αυτή την ιστορία. Αλλωστε κανείς μέχρι τώρα δε γνωρίζει τον κύριο Μαύρο, τον δεύτερο ιδιοκτήτη του εργοταξίου. Μόνο ο κύριος Πράσινος εμφανίζεται και ένας υπεύθυνος των δημοσίων σχέσεων, που μόνο κακό τους κάνει με τον τρόπο που μιλά. Θυμίζει τύπο άλλων εποχών... είναι φωνακλάς και ξερόλας.

-- Νομίζω ότι είναι ο κατάλληλος για αυτή τη θέση. Τι περιμένεις; Κάποιον με τρόπους του σαλονιού και αβροφροσύνη;

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Γιάννης έκανε νόημα στην Ελισάβετ να το σηκώσει.

-- Ελα, είναι ο «μεγάλος], του είπε χαμογελώντας.

-- Τσακίσου να έρθεις στο γραφείο μου, άκουσε ο Γιάννης τον διευθυντή να του φωνάζει.

Μόλις μπήκε, το γραφείο του απέπνεε τάξη και καθαριότητα, ένιωσε το βαρύ άρωμα του καπνού. Εριξε μια ματιά γύρω του και διαπίστωσε για άλλη μία φορά ότι όλα τα έπιπλα γυάλιζαν. Ακόμα και τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, που ήταν αραδιασμένα στο μακρόστενο γραφείο του, δε διατάρασσαν την εικόνα του τακτοποιημένου χώρου, αν και έδιναν μια νότα επιτηδευμένης ατημελησίας. Ο «μεγάλος» ήταν στραμμένος προς την τζαμαρία που έβλεπε στον Λυκαβηττό. Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του κι ακούμπησε την πίπα στο τασάκι.

-- Καλά τα πήγες. Μην το παρατραβήξουμε όμως το σχοινί. Ας κάνουμε προς το παρόν μια μικρή ανακωχή κι έπειτα βλέπουμε.

-- Ευχαριστώ. Μόνο που είμαι αποφασισμένος να το παρακολουθώ το ζήτημα από κοντά γιατί αν δε σταματήσουν αμέσως οι εργασίες, η καταστροφή στο περιβάλλον θα είναι τεράστια. Εμαθα ότι έχετε εκεί κοντά κι εσείς εξοχικό. Δε σας συμφέρει ούτε εσάς, αν το δούμε το θέμα κι από στενά προσωπικά κίνητρα.

Ο άλλος τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του, ανασηκώνοντας το φρύδι του. Σαν να μην περίμενε μια τέτοια ατάκα. Πώς όχι όμως; Δεν είχε τολμήσει και διακινδυνέψει τόσα πολλά ο Γιάννης; Θα 'πρεπε να το περιμένει. Δε μίλησε.

-- Εχω να διευθετήσω τώρα και κάποιες παράπλευρες απώλειες...του είπε σπάζοντας τον πάγο, κάπως αναποφάσιστος.

-- Τι εννοείς;

-- Δέχομαι απειλητικά τηλεφωνήματα, είπε κοφτά.

-- Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;

-- Προς το παρόν δεν ξέρω...ίσως αν το παρατραβήξουν, να ζητήσω τη βοήθεια του «καλού».

-- Του «καλού»; Ποιος είναι πάλι τούτος;

-- Δε θυμάστε; Εκείνος από την Ασφάλεια που είχε γίνει ο φύλακας άγγελός μας, όταν είχαν ρίξει άγνωστοι γκαζάκια στην είσοδο του κτιρίου της εφημερίδας.

-- Εσύ ξέρεις καλύτερα. Σου συνιστώ όμως να μιλήσεις και με τον αρχισυντάκτη σου. Για κάθε τι που σκέφτεσαι να κάνεις, να το συζητάς πρώτα μαζί του. Εντάξει;

Το «εντάξει» και η κίνηση της πολυθρόνας του έδωσαν το μήνυμα. Η συζήτηση είχε λάβει τέλος.

Δεν είχε βγει καλά καλά στο διάδρομο όταν χτύπησε το κινητό του. Ηταν ο πληροφοριοδότης του. Του μιλούσε γρήγορα, σχεδόν αγκομαχητά. Οι εργασίες καλά κρατούν, του είπε. Και η χωματερή εκεί στο νταμάρι είχε πάρει πάλι φωτιά. «Φέρε κάμερες, τον φωτογράφο σου,» είπε και η γραμμή κόπηκε.

Μπήκε στο γραφείο του και άνοιξε τον υπολογιστή του. Αν και είχε σκεφτεί να γράψει σχόλιο για τη λίμνη Κορώνη και τα νεκρά πουλιά, τώρα επανερχόταν στο παλιό του θέμα. Τα λατομεία μαρμάρου. Δεν πρόλαβε να γράψει ούτε μια αράδα όταν μπήκε στο γραφείο του η Ελισάβετ.

-- Τέσσερα εκατομμύρια ευρώ θα πληρώσει πρόστιμο στο κράτος η αξιότιμος εταιρεία ...Μόλις τώρα έφτασε η είδηση...

-- Επιτέλους! Είπε με ανακούφιση ο Γιάννης. Δεν πήγαν στο βρόντο οι κόποι και τα ρεπορτάζ μας...

-- Τι κάνεις τώρα; Δε φαντάζομαι να ξέχασες το ραντεβού σου με την κομψή δήμαρχο;

-- Γράφω το σχόλιο και τα μαζεύω. Δεν έρχεσαι και συ;

-- Οχι δα... Θα σας αφήσω να τα πείτε με την ησυχία σας, συμπλήρωσε χαμογελώντας πονηρά.

-- Μα θα μπορούσα να είμαι γιος της.

-- Γιος της ξεγιός της, εκείνη σε λιγουρεύεται...

-- Εχεις μεγάλη φαντασία. Ωρα για δουλιά...

Η μαρμαρόσκονη έχει καλύψει τα φυτά και τα σπίτια της περιοχής που βρίσκονται κοντά στο όρος «Μελαχρινό». Η δραστηριότητα της εταιρείας που εκμεταλλεύεται τα μάρμαρα και το έτοιμο μπετόν προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας στους κατοίκους των χωριών και των οικισμών. Καταστρέφεται ανεπανόρθωτα το φυσικό περιβάλλον αλλά επίσης μεταμορφώνεται το γεωμορφολογικό ανάγλυφο. Η ηχορύπανση από τα φουρνέλα και τα χιλιάδες φορτηγά που μεταφέρουν μπάζα και διάφορα υλικά, οι συγκεντρώσεις σωματιδίων σε συνδυασμό με μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του θείου, οι παράνομες και ανεξέλεγκτες χωματερές μέσα στα λατομεία, οι οποίες μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα και την ατμόσφαιρα αποτελούν άμεσους κινδύνους. Οι κάτοικοι νιώθουν ότι δεν πάει άλλο. Κάτι πρέπει να γίνει από την πολιτεία και μάλιστα αμέσως. Στο τέλος πρόσθεσε τον τίτλο: «Εγκλημα εναντίον του περιβάλλοντος». Εκλεισε τον υπολογιστή και έμεινε για λίγα λεπτά σκεπτικός. Αναρωτήθηκε αν είχε νόημα η συνάντηση με τη δήμαρχο. Ισως να μάθαινε κάτι παραπάνω. Τι άλλο όμως έμενε; Εφόσον όλα είχαν διερευνηθεί.

.........

Είχε φτάσει πρώτος στο «Ναυτίλο», το καινούριο εστιατόριο στην οδό Φωκυλίδου. Κάθισε λαχανιασμένος - η ανηφόρα του φάνηκε πιο δύσκολη ακόμα κι από τις υποθέσεις με τις οποίες καταγινόταν τελευταία - σε τραπέζι κοντά στο παράθυρο και τότε μόνο έριξε τη ματιά του στην αίθουσα. Λίγα τραπέζια ήταν πιασμένα, ίσως εξ αιτίας της ώρας. Δεν είχε πάει καλά καλά εννιά. Μόλις μπήκε, όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. Είχε δίκαιο η Ελισάβετ. Ηταν εντυπωσιακή παρ' όλο που δεν ήταν ούτε στην πρώτη αλλά ούτε και στη δεύτερη νιότη της. Μπορεί να μην ήταν όμορφη, είχε όμως κάτι απροσδιόριστο πάνω της που την έκανε ελκυστική. Το μαλλί χτενισμένο, βαμμένη διακριτικά σε τόνους που ταίριαζαν με τα χρώματα του ταγιέρ της. Ενα μεταξωτό μαντίλι έπεφτε ατημέλητα στον ώμο της. Οταν τον πλησίασε, σηκώθηκε.

-- Δεν άργησα; Τον ρώτησε με νάζι.

-- Καθόλου. Πριν από λίγο ήρθα κι εγώ.

Αφησαν να περάσουν λίγα λεπτά δίχως να πουν κουβέντα. Θαρρείς και περίμενε ο ένας να λάβει το λόγο ο άλλος. Τελικά τη σιωπή την έσπασε η κυρία Απέργη.

-- Καταπληκτικό το άρθρο σας. Εκανε αίσθηση στα μέρη μας και σας ευχαριστούμε όλοι θερμά για τους αγώνες που δίνετε.

-- Να 'στε καλά. Τη δουλειά μου κάνω. Αύριο θα δημοσιευτεί και άλλο υλικό, από αυτό που συνέλεξαν οι συνεργάτες μας καθώς και το σχόλιό μου για την ίδια υπόθεση.

Τον κοίταξε επίμονα.

-- Νομίζω ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει αυτός ο πόλεμος. Δε νομίζετε; Διότι ό,τι είχατε να πείτε εσείς, το είπατε. Η κυβέρνηση και όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς έμαθαν τι συμβαίνει στην περιοχή μας. Σωστά;

Σωστά, πολύ σωστά, σκέφτηκε ο Γιάννης. Πού το πάει η κυρία, αναρωτήθηκε.

-- Θα παρακολουθούμε στενά το θέμα. Ετσι αποφασίσαμε στην εφημερίδα, τόνισε.

-- Νομίζω ότι δεν πρέπει να το παρατραβήξετε... καθώς υπάρχει και η άλλη πλευρά. Κι εγώ εκπροσωπώ όλους τους κατοίκους. Κι εκείνους που πλήττονται από τη μόλυνση και τους άλλους που βρίσκουν δουλιά στα λατομεία. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω... Αλλωστε, φοβούμαι ότι οι οικολογικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή μας, υπερβάλλουν κάπως στους υπολογισμούς και στις εκτιμήσεις. Ας σκεφτούμε και τους απλούς ανθρώπους που ζουν από τη δουλιά στα λατομεία. Τι λέτε;

Ο Γιάννης έμενε σιωπηλός. Είχε μετανιώσει που δέχτηκε να γίνει αυτή η συνάντηση γιατί καταλάβαινε το πνεύμα της κυρίας Απέργη. Το γεύμα έγινε με σκοπό να εξαγοράσει την παραίτησή του από την υπόθεση. Να μη συνέχιζε τα ρεπορτάζ και τα σχόλια από την εφημερίδα. Ακόμα και η δήμαρχος φρόντιζε για το ατομικό της συμφέρον κι όχι για το κοινό καλό. Μα ακόμα κι έτσι, δεν καταλάβαινε ότι για κάποιες ψήφους παραπάνω, θα θυσίαζε το συλλογικό συμφέρον προς όφελος μιας εταιρείας, η οποία αδιαφορούσε για την προστασία του περιβάλλοντος, και θα καταδίκαζε και τον εαυτό της σε ανεπανόρθωτες βλάβες; Ηδη τα αναπνευστικά νοσήματα έκαναν θραύση στα μέρη εκείνα. Σειρά έχει ο επόμενος...

-- Δε σας καταλαβαίνω... πίστευα ότι είστε με το μέρος μας ότι νοιάζεστε για τον τόπο σας. Νομίζω ότι δεν έχετε αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής, συμπλήρωσε νιώθοντας ότι είναι μάταιο να την πείσει. Εκείνη έδειχνε ότι είχε πάρει τις αποφάσεις της. Θα προστάτευε από δω και πέρα εκείνους που δίνουν ψωμί, όπως είπε, σε κατοίκους της περιοχής.

.....

Καθώς κατηφόριζε ο Γιάννης προς τη Σταδίου, χτύπησε το κινητό του. Ηταν η Ελισάβετ, που του είπε ότι ήταν ακόμα στο γραφείο και ότι είχε λάβει έναν ανώνυμο φάκελο, στον οποίο υπήρχε ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα που τους πληροφορούσε για το θάνατο εργάτη κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των φουρνέλων. Δυο τρεις φωτογραφίες επιβεβαίωναν το γεγονός.

-- Γιάννη μου, είναι τόσο σκληρές οι φωτογραφίες! Σε περιμένω να τις δεις... Τηλεφώνησα και στον Στράτο. Είναι καθ' οδόν κι αυτός. Το ατύχημα το είχαν κουκουλώσει. Εγινε τον προηγούμενο μήνα. Ούτε η οικογένεια του θύματος ειδοποίησε την αστυνομία. Δεν υπάρχει καταγγελία... Τίποτα.

-- Ερχομαι... Σε δέκα λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί. Καλό θα ήταν να δείχναμε τον φάκελο και στον «μεγάλο».

-- Ναι... Δεν είναι κακή ιδέα. Μόνο που αυτός αντιπαθεί τα ανώνυμα σημειώματα. Θα μιλήσουμε με τον αρχισυντάκτη... Ακούει καλύτερα... Τι έκανες με την κυρία δήμαρχο; Ρώτησε με λεπτή ειρωνεία στη φωνή της.

-- Αδικος κόπος. Χαμένος χρόνος. Η γυναίκα έχει αλλάξει στρατόπεδο για μια χούφτα ψήφους. Θα σου τα πω όμως από κοντά.

Μόνο ο δεύτερος όροφος στο κτίριο της εφημερίδας ήταν φωτισμένος. Πίσω από τις μισάνοιχτες περσίδες μετακινούνταν σκιές. Οταν ο Γιάννης μπήκε στην αίθουσα, βρήκε τους δυο συνεργάτες του απασχολημένους με το περιεχόμενο του φακέλου. Η Ελισάβετ παράλληλα έπαιζε με το ποντίκι του υπολογιστή της. Ανήσυχη, δεν της αρκούσε η μία δραστηριότητα... Ο θηλυκός Ναπολέων, συνήθιζαν να την πειράζουν.

-- Μπορεί ο εργάτης να μην ήταν Ελληνας και γι' αυτό να μην έγινε καταγγελία. Πάντως, μιας και ξέρουμε τώρα για το ατύχημα, πρέπει να γράψουμε γι' αυτό. Αλλος ένας σοβαρός λόγος, που συνηγορεί υπέρ του λουκέτου στα λατομεία.

-- Αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτε, είπε ο Στράτος. Ούτε το πρόστιμο ούτε η δικαστική απόφαση για αναστολή των εργασιών τους πτόησε.

-- Τώρα όμως, μ' αυτό το καινούριο δεδομένο πιθανόν να ταρακουνηθούν οι κρατικοί λειτουργοί και να γίνει κάτι, απάντησε η Ελισάβετ, που πάντα ήταν πιο αισιόδοξη από τους άλλους.

Στο μεταξύ, ο Γιάννης παρατηρούσε προσεχτικά το ανώνυμο σημείωμα καθώς και τις φωτογραφίες.

-- Αν είναι παράνομος μετανάστης το θύμα, παρατήρησε, γλιτώνουν και την αποζημίωση στην οικογένεια.

-- Από κάθε άποψη κερδισμένη η εταιρεία... μουρμούρισε ο Στράτος. Τι κάνουμε, λοιπόν;

-- Επειδή έκλεισε η ύλη για την επόμενη μέρα, έχουμε χρόνο να επισκεφτούμε τους εκπροσώπους της εταιρείας και να συζητήσουμε μαζί τους για το ατύχημα. Κι έπειτα αφού συνεννοηθούμε με τον αρχισυντάκτη, δημοσιεύουμε τα ευρήματα. Τι λέτε, συμφωνείτε;

-- Συμφωνούμε, είπαν οι άλλοι ταυτόχρονα.

-- Λέω, λοιπόν, συνέχισε ο Γιάννης, να τους επισκεφτούμε αύριο το πρωί. Οσο το δυνατόν πιο νωρίς, έτσι ώστε να 'χουμε χρόνο μπροστά μας για την έρευνά μας. Να 'μαστε έτοιμοι από κάθε άποψη όταν παρουσιάσουμε τα στοιχεία μας στον «δικό μας». Εντάξει; Είμαστε ο.κ.;

-- Αύριο, λοιπόν, συναντιόμαστε στο λατομείο. Στις οχτώ.

....

Οταν ο Στράτος και η Ελισάβετ έφτασαν στο νταμάρι, βρήκαν τις καγκελόπορτες κλειστές. Ψυχή δεν υπήρχε. Σαν να το είχαν εγκαταλείψει. Είχε πάει οκτώμισι και ο Γιάννης δεν είχε φανεί ακόμα. Η Ελισάβετ του τηλεφώνησε για άλλη μία φορά στο κινητό. Καμία απάντηση. Ανέβηκε στα κάγκελα και βρέθηκε στην άλλη πλευρά. Τα κουβούκλια που λειτουργούσαν σαν γραφεία των μηχανικών και εργοδηγών ήταν κλειστά. Το τοπίο φαινόταν έρημο. Τα σπλάχνα του βουνού έχασκαν λαβωμένα. Αμμος και πέτρες παντού εκεί γύρω. Η Ελισάβετ σχημάτισε πάλι τον αριθμό του κινητού του Γιάννη. Χτυπούσε.... Της φάνηκε σαν να άκουγε τον γνωστό ήχο το αντάτζιο από τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι. Ηταν το αγαπημένο κομμάτι του Γιάννη και το 'χε ρυθμίσει έτσι ώστε να τον ειδοποιεί αυτή η μελωδία όταν είχε κλήση. Ο ήχος θαρρείς και δυνάμωνε, σαν να την πλησίαζε.

Αφηρημένη καθώς ήταν σκόνταψε στα μπάζα, που βρέθηκαν μπροστά της. Αφησε μια κραυγή.

-- Οχι, θεέ μου! Γιάννη, Γιάννη...μίλα μου... Στράτο, εδώ...Τρέξε.

Εσκυψε και έπιασε τον σφυγμό του. Τότε μόνο πρόσεξε το αίμα.

-- Στράτο, συνέχισε να φωνάζει, κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο. Παίρνω το 100. Ο Γιάννης... κάνε γρήγορα... ο Γιάννης μας... τον φάγανε, ψιθύρισε, αλλά ένας λυγμός δεν την άφησε να συνεχίσει.

«Ατύχημα ή έγκλημα;» Είχαν σαν τίτλο οι περισσότερες εφημερίδες την είδηση του θανάτου του Γιάννη. Μερικοί σχολίαζαν ότι δε θα μπορούσε να είναι εγκληματική ενέργεια μιας και δεν είχε συμφέρον ο θύτης να τον αφήσει εκεί και να ενοχοποιηθεί η εταιρεία. Μάλλον δεν πρόλαβε να τον μετακινήσει, έγραφαν κάποιοι άλλοι. Πάντως την υπόθεση θα την αναλάμβανε, αν η ιατροδικαστική έρευνα απέκλειε το ατύχημα, ο αστυνόμος Ηλιού και η ομάδα του.


Χρύσα Σπυροπούλου

Κακούργα ξενιτιά

Ο Φίλιππος Φιλίππου (φωτογραφία Κ. Μητρόπουλος - ΕΚΕΒΙ)

Κ. Μητρόπουλος

Ο Φίλιππος Φιλίππου (φωτογραφία Κ. Μητρόπουλος - ΕΚΕΒΙ)
Κάποιον Αύγουστο, πριν από κάμποσα χρόνια, ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι ενός μηνός μ' ένα φορτηγό που είχε σημαία Μάλτας κι έφερε το παράξενο όνομα «Ο Σόλε Μίο», βρέθηκα στη Βαλτιμόρη. Προηγουμένως, έκανα τις διακοπές μου στην Κέρκυρα, όπου πριν τη λήξη τους αναγκάστηκα να δουλέψω, επειδή όσα λεφτά είχα στην άκρη τα ξόδεψα άσκοπα εδώ κι εκεί. Είχα πιάσει δουλιά στη Δασιά ως σερβιτόρος, ασχολούμενος με το τερπνό έργο του ψαρέματος τουριστριών για να καταπολεμήσω την πλήξη μου.Για το μέλλον δεν είχα κανένα σχέδιο· θα συνέχιζα τις σπουδές μου στο Λόντον Σκουλ οφ Εκονόμικς κι όπου μ' έβγαζε. Οχι πως ήμουν κανένας ανερμάτιστος, ήμουν απλώς νέος και ζούσα το σήμερα· για το αύριο βλέποντας και κάνοντας.

Εκεί στην Κέρκυρα, στην αμμουδιά του Υψου,έμελλε να έχω μια περιπέτεια που μόνο χάρη στην προνοητικότητά που διαθέτω δε μου βγήκε ξινή. Γνώρισα με θεσπέσια Ελληνίδα, την Ζ., που παραθέριζε με τους αυστηρούς γονείς της και μια μέρα που την είχαν αφήσει λάσκα, την οδήγησα στο καμαράκι όπου έμενα. Πάνω στην κουβέντα τής ανέφερα ότι σπούδαζα στο Λονδίνο και της ανέπτυξα τα σχέδιά μου για την ίδρυση εταιρείας παραγωγής ταινιών, ενώ εκείνη μου εξομολογήθηκε το όνειρό της να παντρευτεί επιστήμονα και να κάνει δύο παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι.

Εφυγα από την Κέρκυρα άρον-άρον, ύστερα από καυγά με έναν αστυνομικό, τον οποίο έδειρα άσχημα - ως νεότερος ήμουν πιο δυνατός - ξεπληρώνοντας κάτι παλιά χρέη. Ηταν ο προσωπικός μου βασανιστής, ο μπάτσος που παλαιότερα, όταν με τραβολογούσαν στην Ασφάλεια ως συνήθη ύποπτο, μου έριχνε ξύλο. Βίαιος και ζόρικος, αποτελούσε το φόβο και τον τρόμο των εκάστοτε συλληφθέντων· μια φορά είχε βγάλει το πιστόλι του και με απείλησε με εικονική εκτέλεση. Από διαβολική σύμπτωση αυτός ο τύπος ήταν ο πατέρας της Ζ. για τον οποίο η κοπέλα μού είχε μιλήσει με τα καλύτερα λόγια. Μια μέρα πριν την ορισθείσα συνάντηση των τριών μας σε μια καφετέρια της περιοχής - της είχα ζητήσει να τον γνωρίσω, χωρίς να υποψιάζομαι πως ετοιμαζόμουν να πέσω στο στόμα του λύκου - τον είδα μόνο του, θυμήθηκα τα περασμένα, μ' έπιασε μανία, του επιτέθηκα και τον έστειλα στο νοσοκομείο.


Β. Παπαγεωργίου

Η πράξη μου ήταν βέβαια λάθος και δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη, με δεδομένη την αλληλεγγύη ανάμεσα στους αστυνομικούς. Ετσι, όταν συνειδητοποίησα τι έκανα, για να μην μπλέξω σε χειρότερα, αποφάσισα να μπαρκάρω για την Αμερική. Ζούσε εκεί η Λίζα, μια μακρινή ξαδέλφη από το σόι της μάνας μου που σπούδαζε στο Κολούμπια. Ηταν ορφανή κι από τους δύο γονείς και τη φιλοξενούσε κάποια θεία της άνευ τέκνων, χήρα, ιδιοκτήτρια αλυσίδας εστιατορίων, με μπόλικο παραδάκι.

*

Το βράδυ της άφιξης του καραβιού στη Βαλτιμόρη, ανακάλυψα πως ο καπετάνιος για άγνωστους λόγους με είχε βάλει στην μπλακ λιστ, πράγμα που σήμαινε ότι με θεωρούσε ύποπτο δραπέτευσης. Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Οταν λοιπόν οι σύντροφοι βγήκαν έξω για να πιουν και να διασκεδάσουν, εγώ και μερικοί άλλοι ύποπτοι καθόμαστε στα ρέλια και βρίζαμε τους Αμερικάνους και το πολίτευμά τους. Τελικά, κατάφερα να ξεφύγω από την επιτήρηση των σεκιουριτάδων που είχαν γείρει αποκαμωμένοι στην κουπαστή, ύστερα από την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας μπίρας,και να κατεβώ στον ντόκο με το σακ - βουαγιάζ στο χέρι. Ο σιδηροδρομικός σταθμός δεν ήταν μακριά.

*

Την επομένη βρέθηκα στο Πενσυλβάνια Στέισιον της Νέας Υόρκης κι από εκεί περπάτησα ως το Μπροντγουέι, χαζεύοντας τις βιτρίνες των κινηματογράφων στην Τάιμς Σκουέαρ. Μπήκα στον πρώτο σταθμό του μετρό, έβγαλα εισιτήριο και επιβιβάστηκα σ' ένα βαγόνι της γραμμής Ν που πήγαινε στην Αστόρια. Η ξαδέλφη μου έμενε σ' ένα σπίτι με κήπο στο τέρμα της λεωφόρου Ντίτμαρς, σε μικρή απόσταση από το ζαχαροπλαστείο Λευκός Πύργος. Καθώς στεκόμουν στο κατώφλι της πόρτας της, βρώμικος, αξύριστος και ταλαιπωρημένος, ξαφνιάστηκε, δε με αναγνώρισε· χρειάστηκε κάμποσα λεπτά για να με θυμηθεί. Είχαν περάσει κάπου πέντε χρόνια από τότε που ειδωθήκαμε για τελευταία φορά. Εκείνη δεν είχε αλλάξει καθόλου, πάντα τη θυμόμουν ξανθιά και ξερακιανή, με ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και αραιά δόντια. Τη φίλησα τρυφερά στο μάγουλο κι εκείνη αφού μ' έσφιξε πάνω της, πήγε να ετοιμάσει το μπάνιο.


Β. Παπαγεωργίου

*

Μια μέρα που τρώγαμε στέικ με τηγανητές πατάτες στην τραπεζαρία του σπιτιού της, πίνοντας εκλεκτό κρασί πορτό, η Λίζα μου εξομολογήθηκε τα όνειρά της. Μετά τις σπουδές της στην κοινωνιολογία, ήθελε να παντρευτεί και να κάνει τρία παιδιά, δυο αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο μελλοντικός της σύζυγος δε θα ήταν όποιος όποιος: Ηθελε Ελληνα. Ατυχώς, οι μέχρι τότε προσπάθειές της να βρει σύζυγο αντάξιο της κοινωνικής της τάξης και του πνευματικού της επιπέδου είχαν ναυαγήσει. Οσοι από τους συμφοιτητές της άξιζαν, επέστρεφαν στην Ελλάδα κι όσοι έμεναν εκεί δε δέχονταν να παίξουν το ρόλο για τον οποίο τους προόριζε. Φαίνεται πως το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν κι άλλες Ελληνίδες της Αμερικής. Κάθε μητέρα με κόρη της παντρειάς αναζητούσε τον κατάλληλο Ελληνα στον ευρύτερο χώρο της ομογένειας, ώστε να μην αλλάξει χέρια η περιουσία της οικογένειας.

Η ξαδέλφη μου, με αφορμή γενέθλια και ονομαστικές εορτές, με κουβαλούσε σε σπίτια για να με επιδείξει στους φίλους της ως κελεπούρι κι ήταν πολύ ευχαριστημένη. Σε μια τέτοια επίσκεψη, όπου ήταν καλεσμένοι Ελληνες και Ιταλοί, ανάμεσά τους κι ένας τύπος με μαφιόζικο ύφος, λαδωμένο μαλλί και μαύρη ελιά στο μάγουλο που θύμιζε αόριστα τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, συνειδητοποίησα την αξία μου. Κάποια στιγμή που η Λίζα απομακρύνθηκε από κοντά μου, με πλησίασε μια κυρία, σύζυγος μεσίτη ακινήτων, κι ευγενικά μου πρότεινε την κόρη της για νύφη. Μου την παρουσίασε ως όμορφη, παρθένα και κυρίως κληρονόμο μια καθόλου ευκαταφρόνητης περιουσίας. Η φωτογραφία που μου επέδειξε ήταν αρκούντως ικανοποιητική. Η τύχη φαινόταν να μου χαμογελάει, ωστόσο δε βιάστηκα ν' απαντήσω, δήλωσα στην ευγενική κυρία πως για μένα πρώτευαν οι σπουδές μου. Δεν έκλεισα όμως την πόρτα που μου ανοίχτηκε· της ζήτησα πίστωση χρόνου ώσπου να τακτοποιηθώ και να μην είναι σε θέση να το συζητήσω.

Ξαφνικά, η ξαδέλφη μου έπαψε να με τραβολογάει από εδώ κι από εκεί με την εξήγηση πως ήθελε να με προστατεύσει από την πιθανή κατάδοση κάποιου καλοθελητή στην Υπηρεσία Μετανάστευσης. Επιπλέον, μου αποκάλυψε πως κινδύνευα από τον Ιταλό με το λαδωμένο μαλλί και τη μαύρη ελιά στο μάγουλο· τον παρουσίασε ως γκάνγκστερ, ο οποίος ήθελε να την παντρευτεί, μα εκείνη τον απέκρουε. Αν ο Ιταλός, είπε, που δε γνώριζε το βαθμό συγγένειάς μας, μ' έβλεπε να κυκλοφορώ μαζί της, θα νόμιζε πως προτιμάει εμένα αντί για κείνον και θα με πλάκωνε στο ξύλο.

*

Ηταν Αύγουστος, όπως είπα, κι η ζέστη στην Αστόρια είχε γίνει ανυπόφορη· οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την πόλη για πιο δροσερά μέρη. Αλλοι τραβούσαν για τις ακτές του Λονγκ Αϊλαντ, άλλοι για τα βουνά του Βορρά κι οι ευπορότεροι έμπαιναν σε κρουαζιερόπλοια με προορισμό τα νησιά της Καραϊβικής. Η Λίζα μου πρότεινε ένα ταξιδάκι λίγων ημερών στο Ρούσβελτ Μπιτς στη λίμνη Οντάριο και δέχτηκα. Το ξενοδοχείο βρισκόταν κοντά στους καταρράκτες του Νιαγάρα κι είχε υπέροχη θέα· μέναμε σε μια σουίτα που διέθετε όλες τις ανέσεις. Η ομορφιά του τοπίου, το υγρό κλίμα, μας πρόσφεραν θαυμάσιες διακοπές. Εκεί κατάλαβα πως εκείνη με είχε ερωτευτεί, μα τα δικά μου αισθήματα ήταν αντίθετα με τα δικά της.

*

Το πρόβλημα με την Λίζα άρχισε ύστερα από την επιστροφή μας στη Νέα Υόρκη. Με μισόλογα στην αρχή, χωρίς περιστροφές στη συνέχεια, μου έκανε πρόταση γάμου. Η κατάληξη αυτή θ' απλοποιούσε τα πράγματα, όπως μου εξήγησε, αφού θ' αποκτούσα αμέσως την αμερικανική υπηκοότητα. Κατά την προσφιλή μου μέθοδο, της ζήτησα πίστωση χρόνου για να σκεφτώ. Μου την έδωσε πρόθυμα, πιστεύοντας πως στη θέση που ήμουν δεν είχα άλλη δυνατότητα επιλογής· ενδόμυχα σκεφτόταν πως με είχε στο χέρι. Οι επόμενες μέρες πέρασαν βασανιστικά. Η ιδέα του γάμου με τη Λίζα με τρέλαινε, δεν ήταν ό,τι καλύτερο είχα ονειρευτεί για το μέλλον μου. Επρεπε να δράσω και μάλιστα σύντομα, προτού να είναι αργά.

*

Ενα απόγευμα που η ξαδέλφη μου έλειπε από το σπίτι, πήρα το σακ-βουαγιάζ και μ' ένα μάτσο δολάρια στην τσέπη τράβηξα για ο αεροδρόμιο Λα Γκουάρντια. Εβγαλα εισιτήριο με την πρώτη πτήση που έφευγε εκείνη τη στιγμή, έτσι σε λίγα λεπτά πετούσα για τη Νέα Ορλεάνη, ξαλαφρωμένος από ένα σωρό σκέψεις και συναισθήματα. Από το αεροδρόμιο πήρα ταξί για το λιμάνι. Δεν είχα συγκεκριμένο σχέδιο, έλπιζα ωστόσο να βρω καράβι να μπαρκάρω και να επιστρέψω στην Ευρώπη. Αφού περπάτησα κατά μήκος της όχθης του Μισισιπή, παρατηρώντας τα πλεούμενα που σκίζανε τα νερά, μπήκα αποκαμωμένος στο πρώτο μπαρ που συνάντησα.

Επειδή ήταν νωρίς, δεν υπήρχαν πελάτες. Στο βάθος του μαγαζιού έκανε πρόβα μια ορχήστρα από πέντε μαύρους μουσικούς και μια μαύρη τραγουδίστρια. Παράγγειλα μια μπίρα σ' ένα μαύρο πίσω από τον πάγκο και πιάνοντάς του κουβέντα έμαθα πως ήταν τ' αφεντικό. Του ζήτησα δουλιά κι είπε πως δε χρειάζεται χέρια. Για να τον συγκινήσω, άδειασα τις τσέπες μου για να δει πως είχα μείνει πανί με πανί. Μάταιος κόπος. Τότε, του ξεφούρνισα ένα αθώο ψεματάκι: Είχα αποπλανήσει τάχα μια ανήλικη Σιτσιλιάνα στη Νέα Υόρκη και μ' έψαχνε ο πατέρας και τ' αδέλφια της για να με σκοτώσουν.

*

Ετσι, ξεκίνησα την καριέρα μου ως βοηθός μπάρμαν σ' εκείνο το μαγαζί της Νέας Ορλεάνης. Ημουν ο μοναδικός λευκός ανάμεσα σε μαύρο αφεντικό, μαύρους μουσικούς και μαύρους πελάτες. Κανέναν δεν ενοχλούσε αυτό, κανένας δε νοιάστηκε που δε διέθετα διαβατήριο, ούτε άλλο έγγραφο που να πιστοποιεί την ταυτότητά μου. Εκτός από το μικρό μου όνομα, δεν ήξεραν τίποτα άλλο για μένα. Οταν είπα στο αφεντικό πως ήμουν Ελληνας, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του· δεν ήξερε πού πέφτει η Ελλάδα.

Διαπνεόμενος από αισθήματα ευγνωμοσύνης, φρόντιζα να είμαι καλός στη δουλιά μου και μάλλον τα κατάφερα. Δε νοιαζόμουν για τις μπίζνες του αφεντικού και το αλισβερίσι με τους πελάτες του. Τηρούσα με ευλάβεια τους κανόνες δεοντολογίας, κάτι που εφαρμόστηκε κι από την άλλη πλευρά, όταν σχετίστηκα με τη μαύρη τραγουδίστρια. Τη λέγανε Μαργαρίτα κι εκτός από τα μπλουζ και τα σπιρίτσουαλ που τραγουδούσε, έπαιζε χάμοντ στην εκκλησία της νέγρικης συνοικίας. Μ' επισκεπτόταν μετά τη δουλιά στη σοφίτα του μπαρ, όπου έμενα. Εκεί, με μάθαινε να ζωγραφίζω με κάρβουνο σε λευκές κόλλες μαύρους Χριστούς και μαύρες Παναγίες.

Επί δυο μήνες δεν είχα απομακρυνθεί ούτε εκατό μέτρα από το μαγαζί, επειδή ζούσα με το φόβο της αποκάλυψης. Αν γινόμουν αντιληπτός από τους χαφιέδες της Υπηρεσίας Μετανάστευσης, θα κινδύνευε η ελευθερία μου. Ωστόσο, δεν έπληττα καθόλου. Το βράδυ σερβίριζα ποτά και την ημέρα μελετούσα την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από τα βιβλία που μου δάνειζε η Μαργαρίτα. Σε αυτό το διάστημα, έγινα γι' αυτήν τόσο απαραίτητος που σκέφτηκε πως για να μη με χάσει, έπρεπε να παντρευτούμε. Μου έκανε την πρόταση και αρχικά δέχτηκα, επειδή δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, ωστόσο ζήτησα κι από αυτήν πίστωση χρόνου. Επιπλέον, της έβαλα κι ένα όρο: Η τελετή του γάμου θα γινόταν στη νέγρικη συνοικία με μαύρο παπά και χορωδία από μαύρα κορίτσια υπό τους ήχους του χάμοντ.

*

Η παραμονή μου στην Αμερική, όπως τη σχεδίαζα, δε θα περιοριζόταν στο γάμο με την Μαργαρίτα και μια αξιοπρεπή δουλιά. Φιλοδοξία μου ήταν ν' ανοίξω ένα τζαζ κλαμπ στην Μπέρμπον Στριτ και όπως όλοι οι ταλαντούχοι μετανάστες να κάνω λεφτά. Η δική της φιλοδοξία είχε καλλιτεχνικό χαρακτήρα: Ηθελε να τραγουδήσει στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης. Μόνον αυτό; Οχι. Είχε κατά νου, αργότερα, όταν θα έφτανε στο αποκορύφωμα της καριέρας της, να φτιάξει οικογένεια και να κάνει τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια.

*

Στα τέλη Νοεμβρίου αποφάσισα να βγω από την εκούσια απομόνωσή μου. Ενα πρωί πρότεινα στη Μαργαρίτα έναν περίπατο στις αποβάθρες του ποταμού. Θα επιστρέφαμε στο μπαρ την ώρα που νύχτωνε κι όλη η συνοικία θα ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη. Δέχτηκε με χαρά, ήταν κάτι που δεν τολμούσε να μου το ζητήσει η ίδια. Περπατούσαμε στην αποβάθρα με τα αραγμένα φορτηγά χωρίς να μιλάμε· ρουφούσα τον αέρα που τόσο καιρό είχα στερηθεί, το βλέμμα μου περιπλανιόταν στα καράβια που έπλεαν στα θολά νερά του Μισισιπή. Η Μαργαρίτα χαμογελούσε ευτυχισμένη δίπλα μου·τ' άσπρα δόντια της άστραφταν στον ήλιο· όλα ήταν όμορφα. Κάτι γριές νέγρες μας κοίταζαν παράξενα από τα κατώφλια του σπιτιού τους, επειδή φαίνεται πως δεν είχαν ξαναδεί ένα λευκό και μια μαύρη να περπατούν χέρι χέρι στη γειτονιά τους.

Ξαφνικά, την ώρα που σουρούπωνε, κι ενώ η Μαργαρίτα μιλούσε για τα τέσσερα ημίλευκα παιδιά μας, άκουσα υμνωδίες και ήχους μπουζουκιού. Αναστατωμένος, στάθηκα ν' αφουγκραστώ, αδιάφορος για όσα έλεγε. Μόλις σιγουρεύτηκα για τα ακούσματα, άφησα το χέρι της και σαν υπνοβάτης κατευθύνθηκα προς το σημείο απ' όπου προέρχονταν οι ήχοι. Καθώς προχωρούσα οι συλλαβές γίνονταν ευδιάκριτες, ξεχώριζαν πλέον οι λέξεις των στίχων: «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά».

Ενας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου, τα λόγια εκείνα με τραβούσαν σαν μαγνήτης· δεν μπορούσα ν' αντισταθώ. Ετσι, έφτασα σε κάτι σκαλιά που οδηγούσαν σ' ένα υπόγειο. Μάταια η Μαργαρίτα μου φώναζε να γυρίσω πίσω, τι πήγαινα να κάνω· εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τίποτα. Ο μακρόστενος χώρος, όπου βρέθηκα, είχε τραπεζάκια και στο βάθος πάλκο. Τέσσερις άνδρες κάθονταν σε ψάθινες καρέκλες σ' ευθεία σειρά, κρατώντας στα χέρια τους μπουζούκια και μπαγλαμάδες. Οι πελάτες, σκυμμένοι μπροστά στα ποτήρια τους, πίνανε μπίρες, καπνίζανε και ακούγανε εκστατικοί.

Χωρίς να το πολυσκεφτώ, προσπέρασα τα τραπεζάκια και φτάνοντας στον άδειο χώρο που χρησίμευε για πίστα άρχισαν να χορεύω ζεϊμπέκικο στο ρυθμό του τραγουδιού του Τσιτσάνη. Οταν τα όργανα έριξαν την τελευταία πενιά, οι πελάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, φωνάζοντας «έμπαινε Μούρτο!». Απευθύνονταν στον τραγουδιστή της κομπανίας, ο οποίος κρατούσε ένα τρίχορδο μπουζούκι. Ηταν ξερακιανός, με περιποιημένο μουστάκι και καθώς του πέταξα ένα μάτσο δολάρια, φωνάζοντας «το ίδιο!», μου χαμογέλασε.

Το τραγούδι ακούστηκε ξανά και ξανά κι εγώ έφερα τις ξεγυρισμένες ζεϊμπεκιές μου, πότε μ' ένα ποτήρι νερό στο κεφάλι, πότε με το πόδι μιας καρέκλας ανάμεσα στα δόντια μου. Οταν απόκανα, επέστρεψα στη θέση μου για να χαλαρώσω και να πάρω καινούρια δύναμη. Η Μαργαρίτα είχε εξαφανιστεί και σκέφτηκα πως ίσως πήγαινε να ενημερώσει τους φίλους της. Οι πελάτες, ενθουσιασμένοι με μένα, με κέρασαν μπίρα, κάνοντας κομπλιμέντα για τις χορευτικές μου ικανότητες, ενώ ο τραγουδιστής πλησίασε και με ρώτησε από ποιο καράβι είμαι. Ετοιμάστηκα να του αφηγηθώ την ιστορία μου, τι έγινε στην Κέρκυρα, πώς βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν πρόλαβα ούτε ν' αρχίσω. Γιατί; Διότι με την άκρη του ματιού μου είδα την Λίζα στο τελευταίο σκαλί του μαγαζιού να με κοιτάζει με θυμό. Την συνόδευε ο Ιταλός με το λαδωμένο μαλλί και τη μαύρη ελιά στο μάγουλο, εκείνος που έμοιαζε με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο· πρόσεξα πως είχε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του, όπου κάτι φούσκωνε.

*

Τα χρειάστηκα, βρέθηκα σε δύσκολη στιγμή κι έπρεπε να πάρω μια απόφαση στα γρήγορα· έτσι, χωρίς να πω λέξη στους θαυμαστές μου, με την εικόνα του πιστολιού του Ιταλού στο κεφάλι μου, τράβηξα για την τουαλέτα στο βάθος της αίθουσας. Μπήκα μέσα, κλείδωσα την πόρτα και έβαλα το μυαλό μου σε λειτουργία. Ευτυχώς, υπήρχε εκεί ένα μικρό παράθυρο εξαερισμού που οδηγούσε σ' έναν ακάλυπτο χώρο. Το άνοιξα και το χρησιμοποίησα ως οδό διαφυγής. Ανάμεσα στην Σκύλλα, που την εκπροσωπούσε η Λίζα, και στην Χάρυβδη, που ήταν οι μαύροι φίλοι της Μαργαρίτας, επέλεξα μια τρίτη λύση. Βγήκα στον καθαρό αέρα, πήρα βαθιές εισπνοές, μπήκα σ' ένα ταξί και πήγα να παραδοθώ στην Υπηρεσία Μετανάστευσης. Το επόμενο πρωί δυο άνδρες με πολιτικά με πήγαν στο τοπικό αεροδρόμιο, μ' έβαλαν με το ζόρι σ' ένα αεροπλάνο της TWA και μ' έστειλαν πίσω στην Ελλάδα με έξοδα της αμερικανικής κυβέρνησης. Οσο για τις σπουδές μου στο Λονδίνο, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, τις εγκατέλειψα και ασχολήθηκα με την ξυλουργική σε μια βιοτεχνία επίπλων· τα χέρια μου πιάνανε.


Φίλιππος ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Ενας έντιμος άνθρωπος

Η Τιτίνα Δανέλλη
Η Τιτίνα Δανέλλη
Στο καφενεδάκι ο καθηγητής αφήνει την εφημερίδα του πάνω στο τραπέζι και κοιτάζει το ρολόι του. Η ώρα είναι δέκα ακριβώς. Θα μείνει μαζί της μέχρι τις έντεκα παρά τέταρτο και στις έντεκα και μισή θα βρίσκεται στο αμφιθέατρο. Στη μία και σαράντα θα τσιμπήσει κάτι ελαφρύ με το συνάδελφό του, τον καθηγητή Χ και μετά θα ξαπλώσει. Στις έξι το απόγευμα, θα βρίσκεται πάλι στο Πανεπιστήμιο για να εκφωνήσει το σύντομο λόγο του. Εκείνος δε θα κουράσει κανένα, τρία λεπτά θα κρατήσει η ομιλία του. Δεν ανέχεται τις πολύωρες εξαντλητικές ομιλίες και όμως θα είναι υποχρεωμένος, όπως πάντα, να τις υποστεί. Εκείνος δε θα κουράσει κανένα, τρία λεπτά θα κρατήσει η ομιλία του.

Στις οκτώ το βράδυ θα εγκαταλείπει την Πρωτεύουσα «αναίμακτα», χωρίς δάκρυα, χωρίς χωρισμούς, χωρίς σκηνές. Είχε γυρίσει όλον τον κόσμο δίχως να σφραγίσει στο ερωτικό του διαβατήριο, κανένα τραύμα. Είσοδος - Εξοδος. Απλά πράγματα. Στην Αθήνα, όμως, δυο φορές χώρισε από πολύ αγαπημένα πρόσωπα. Τυχαίο; Μπορεί. Πάντως, αυτές τις συμπτώσεις, ο γοητευτικός κύριος καθηγητής δεν τις λησμονούσε. Είχε γερή μνήμη.

Ο πρώτος χωρισμός συνέβη το 1956. Παλικάρι ήταν ακόμα, για αυτό και δέχτηκε το χτύπημα παλικαρίσια. Το 1966 ώριμος πια, ο πιο ώριμος έρωτάς του «σάπισε», ξαφνικά, κατά τη διάρκεια της σύντομης διαμονής του στην Αθήνα.

«Δε μου πάει αυτή η πόλη», σκέφτηκε μελαγχολικά, «δε μου πάει καθόλου». Τα τελευταία χρόνια είχε ένα σταθερό δεσμό με μια αξιόλογη γυναίκα, που αγαπούσε και σεβόταν, και είχε αποφασίσει να κλείσει τα μάτια του στην αγκαλιά της. Απέφευγε, όμως, να τη φέρνει μαζί του στην Αθήνα. «Θα κουραστείς χωρίς λόγο», της έλεγε, της έλεγε πάντα. «Αύριο θα είμαι πίσω». Και πάντα, κάθε «αύριο» επέστρεφε κοντά της.


Β. Παπαγεωργίου

Το αναπάντεχο τηλεφώνημα της παλιάς του μαθήτριας τον είχε ξαφνιάσει. «Τι γυρεύεις στην Αθήνα», τη ρώτησε και εκείνη πάντα ιδιόρρυθμη απάντησε: «Μα, φυσικά, εσένα. Τι άλλο;». Πάντα τρελή ήταν. Τρελή, αλλά διασκεδαστική.

«Είναι 14 Ιουλίου και είπα να το γιορτάσουμε. Πήρα το πρωινό αεροπλάνο κι ήρθα. Μέχρι τις έντεκα θα έχεις καιρό για έναν καφέ».

Δεν πρόλαβε να φέρει αντίσταση ή αντίρρηση, άλλωστε θα ήταν μάταιο. Με κείνη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μια φορά το μήνα ανταμώνανε και αντάλλασσαν απόψεις στο ίδιο καφενείο, το «Ρωμαίο», κοντά στην Πλατεία Αριστοτέλους, για τρία ολόκληρα τέταρτα. «Περί παντός επιστητού, κ. καθηγητά», του έλεγε χαϊδευτικά. Οσο περνούσε ο καιρός, ο κύριος καθηγητής συνήθιζε τις σύντομες συναντήσεις τους, και τις περίμενε με κάποια, ανομολόγητη, ανυπομονησία. Λίγος ήλιος στα γερασμένα νερά, έτσι τις θεωρούσε. Λίγος ήλιος... Δικός του ήλιος, έξυπνος ήλιος. Αβλαβής και θεραπευτικός. Της τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά, ζητούσε τη γνώμη της για το τάδε θέμα ή για τον δείνα άνθρωπο. Την εμπιστευόταν.

Εκείνη πάλι τον βομβάρδιζε μια ολόκληρη βδομάδα με ερωτικά γράμματα, με σύντομα τηλεφωνήματα σε ακατάλληλες ώρες, λέγοντας απλά: «Σας αγαπώ βαθιά, άπιστε Θωμά». Επειτα σώπαινε, σήκωνε λευκή σημαία και έκανε σιωπηλή ανακωχή.


Β. Παπαγεωργίου

Οι ερωτικές σειρήνες σιγούσαν. Εκείνος έβγαινε από το καταφύγιο και η πολιορκία σταματούσε, για να ξαναρχίσει την επόμενη εβδομάδα.

Ο καθηγητής δεν ήταν δύσπιστος, αλλά δεν ήταν και ευκολόπιστος. Στη μακρινή διαδρομή των έξι δεκαετιών, που διένυσε, έγινε. Στην αρχή γελούσε με τα παιδιάστικα καμώματά της, αλλά σιγά σιγά η επιμονή και η υπομονή της τον είχαν μπερδέψει. Μπορεί να ήταν φιλάρεσκος, αλλά δε θα δεχόταν σε καμιά περίπτωση να ενθαρρύνει μια τέτοια τρέλα.. Ηταν έντιμος άνθρωπος. Η μαθήτριά του είχε εγκαταλείψει την αρχαιολογία για την αοριστολογία. Είχε αφήσει το αιώνιο για το εφήμερο και άρχισε να εργάζεται σε μια ημερήσια εφημερίδα. Είχε θυμώσει με την απόφασή της, αλλά δεν είχε πει τίποτε. Ποιος νέος ακούει τον μεγαλύτερο; Κανείς.

«Αντί να ανακαλύπτω, θα αποκαλύπτω» του είχε πει μια φορά, λες και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ή, μάλλον, να αυτοσαρκαστεί...

Εκείνο που τον ενοχλούσε πολύ ήταν η μανία της να του κάνει δώρα. Δεκάδες βιβλία, κασέτες, δίσκους, ειδώλια και γκαζάκια. Γκαζάκια, αν είναι δυνατόν! Γίνεσαι παιδί επειδή μια μουρλή σου δίνει βόλους; Για μια στιγμή ίσως, ναι, γίνεσαι. Την τελευταία φορά του δώρισε μια κλεψύδρα. Πάντα ήθελε να αποκτήσει μια κλεψύδρα, αλλά ποτέ δεν έτυχε να την αγοράσει. Κι όμως, όταν την είδε να βγάζει από την τσάντα της το δώρο, αγρίεψε:

«Ενα ακόμα δώρο να μου κάνεις, θα στο πετάξω στο κεφάλι. Δε θέλω να ξοδεύεσαι για μένα, δε σου είμαι τίποτε. Το κατάλαβες;».

Αμέσως μετάνιωσε για την απρεπή συμπεριφορά του. Τη σιωπή την έσπασε εκείνος. «Σου ζητώ συγνώμη, αλλά με κάνεις να γίνομαι εκτός εαυτού. Κανείς δε δίνει χωρίς αντάλλαγμα. Και συ διαρκώς δίνεις, δίνεις, χωρίς ποτέ σου να ζητάς κάτι. Με φοβίζεις. Αυτή η τόση γενναιοδωρία μού είναι άγνωστη».

***

Κοιτάει το ρολόι του. Είναι μία και δέκα και ένα λεπτό ακριβώς. Η πρώην μαθήτριά του κάθεται αντίκρυ του. Χειμώνα - καλοκαίρι φοράει σκούρα γυαλιά ηλίου, που κρύβουν τις χρυσές ανταύγειες των ματιών της και, μονίμως, κάθεται έχοντας την πλάτη της στο διάδρομο. Γιατί άραγε, είχε αναρωτηθεί, αλλά ποτέ του δεν την είχε ρωτήσει. Τα δύο φλιτζάνια του αχνιστού ελληνικού καφέ και το καραφάκι με το παγωμένο νερό στέκονται σαν ετοιμοπόλεμα στρατιωτάκια πάνω στο τραπέζι.

Εκείνη ανάβει τσιγάρο και ο καθηγητής ενοχλείται. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να την πείσει για τις θλιβερές συνέπειες του καπνού, μα πού μυαλό η νεαρή φίλη του. Στην επόμενη συνάντηση που είχανε μετά το άτυχο περιστατικό της κλεψύδρας, πρόσεξε πως δεν είχε ανάψει τσιγάρο.

«Το 'κοψες, επιτέλους».

«Οχι. Ζητώ αύξηση... Θα σας κάνω μια πρόταση. Εάν τα σκάρτα, αυτά που μου κλέβετε και το γνωρίζετε, εννοώ τα τρία τέταρτα που μου διαθέτετε μια φορά το μήνα, τα κάνετε μια ολόκληρη μέρα, και χωρίς ζαβολιές, τότε σας υπόσχομαι να το κόψω. Να δούμε πόσο σας ενδιαφέρει η υγεία μου! Δεν κάνω παζάρια, ζητώ όμως κάποια ανταλλάγματα».

Τι να κάνει; Δέχτηκε. Τώρα, όμως, που την έβλεπε να ανάβει τσιγάρο αδικαιολόγητα, ενοχλήθηκε. Μα δεν έθιξε το θέμα, απλώς ρώτησε.

«Ποιος άνεμος σε έφερε στην Αθήνα;».

«Νότιος, μάλλον. Αργότερα θα το γυρίσει σε Δυτικό».

«Ωραία και σαφής απάντηση. Τρέχα γύρευε... Οποιος άνεμος όμως και να το έκανε, χαίρομαι που σε βλέπω. Λοιπόν, τι γιορτάζουμε σήμερα;».

«Την 14η του Ιουλίου. Πίνουμε τον καφέ μας στην...».

Δεν την άφησε να ολοκληρώσει, είπε.

«Καφέ πίνεις στα μνημόσυνα... Γι' αυτό και εμείς πίνουμε το ελληνικό καφεδάκι μας, στη μνήμη του Ροβεσπιέρου, του Μαρά και του Σαιν Ζιστ».

Ο ήλιος του άναψε(;) και δεύτερο τσιγάρο. Αισθάνθηκε μια απειλή. Χαμογέλασε αμήχανα, μα στο βάθος ήταν σίγουρος πως δεν τον γελούσε η διαίσθησή του.

«Αιωνία τους η μνήμη, λοιπόν».

«Πώς πέρασες την εβδομάδα σου;» - ρώτησε λίγο ένοχα, γιατί την τελευταία εβδομάδα δεν της είχε τηλεφωνήσει.

«Δροσερά», απάντησε με ύφος διφορούμενο.

«Αυτό σηκώνει πολλές ερμηνείες», έκανε λίγο πειραγμένος και ξανακοίταξε το ρολόι του.

«Η ακρόαση έχει τελειώσει», απάντησε εκείνη και μάζεψε την τσάντα της, που έμοιαζε με μικρό περίπτερο.

«Αύριο στην έδρα μας», είπε μ' ένα ίχνος ανακούφισης στη φωνή του.

«Θέλεις να φάμε το μεσημέρι μαζί;».

Ναι, θα ήταν καλή ιδέα! Θα έβρισκε τρόπο να ξεφορτωθεί τον Αθηναίο συνάδελφό του. Αλλωστε, δεν την είχε καλέσει ποτέ για φαγητό, ποτέ. Να, λοιπόν, μια καλή ευκαιρία.

«Στις δύο παρά, στη Μυρτιά. Είναι καλά;».

Από συνήθεια έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Τα χείλη του βράχηκαν από ένα χοντρό δάκρυ.. Εκλαιγε; Την κοίταξε απορημένος. Με αργές, στοργικές κινήσεις τής έβγαλε τα γυαλιά. Εκλαιγε ήρεμα, ήσυχα, αθόρυβα, όπως μια ήρεμη βροχόπτωση. Το σοκολατένιο, από τις εξαντλητικές ηλιοθεραπείες, πρόσωπό της έμοιαζε ωχρό, λες και χρυσή άμμος είχε κολλήσει πάνω του.

«Τι έγινε;».

Τα δάκρυα στέγνωσαν με μιας.

«Καλοκαιρινές μπόρες... Κάντε μου μια χάρη. Θα μου την κάνετε;».

«Ελα, παιδάκι μου, κόψε τον πληθυντικό και πες την κι έγινε».

Δεν άντεχε να τη βλέπει θλιμμένη. Αφού εκείνος δεν της είχε δώσει ποτέ το δικαίωμα να του κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις, δεν έδινε και στον εαυτό του αυτό το δικαίωμα. Ηταν δίκαιος άνθρωπος.

«Να, θα ήθελα αδιαμαρτύρητα να πάρεις, αυτό. Είναι το γλυκό του κουταλιού που σου έλεγα... Σε παρακαλώ...».

«Μα, θα μου κάνει κακό... Θα παχύνω. Θες να με βάλεις σε πειρασμό; Στο κεράσι δεν αντιστέκομαι, είμαι ικανός να το φάω όλο».

«Είναι ο μόνος πειρασμός, στον οποίον δεν μπορείς να αντισταθείς και είναι ο μόνος πειρασμός, που μπορεί να σε προκαλέσει. Μη μου το αρνηθείς κι αυτό».

Φωνή βαθιά, χαμηλή, βραχνή, χωρίς αποχρώσεις λύπης, ούτε χαράς. Φωνή βαθιά, χαμηλή, βραχνή αποφασιστική. Αποφασιστική... Πώς του ήρθε;

«Με πόνεσε το χέρι σου. Πάρε το σε παρακαλώ».

Το πήρε.

«Το χειμώνα θα γίνεις ακαδημαϊκός...»

«Πώς το ξέρεις;».

«Εχω και εγώ τις πηγές μου...»

«Θα μου τις αποκαλύψεις».

Μια λάθος ή μια πολύ σωστή κίνηση έκανε και έτσι όπως πήγαινε να τη φιλήσει στο μάγουλο πατρικά, αστόχησε, της άγγιξε τα χείλη. Ενιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να τη φιλήσει και να επαναλάβει τα λόγια από το γλυκό(;) της νιότης.

Φίλα με και κάνε με να νιώσω νέος, χωρίς ντροπή. Αλλά σιώπησε και αποτραβήχτηκε. Γιατί δεν ήταν νέος και ντρεπόταν. Ο ήλιος είναι δυνατός και ξαναφορά τα σκούρα γυαλιά, ανάβει ένα τσιγάρο και σταματάει ένα ταξί. Πώς στο καλό βρέθηκε τόσο γρήγορα ταξί εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Από το ανοιχτό παράθυρο την ακούει.

«Δε θα έρθω το μεσημέρι... Πετάω... Καλή τύχη... στην Αθήνα...».

Η ώρα είναι 8.00 ακριβώς. Πρέπει να δέσει τη ζώνη ασφαλείας. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα το αεροσκάφος θα απογειωθεί, όπως και ο ίδιος. Ο αόρατος κυβερνήτης ζητά συγνώμη και ενημερώνει ότι θα έχουν καθυστέρηση μισής ώρας, λόγω της συνηθισμένης «ασυνήθιστης» κίνησης. Νευριάζει. Ζητάει από την αεροσυνοδό ένα κουταλάκι και παγωμένο εμφιαλωμένο νερό. Ανοίγει τη σακούλα και βγάζει το γλυκό. Τρώει μια κουταλιά κι έπειτα δεύτερη και τρίτη.

«Αμα αρχίσω»... Πίνει νερό, σχεδόν αδειάζει την μπουκάλα. Κλείνει προσεκτικά το καπάκι και το τοποθετεί μέσα στην ίδια σακούλα. Τότε μόνο προσέχει το φάκελο.

«Προσδεθείτε».

Το αεροπλάνο κυλάει πάνω στον αθηναϊκό διάδρομο. Ανοίγει το φάκελο. Είναι συνηθισμένος να παίρνει από κείνη τέτοιους φακέλους.

«Φεύγω σήμερα για Νέα Υόρκη. Με στέλνει η εφημερίδα μου μόνιμη ανταποκρίτρια εκεί. Εγώ το ζήτησα. Νομίζω πως βρήκαν ευκαιρία να με ξεφορτωθούν και όχι μονάχα αυτοί. Και εσείς θα ηρεμήσετε και θα κάνετε οικονομία στο χρόνο...

Αλήθεια, εσείς, που είστε σοφός, πέστε μου. Αν πολλαπλασιάζαμε τρία τέταρτα επί δώδεκα που είναι οι μήνες, τι άθροισμα θα έβγαινε; Πάντως λιγότερο από μια ολόκληρη μέρα... Περίεργο. Να κάτι που θα σας ζητούσα, αν δεν έφευγα, και φεύγω για να μη σας το ζητήσω. "Ανταλλάγματα" σα να σας ακούω. Προτίμησα να σας το γράψω και όχι να το πω, ήμουνα σίγουρη, βλέπετε, πως θα ενθουσιαζόσαστε με την αναχώρησή μου. Προτίμησα να φύγω με την αμφιβολία. Η αμφιβολία ίσως να ήταν το τυραννικότερο συναίσθημα, αν δεν άφηνε χώρο να τρυπώσει η ελπίδα. Θέλω να νομίζω πως και το απίθανο είναι πιθανόν. Πως θα μου έλεγες: "Μη φύγεις. Μείνε. Σε χρειάζομαι". Καλό ταξίδι και στους δυο μας. Ομως είμαι σίγουρη πως σ' άλλη κατεύθυνση και με άλλον τρόπο, ο καθένας μας σκέφτεται τον άλλον "ιπτάμενα".

Σας αγαπώ κύριε καθηγητά. Δεν επιδίωξα ένα τέτοιο αίσθημα, αλλά δε με ρώτησε όταν με κυρίευσε».

Πέρασε ένα μήνας και ο κύριος καθηγητής σκέφτηκε πολλές φορές τη μαθήτριά του. Πέρασε και ο δεύτερος και ο τρίτος. Ηρθε ένα ξερό φθινόπωρο, χωρίς πρωτοβρόχια, και μια απέραντη και ανεξήγητη μελαγχολία τον πλημμύριζε. Ηρθε και ο χειμώνας και τότε έγινε και «Αθάνατος». Η Αλεξάνδρα ήταν πανευτυχής, ενώ εκείνον μάλλον αδιάφορο τον άφηνε το θέμα.

Τόσο πολύ ήταν άδειος από κάθε συναίσθημα, που αποφάσισε να παντρευτεί την Αλεξάνδρα για να της δώσει μεγαλύτερη χαρά. Ετσι κι αλλιώς ο ίδιος ήταν αμέτοχος.

Σε λίγους μήνες ο Ακαδημαϊκός και η σύζυγός του εγκαταστάθηκαν στην Εκάλη.

«Με μένα δε θα χωρίσεις. Μη φοβάσαι λοιπόν την Αθήνα, δεν πρόκειται να τριτώσει το κακό», του είπε μια μέρα η γυναίκα του.

«Εχει προ πολλού τριτώσει».

Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την ντουλάπα και έπιασε το βάζο με το σταφύλι. Είχε ζαχαρώσει. Ολα πρέπει να τρώγονται στην ώρα τους, σκέφτηκε με θλίψη και έβαλε το βάζο πίσω στο ντουλάπι. Αν εκείνο το πρωί της 14ης Ιουλίου τον είχε ρωτήσει να μείνει ή να φύγει; Τι θα της είχε απαντήσει;

Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν, χωρίς να μπορεί να δώσει απάντηση. Φύγε. Μείνε. Φύγε. Κάθε ώρα που περνούσε κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό του. Οι άλλοι «Αθάνατοι» συνάδελφοί του άρχισαν να τον θεωρούν πρόωρα γερασμένο και παράξενο, λιγομίλητο σοφό. Η γυναίκα του τον θαύμαζε και τον εκτιμούσε απεριόριστα, αλλά δεν ήταν στον τύπο της να δίνει σημασία σε λεπτομέρειες... Εκείνα τα Χριστούγεννα έπεσε πολύ χιόνι, τόσο χιόνι που ανάγκαζε τους μετεωρολόγους να κάνουν την αυτοκριτική τους, που δεν το είχαν προβλέψει. Για μια ολόκληρη εβδομάδα η χιονόπτωση συνεχίστηκε. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο «Αθάνατος» έπεσε στο κρεβάτι του με ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος.

«Τι έχεις;», ρώτησε η Αλεξάνδρα.

«Τίποτε το συγκεκριμένο. Θα ήθελα για ένα εικοσιτετράωρο να μεταμορφωνόμουν σε έναν κοινό, ανεύθυνο και ανέντιμο θνητό. Να κάνω ηλιοθεραπεία μέχρι που να καώ κι έπειτα ας ξαναγίνω και "Αθάνατος" και φυτό».

«Μα τι είναι αυτά που λες; Τι σου συμβαίνει; Μήπως, άθελά μου, έκανα κάτι που σε στενοχώρησε;».

«Οχι, καλή μου. Εγώ έκανα στον εαυτό μου κάτι που δεν έπρεπε. ΄Η έπρεπε. Μείνε... Φύγε... Οχι, δεν έχει σχέση μαζί μας».

«Και τότε με ποιον έχει;».

«Με μένα και με μένα».

Το άλλο πρωί η γυναίκα του καθηγητή ξύπνησε στην κατάλευκη Εκάλη. Κάλεσε τον άνδρα της, αλλά δεν πήρε απόκριση. Στο μπάνιο βρήκε ένα σημείωμα: «Πάω μια βόλτα στο χιόνι. Δε θ' αργήσω να γυρίσω. Φεύγω, αλλά μένω».

Ο εντιμότατος Ακαδημαϊκός δε γύρισε ποτέ από εκείνον τον πρωινό περίπατο.

«Αφαντος ο Αθάνατος: Οι άκαρπες μέχρι στιγμής έρευνες για τον εντοπισμό του, συνεχίζονται», έγραφε η πρωινή εφημερίδα της 2ας Ιανουαρίου. Ενώ οι απογευματινές της επομένης μιλούσαν για ατύχημα ή στη χειρότερη περίπτωση για αυτοκτονία.

«Οποιος χάνεται, δεν ξαναβρίσκεται», είχε πει δυο μέρες πριν από την εξαφάνισή του στη γυναίκα του. Το πέμπτο βράδυ, η Αλεξάνδρα το είχε πάρει πια απόφαση πως μόνο όταν θα έλιωναν τα χιόνια θα βρισκόταν το πτώμα του άνδρα της. Εκείνο το βράδυ έκλεισε για πρώτη φορά τα μάτια εξουθενωμένη από την κούραση. Ο άνδρας γλίστρησε μέσα από τη μικρή χαραμάδα που άφηναν τα βαριά βλέφαρά της και της ψιθύρισε:

«Δεν έφυγα».

«Επρεπε να το είχες κάνει, καλέ μου. Φύγε τώρα όσο είναι καιρός. Μην ανησυχείς δε θα σε βρούνε...».

«Είναι πολύ αργά, Αλεξάνδρα μου. Αλλωστε και να μη με βρουν οι άλλοι, θα με βρω εγώ...».

Εντρομη πετάχτηκε από το κρεβάτι της η θνητή χήρα του «Αθάνατου».


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ