Κυριακή 31 Οχτώβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Η γυάλα

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Από τα έπιπλα του σπιτιού του είχε μείνει ο μεγάλος καθρέφτης. Στενόμακρος, όπως ήταν, τον φορτώθηκε στην πλάτη του ο Θοδωρής και πήρε αράδα τα χωριά.

- Καθρέφτη πουλάω, καθρέφτη, έλεγε σιγανά σαν αντάμωνε κανέναν, φτηνό τον δίνω. Κανένας όμως δεν αγόραζε την πραμάτεια του. Κόντευε σ' ένα χωριουδάκι και κουρασμένος όπως ήταν, να σου δύο μαντρόσκυλα και ένα κουταβάκι που τον βάλανε μπρος. Ο Θοδωρής στριφογύριζε χτυπώντας τα πόδια του για να φύγουν τα σκυλιά. Μα εκείνα τίποτα. Οσο βλέπανε τις φάτσες τους στον καθρέφτη του Θοδωρή, άλλο τόσο εξαγριώνονταν και χιμούσαν πάνω του για ν' αρπαχτούν με τα σκυλιά που βλέπανε στην πλάτη του ξένου. Καμιά φορά, τα μάλωσε από μακριά ο τσιομπάνος και σιγά σιγά πλησίασε τον ξένο. Εμεινε κατάπληκτος σαν είδε το Θοδωρή. Αγκαλιάστηκαν και σταυροφιλήθηκαν και κλάψανε μαζί από χαρά γιατί αντάμωσαν.

- Τι γίνεται μωρέ Θοδωρή, πολύ άλλαξες, είπε ο τσιομπάνος.

- Η κατάσταση με άλλαξε, Θανάση, η νέα κατάσταση των Γερμανών.

- Και τη γυάλα τι την κουβαλάς μαζί σου;

- Να σώσω τα παιδιά μου.

- Μέχρι εκεί, Θοδωρή, χειρότερα από το Αλβανικό!

- Χίλιες φορές χειρότερα. Εκεί πεινούσαμε, αλλά πόλεμο είχαμε. Μα τώρα ν' ακούς να κλαίνε τα παιδιά σου για μια μπουκιά ψωμί, ξέρεις τι είναι αυτό;..

- Καλά, μωρέ Θοδωρή, δεν έχεις τίποτα και έφτασες σ' αυτό το χάλι;

- Δυο χέρια έχω. Αυτό είναι όλο το βιος μου. Μα πού είναι μεροκάματο, πού είναι...

- Βρε κακομοίρη, είπε ο τσιομπάνος και άνοιξε τον τορβά του και του πρόσφερε να φάει. Πάρε, μωρέ Θοδωρή, πάρε, του είπε και του έδωσε στο χέρι μια μεγάλη φέτα ψωμί και ένα κομμάτι τυρί.

Εκείνος αφού κατέβασε μερικές μπουκιές, θέλησε το υπόλοιπο να το κρατήσει για τα παιδιά του.

Ο τσιομπάνος τον πρόσεξε και κατάλαβε... Φάε, φάε, του είπε, θα σου δώσω για τα παιδιά άλλο. Φάε, αδερφέ. Το βράδυ θα 'ρθεις να μείνεις σε μένα και θα σου δώσω λίγο γέννημα. Θα κόψω, μωρέ Θόδωρε, από το ταΐν από τα πρόβατα για να γλιτώσουν τα παιδιά και φασόλια και τραχανά και μπλιγούδια. Αδερφέ μου, πρέπει να ζήσουμε, η πατρίδα μάς έχει ανάγκη.

Ο Θοδωρής δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τον πρώην συμπολεμιστή του.

- Θα σου δώσω τη γυάλα, του είπε.

- Τι τη θέλω, καημένε Θοδωρή, να βλέπω τη στραβομουτσούνα μου, που την κάνανε χάλια οι Ιταλιάνοι. Δώσ' τη σε κανέναν άλλο να πάρεις κάτι για τα παιδιά. Οι δυο συμπολεμιστές του Αλβανικού θυμήθηκαν τις δύσκολες και γεμάτες ηρωισμό μέρες. Ο Θοδωρής, αφού φορτώθηκε πάλι τον καθρέφτη, τράβηξε για το χωριουδάκι. Εφτασε στο χωριό κατάκοπος και πήγε στο καφανείο. Ξεφορτώθηκε τον καθρέφτη και έκατσε να ξεκουραστεί. Οι άνθρωποι τον περιτριγύρισαν και ορισμένοι γυαλίζονταν στον καθρέφτη που ήταν στηριγμένος στον τοίχο και γελούσαν σιάζοντας τα μουστάκια τους. Δε γυαλίξει καλά ου καθρέφτσ'ς. Για δγες τι στραβουτσιουνάρες μας καμ', έλεγαν και γελούσαν.

Ο Θοδωρής δεν απαντούσε στα πειράγματα. Μονολογούσε: «Τον πουλάω, φτηνά τον δίνω, ανάγκη έχω, για τα παιδιά να τα σώσω. Για ψωμάκι τον πουλάω, για τα παιδιά». Οι παραβρισκόμενοι συγκινήθηκαν σαν άκουσαν «παιδιά» κι ένας από τα πειραχτήρια ζήτησε συγγνώμη για τα πειράγματά τους. Ο μπακάλης αφού πρόσφερε ένα καφεδάκι στον ξένο, φώναξε ένα γεροδεμένο παλικάρι και του είπε να πάει τον ξένο στον τσιορμπατζή Αδάμη, που μαζεύει πράγματα από την πόλη, μήπως αγοράσει και τον καθρέφτη. Ενα από τα πειραχτήρια έβαλε τα χάχανα, ο μπακάλης τον αγριοκοίταξε. Δε γελώ για τον ξένο, είπε εκείνος απαντώντας στη ματιά του, αλλά για τον τσιορμπατζή σου, που προχθές πάει στην εκκλησιά με τις νυχτικές που είχε αγοράσ' απού κάποιουν πεινασμένου γιατί τσ' πέρασε για κουστούμι. Εσκασαν όλοι στα γέλια.

Ο Θοδωρής, αφού ήπιε τον καφέ του, φορτώθηκε τον καθρέφτη και μαζί με το παλικάρι, που όρισε ο καφετζής, πήγαν στον τσιορμπατζή Αδάμη. Οταν μπήκαν στην αυλή του νοικοκύρη, τον βρήκαν έξω να καμαρώνει τα ζώα του, που είχαν έρθει από το πότισμα. Ο Θοδωρής ξεφόρτωσε με κόπο τον καθρέφτη. Τον στήριξε στον τοίχο του σπιτιού και άρχισαν να κάνουν τα παζαρλίκια. Θαυμάσιος, είπε ο τσιορμπατζής. Για τη Λενιώ μου είναι ό,τι χρειάζεται για το γάμο της. Και πόσο τον ζητάς;

- Δυο σινίκια (μονάδα μέτρησης 6 οκάδων) καλαμπόκι.

- Σα πολύ δεν είναι; Τις προάλλες με δυο σινίκια καλαμπόκι αγόρασα ολόκληρο σουσταλίδικο κρεβάτι και τώρα για μια γυάλα. Μπα δε γίνεται. Τώρα δυο σινίκια καλαμπόκι είναι πιο χρήσιμα από μια χούφτα λίρες. Κείνη την ώρα ένα χαριτωμένο μοσχαράκι χοροπηδώντας σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη, γούρλωσε τα μάτια του, σήκωσε την ουρά του και ξεφυσώντας στάλιζε με τα μπροστινά του πόδια το μαύρο χώμα. Ο συνοδός του Θοδωρή έκανε να το διώξει.

- Ασ' το, άσ' το του λέει ο νοικοκύρης με χαρά. Ασ' το, να γυαλιστεί κι αυτό να δει τη φάτσα του. Ετσι, έτσι, καμάρι μου, γυαλίσου. Α, έτσι! Το μοσχάρι όσο κοιτούσε στο καθρέφτη, τόσο και αγρίευε. Ηθελε να παλέψει με το μοσχάρι που έβλεπε στον καθρέφτη και ξάφνου μουγκρίζοντας όρμησε. Ο καθρέφτης έγινε θρύψαλα και η κορνίζα του πέρασε σαν γραβάτα στο παχουλό λαιμό του μοσχαριού. Το μοσχάρι το 'βαλε στα πόδια με ματωμένο το λαιμό. Τρέχανε όλοι καταπόδι του. Το μουσχάρι αγρίευε περισσότερο και με χίλια βάσανα το πιάσανε. Ο νοικοκύρης θύμωσε κι άρχισε να βλαστημάει.

- Να πάρει ο διάβολος τον καθρέφτη σου, μου χαντάκωσε το μοσχάρι.

- Εσύ φταις, του λέει ο συνοδός του Θοδωρή. Εγώ σου είπα να το διώξουμε το μοσχάρι από τον καθρέφτη, αλλά εσύ ήθελες να γυαλιστεί. Να τώρα, γυαλίστηκε. Δώσε τώρα το καλαμπόκι στον άνθρωπο και άσε τις κατάρες. Είδε κι απόειδε ο τσιορμπατζής, στο τέλος έδωσε το καλαμπόκι με τρεμάμενα χέρια.

Τα πειραχτήρια κερνούσαν τον ξένο στον καφενέ και παρίσταναν πώς έτρεχε πίσω από το μοσχάρι ο τσιορμπατζής και πώς έτρεμαν τα χέρια του όταν έδινε το καλαμπόκι. Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.


Του
Πολυχρόνη ΓΚΡΟΥΖΟΥΔΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Πολυχρόνη ΓΚΡΟΥΖΟΥΔΗ

Ο Πολυχρόνης Π. Γκρουζούδης γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Βρύσικα Διδυμοτείχου Εβρου και εργάστηκε σαν καροποιός - ξυλουργός. Το 1941 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Μετά την Απελευθέρωση συλλαμβάνεται, κακοποιείται και φυλακίζεται. Στα τέλη του '45 εντάχθηκε στο ΔΣΕ. Τραυματίζεται βαριά και μεταβαίνει στη Λ.Δ. Ρουμανίας για θεραπεία. Μετά την ανάρρωσή του εργάζεται σαν παιδαγωγός στους παιδικούς σταθμούς των προσφυγόπουλων που αριθμούσαν 5.500 κατατρεγμένα παιδιά. Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου του Τμήματος Ιστορίας. Στα 35 χρόνια προσφυγιάς ήταν συνεργάτης της εφημερίδας «ΝΕΕ ΖΩΗ» οργάνου των πολιτικών προσφύγων της Λ.Δ. Ρουμανίας. Επαναπατρίστηκε το 1984. Είναι συνεργάτης του «Δημοκρατικού Εβρου». Κατά καιρούς έχει δημοσιεύσει 10 διηγήματα, για τα παιδιά της Εθνικής Αντίστασης. Ασχολείται με τη λαογραφία και συνέβαλε στη δημιουργία του Λαογραφικού Μουσείου Βρυσικών. Εχει εκδώσει 5 βιβλία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ