Κυριακή 4 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Του Φοίβου ΤΣΕΚΕΡΗ

Ο Φοίβος Τσέκερης είναι συνταξιούχος αρχιτέκτονας. Στη διάρκεια της Κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, πρώτα σαν μέλος του ΕΑΜ Νέων, μετά σαν ΕΠΟΝίτης και αργότερα στον ΕΛΑΣ σαν διμοιρίτης του Λόχου Σπουδαστών, που στα Δεκεμβριανά ονομάστηκε «Λόχος Σπουδαστών - Λόρδος Μπάυρον». Το 1942 συνελήφθη σε διαδήλωση εναντίον της πείνας από Ιταλούς. Τον Ιούλη του 1943 συνελήφθη από τη γερμανική Κομαντατούρα, όπου και υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια. Το Δεκέμβρη του '44, σε μάχη με τους Αγγλους επεμβασίες, τραυματίστηκε βαριά και τα τραύματα αυτά του προκάλεσαν μόνιμη αναπηρία.

Το 1948 εκτοπίστηκε στο Μούδρο Λήμνου και στη Μακρόνησο μέχρι το 1952. Υπήρξε μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων επί 3 χρόνια και μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας επί 6 χρόνια. Για 3 χρόνια ήταν μέλος του Ανωτάτου Πειθαρχικού του ΤΕΕ.

Από το 1994 είναι γενικός γραμματέας της ΠΕΑΕΑ. Είναι μέλος του ΚΚΕ από το 1943.

Μια απίθανη απόδραση

Γρηγοριάδης Κώστας

Απρίλης του 1945. Δύο μήνες μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Στον πρώτο όροφο του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου της Αθήνας νοσηλεύονταν 14 ΕΛΑΣίτες τραυματίες στις μάχες με τους Αγγλους επεμβασίες από το Δεκέμβρη του 1944. Συγχρόνως ήταν και κρατούμενοι γιατί στον καθένα είχαν φορτώσει μία κατηγορία ότι δήθεν είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Εξω από το θάλαμο στεκόταν πάντα ένας φρουρός αστυφύλακας.

Σε παρόμοιο θάλαμο στο ισόγειο είμαστε οι δύο βαρύτερα τραυματισμένοι ΕΛΑΣίτες, αλλά δε μας φύλαγε φρουρός, γιατί είμαστε κατάκοιτοι και δεν ήταν δυνατό να δραπετεύσουμε. Ο Γιάννης Παπαγιάννης και εγώ. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλεύονταν άλλοι 12 ασθενείς που δεν είχαν καμία σχέση με εμάς τους ΕΛΑΣίτες. Το δικό μου κρεβάτι ήταν μακριά από το κρεβάτι του Γ. Παπαγιάννη γι' αυτό, παρ' όλο που είχαν περάσει μήνες, δε μας είχε δοθεί η ευκαιρία να τα πούμε από κοντά.

Ο Παπαγιάννης ήταν ένα εικοσάχρονο παλικαράκι, ΕΛΑΣίτης από του Γκύζη, που ενώ πολεμούσε μέσα στο οδόφραγμα, ένα εχθρικό βλήμα του τρύπησε το λαιμό πέρα για πέρα. Ηταν τελείως παράλυτος, μόνο τα μάτια του και το στόμα του μπορούσε να ανοιγοκλείνει. Χέρια, πόδια, σώμα όλα νεκρά και ακίνητα. Ομως παρ' όλα αυτά, στιγμή δεν έπαυε να τραγουδάει και να αστειεύεται με όλους.

Ο καθηγητής Φωτεινός που τον παρακολουθούσε είχε πει στη μάνα του ότι η πιθανότητα να ξαναπερπατήσει ήταν μία στις χίλιες. Η μάνα τού Παπαγιάννη ήταν μια πολύ βασανισμένη χήρα από του Γκύζη που ερχόταν κάθε απόγευμα και έβλεπε το μοναχοπαίδι της και ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι ο γιος της θα μείνει παράλυτος. Ελεγε «άστους να λένε, το παιδί μου θα περπατήσει, εγώ κάθε μέρα το βλέπω καλύτερα». Ερημη μάνα, σκεφτόμαστε, δε θέλεις να παραδεχτείς τη συμφορά που σε βρήκε.

Ομως παρ' όλο ότι κανείς δεν το πίστευε, το θαύμα άρχισε να συντελείται, η ζωή σιγά σιγά ξαναγυρίζει στα νεκρωμένα μέλη του Γιάννη Παπαγιάννη, γέρνει το κεφάλι δεξιά και αριστερά, κουνάει λίγο λίγο τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών και σε λίγες μέρες κουνάει χέρια και πόδια, κάθισε στο κρεβάτι, κρεμώντας τα πόδια του κάτω. Κάθε μέρα έκανε κάτι περισσότερο από τη χτεσινή, έτσι μια μέρα στάθηκε όρθιος και έκανε μερικά βήματα. Οταν τον είδαμε όρθιο, όλοι τον χειροκροτήσαμε.

Αυτό το περπάτημα έδωσε μεγάλη χαρά σε όλους εμάς τους συναγωνιστές του, που μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα μας βάραινε, μην ξέροντας κάθε μέρα τι θα μας ξημερώσει. Να είμαστε όλοι κρατούμενοι με βαριές κατηγορίες και με τους παρακρατικούς να μας κάνουν κάθε τόσο καντάδες έξω από τα παράθυρα του νοσοκομείου, να ρίχνουν πιστολιές στον αέρα και να απειλούνε: «Εχετε κομμουνιστές εκεί μέσα να έρθουμε να τους σφάξουμε» και το αγαπημένο τους τραγούδι ήτανε «Με όπλα δε θα χύσουμε ούτε μία σταγόνα αίμα Ελληνικό. Μόνο το άτιμο προδοτικό των ανταρτών και των κομμουνιστών, για να 'βρει η Ελλάδα λυτρωμό».

Ομως, ο Γιάννης άρχισε να περπατάει αλλά τι περπάτημα ήταν αυτό; Το κεφάλι δε στεκόταν όρθιο, αλλά έγερνε και ακούμπαγε στον ένα ώμο. Το ένα πόδι του το έσερνε σιγά σιγά πάνω στο μωσαϊκό του θαλάμου, το ένα χέρι του κρεμόταν σαν παράλυτο και δεν μπορούσε να το κουνήσει καθόλου. Καθένας που έβλεπε αυτόν τον στραπατσαρισμένο άνθρωπο να παλεύει για να περπατήσει δεν ήταν δυνατό να φανταστεί ότι ήταν ένα όμορφο και ψηλό αγόρι είκοσι χρονών.

Οταν κατάφερε να έρθει μέχρι το κρεβάτι μου και κάθισε δίπλα μου γιορτάσαμε το γεγονός, και τότε μου εμπιστεύτηκε το μεγάλο του μυστικό.

«Πρόκειται να δραπετεύσω, έχω συνεννοηθεί με το δικηγόρο μου και με τη μάνα μου. Οι γιατροί ξέρουν ότι η κατάστασή μου έχει βελτιωθεί, οι δεσμοφύλακές μου όμως δεν το ξέρουν και αυτό ακριβώς θέλω να εκμεταλλευτώ. Αν το μάθουν θα με πάρουν αμέσως από εδώ. Μόλις σταθώ καλύτερα στα πόδια μου, θα φύγω. Θα γίνει σε ώρα επισκεπτηρίου, θα πάω στην τουαλέτα θα πετάξω τις πιτζάμες, θα φορέσω το κοστούμι που θα μου έχουν φέρει και θα φύγω την ώρα που θα φεύγουν οι επισκέπτες. Από το ΚΚΕ μου έχουν βρει σπίτι που θα μείνω μέχρι να περπατήσω καλύτερα, μετά θα προσπαθήσω να φύγω στο εξωτερικό. Επειτα να σου πω κάτι που φοβάμαι, αυτοί μπορεί μεθαύριο για να μας γονατίσουνε να αρχίσουνε τις εκτελέσεις». Πράγματι, μάντης κακών υπήρξε τη στιγμή αυτή ο Παπαγιάννης. Εκατοντάδες Αγωνιστές εκτελέστηκαν ύστερα από θανατικές καταδίκες κακουργιοδικείων για δήθεν αδικήματα που διέπραξαν επί Κατοχής. Η απόδραση του Παπαγιάννη έγινε ακριβώς όπως την είχαν προσχεδιάσει.

Από το πρωί ο Γιάννης έδειχνε μία νευρικότητα. Πηγαινοερχόταν πέρα δώθε. Το περπάτημά του είχε βελτιωθεί αλλά το κεφάλι του δεν έλεγε να σταθεί όρθιο. Ηρθε και κάθισε στο κρεβάτι μου. «Σωθήκανε τα ψέματα», μου είπε, «σήμερα φεύγω. Απ' έξω θα με περιμένει ένα ταξί, οι μόνοι που το ξέρετε είσαστε εσύ και η Πρόγλη». Η Πρόγλη ήταν η νοσοκόμα που μας αγαπούσε και μας υπερασπιζόταν όλους εμάς τους ΕΛΑΣίτες, και εμείς της εμπιστευόμαστε όλα τα μυστικά μας και την αποκαλούσαμε «Μάνα» μας.

«Εκείνο που ζητάω και από τους δυο σας είναι να δικαιολογήσετε για λίγες ώρες την απουσία μου, ώστε να προφτάσω να τακτοποιηθώ στο σπίτι που θα μείνω. Στο σπίτι αυτό θα με πάει ο δικηγόρος μου. Ακόμα και η μάνα μου δε θα ξέρει πού είναι το σπίτι αυτό. Ξέρω ότι για μένα από εδώ και πέρα αρχίζει μία δύσκολη ζωή με χίλιους κινδύνους και στερήσεις, αλλά νομίζω ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Σου σφίγγω το χέρι νοερώς. Πιστεύω ότι είναι απίθανο να ξανασυναντηθούμε».

Του έσφιξα και εγώ το χέρι νοερώς και του ευχήθηκα καλή τύχη, και έφυγε από το κρεβάτι μου. Οταν απομακρύνθηκε κάπως γύρισε και μου φώναξε: «Κοίτα, το ψαλιδάκι θα στο επιστρέψω αύριο». Αυτό, για να μην υπάρχει καμία υποψία ότι αύριο μπορεί να μην είναι εδώ.

Το απόγευμα στο επισκεπτήριο ήρθε η μάνα του Γιάννη με το δικηγόρο του και όλα γίνανε όπως είχανε προγραμματιστεί.

Ο Μπάρμπα Γιώργης, ένα συμπαθητικό γεροντάκι, ήταν ο πρώτος που διαπίστωσε ότι ο Γιάννης αργούσε να γυρίσει στο κρεβάτι του, αν και το επισκεπτήριο είχε τελειώσει προ πολλού. Ελεγε και ξανάλεγε «Να ειδοποιήσουμε μήπως έπαθε κάτι το παιδί». Τον καθησύχασα με ένα ψέμα. «Μην ανησυχείς Μπάρμπα Γιώργη, είναι εδώ στο Νοσοκομείο άρρωστος κάποιος θείος του και θα έχει πάει να του κάνει συντροφιά».

Νύχτωσε για τα καλά. Ο Γιάννης άφαντος και το κρεβάτι του άδειο, όλοι πια συνειδητοποίησαν ότι είχε δραπετεύσει. Οταν μπήκαν στο θάλαμο ο γιατρός με τη νοσοκόμα την Πρόγλη, ο Παναγιώτης ο εθνοφύλακας, τραυματίας, και αυτός, τους πληροφόρησε ότι ο Γιάννης δραπέτευσε. Η Πρόγλη του έβαλε τις φωνές: «Τι λόγο είχε βρε να δραπετεύσει το παιδί, θα πήρε άδεια να κοιμηθεί στο σπίτι του, θα δεις ότι αύριο το πρωί θα γυρίσει».

Ο Παναγιώτης όμως ανένδοτος τα 'βαλε με το γιατρό: «Γιατρέ νομίζω ότι και εσείς φέρετε κάποια ευθύνη». Ο γιατρός έγινε έξαλλος και του 'βαλε τις φωνές. «Δε με παρατάς ρε χριστιανέ μου, εγώ είμαι γιατρός, δεν είμαι δεσμοφύλακας, άντε μην σου πω καμιά βαριά κουβέντα βραδιάτικα» και έφυγε θυμωμένος, αλλά κατά βάθος πολύ ευχαριστημένος, γιατί τον Γιάννη όλοι τον αγαπούσαν και όλοι χάρηκαν με το φευγιό του. Την άλλη μέρα η εξαφάνιση του Γιάννη ήταν το μεγάλο θέμα που απασχόλησε όλους στο νοσοκομείο. Νοσοκόμοι, γιατροί, φίλοι, περίεργοι, περνούσαν από το θάλαμο για να μάθουν τι έγινε και να δουν το άδειο κρεβάτι του Γιάννη.

Ηρθε και ένας αρχιφύλακας, πήγε στο κομοδίνο του, έψαξε στο συρτάρι, στα ράφια, στο στρώμα αλλά δε βρήκε τίποτα. Εφυγε με ένα, μειδίαμα σιγουριάς. «Εκανε μεγάλη ανοησία» μας είπε, «πού θα πάει, σε δύο τρεις μέρες θα τον βρούμε». Δεν τον βρήκανε ποτέ. Οι ομάδες προστασίας των διωκόμενων και περίθαλψης των τραυματιών του ΚΚΕ έκαναν πολύ καλά τη δουλιά τους.

Τον συνάντησα ύστερα από 30 χρόνια, μετά τη δικτατορία, το 1975 σε μια προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ μόλις είχε γυρίσει από την Τασκένδη όπου έζησε σαν πολιτικός πρόσφυγας 25 χρόνια. Ηταν υγιέστατος, είχε παντρευτεί και είχε ένα γιο 20 χρόνων.


Φοίβος ΤΣΕΚΕΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ