Με τη βοήθεια της ΚΑΠ και των κυβερνώντων οι βιομήχανοι ρίχνουν ακόμα χαμηλότερα τις τιμές και εξωθούν τους μικρούς παραγωγούς μια ώρα αρχύτερα στη φτώχεια και το ξεκλήρισμα
Με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ οι αιγοπροβατοτρόφοι δέχτηκαν μια χωρίς προηγούμενο ληστρική επίθεση από τους γαλακτοβιομήχανους. Η τιμή στο πρόβειο γάλα έχει πέσει σε κάποιες περιοχές στα 0,75 ευρώ/κιλό, από ένα ευρώ που ήταν. Και το μάρμαρο πληρώνουν πιο ακριβά οι μικρομεσαίοι παραγωγοί. Ενδεικτική του τι συμβαίνει είναι η περίπτωση με τη γαλακτοβιομηχανία «ΗΠΕΙΡΟΣ», η οποία έριξε τις τιμές ακόμα πιο πολύ για τους μικρούς παραγωγούς. Οσο πιο μικρός είναι ένας παραγωγός τόσο πιο μικρή είναι και η τιμή στο γάλα! Η «ΗΠΕΙΡΟΣ» έβγαλε κλιμακωτό τιμοκατάλογο, όπου για ποσότητες μέχρι 3.000 κιλά η τιμή στο πρόβειο γάλα είναι 0,85 ευρώ/κιλό και στο γίδινο 0,45 ευρώ/κιλό. Για ποσότητες από 3.001 μέχρι 20.000 κιλά η τιμή στο πρόβειο γάλα είναι 0,92 ευρώ/κιλό και για το γίδινο 0,50 ευρώ/κιλό. Για ποσότητες από 20.001 μέχρι 60.000 κιλά η τιμή στο πρόβειο γάλα είναι 0,96 ευρώ ανά κιλό και για το γίδινο 0,54 ευρώ/κιλό και για ποσότητες άνω των 60.000 κιλών η τιμή στο πρόβειο γίνεται 0,97 ευρώ/κιλό και στο γίδινο 0,55 ευρώ/κιλό. Και όπως επίσης φαίνεται από την ανακοίνωση που στάλθηκε στους αιγοπροβατοτρόφους της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας και την οποία δημοσιεύει σήμερα ο «Ρ», η συγκεκριμένη γαλακτοβιομηχανία μπορεί μέσα στο 2007 να ρίξει τις τιμές ακόμα πιο χαμηλά!...
Από αυτό τον τιμοκατάλογο φαίνεται ολοκάθαρα ότι όσο πιο μικρός είναι ένας παραγωγός τόσο πιο μεγάλη εκμετάλλευση υφίσταται. Στην ουσία, όμως, φαίνεται ότι οι μικροί παραγωγοί εξαναγκάζονται να βγουν από τη μέση αφού οι τιμές που τους δίνουν είναι ασύμφορες. Για παράδειγμα, η «ΗΠΕΙΡΟΣ» δίνει τιμή 12,4% μικρότερη στον παραγωγό που παράγει μέχρι 3.000 κιλά πρόβειου γάλακτος σε σύγκριση με τον μεγάλο παραγωγό που παράγει άνω των 60.000 κιλών και στο γίδινο αντίστοιχα η διαφορά αυτή είναι 18,2%. Ομως, παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί και κάτι άλλο: Στην προηγούμενη γαλακτοκομική περίοδο η συγκεκριμένη γαλακτοβιομηχανία είχε μόνο δύο κατηγορίες και έδινε τιμή, για παράδειγμα, στο πρόβειο γάλα 0,98 ευρώ για παραγωγή μέχρι 20.000 κιλά και για 20.001 και πάνω 1 ευρώ. Τώρα η τιμή έπεσε συνολικά, αλλά, όπως προαναφέραμε, τη μεγάλη χασούρα την έχουν οι μικροί παραγωγοί. Κι όπως πάει το πράγμα, όταν βγουν από τη μέση οι μικροί παραγωγοί, θα έρθει και η σειρά των μεγάλων παραγωγών να γνωρίσουν ακόμα πιο άγρια εκμετάλλευση και να εξωθηθούν και αυτοί με τη σειρά τους εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Οι γαλακτοβιομηχανίες προφανώς δε θα ξεμείνουν από πρώτη ύλη και κυρίως δε θα χάσουν κέρδη.
Ομως, το βασικό θέμα είναι ότι ΕΕ, κυβερνώντες και μεγάλο κεφάλαιο έχουν στήσει ένα σκηνικό μαζικής εξαφάνισης των μικρομεσαίων παραγωγών και στην προκειμένη περίπτωση των μικρών αιγοπροβατοτρόφων. Φαίνεται πλέον ολοκάθαρα ότι οι μικροί παραγωγοί δε λογαριάζονται και θεωρούνται ήδη τελειωμένοι. Αυτό δείχνει η καθιέρωση της ενιαίας ενίσχυσης στην αιγοπροβατοτροφία ως απόφαση της νέας ΚΑΠ, σε συνδυασμό με τις συνθήκες που διαμορφώνουν οι γαλακτοβιομηχανίες μέσω των τιμών. Από κοντά και η καθιέρωση του λεγόμενου ποιοτικού πριμ στο αιγοπρόβειο γάλα, το οποίο, με απόφαση της κυβέρνησης, κόβεται από τις επιδοτήσεις όλων των παραγωγών σε ποσοστό 5% και θα δίνεται ως πρόσθετη ενίσχυση για παραγωγή άνω των 10.000 κιλών για τις πεδινές περιοχές και άνω των 6.000 κιλών για τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.
Ολα τα παραπάνω έρχονται σε συνέχεια της μέχρι τώρα πολιτικής της ΕΕ, της ΚΑΠ και των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ), ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων προβάτων μειώθηκε μέσα στη δεκαετία του 1990 κατά 19,94% (από 160.560 το 1991 σε 128.551 το 2000), ενώ στον αντίστοιχο των αιγών η μείωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη και έφτασε το 31,80% (από 202.720 το 1991 σε 138.251 το 2000). Ομως, η συρρίκνωση αφορά μόνο στις εκμεταλλεύσεις μέχρι 199 ζώα, γιατί από 200 ζώα και άνω οι εκμεταλλεύσεις προβάτων αυξήθηκαν κατά 27,92% και παράλληλα γι' αυτές τις εκμεταλλεύσεις ο αριθμός των εκτρεφόμενων προβάτων κατά 40,07%. Αντίστοιχα, στις εκμεταλλεύσεις αιγών οι εκμεταλλεύσεις άνω των 200 ζώων αυξήθηκαν κατά 8,21% και ο αριθμός των ζώων σε αυτές κατά 15,25%. Εκτιμάται ότι από το 2000 και μετά η εικόνα αυτή έχει γίνει πιο ενισχυμένη για τις εκμεταλλεύσεις άνω των 200 ζώων.
Eurokinissi |
Οι τιμές παραγωγού στο γάλα, τόσο στο αιγοπρόβειο όσο και στο αγελαδινό, γνώρισαν σημαντική μείωση μέσα στο 2006 και το κακό δείχνει ότι θα συνεχιστεί. Το δρόμο για να πέσουν οι τιμές άνοιξε η νέα ΚΑΠ, που επέβαλε μείωση της τιμής παρέμβασης στο βούτυρο και στο αποβουτυρωμένο γάλα. Από κοντά ήρθαν οι ψευτοαντισταθμίσεις στο αγελαδινό γάλα και η αποδέσμευση των επιδοτήσεων στα αιγοπρόβατα, για να ενισχύσουν τα κερδοσκοπικά συμφέροντα και την ασυδοσία των γαλακτοβιομηχάνων σε βάρος των κτηνοτρόφων και των καταναλωτών. Ετσι, ενώ οι τιμές παραγωγού στο γάλα μειώθηκαν, οι γαλακτοβιομηχανίες συνεχώς αύξαναν τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους. Δεν πρόλαβε να μπει το 2007 και η ΔΕΛΤΑ με τη ΦΑΓΕ ανακοίνωσαν νέες αυξήσεις σε γάλα και γιαούρτι...
Παράλληλα, η νέα ΚΑΠ, οι «νόμοι» της ελεύθερης αγοράς και της παγκοσμιοποίησης, δημιουργούν τέτοιες συνθήκες όπου οι μικρομεσαίοι παραγωγοί δεν μπορούν να αντέξουν και εξωθούνται βιαίως εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Αλλά τελικά κι όσοι καταφέρουν να μείνουν είτε ως μεγαλομεσαίοι είτε ως μεγάλοι παραγωγοί, θα ανήκουν πάλι στην κατηγορία των αγρίως εκμεταλλευομένων από τις βιομηχανίες - μονοπώλια. Το κεφάλαιο και η ΕΕ θέλουν λίγους μεγάλους παραγωγούς που θα παράγουν ακόμα πιο φτηνή πρώτη ύλη για να κερδίζουν έτσι ακόμα πιο πολλά οι μεταποιητές (βιομήχανοι - πολυεθνικές). Μάλιστα μέσα στο 2006 εντάθηκε το φαινόμενο της διαβάθμισης της τιμής παραγωγού στο γάλα, ανάλογα με την παραδιδόμενη ποσότητα. Ετσι, μέσα στη δεδομένη πτώση των τιμών, οι μικροί παραγωγοί έχουν να λαμβάνουν ακόμα πιο εξευτελιστική τιμή. Κι αυτό θα συνεχιστεί πιο έντονα από φέτος, γιατί εκτός των άλλων όσο πιο λίγα σημεία παράδοσης γάλακτος έχουν οι γαλακτοβιομηχανίες, τόσο πιο πολύ μειώνουν το κόστος τους... Επί του πρακτέου, ΕΕ, κυβέρνηση και βιομήχανοι δείχνουν ωμά το δρόμο της εξόδου στους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους, όπως ακριβώς και στους μικρομεσαίους αγρότες.
Το 1992 υπήρχαν 32.000 παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος και στις αρχές του 2006 μόλις 6.887!
Το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρών αγελαδοτρόφων ξεκίνησε από την αναθεώρηση της ΚΑΠ του 1992 και την καθιέρωση ποσόστωσης στο αγελαδινό γάλα 625.000 τόνων. Κι αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια αυξήθηκε η εθνική ποσόστωση και έγινε 629.000 τόνοι το 1996, 700.000 τόνοι το 2002 και 820.000 τόνοι από το 2004. Ετσι με την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 και με την Ατζέντα 2000 στη συνέχεια, οι μικροί παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος σχεδόν εξαφανίστηκαν. Τώρα με την αναθεώρηση της νέας ΚΑΠ η καμπάνα χτυπά για τους μεσαίους παραγωγούς. Ολο αυτό το διάστημα όμως ο τομέας της γαλακτοβιομηχανίας άνθισε και τα σχετικά κέρδη αυξήθηκαν θεαματικά.
Για το τι συνέβη στον τομέα αυτό υπάρχουν στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ), που είναι αρκούντως αποκαλυπτικά. Το γαλακτοκομικό έτος 1993 - 1994, ο αριθμός των γαλακτοπαραγωγών μέχρι 10 τόνους ήταν 15.435, ενώ το γαλακτοκομικό έτος 2002 - 2003 μειώθηκαν σε 2.887! Αντίστοιχα, για 10-50 τόνους, ο αριθμός των αγελαδοτρόφων ήταν την περίοδο 1993 - 1994 9.606 και την περίοδο 2002 - 2003 3.847. Από την άλλη, ο αριθμός αυτών που είχαν ποσόστωση από 200-500 τόνους αυξήθηκε από 277 σε 683 και ακολούθως από 500-1.000 τόνους από 45 σε 134, δηλαδή, διπλασιασμός και τριπλασιασμός, αντίστοιχα. Για την κατηγορία 1.000 τόνοι και πάνω, ο αριθμός αυξήθηκε από 11 σε 48. Εδώ υπήρξε τετραπλασιασμός! Κι όπως εκτιμάται, η συγκέντρωση αυτή ποσοστώσεων από μεγάλους παραγωγούς συνεχίστηκε και μετά το 2003 με ακόμα πιο έντονους ρυθμούς.
Αποκαλύπτονται κι εδώ περίτρανα τα αποτελέσματα της υλοποίησης της ευρωπολιτικής μείωσης του αριθμού των αγροτοκτηνοτρόφων, από τις ελληνικές κυβερνήσεις και της συγκέντρωσης της παραγωγής στα χέρια λίγων μεγάλων παραγωγών και βιομηχανιών. Γιατί το 1992 η εθνική ποσόστωση αγελαδινού γάλακτος μπορεί να ήταν 625.000 τόνοι και το 2003 να αυξήθηκε στους 700.000 τόνους και από το 2004 σε 820.000 τόνους, αλλά δεν αυξήθηκε και ο αριθμός των παραγωγών. Αντιθέτως, υπήρξε δραματική μείωση και οι εγκαταλείποντες εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν τις ποσοστώσεις τους, κακήν κακώς, στους μεγάλους παραγωγούς.
Παράλληλα η συγκέντρωση της παραγωγής στα χέρια λίγων δεν επέφερε και βελτίωση της τιμής παραγωγού. Οι γαλακτοβιομηχανίες, αφού κράτησαν για χρόνια «παγωμένες» τις τιμές, από το 2005 και μετά άρχισαν να ρίχνουν τις τιμές παραγωγού στο αγελαδινό γάλα. Το κακό παράγινε για την τρέχουσα γαλακτοκομική περίοδο. Πάντως η μείωση των τιμών παραγωγού καθόλου τυχαία δεν έγινε, αφού το δρόμο άνοιξαν οι αποφάσεις της νέας ΚΑΠ. Τον Ιούνη του 2003 ψηφίστηκε μείωση της τιμής παρέμβασης για το βούτυρο κατά 25% μέχρι το 2007 και κατά 15% για το αποβουτυρωμένο γάλα μέχρι το 2006. Παράλληλα καθιερώθηκαν και κάποιες ψευτοαντισταθμίσεις, που για το 2004 ήταν 8,15 ευρώ/τόνο, το 2005 16,31 ευρώ/τόνο και το 2006 24,49 ευρώ/τόνο, οι οποίες από το 2007 γίνονται αποδεσμευμένες ενισχύσεις. Ολα αυτά μαζί, έδωσαν τη δυνατότητα στους γαλακτοβιομήχανους να ποδοπατήσουν τις τιμές παραγωγού. Κι εδώ φαίνεται εκτός των άλλων ότι όσο υπάρχουν βιομήχανοι και καπιταλισμός, είναι αυταπάτη το όνειρο να γίνει κανείς μεγάλος παραγωγός...
Από την άλλη, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα παραμένει ελλειμματική σε αγελαδινό γάλα, αφού υπολογίζεται ότι οι ανάγκες της χώρας ξεπερνούν τους 1.200.000 τόνους. Κι αν η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος ξεπεράσει τους 820.000 τόνους θα υπάρχει και πρόστιμο συνυπευθυνότητας στους παραγωγούς!
ICON |
Το προηγούμενο διάστημα υπήρξε ένας αγωνιστικός αντίλογος, με πρωτοβουλία των συνεπών αγωνιστικών δυνάμεων που μετέχουν στην Παναγροτική Αγωνιστική Συσπείρωση (ΠΑΣΥ). Ομως ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί, να μαζικοποιηθεί και να ενταθεί. Η ΠΑΣΥ έχει θέσει ήδη μια σειρά από καίρια αιτήματα, τα οποία ο «Ρ» παρουσιάζει και σήμερα:
Το σίγουρο πάντως είναι πως η πολιτική που έχουν διαμορφώσει η ΚΑΠ και ο ΠΟΕ δεν έχει να επιφέρει τίποτα το θετικό για τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους. Και γίνεται ολοφάνερο πως απαιτείται μέτωπο αγώνα με όλους όσοι θίγονται από την αντιλαϊκή - αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Μέτωπο αγώνα με όλους τους μικρομεσαίους αγρότες, την εργατιά, τους αυτοαπασχολούμενους, τη νεολαία, τους ανέργους και τους συνταξιούχους. Οι μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι καλούνται να παλέψουν για τη δημιουργία των παραγωγικών συνεταιρισμών, που προτείνει το ΚΚΕ. Βέβαια, η λύση των παραγωγικών συνεταιρισμών που θα στηρίζονται πολύπλευρα από το κράτος προϋποθέτει σύγκρουση με τα μεγάλα και οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα στο χώρο της κτηνοτροφίας, αλλά και της μεταποιητικής βιομηχανίας. Επίσης προϋποθέτει αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων για να εφαρμοστεί μια αγροτική πολιτική που θα στηρίζεται στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς και θα αναπτύσσει τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με κριτήριο τα συμφέροντα του λαού και των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων.
Συνεχίζονται τις επόμενες μέρες οι κινητοποιήσεις
Eurokinissi |
Με τις κινητοποιήσεις τους οι μικρομεσαίοι αγρότες διεκδικούν:
- Αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος.
Τη χρονιά που πέρασε οι μικρομεσαίοι αγρότες είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται δραστικά και σε αρκετά προϊόντα πάνω από 30%. Η μείωση αυτή οφείλεται, κυρίως, στην εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, η οποία έφερε περικοπές στις καλλιέργειες και μεγάλη μείωση της αγροτικής παραγωγής - με τους νέους κανονισμούς που ψηφίστηκαν και τους νέους που ετοιμάζονται στην ΕΕ, κάποιες καλλιέργειες, όπως ο καπνός, τα τεύτλα, τα οπωροκηπευτικά κ.ά. πάνε προς εξαφάνιση - και «πετσόκοψε» τις επιδοτήσεις. Πλήγμα στο αγροτικό εισόδημα προκάλεσαν και οι εκτεταμένες καταστροφές στην παραγωγή και στο αγροτικό κεφάλαιο από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
- Επαναφορά των κατώτερων τιμών εγγύησης σε όλα τα γεωργικά και ζωοκομικά προϊόντα, καταβολή ολόκληρων των επιδοτήσεων και αναπροσαρμογή του ποσοστού υπολογισμού της επιστροφής του ΦΠΑ, για την εξασφάλιση βιώσιμου εισοδήματος.
Ως γνωστόν, με τη σύμφωνη γνώμη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, η εγγύηση κατώτερων τιμών καταργήθηκε, με αποτέλεσμα οι εμπορικές τιμές των προϊόντων να διαμορφώνονται σε εξευτελιστικά επίπεδα και εμποροβιομήχανοι να κερδοσκοπούν σε βάρος και των παραγωγών και των καταναλωτών. Οσον αφορά στις επιδοτήσεις, πάλι με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών κυβερνήσεων, καθηλώθηκαν στα επίπεδα του μέσου όρου της τριετίας 2000-2002, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστούν από τον πληθωρισμό και από τις «νόμιμες» και παράνομες παρακρατήσεις, που σε ορισμένα προϊόντα αγγίζουν και το 15%.
- Προστασία της εγχώριας παραγωγής από τις αθρόες εισαγωγές και την ενίσχυση των εξαγωγών μέσα από ισότιμες διακρατικές σχέσεις.
Οι συμφωνίες τις οποίες υπέγραψαν στο πλαίσιο της ΚΑΠ και του ΠΟΕ και εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αύξησαν τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στη διάθεση της εγχώριας παραγωγής, μεγαλώνοντας τη διατροφική εξάρτηση του λαού μας από τις πολυεθνικές και διογκώνοντας το έλλειμμα του αγροτικού ισοζυγίου της χώρας, που στο πρώτο οκτάμηνο του 2006 ξεπέρασε το 1,5 δισ. ευρώ.
- Μείωση του κόστους παραγωγής, με ουσιαστικό έλεγχο και πάταξη της ασυδοσίας των εμποροβιομηχάνων στη διάθεση των αγροτικών μέσων και εφοδίων και την κατασκευή των αναγκαίων έργων υποδομής.
Οι αγρότες αγοράζουν πανάκριβα τα εφόδια - σπόρους, φυτοφάρμακα, λιπάσματα, καύσιμα, μηχανήματα κ.ά. - καταβάλλοντας και τον ανώτερο συντελεστή του ΦΠΑ. Επιπλέον, βασικά έργα υποδομής - αρδευτικά, αντιπλημμυρικά και άλλα εγγειοβελτιωτικά έργα - που θα μείωναν το διογκωμένο κόστος παραγωγής, δε γίνονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν περιοχές, όπως ο Εβρος κ.α., που πνίγονται, συχνά, από τις πλημμύρες και άλλες, όπως η Θεσσαλία, που αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα λειψυδρίας και κινδυνεύουν με παραγωγική απερήμωση.
- Αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ και σταθερή χρηματοδότησή του από το κράτος, ώστε να καλύπτει πλήρως τις ζημιές στην αγροτική παραγωγή και στο αγροτικό κεφάλαιο από όλους τους φυσικούς κινδύνους και να καταβάλει έγκαιρα τις αποζημιώσεις.
Ο αναχρονιστικός κανονισμός του ΕΛΓΑ που ισχύει δεν προβλέπει αποζημίωση για το σύνολο των ζημιών, ούτε καλύπτει όλους τους φυσικούς κινδύνους, με αποτέλεσμα οι αποζημιώσεις που δίνονται, όταν δίνονται, να είναι ψίχουλα. Το κράτος δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση χρηματοδότησης του ΕΛΓΑ, ο οποίος είναι χρεωμένος 2,3 δισ. ευρώ κι αυτό το χρέος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως πρόσχημα για την ιδιωτικοποίηση των αγροτικών ασφαλίσεων.
- Πραγματική ρύθμιση των αγροτικών χρεών, σταμάτημα του ξεπουλήματος των εταιρειών μετοχικού ενδιαφέροντος της ΑΤΕ στους ιδιώτες, Αγροτική Τράπεζα κρατική, με αναπτυξιακά κοινωνικά κριτήρια.
Οι κατά καιρούς «ρυθμίσεις» των αγροτικών χρεών, που έγιναν από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, δεν έλυσαν το πρόβλημα της υπερχρέωσης των αγροτικών νοικοκυριών και το μόνο που πέτυχαν ήταν να βοηθήσουν την ΑΤΕ να «γεμίσει» το θησαυροφυλάκιό της. Κι αυτή η κατάσταση θα επιδεινώνεται όσο η ΑΤΕ θα λειτουργεί με «ιδιωτικοοικονομικά» κριτήρια και θα συνεχίζει την τοκογλυφική πολιτική της σε βάρος των αγροτών.
- Διπλασιασμό των αγροτικών συντάξεων που θα δίνονται στα 60 χρόνια για τους αγρότες και στα 55 για τις αγρότισσες.
Είναι σε όλους γνωστό ότι οι αγροτικές συντάξεις δεν αποτελούν παρά «επιδόματα ελεημοσύνης» για τους απόμαχους της αγροτικής δουλιάς, που αναγκάζονται να ζουν στη φτώχεια και στην εξαθλίωση. Η «αύξηση» των 100 ευρώ, μέσα σε δυο χρόνια, που αποφάσισε να δώσει η κυβέρνηση είναι λίγα ακόμα ψίχουλα, μια ακόμα κοροϊδία για τον κόσμο της υπαίθρου.
- Αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων των αγροτών και των κατοίκων της υπαίθρου μέσα από αποκλειστικά δημόσια, αποκεντρωμένα και αναβαθμισμένα συστήματα Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας και τη δημιουργία αθλητικών και πολιτιστικών κέντρων στην ύπαιθρο για την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των κατοίκων της.
Η ζωή στο χωριό είναι πολύ δύσκολη, καθώς ο φτωχός αγροτικός κόσμος δεν μπορεί ν' ανταποκριθεί στις καθημερινές βιοτικές ανάγκες του. Και, βεβαίως, η εμπορευματοποίηση της Υγείας, της Παιδείας, του Πολιτισμού στερούν από τους κατοίκους της υπαίθρου το δικαίωμα στο δημόσιο, κοινωνικό αγαθό της Υγείας, στη μόρφωση των παιδιών τους, στην επαφή τους με την πολιτιστική δημιουργία.
Σ' όλα αυτά τα δίκαια και ζωτικά αιτήματα που προβάλλει το συνεπές, αγωνιστικό κίνημα, η κυβέρνηση της ΝΔ, ακολουθώντας την τακτική των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, απαντάει με κυνική αδιαλλαξία και πλήρη άρνηση. Μ' αυτό τον τρόπο δείχνει ότι δεν είναι διατεθειμένη να μετακινηθεί «ρούπι» από την πολιτική ξεκληρίσματος της μικρομεσαίας αγροτιάς και συγκέντρωση της γης και της παραγωγής στα χέρια λίγων μεγαλοαγροτών και επιχειρηματιών.
Θορυβημένος από τις κινητοποιήσεις που οργανώνει η ΠΑΣΥ, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Β. Μπασιάκος εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία, «οχυρωμένος» πίσω από τα «δεδομένα» της ΚΑΠ και του ΠΟΕ, αρνείται την ικανοποίηση όλων των διεκδικήσεων της αγωνιζόμενης αγροτιάς. Ταυτόχρονα, καταφεύγει σε ψεύδη και αλχημείες - παρά τα αντίθετα στοιχεία, ισχυρίζεται ότι υπάρχει άνοδος του αγροτικού εισοδήματος, ότι δίνονται γρήγορες και δίκαιες αποζημιώσεις, ότι αυξάνονται οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων κ.ά. - και προσπαθεί να βάλει «σφήνα» στην αγωνιστική ενότητα των μικρομεσαίων αγροτών, κάνοντας λόγο για «αγρότες που πρόσκεινται στο ΚΚΕ».
Αποστομωτική απάντηση στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης έδωσε η ΠΑΣΥ, η οποία σε ανακοίνωσή της σημειώνει ότι «αντί να δώσει λύσεις στα καυτά προβλήματα των μικρομεσαίων αγροτών, ο υπουργός, με την προσφιλή του διασπαστική πολιτική, προσπάθησε να εξωραΐσει την αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης, που συρρικνώνει και εξαφανίζει βασικές καλλιέργειες, κλείνει εργοστάσια και μαραζώνει την ύπαιθρο, αποδεκατίζει το εισόδημα των μικρομεσαίων αγροτών και επιταχύνει το ξεκλήρισμά τους, συγκεντρώνει τη γη και την παραγωγή σε λιγότερα χέρια, αυξάνει την κερδοφορία των εμποροβιομηχάνων και των κάθε είδους καρτέλ». Κι αφού ξεσκεπάζει ένα προς ένα τα ψεύδη και τις αλχημείες του υπουργού, η ΠΑΣΥ καλεί όλους τους μικρομεσαίους αγρότες «ενωμένοι μέσα από τους συλλόγους, τους συνεταιρισμούς και τις ομοσπονδίες και συσπειρωμένοι στο διεκδικητικό, αγωνιστικό πρόγραμμα της ΠΑΣΥ, που εκφράζει τα συμφέροντά τους, να αντισταθούν στις πολιτικές που τους ξεκληρίζουν. Με τους αγώνες τους - υπογραμμίζει - να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την εφαρμογή μιας φιλοαγροτικής πολιτικής, που θα προστατεύει το μόχθο τους, θα αναζωογονεί οικονομικά και κοινωνικά την ύπαιθρο και θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση στους αγρότες και τους απόμαχους».