Η φτώχεια και τα συνεχώς διογκούμενα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της υπαίθρου, μαζί με τις πολιτικές που οδηγούν στο μαζικό ξεκλήρισμα των αγροτών, είναι οι κύριοι λόγοι, οι οποίοι οδηγούν τους αγρότες στο δρόμο της αντίστασης και του αγώνα
Η απάντηση που θα προσπαθήσουμε να δώσουμε στα παραπάνω ερωτήματα, δεν απευθύνεται τόσο προς τους κατοίκους της υπαίθρου. Αυτοί, λίγο - πολύ γνωρίζουν το «γιατί», καθώς ζουν κοντά στους ξωμάχους. Περισσότερο απευθύνεται προς τους κατοίκους της πρωτεύουσας και των άλλων μεγαλουπόλεων, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον αγροτικό κόσμο - άλλωστε, μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης μεσολαβούν οι έμποροι - κι επομένως δε γνωρίζουν τι, πώς και γιατί τον απασχολεί και τον ταλανίζει. Και, βεβαίως, απευθυνόμαστε σ' εκείνους, που ρωτούν καλόπιστα για να μάθουν και όχι σ' αυτούς που ρωτούν υποκριτικά και κατηγορούν εκ των προτέρων. Ούτε, φυσικά, προς κάποιους που δε θέλουν να μάθουν, επειδή θεωρούν ότι δεν τους ενδιαφέρει το θέμα.
Ο πρώτος λόγος που η αγροτιά βρίσκεται στους δρόμους - όχι μόνον τώρα, αλλά επί έξι συνεχή χρόνια - είναι επειδή υποφέρει οικονομικά και, εν πολλοίς, αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης. Ολοι γνωρίζουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού στη χώρα μας ζει σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και μεγάλα στρώματα της αγροτιάς σε συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών υποχρεώνεται να ζει με ετήσιο καθαρό αγροτικό εισόδημα, που κυμαίνεται από 1.000.000 μέχρι 2.000.000 δρχ. και σ' αυτό προστίθεται λίγο ακόμα - κοντά στο 25% του συνολικού - που προέρχεται από εξωγεωργική απασχόληση, όπως από μερικά μεροκάματα το μήνα στην οικοδομή, ή αλλού, από τα έσοδα ενός καφενείου, ή μιας μικρής βιοτεχνίας στο χωριό κ.ά.
Υπολογίζεται ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων κι εφόσον δεν προκύψουν αντίξοες καιρικές και άλλου είδους συνθήκες, κάθε στρέμμα με τις γνωστές «εκτατικές» καλλιέργειες - στάρι, καλαμπόκι, βαμβάκι, τεύτλα, βιομηχανική ντομάτα κ.ά. - αφήνει κέρδος από 20.000 μέχρι 40.000 δραχμές, χωρίς στο κόστος παραγωγής να περιλαμβάνονται και τα μεροκάματα του συνόλου της αγροτικής οικογένειας.
Πολύ χειρότερα, από οικονομική άποψη, ζουν οι συνταξιούχοι αγρότες, καθώς 480.000 απ' αυτούς παίρνουν το εξευτελιστικό βοήθημα των 51.500 δραχμών το μήνα και οι υπόλοιποι 200.000, που πλήρωσαν αδρά στον ΟΓΑ, παίρνουν σύνταξη από 60.000 μέχρι 80.000 δραχμές το μήνα.
Η οικονομική κατάσταση των αγροτών επιδεινώνεται στο έπακρο, αν η παραγωγή πληγεί από κακοκαιρία - κι αυτό γίνεται συχνά, αφού «το χωράφι είναι ξεσκέπαστο μαγαζί» - καθώς τότε κινδυνεύει να μείνει χωρίς εισόδημα. Κι αυτό, επειδή, παρά το γεγονός ότι πληρώνει αδρά στον ΕΛΓΑ για την ασφάλιση της παραγωγής του, ποτέ δεν αποζημιώνεται έγκαιρα και δίκαια, αλλά πάντα με μεγάλη καθυστέρηση και με «ψίχουλα». Το ίδιο κινδυνεύουν να πάθουν και οι πληγέντες από την πρόσφατη κακοκαιρία, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης.
Πώς εξηγείται το γεγονός ότι το αγροτικό εισόδημα στη χώρα μας είναι τόσο χαμηλό; Μιλώντας με οικονομικούς όρους, θα πρέπει να πούμε πως η κύρια αιτία είναι το ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι χαμηλές σε σχέση με το υψηλό κόστος παραγωγής τους. Με άλλα λόγια, ο αγρότης ξοδεύει πάρα πολλά για την καλλιέργεια και εισπράττει, συγκριτικά, λίγα από την πώληση των προϊόντων.
Η τιμή, στην οποία πουλάει τα προϊόντα του ο αγρότης είναι, πράγματι, μικρή κι ας μην ξεγελαστεί κανείς από τις τιμές των αγροτικών προϊόντων στις λαϊκές αγορές, στα μανάβικα, ή στα σούπερ μάρκετ, αφού ανάμεσα στην τιμή παραγωγού και στην τιμή καταναλωτή υπάρχει τεράστια διαφορά. Μερικά μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Ο αγρότης πουλάει 40 - 45 δραχμές το κιλό το στάρι και ο καταναλωτής αγοράζει 300 - 350 δραχμές το ψωμί. Τα αχλάδια ο παραγωγός τα διαθέτει στην τιμή των 70 δραχμών το κιλό και ο καταναλωτής τα αγοράζει 300 δραχμές το κιλό. Ο αγελαδοτρόφος πουλάει το γάλα 120 - 180 δραχμές το κιλό και ο καταναλωτής το αγοράζει 350 - 400 δρχ. το κιλό. Το ίδιο συμβαίνει για το σύνολο των αγροτικών προϊόντων.
Κερδισμένοι από όλη αυτήν την υπόθεση είναι, βεβαίως, οι εμποροβιομήχανοι, αλλά και το κράτος, που, επιβάλλοντας 8% Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), στην πώληση των αγροτικών προϊόντων, γεμίζει τα «συρτάρια» του, για να χρηματοδοτήσει μετά, όχι, φυσικά, τους φτωχούς αγρότες, αλλά τους βιομηχάνους και τους μεγαλεμπόρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα κιλό αχλάδια ο παραγωγός πληρώνεται 70 δραχμές, το κράτος παίρνει 24 δρχ. από το ΦΠΑ και ο έμπορος 106 δρχ.
Αλλά, όπως προαναφέραμε, δεν είναι μόνον μικρή ή χαμηλή, είναι και υψηλό το κόστος παραγωγής. Τα μεγάλα έξοδα των αγροτών αφορούν, κυρίως, στην αγορά σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, καυσίμων, αλλά και μηχανημάτων κ.ά., τα οποία είναι πανάκριβα και συνεχώς ανατιμώνται, λόγω της κερδοσκοπικής ασυδοσίας που επικρατεί στην «ελεύθερη» αγορά, από όπου ο παραγωγός προμηθεύεται τα αγροτικά μέσα και εφόδια, αφού οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, έτσι όπως λειτουργούν, αδυνατούν και δε θέλουν να παρέμβουν αποτελεσματικά στην αγορά υπέρ των αγροτικών συμφερόντων.
Το κόστος παραγωγής επιβαρύνει, επίσης, η ανυπαρξία έργων υποδομής στη γεωργία. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων, που είναι αναγκαία - χωρίς νερό δεν μπορούν να αναπτυχθούν ποσοτικά και ποιοτικά οι καλλιέργειες - αλλά δεν κατασκευάζονται, εκτός των άλλων και γιατί η Ευρωπαϊκή Ενωση δε θέλει την παραγωγική ανάπτυξη της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.
Φυσικά, γι' αυτήν την κατάσταση, που χρόνια τώρα βασανίζει τον αγροτικό κόσμο, ευθύνεται η αντιαγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που συναποφασίζουν και εφαρμόζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Κι είναι αυτή η πολιτική, που «κρατάει» χαμηλά τις τιμές των αγροτικών προϊόντων - με κανονισμούς κι άλλα μέτρα που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες - κι ανεβάζει το κόστος παραγωγής, αφήνοντας ασύδοτη την κερδοσκοπία στην αγορά των αγροτικών μέσων και εφοδίων, διαλύοντας τους συνεταιρισμούς και μειώνοντας τις παραγωγικές επενδύσεις στη γεωργία. Είναι αυτή η πολιτική, που οδηγεί στο μαζικό ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας αγροτιάς - στα 10 τελευταία χρόνια δεκάδες χιλιάδες αγρότες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωράφι τους - ώστε να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, που είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, από 18% που είναι σήμερα, στο 7% και η παράδοση της γης στα χέρια λίγων μεγαλοκαπιταλιστών που δραστηριοποιούνται στην αγροτική οικονομία.
Αλλά οι αγρότες που ξεκληρίζονται από τη γη τους και φεύγουν από τα χωριά, φτάνουν στις μεγαλουπόλεις, μεγαλώνοντας ακόμα πιο πολύ την τεράστια ουρά της ανεργίας και προσθέτοντας κι άλλα προβλήματα στην, ήδη, πολύ επιβαρυμένη ζωή στα αστικά κέντρα. Κι απ' αυτή, λοιπόν, την άποψη, η πολιτική ξεκληρίσματος της αγροτιάς πλήττει και τους κατοίκους των πόλεων κι, επομένως, ουδείς δικαιούται να ισχυρίζεται ότι το αγροτικό πρόβλημα δεν τον ενδιαφέρει...
Ρεπορτάζ:
Αννα ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ - Φώτης ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ - Ελένη ΤΖΙΒΡΑ - Νίκος ΤΣΑΚΑΝΙΚΑΣ
Μαχητές από το μπλόκο των Τεμπών μιλούν στο «Ρ»
Γύρω από μια φωτιά, να «σπάει» τη βραδινή υγρασία της κοιλάδας των Τεμπών, μια παρέα αγροτών από χωριά της επαρχίας Τυρνάβου, δέχεται να κάτσει ανάμεσά τους το κλιμάκιο του «Ρ» για να του πουν όλα αυτά που «τα κανάλια δε δείχνουνε ποτέ». Με τα παραπάνω λόγια ξεκίνησε τη συνομιλία μας ο Γιώργος Πολύζος και συνέχισε:
«Κανένας δε με υποκίνησε να έρθω εδώ, κανένας άλλος εκτός από τα προβλήματα που βιώνω καθημερινά εγώ και η οικογένειά μου. Εγώ και όλοι οι άλλοι σαν εμένα που πληρώνουμε τα χρέη στην τράπεζα και αυτά αντί να λιγοστεύουν πληθαίνουν, υποκινούμε τη Συντονιστική Επιτροπή να δώσει το σύνθημα της "εξόδου" στην Εθνική».
«Να γράψεις ότι οι αγρότες βαρέθηκαν τα ψέματα της κυβέρνησης, δεν μπορούν να μας κοροϊδεύουν άλλο», συμπληρώνει ο Αλέξανδρος Παπράς, με το πρόσωπό του να αγριεύει περισσότερο από το φεγγοβόλημα της φωτιάς και ο χειμαρρώδης θεσσαλικός του λόγος με δυσκολία να καταγράφεται από το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι: «Θα μας πουν επιτέλους πότε θα μας αποζημιώσουν για τις καταστροφές που πάθαμε από την κακοκαιρία; Τα αμπέλια μου "κάηκαν" εντελώς, με δανεικά θα ζήσω την οικογένειά μου; Και μετά ξέρεις τι θα γίνει; Θα δώσω και το χωράφι μου για να μην πάω φυλακή».
«Κι άλλα θες να πάρεις;» ρωτάει το συνάδελφό του ο Στ. Αρζομενίδης, με μια ειρωνεία που τσακίζει κόκαλα, «δε βαρέθηκες να μετράς όλα αυτά τα τρισ. που μας δίνει κάθε χρόνο η κυβέρνηση;». Στηρίζει το κεφάλι του με τα δύο χέρια και κοιτώντας τη φωτιά, περισσότερο μονολογεί, παρά μιλάει στο δημοσιογράφο: «Ε, ρε, ματσούκι που θέλουνε...».
«Η κυβέρνηση μπορεί να μας θεωρεί "χαζούς", όμως δεν είμαστε τόσο χαζοί για να μη θυμόμαστε τις υποσχέσεις που μας δίνει όλα αυτά τα χρόνια» λέει ο Δ. Καλαμπόκας και συνεχίζει: «Για τι απ' όλα να μιλήσουμε; Για τα αρδευτικά έργα; Αυτός ο άγιος τόπος έχει και βροχές και χιόνια, όμως ο κάμπος στερεύει. Βάζουν τους αγρότες του ενός νομού να τσακώνονται με τους αγρότες του άλλου νομού για το νερό που η φύση μας το δίνει για όλους. Να μιλήσουμε για το "πάγωμα" των δανείων σ' αυτούς που έπαθαν καταστροφές από την κακοκαιρία, που δε γίνεται; Ούτε αποζημιώσεις που να μας καλύπτουν δίνουν και τα χρέη τα αφήνουν να "τρέχουν". Και φαντάσου να πάρει ο ιδιώτης την Αγροτική Τράπεζα... Είμαστε υπερβολικοί, όταν λέμε ότι θα γίνουμε "κολίγοι" ξανά;».
Η ερώτηση του δημοσιογράφου «και μέχρι πού θα το πάτε το "πράγμα";» απαντιέται ως εξής: «Μέχρι εκεί που πάει κι ακόμα παραπέρα. Κάθε μέρα που περνάει γίνονται και πιο πολλά τα τρακτέρ που βρίσκονται εδώ και πρέπει να καταλάβει η κυβέρνηση ότι αν δε δώσει λύσεις, τα πράγματα θα γίνονται κάθε μέρα και πιο δύσκολα γι' αυτήν».
Eurokinissi |
Οι αγρότες, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να υπονομεύσει και συκοφαντήσει τους αγώνες τους, με στόχο την απόκρυψη των αιτιών που τους οδήγησαν στη μάχη για την επιβίωσή τους, έδειξαν με τον ενωμένο αγώνα τους πως δεν κάμπτονται. Είναι χαρακτηριστικό πως λίγες ημέρες πριν την έναρξη των πανελλαδικών - παναγροτικών κινητοποιήσεων μπήκε σε εφαρμογή η «φάμπρικα» της τρομοκράτησης των αγροτών, καθώς τα «αρμόδια αστυνομικά όργανα» επέδωσαν κλήσεις σε αγωνιστές αγρότες από την Αχαΐα και Ηλεία για να παρουσιαστούν στα δικαστήρια τους προσεχείς μήνες.
Παρά τις βρώμικες τακτικές που ακολούθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το σκηνικό στο μέτωπο των κινητοποιήσεων έχει διαμορφωθεί πολύ διαφορετικό από ό,τι περίμενε η κυβέρνηση.
Στην Αιτωλοακαρνανία, οι αγρότες μαζί με τα τρακτέρ και τα αγροτικά τους μηχανήματα παραμένουν παραταγμένοι στη γέφυρα του Εύηνου κατά μήκος της Εθνικής Οδού Ιωαννίνων - Αντιρρίου για πέμπτη ημέρα, ενώ προχωρούν καθημερινά σε ωριαίο αποκλεισμό της Εθνικής Οδού, προειδοποιώντας την κυβέρνηση για κλιμάκωση του αγώνα, σε περίπτωση που συνεχίσει να εθελοτυφλεί στα πραγματικά προβλήματα των αγροτών. Στην Ηλεία, οι αγρότες μετά τη διήμερη παραμονή τους στο Λατίφι της Αμαλιάδας, απαντούν με νέο μπλόκο σήμερα Κυριακή στις 11 π.μ. στη θέση Τζαμί, στην Πηνεία, μετά από απόφαση του Αγροτικού Συλλόγου Πηνείας και της Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ηλείας. Στη Μεσσηνία, η Συντονιστική Επιτροπή Αγροτών συνεδριάζει σήμερα Κυριακή στις 7 μ.μ. στη Γλυφάδα Πυλίας, με στόχο την κλιμάκωση του αγώνα.
Παράλληλα, στις υπόλοιπες περιοχές του Μοριά συνεχίζονται οι περιοδείες και εξορμήσεις από τα αγροτικά στελέχη, με στόχο την πλήρη ετοιμότητα των αγροτών για κλιμάκωση του αγώνα με κάθοδο των τρακτέρ στους εθνικούς δρόμους.
Ρεπορτάζ του «Ρ» στα «μετόπισθεν», στα χωριά όπου βρίσκονται οι «εφεδρείες» των μαχητών της αγροτιάς
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα συναισθήματα που ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα στα αγροτοχώρια της Θεσσαλίας, που πυροδοτούν την καρδιά όσων μένουν στα μετόπισθεν. Οχι μόνο των συζύγων, των μανάδων και των παιδιών των μαχητών της αγροτιάς που «φυλάνε Θερμοπύλες» στα Τέμπη. Αλλά και μη αγροτών, που ζουν στα χωριά, εργατών, μικρεμπόρων, βιοτεχνών, καθηγητών.
Η κουβέντα, που είχαμε με συγχωριανούς των αγωνιστών των μπλόκων, μαρτυρά ότι και οι δικές τους καρδιές χτυπούν στο ρυθμό του αγώνα. Και κάθε λέξη τους, κάθε έκφραση του προσώπου, αφοπλίζει το οπλοστάσιο των κυβερνητικών επιχειρημάτων.
Στον Τύρναβο, στο Αργυροπούλι, στον Αμπελώνα, η φτώχεια διάχυτη, η ζωή στερημένη, η οικονομική ζωή, σχεδόν, «παράλυτη». Οι επιπτώσεις από την πενιχρή οικονομική κατάσταση των αγροτών - που την κάνουν ακόμα χειρότερη οι τεράστιες ζημιές που προκάλεσε η πρόσφατη κακοκαιρία, ιδιαίτερα στ' αμπέλια, στα ελαιόδεντρα, αλλά και σε άλλες πολλές δενδρώδεις καλλιέργειες - είναι φανερές και αλυσιδωτές.
Σ' ένα δωματιάκι ζει η Τυρναβίτισσα Χρυσούλα Παπρά, συνταξιούχος του ΟΓΑ. «Παλιότερα - λέει - ζούσαμε. Δουλεύαμε με όρεξη, όλα ήταν αλλιώς, κάπως καλύτερα. Αυτό το σπίτι με δύο δωμάτια το βρήκα από την πεθερά μου και έτσι έχει μείνει τόσα χρόνια. Πού να βρεθούν λεφτά για να το φτιάξουμε; Τα παιδιά μου τα περνάνε δύσκολα κι αυτά. Ο γιος μου βρίσκεται στα μπλόκα. Ποια άλλη επιλογή έχει;».
Μόνη, με μια αγροτική σύνταξη των 46 χιλιάδων δραχμών, ζει και η Μαρία Σκουλαρίκη. Μιλάει με παράπονο, αλλά και με αποφασιστικότητα: «Ο λογαριασμός της ΔΕΗ ήρθε 20 χιλιάδες, για το πετρέλαιο χρειάζομαι άλλες 36. Αντε να τα φέρεις βόλτα. Η καρδιά μου το ξέρει, πώς τα βγάζω πέρα. Αλλά ποιος μας ακούει; Να τους κλείσουν ντιπ τους δρόμους. Μόνο έτσι μας δίνουν σημασία»!
Ο Στέλιος Χατζηκράχτης δουλεύει σε φροντιστήριο και τονίζει: «Υπάρχει μια ανησυχία στα παιδιά. Τι γίνεται, πού πάει η κατάσταση; Συνειδητοποιούν τις δυσκολίες. Οι γονείς, απ' την άλλη, καθυστερούν τις πληρωμές στο φροντιστήριο, κρατούν μια "πισινή" για τα έξοδα που θα έχουν τους επόμενους μήνες. Προσπαθούν να κρατήσουν το σχοινί παραπίσω. Είναι μια αγροτική περιοχή και είναι λογικό να υπάρχουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σ' όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι επιπτώσεις είναι άμεσες και ακόμη δεν έχει φανεί το μέγεθός τους».
«Η δουλιά έχει "καθίσει" πάρα πολύ, παρά το γεγονός ότι διανύουμε περίοδο εκπτώσεων», λέει ο Τάσος Μπίλιος, έμπορος και συνεχίζει: «Πρέπει να βγούμε ενωμένοι όλοι οι εργαζόμενοι στο πλευρό των αγροτών. Δεν έχουν αυτοί, δεν έχουμε κι εμείς...».
Η κατάσταση είναι εξίσου δραματική και στο Αργυροπούλι. Οι μισοί από τους αγρότες του χωριού έχουν ήδη πάρει το δρόμο για τα Τέμπη, άλλοι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και κάποιοι παραμένουν «αγκυροβολημένοι» στα χωράφια τους, όμηροι κυβερνητικών ρουσφετιών και υποσχέσεων.
«Είναι άνθρωποι που φοβούνται ότι θα τους κόψουν την πρόωρη σύνταξη που έχουν πάρει. Αλλους τους κρατάει "ομήρους" η κυβέρνηση με κάποιο τρόπο. Ομως, οι καρδιές όλων είναι κοντά σ' αυτούς που είχαν τη μαγκιά να πάρουν το τρακτέρ και να πάνε στα μπλόκα. Γι' αυτούς που έμειναν πίσω, είναι θέμα χρόνου. Το μαχαίρι πλησιάζει στο κόκαλο και η άγκυρα θα βγει», μας λέει ένας αμπελοπαραγωγός, φεύγοντας για τα Τέμπη.
Ο Γιώργος Κόκορας, ιδιοκτήτης καφενείου, περιγράφει με το δικό του τρόπο την κατάσταση: «Οι νέοι στο χωριό βγαίνουν μια στο τόσο και δίνουν 300 δραχμές για έναν ελληνικό καφέ. Οταν έχουν οι αγρότες λεφτά, δουλεύουμε κι εμείς. Ομως, το πράγμα "μυρίζει" ολική καταστροφή. Ολοι έχουμε θείους, ξαδέλφια, πατεράδες αγρότες και ξέρουμε τα δύσκολα από πρώτο χέρι. Είναι φυσικό και καθήκον μας να ταχθούμε στο πλευρό τους».
«Μιλάμε για ολική καταστροφή», λέει η Βαγγελιώ Παπανικολάου, αγρότισσα από τον Αμπελώνα. «Η κατάσταση ήταν χάλια και τώρα με την κακοκαιρία ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Τα έξοδα είναι πολλά, μόνο για το φροντιστήριο των παιδιών χρειαζόμαστε 300.000 δραχμές κάθε μήνα. Πού θα τα βρούμε τόσα λεφτά; Δεν έχουμε πεινάσει ακόμα, αλλά πλησιάζει κι αυτό. Κι όταν η πείνα σε απειλεί πού αλλού θα την πολεμήσεις; Μόνο στο δρόμο κι όσο αντέξουμε».