(Και τα παιδιά μας)
Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ εκδήλωση που έγινε με πρωτοβουλία του διευθυντή του 1ου Δημοτικού Σχολείου στην Αγία Βαρβάρα και του Συλλόγου Διδασκόντων τον περασμένο μήνα, φέρνει στη στήλη το γράμμα ενός εφημέριου, του Εμμ. Ραπτάκη, ο οποίος υπηρέτησε 34 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση και τώρα είναι σχετικά νέος εφημέριος στην πόλη.
ΟΠΩΣ τονίζει στην επιστολή του: «Είμαι νέος σχετικά εφημέριος. Γι' αυτό δε γνώριζα την ιστορία της περιοχής. Ομως, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους, κάποια μέρα αντίκρισα στη συμβολή των δρόμων Στέφανου Σαράφη και Δούσμανη, τη στήλη των εκτελεσθέντων την 29/9/1944. Το μυαλό μου πήγε στα χρόνια της Κατοχής και στην ηρωική Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων ενάντια στο χιτλεροφασισμό. Υποκλίθηκα στη θυσία των ηρώων αυτών και φρόντισα να μάθω την ιστορία τους. Ο συνταξιούχος πλέον ληξίαρχος του Δήμου κ. Βασίλειος Χριστόπουλος και άλλοι παλιοί ενορίτες, μου εξιστόρησαν τα γεγονότα. Συγκλονίστηκα, επειδή ήρθε στη θύμησή μου η ιστορία του τόπου μου».
Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ στην ενορία του Προφήτη Ηλία, όπως γράφει, συγκλονίστηκε μ' όσα η θύμηση του φέρνει από τη γενέθλια γη του. «...Κατάγομαι από το χωριό Αμιρά Βιάννου Ηρακλείου Κρήτης και η οικογένειά μου, οι συγχωριανοί μου και οι κάτοικοι της Επαρχίας Βιάννου και Δυτικής Ιεράπετρας, προσέφεραν πολύ αίμα και θυσίες σε υλικά αγαθά στον αγώνα της Εθνικής μας Αντίστασης. Ο παππούς μου, δύο αδέλφια του πατέρα μου και ο αδελφός της μάνας μου θυσιάστηκαν, εκτελέστηκαν από τα στρατεύματα κατοχής για τα ιδανικά της Ελευθερίας. 114 άνθρωποι μαρτύρησαν από το χωριό μου και περίπου 500, σε σύνολο, από τα άλλα γύρω χωριά. Μέχρι σήμερα τα χωριά μας ονομάζονται "τα καμένα χωριά της Βιάννου", γιατί οι Γερμανοί όχι μόνο σκότωσαν τους ανθρώπους μας, αλλά τα έβαλαν και με τα άψυχα, αφού δεν άφηκαν πέτρα πάνω σε πέτρα, αλλά πυρπόλησαν και έκαψαν τα χωριά μας, ώστε να χαθεί κάθε ζωή από αυτά, σε αντίποινα της αντίστασης που προέβαλαν οι ηρωικοί συντοπίτες μου».
«ΕΜΕΙΝΑΝ χήρες. Εμειναν ορφανά. Πείνα και δυστυχία μεγάλη. Οι γονείς μου σώθηκαν αλλά εγώ μεγάλωσα μαζί με αυτά τα ορφανά και τις μαυροφορεμένες χήρες γυναίκες, μανάδες, συζύγους και αδελφές». «Μέσα στην ψυχή μου και στο αίμα μου», γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Ραπτάκης, «υπάρχει πάντα η θύμηση των ηρωικών κατορθωμάτων των παιδιών της Εθνικής μας Αντίστασης σ' ολόκληρη την Ελλάδα.
ΣΤΕΝΑΧΩΡΟΥΜΑΙ μπροστά κυρίως σε λιτά μνημεία σαν αυτό, των ηρώων στη συμβολή των δρόμων Στέφανου Σαράφη και Δούσμανη, στην Αγία Βαρβάρα. Γι' αυτό αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στο διευθυντή του 1ου Δημοτικού Σχολείου Αγ. Βαρβάρας και σε σας δάσκαλοι του ίδιου σχολείου, που αναδεικνύετε τη θυσία τους και υπενθυμίζετε και διδάσκετε τα ηρωικά κατορθώματα όλων όσοι αντιστάθηκαν στους τυράννους, ώστε τα παιδιά μας να μαθαίνουν ποιων προγόνων είναι απόγονοι. Αυτό που λέμε πολλές φορές "ποτέ πια πόλεμος" πρέπει να βροντοφωνάζεται. Τα παιδιά μας πρέπει να ξέρουν την ιστορία μας. Και να γνωρίζουν τις θυσίες των παιδιών της πατρίδας μας. Το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας που όλοι εμείς απολαμβάνουμε σήμερα δε χαρίστηκε, αλλά αποκτήθηκε με πολύ αίμα και θυσίες».
ΚΑΙ ο ταπεινός λευίτης και εκπαιδευτικός συγχαίρει όλους τους συντελεστές της εκδήλωσης από τα βάθη της ψυχής του «για την τιμή που κάνετε με τη σεμνή γιορτή σας ...Σε αυτούς που μίλησαν με το θάνατο. Η θυσία τους ας είναι πάντοτε παράδειγμα φωτεινό για όλους, κυρίως για τους νέους μας σ' αυτήν την ισοπεδωτική εποχή, που ζούμε».
Στην Ελασσόνα υπάρχουν, περίπου, 2.000 άδειες καλλιέργειας καπνού, εκ των οποίων καλλιεργούνται μόνο οι 1.300 και οι υπόλοιπες δεν αξιοποιούνται, λόγω της αδυναμίας πολλών καπνοπαραγωγών να συνεχίσουν την καλλιεργητική δραστηριότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1992 οι άδειες καπνοκαλλιέργειας έφταναν, συνολικά, στην επαρχία τις 2.600, πράγμα που σημαίνει ότι από τότε μέχρι σήμερα το 50% των καπνοπαραγωγών εγκατέλειψε την καπνοκαλλιέργεια, καθώς είναι ασύμφορη μια και το κόστος παραγωγής αυξάνεται, ενώ οι τιμές πέφτουν.
Η συνολική παραγωγή στις ποικιλίες «Μπασμάς», «Κατερίνης» και «Βιρτζίνια» έφτασε, το 2005, στην Ελασσόνα στους 4.000 τόνους, εκ των οποίων οι 1.800 τόνοι είναι «Βιρτζίνια», τα οποία οι καπνέμποροι αρνούνται να αγοράσουν, ενώ αυξάνονται οι αθρόες εισαγωγές από άλλες χώρες.
Είναι ορατός, λοιπόν, ο κίνδυνος άμεσου ξεκληρίσματος των καπνοπαραγωγών και τ' αδιέξοδα για την επιβίωση των οικογενειών τους είναι τραγικά. Οπως τονίζει, μιλώντας στον «Ρ», ο Μ. Μπουγάτσας, μέλος της διοίκησης της Ομάδας Καπνοπαραγωγών Ελασσόνας, «οι καπνοπαραγωγοί, πλέον, είναι υπό εξαφάνιση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επαρχία μας και γενικότερα για τις καπνοπαραγωγές περιοχές της χώρας».
Και συνεχίζει: «Με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ της ΕΕ οδηγούμαστε, με μαθηματική ακρίβεια, σε μαζικό ξεκλήρισμα, αφού με το "επίδομα ανεργίας", που θα παίρνουν οι καπνοπαραγωγοί δε θα μπορούν να συνεχίζουν την καλλιέργεια καπνού, ούτε και να ζουν ανθρώπινα. Κυβέρνηση και ΕΕ θέλουν να μας αποτελειώσουν. Ολα τα προηγούμενα χρόνια, η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα τα χωριά μας να ερημώνουν. Πολλοί αγρότες, είτε έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς, ή "στοιβάχτηκαν" στις μεγαλουπόλεις της ανεργίας και της υποαπασχόλησης. Τώρα, το φαινόμενο αυτό θα ενταθεί, καθώς ο περαιτέρω οικονομικός και κοινωνικός μαρασμός της επαρχίας είναι προδιεγεγραμμένος.
Οι καπνοπαραγωγοί αντιλαμβάνονται ότι φτάνει το τέλος της καπνοκαλλιέργειας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουν, όμως, πως αν μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια και κλαίνε τη μοίρα τους, τότε η καταδίκη τους σε φτώχεια κι εξαθλίωση θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Γι' αυτό επιβάλλεται να σηκώσουν κεφάλι ενάντια στην αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, που εφαρμόζουν πιστά οι ελληνικές κυβερνήσεις. Να παλέψουν για να μην εφαρμοστεί η νέα ΚΑΠ, για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και για την εφαρμογή μιας άλλης, φιλοαγροτικής, που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μικρομεσαίας αγροτιάς».
Καταλήγοντας ο Μ. Μπουγάτσας σημειώνει: «Απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματικός ο αγώνας αποτελεί ο συντονισμός της δράσης της μικρομεσαίας αγροτιάς με την εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα, καθώς κοινός είναι ο αντίπαλος, κοινά τα συμφέροντα και οι στόχοι μας.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της επαρχίας Ελασσόνας, όπου η συρρίκνωση της καπνοκαλλιέργειας δε χτυπά μόνο τους καπνοπαραγωγούς, αλλά το σύνολο των κατοίκων της επαρχίας, είτε αυτοί είναι εργαζόμενοι, είτε μικρέμποροι που εξαρτώνται από το αγροτικό εισόδημα. Χωρίς την καλλιέργεια καπνού στην περιοχή μας, θα μείνουν κι άλλοι, εκτός από τους αγρότες, χωρίς δουλιά και χωρίς εισόδημα.
Είναι, λοιπόν, μονόδρομος η ανάπτυξη κοινών αγώνων, που θα στοχεύουν στην αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, στην επιβολή της Λαϊκής Εξουσίας και της Λαϊκής Οικονομίας, στα πλαίσια της οποίας θα εφαρμοστεί μια άλλη αγροτική πολιτική, με βασικό μοχλό αγροτικής ανάπτυξης τον παραγωγικό συνεταιρισμό και με αντιμετώπιση όλων των κοινωνικών προβλημάτων των μικρομεσαίων αγροτών και, γενικότερα, των κατοίκων της υπαίθρου».