Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ «ΡΙΖΟΧΑΡΤΟ»
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "ΡΙΖΟχαρτο"
Η αποικιοκρατία στο εδώλιο

Andre Brink, «Η άλλη πλευρά της σιωπής» (εκδ. «Χατζηνικολή»)

Η υπόθεση του βιβλίου διαδραματίζεται κυρίως στην κατασπαραγμένη από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις αφρικανική ήπειρο και δη στη γερμανοκρατούμενη Νοτιοδυτική Αφρική, τη σημερινή Ναμίμπια, στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και εν μέρει - μέσω των αναμνήσεων «φλας μπακ» της μαρτυρικής πρωταγωνίστριας - στη Γερμανία. Η Γερμανία στέλνει για τις ανάγκες του αντρικού πληθυσμού της στη Νοτιοδυτική Αφρική φουρνιές απελπισμένων νέων γυναικών, που δε βρίσκουν διέξοδο στην πατρίδα τους και πιστεύουν ότι στη μακρινή αφρικανική χώρα τους περιμένει μια καλύτερη ζωή, «εκεί που γεννιέται ο άνεμος που κάνει τους φοίνικες να λυγίζουν».

Η Γερμανία χάνει την αποικία της στη Νοτιοδυτική Αφρική, όταν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την καταλαμβάνει η Νότια Αφρική. Η Κοινότητα των Εθνών - πρόδρομος των Ηνωμένων Εθνών - της ανέθεσε τη διοίκηση μέχρι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Νότια Αφρική προσάρτησε τη Ναμίμπια χωρίς διεθνή αναγνώριση. Τη δεκαετία του 1960 ξεκίνησε στη Ναμίμπια ένας εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος, όπως σε τόσες άλλες αποικίες. Το 1966 η στρατιωτική πτέρυγα της Οργάνωσης του Λαού της Νοτιοδυτικής Αφρικής (SWAPO), ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Ναμίμπια, που είχε ιδρυθεί το 1962, ξεκίνησε έναν ανεξάρτητο ανταρτοπόλεμο. Το 1990 η Ναμίμπια ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Νότια Αφρική.

Τις γυναίκες τις περιμένουν συμπατριώτες ενδεχόμενοι γαμπροί, εκτός αν απορριφθούν, και τότε δε χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ποια θα είναι η μοίρα τους. Ετσι και η Χάννα Χ., μια κοπέλα με σπάνια αξιοπρέπεια και τόλμη, που δεν κατάφερε το ορφανοτροφείο - όπου μεγάλωσε - καθώς και τα αφεντικά στα σπίτια που το ίδρυμα αυτό την έστελνε να ξενοδουλέψει - να την τσακίσουν ηθικά. Επιβιβάζεται στο πλοίο της ελπίδας για μια καινούρια ζωή, γελασμένη από το γραφείο αποστολής γυναικών στο Αμβούργο. Θέλει να φύγει, να φύγει, να φύγει... Το όνειρο, όμως, μετατρέπεται σε κόλαση και η Χάννα, που αρνείται να υποταχθεί στη θέληση των αξιωματικών και που αποκρούει κάθε προσπάθεια να την εξευτελίσουν, τελικά ακρωτηριάζεται φρικτά και στέλνεται παραμορφωμένη στο ίδρυμα - φυλακή - μπορντέλο Φραουενστάιν στην καρδιά της ερήμου, απ' όπου ξεκινάει και η ανατρεπτική πορεία της προς την εκδίκηση και την κάθαρση με κινητήρια δύναμη το μίσος: «...Οχι, ποτέ δε φανταζόταν ότι το μίσος θα ήταν έτσι. Τόσο όμορφο. Τόσο μοναδικό. Τόσο καθάριο. Τόσο γεμάτο ζωή. Νιώθει σαν να είχε πάντοτε ένα κενό μέσα της... Το οποίο τώρα έχει γεμίσει από αυτό το περίλαμπρο μίσος...».

Η ψυχογραφία, που δίνει ο συγγραφέας της εσωτερικής πορείας της πρωταγωνίστριας (η οποία υπήρξε στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας έκανε έρευνα στους καταλόγους των ονομάτων του «γραφείου», πήγε και στη Γερμανία για να εντοπίσει τα ίχνη της) είναι βαθιά και χωρίς ίχνος ηθικολογίας. Αντιθέτως, καταγγέλλεται η βαθύτατη υποκρισία των Γερμανών χριστιανών κληρικών, είτε μέσα στην ίδια τη Γερμανία, είτε μέσα στα ιδρύματά τους στην Αφρική. Η πορεία της Χάννας μπορεί να είναι ατομική, αλλά η ιστορία της είναι μια ιστορία πολλών γυναικών, απόβλητων της γερμανικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα, και μ' αυτή την έννοια συλλογική και κοινωνική. Μέσα από μια ατομική ιστορία μαθαίνουμε όλο το αίσχος ενός συστήματος, που δεν είναι μόνο γερμανικό. Η πρωταγωνίστρια τοποθετείται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και εξελίσσεται «πέρα από κάθε ατομικότητα και ταυτότητα» (με τα λόγια του συγγραφέα), γίνεται αντικείμενο βάναυσης φυλετικής και ταξικής καταπίεσης, αλλά συνάμα και δείγμα ηθικού παραστήματος. Η εικόνα της πατρίδας εχθρική και βλοσυρή, νοσηρή σε πολλές περιπτώσεις, παρόλο που δε λείπουν οι αχτίδες φωτός στη μορφή κάποιων καλών ανθρώπων.

Στην Αφρική ο πολιτισμένος κόσμος είναι οι ιθαγενείς, ενώ οι άγριοι είναι οι αποικιοκράτες, που όλο μιλούν για την υποτιθέμενη και γι' αυτούς ούτως ή άλλως δοσμένη αγριότητα των ιθαγενών, κάτι που τους δίνει το «δικαίωμα» να κάνουν ό,τι θέλουν, ακόμα και να τους σφάξουν χωρίς λόγο. Οι εμπειρίες της Χάννας με τους συμπατριώτες της στην πατρίδα συνεχίζονται και στην Αφρική. Αντιθέτως, το καλό που συναντάει προέρχεται από μια ντόπια φυλή. Ακόμα κι αν θα μπορούσες να πεις ότι ο συγγραφέας έχει μια τάση απολυτοποίησης των αντιθέσεων ανάμεσα στους δύο κόσμους και τείνει να εναποθέτει τις εναλλακτικές κοινωνικές αξίες στη γυναίκα, καθώς και στις ανέγγιχτες από το δυτικό «πολιτισμό» φυλές, δε διολισθαίνει σε ουτοπικές νοσταλγίες για παλιότερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Συμπαθεί φανερά τους αγώνες για την απελευθέρωση του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και τονίζει εμμέσως τη σημασία της ατομικής ικανότητας για εξέγερση, που ωστόσο για να έχει επιτυχία πρέπει να ακολουθήσουν οι στρατιές των καταπιεσμένων.


Αννεκε Ιωαννάτου

Πτυχές των επαναστατημένων Ελλήνων του 1821

Ισίδωρου Ζουργού, «Η αηδονόπιτα» (εκδ. «Πατάκη»)

Τα τελευταία χρόνια, το ιστορικό μυθιστόρημα γνωρίζει άνθηση στα ελληνικά γράμματα. Το γεγονός είναι αρκετά θετικό: είναι σημαντικό, σε μια εποχή που της μόδας είναι ο αυτοεγκλεισμός του λογοτέχνη στους ατομικούς του ορίζοντες, άνθρωποι των γραμμάτων να καταπιάνονται με την κατασκευή μεγάλων τοιχογραφιών, αξιοποιώντας το υλικό που παρέχει η επιστήμη της ιστορίας και η συλλογική ιστορική μνήμη. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα τα λογοτεχνήματα που κινούνται στο χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος είναι αριστουργήματα: ωστόσο, ανάμεσά τους, μπορεί κανείς να ανθολογήσει ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις των τελευταίων ετών.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει το τελευταίο μυθιστόρημα του - ενεργού δάσκαλου - Ισίδωρου Ζουργού, «Η αηδονόπιτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Σε αυτό, ο Ζουργός καταπιάνεται με ένα θέμα - μύθο, με τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Οι κίνδυνοι οι οποίοι εμπεριέχονται στη λογοτεχνική διαχείριση αυτού του μέγιστου γεγονότος, είναι δύο ειδών: ο λογοτέχνης μπορεί να διολισθήσει σε μια γραφική αναπαράσταση της εποχής, που να παραπέμπει σε σχολική γιορτή. Από μια αντίθετη πλευρά, μπορεί, προσπαθώντας να τηρήσει συναισθηματικές (ακόμα και ιδεολογικές) αποστάσεις, να υποβαθμίσει το γεγονός, να το αντιμετωπίσει με τον αφ' υψηλού αέρα του κοσμοπολιτισμού, ως ένα, εκτεταμένο έστω, επεισόδιο άσκησης ένθεν και ένθεν εθνικιστικής βίας.

Στην «Αηδονόπιτα», ο Ισίδωρος Ζουργός περνά με επιτυχία ανάμεσα σε αυτές τις Συμπληγάδες. Η θέση του για την Επανάσταση του '21 είναι σαφής: κορυφαία, πολιτική έκφραση της συγκρότησης ελληνικού έθνους που αποτυπώνεται στην ένοπλη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του από τους οθωμανούς και στη συγκρότηση έθνους - κράτους. Ταυτόχρονα, επανάσταση που ξεσπά μέσα σε συνθήκες γενικευμένης νίκης της αντεπανάστασης και, για τούτο, συσπειρώνει τα πιο ριζοσπαστικά πνεύματα της εποχής: επαγγελματίες επαναστάτες που επένδυαν σε κάθε καινούριο επαναστατικό ξέσπασμα και πήγαιναν να πολεμήσουν - για να καταλήξουν, δίνοντας τη ζωή τους πολλοί από αυτούς, στο μόνο από τα ξεσπάσματα αυτά που φαινόταν να έχει ιστορικό μέλλον: την επανάσταση των Ελλήνων.

Με τα μάτια ενός τέτοιου «επαγγελματία επαναστάτη» προσπαθεί να δει την επανάσταση ο Ζουργός. Ο νεαρός Αμερικανός Γκάμπριελ Θακερέι Λίντον, νόθος γιος ενός πλούσιου πουριτανού του νέου κόσμου, λάτρης και μελετητής της κλασικής ελληνικής παιδείας, μετά από έναν άτυχο έρωτα, θα φύγει για την επαναστατημένη Ελλάδα, έχοντας στο μυαλό του την άμωμη τελειότητα των αρχαίων αγαλμάτων, για να βρει μια νέα χώρα και ένα νέο λαό: όχι ξεκομμένο από τη συλλογική μνήμη του χώρου, αλλά με την ιδιοσυστασία και τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του. Θα συναντήσει την ωμή βία των οθωμανών κυριάρχων αλλά και την εθνικοαπελευθερωτική βία των επαναστατημένων Ελλήνων. Θα δει τις συγκρούσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα του ίδιου του επαναστατημένου έθνους, καθώς και τις βλέψεις τους για τον τύπο του υπό συγκρότηση κράτους. Θα διαβλέψει τις αρπακτικές διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδίως της Μεγάλης Βρετανίας, απέναντι στο μελλοντικό κράτος. Θα ελπίσει ότι η παρέμβαση της - νεαρής ακόμη - χώρας του, στα πράγματα της Μεσογείου θα βελτιώσει τα πράγματα προς όφελος των υπό διαμόρφωση ακόμη εθνών της περιοχής - και, την ίδια στιγμή, θα γεννηθεί στην ψυχή του ο φόβος και η αμφιβολία για το τι είδους «δημοκρατία» είναι ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Θα πολεμήσει στο Μεσολόγγι (οι σκηνές της πολιορκίας και της εξόδου είναι εξαιρετικές), θα γνωρίσει μεγάλες μορφές του αγώνα (τον Καραϊσκάκη, το Λόρδο Μπάιρον και... τον «Ανώνυμο Ελληνα», τον άγνωστο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας», στον οποίο ο Ζουργός δίνει ένα καθ' όλα νόμιμο λογοτεχνικά πρόσωπο). Θα ερωτευτεί μια Ελληνίδα με την οποία θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και θα γίνει, για τους Ελληνες συντρόφους του στον αγώνα, «ο Γαβρίλης».

Ενα από τα μεγάλα προσόντα του βιβλίου είναι η εξαιρετικά δουλεμένη γλώσσα του. Ο Ζουργός έχει μελετήσει το ιδίωμα και τις εκφράσεις της εποχής και οι διάλογοι των ηρώων αποδίδονται με φυσικότητα και χωρίς να διολισθαίνουν σε γραφικότητα ή σε σχετικά πιο σύγχρονη ντοπιολαλιά. Μ' ένα λόγο, πρόκειται για ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, λογοτεχνικά και ιστορικά έγκυρο, που βοηθά τον αναγνώστη να προσεγγίσει με συγκίνηση πολλές πτυχές του κορυφαίου αυτού ιστορικού γεγονότος.


Θ.Ι.Μ.

Ανθρωποι και ποντίκια

Τάσος Αυγερινός, «Δυτική λεωφόρος», (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»)

Το καινούριο αυτό μυθιστόρημα του Τάσου Αυγερινού τοποθετείται στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και ξεκινάει, κάπως απροσδόκητα (παίρνοντας υπ' όψη τη θεματική των προηγούμενων βιβλίων του συγγραφέα) με ένα νεαρό που έτρεχε τις νύχτες στα παράνομα ράλι της Δυτικής λεωφόρου με τη «Γιαμάχα» του και καταλήγει εξίσου απροσδόκητα με την εσωτερική κάθαρση ενός αστυνόμου.

Η σχέση, που έχουν αυτοί οι δύο μεταξύ τους φανερώνεται στο πρώτο μέρος, εξαφανίζεται στο δεύτερο και ξαναμπαίνει σε μια δραματική κλιμάκωση στο τρίτο. Το δεύτερο μέρος κάνει τον αναγνώστη να ξεχάσει περίπου το πρώτο μέρος σε σημείο που να μπει κανείς στον πειρασμό να θεωρήσει το βιβλίο ασυνάρτητο. Και όμως, τα νήματα συναντιούνται στο τρίτο μέρος και αποκαθιστούν τη συνοχή ενός ιστού που έμοιαζε χαλασμένος.

Ο συγγραφέας, με το καινούριο αυτό βιβλίο του, φέρνει στο προσκήνιο πολλά από τα προβλήματα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης τύπου Αθήνας. Δεν αναφέρεται το όνομα της πόλης, στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα και αυτό δεν έχει σημασία. Το φαινόμενο είναι υπαρκτό και αναγνωρίσιμο, ούτως ή άλλως.

Το πρώτο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που αγγίζει ο συγγραφέας είναι αυτό του παιδιού που μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο και στέλνεται μετά στη ζωή με κρύα ψυχή, χωρίς τίποτα και κανέναν. Νιώθει την απόλυτη απόρριψη, διότι μόλις γεννήθηκε (με «λαγόχειλο», δηλαδή «ελαττωματικός»), οι γονείς του τον είχαν παρατήσει στην είσοδο του κρατικού βρεφοκομείου. Δηλαδή, κανείς δεν τον ήθελε από τη στιγμή που γεννήθηκε και αυτό το αίσθημα τον τραυματίζει σ' όλη του τη ζωή. «Για τους "κύκνους", το προσωπικό έδειχνε ιδιαίτερη φροντίδα και πότε πότε τους χάριζε κι ένα χάδι. Αντίθετα, για τα "ασχημόπαπα", κανένας δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα και ούτε τα πλησίαζε κάποιος να χαρίσει και σ' αυτά λίγη τρυφερότητα».

Παίρνει, λοιπόν, τον άσχημο δρόμο ο νεαρός, παρασυρμένος από πιο αδίστακτους φίλους, χωρίς ωστόσο να έχει πολλή διάθεση. Ο ίδιος, παρόλο που οι συνθήκες ζωής του θα τον προδιαθέτανε αλλιώς, έχει μέσα του καλά χαρακτηριστικά. Το πρώτο μέρος του βιβλίου εισάγει τον αναγνώστη στο ξεκίνημα της ζωής του, καθώς και στη γνωριμία με τον άνθρωπο που θα αποδειχνόταν ο σωτήρας του.

Στο δεύτερο μέρος κυλάει καλά η ζωή του νέου πρωταγωνιστή, προσπαθεί να χαράξει καινούρια πορεία και το πετυχαίνει. Ετοιμάζεται και να παντρευτεί. Σχεδόν ξεχνάμε, ότι τον ψάχνει η αστυνομία για μια διάρρηξη, που δε διαλευκάνθηκε ποτέ.

Στο τρίτο μέρος, από μια απίθανα τυχαία αλυσίδα γεγονότων, η αστυνομία ξαναβρίσκει τα ίχνη του και όλα είναι πολύ κοντά στην ανατροπή χωρίς, ωστόσο, να το γνωρίζει ο πρωταγωνιστής. Εκ νέου, ο ευεργέτης του, ένας απλός άνθρωπος με ασυνήθιστο ήθος, που τον είχε καλύψει στην πρώτη έρευνα της αστυνομίας για τη διάρρηξη, προσπαθεί ξανά να τον σώσει. Αυτή τη φορά, όμως, μοιάζει να μην τα καταφέρνει και η ζωή του νεαρού Γιώργου κινδυνεύει να καταστραφεί, χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή ιδέα, όπως είπαμε. Σ' αυτό το μέρος είναι έντονες οι εσωτερικές αγωνίες, η διαμάχη στην ψυχή των συμμετεχόντων στην ηθική διαπάλη - δηλαδή του σωτήρα και του άτεγκτου αστυνομικού - που συγκρούονται. Ο ένας παλεύει για να μη συλληφθεί ο Γιώργος, ο άλλος για το αντίθετο, για να εφαρμόσει άκριτα το νόμο, που πιάνει μόνο τους μικρούς και να εισπράξει μια επιτυχία αποκαθιστώντας την τιμή του στο αστυνομικό σώμα. Μετά από μια βασανιστική πάλη με τον εαυτό του, αποφασίζει τελικά ο αστυνομικός να μη συλλάβει το Γιώργο: «Ναι, να κλείσει τα μάτια του, να παρασπονδήσει για πρώτη φορά αφότου είχε καταταγεί στην Αστυνομία και να μην τον συλλάβει. Δε θα έχανε, δα, και τίποτε ο νόμος, έτσι άρχισε να σκέφτεται ξαφνικά, αν ξέφευγε από τον ιστό του και ένα μικρό έντομο ή ένα μικρό πουλί, όπως είχε δει στο όνειρό του. Μ' αυτή την πράξη του, άλλωστε, θα εξιλεωνόταν ίσως και για κάποια άλλα φτωχά σπουργίτια που τα είχε βάλει στο κλουβί της φυλακής, λόγω της άτεγκτης προσήλωσής του στο νόμο».

Τα θέματα σ' αυτό το βιβλίο είναι πολλαπλά κοινωνικά (οι τεράστιες διαφορές στη ζωή των ανθρώπων σε μια μεγαλούπολη, το περιβάλλον, η προσφυγιά, τα ορφανά παιδιά, η εγκληματικότητα κλπ.) και ζητούν από τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τα κοινωνικά αίτια των ανθρώπινων συμπεριφορών, να καταλάβει ποια συμφέροντα «βολεύουν» οι νόμοι σε μια κοινωνία, που γεννάει το έγκλημα, αλλά τιμωρεί μονάχα τα μικρά «έντομα».


Α. Ι.

Η μελωδία της σκέψης «ΡΙΖΟχαρτο»
«ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΕΣ» (1970)

Μουσική: Μάνος Λοΐζος. Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ερμηνεία: Γιάννης Καλατζής, Γιώργος Νταλάρας, Γιάννης Πάριος, Μαρίζα Κωχ, Μάνος Λοΐζος και χορωδία

Στις 17 Σεπτέμβρη συμπληρώνονται 26 χρόνια από την ημέρα που έφυγε ο Μάνος Λοΐζος (1982).

***

«Σεβάχ ο Θαλασσινός»

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Μουσική: Μάνος Λοΐζος

Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Λοΐζος

«Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι

γαλέρες έρχονται και πάνε

ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι

κι οι πειρατές μεθοκοπάνε

στο καπηλειό το λιμανίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα

γιατί να σ' αγαπήσω

Σαρακηνοί και Βενετσάνοι

πιάνουν και δένουν στο κατάρτι

ελόγου μου τον καπετάν Γιάννη

το παλικάρι τον αντάρτη

τον άντρακλα τον πελαγίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα

γιατί να σ' αγαπήσω

Κι εκεί στου μακελειού την άψη

δαγκώνω τα σχοινιά τα λύνω

και μα τον άγιο Κωνσταντίνο

όλους τους ρίχνω μες στη χάση

δεμένους με τα χέρια πίσω

Θάλασσα πικροθάλασσα

πώς να μην σ' αγαπήσω;»


Απόσπασμα

[...]Είκοσι τέσσερις ώρες μετά την κατάθεσή του στον υπαστυνόμο Κώστα Λέρτα, ο νυχτοφύλακας Μιχάλης Καναρίδης βγήκε από το νοσοκομείο και τράβηξε για το σπίτι του. Πήρε το λεωφορείο της γραμμής και καθώς το όχημα πήγαινε αργά, λόγω της μεγάλης κίνησης στους δρόμους του κέντρου, αυτός σκεφτόταν ότι σωστά έπραξε που δεν αποκάλυψε στην αστυνομία την ταυτότητα του νεαρού διαρρήκτη Γιώργου Αναγνώστου. «Σε τι θα ωφελούσε η σύλληψη και η φυλάκισή του; αναλογιζόταν. Σε τίποτε! Οι φυλακές δεν είναι σωφρονιστήρια. Ποτέ κανένας δε βγήκε από αυτές καλύτερος απ' ό,τι μπήκε. Ποτέ...».

Αν τυχόν ο Καναρίδης διατύπωνε ανοιχτά, φωναχτά, την κριτική του για τις φυλακές, θα καταλάβαινε εύκολα κανείς ότι οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισε να μην παραδώσει το νεαρό στους αστυνομικούς δεν ήταν μόνο συναισθηματικοί, αλλά και ιδεολογικοί. Κινήθηκε, δηλαδή, και από την πεποίθησή του ότι τα κελιά δε λύνουν το θέμα της εγκληματικότητας. Γιατί δε λειτουργούν ως χώροι σωφρονισμού εκείνων που κλείνονται σ' αυτά, αλλά μόνο ως χώροι κολασμού, τυφλής τιμωρίας πιο σωστά, των παραβατών του νόμου, στα πλαίσια μιας νομοθεσίας και μιας δικαιοσύνης που δείχνουν να λειτουργούν με τη λογική «οφθαλμόν αντί οφθαλμού».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ