Δυνατές επιλογές και συνέπεια χαρακτηρίζουν τη σκηνοθεσία της Μπερστάιν στη σπουδή της στην καθημερινότητα, στις συνήθειες και τους κανόνες των ορθόδοξων Εβραίων, στα κωδικοποιημένα και διάχυτα τελετουργικά. Με διάσταση παθιασμένου ντοκιμαντέρ, με βλέμμα ουμανιστικό πάνω σε συγκρίσεις και συγκρούσεις στο εσωτερικό μιας χασιδικής οικογένειας, με σύνθετο και πρωτότυπο στιλ - που επιτρέπει στην αφήγηση να ξεπεράσει την απλή περιέργεια για τους κανόνες - αποφεύγοντας ωστόσο όποια νύξη ή υπαινιγμό κοινωνικοπολιτικής κριτικής, η μελοδραματική, έντονα χρωματισμένη ιστορία η τοποθετημένη σε χρόνο σημερινό, θα μπορούσε κάλλιστα, αυτούσια να αναφέρεται και σε περασμένες εποχές...
Παίζουν: Χαντάς Γιαρόν, Γιφτάς Κλάιν, Ιριτ Σελέγκ, κ.ά.
Παραγωγή: Ισραήλ (2012).
Πάντως, η νεαρή Ιρλανδή πρωταγωνίστρια φαίνεται να επιλέγει μάλλον επικίνδυνο ερμηνευτικά υλικό. Ηδη από τις πρώτες σκηνές του φιλμ, όταν η Ντέιζι προσγειώνεται στο Λονδίνο για να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές με τους συγγενείς της στην ειδυλλιακή, ιμπρεσιονιστική εγγλέζικη εξοχή, η ταινία αρχίζει να σωρεύει μια αποπροσανατολιστική και απόκοσμη ποιότητα. Οταν η αφήγηση στρέφεται σε «τελετουργικά περάσματα» πάνω στο μονοπάτι του πρώτου έρωτα, η πορεία της ιστορίας διακόπτεται απότομα από έναν υπόκωφο, τρομαχτικό θόρυβο και κάτι σαν χιόνι, ή σαν αποκαΐδια, αρχίζει να πέφτει. Ετσι η ταινία εισέρχεται στο δυστοπικό τοπίο επιστημονικής φαντασίας του νεανικού μυθιστορήματος της Μεγκ Ρόσοφ - όπου βασίζεται η κινηματογραφική διασκευή. Η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει μινιμαλιστικά τον πόλεμο. Παλεύει να ισορροπήσει την ομιχλώδη αφήγηση - με την οπτική παιδικού βλέμματος - και τις στιγμές έντονου συναισθηματικού αντίλαλου σε ένα συνδυασμό από φτερουγίσματα λυρισμού και σκηνών τρομερής ωμότητας. Το αποτέλεσμα δεν είναι παρά ασαφές και θαμπό. Καθόλου ικανό να «γραπώσει» τον θεατή και να τον κρατήσει γραπωμένο πάνω του.
Παίζουν: Σάουορς Ρόναν, Τζορτζ Μακ Κέι, Τομ Χόλαντ, Χάρλεϊ Μπερντ, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία (2013).
Στο στυλ του «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ» ο «καλός» είναι ένα «χλωμό πρόσωπο» που έζησε, πριν τον πόλεμο, στην Ιαπωνία ερωτευμένος με μια όμορφη γιαπωνέζα δασκάλα... Τώρα ως κατακτητής, προσπαθεί να πείσει το ματαιόδοξο κι εγωκεντρικό Στρατηγό Mακ Αρθουρ -τον επικεφαλής της κατοχικής στρατιωτικής αποστολής με στόχο τη σταθεροποίηση της κατάστασης στη χώρα- να αποτραπεί η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Στην ταινία υπάρχουν ενότητες ενδιαφέρουσες που δείχνουν πόσο πολύ η εικόνα της προπολεμικής Ιαπωνίας έμοιαζε με εκείνη της Αμερικής. Οι σκηνές της νυχτερινής ζωής του Τόκιο, γοητευτικά καλαίσθητες, παραπέμπουν στην πρώτη χρυσή περίοδο του γιαπωνέζικου σινεμά των μεγάλων δημιουργών, Οζου και Μιτσογκούσι. Υπάρχει επίσης μια σκηνή, ένας «φόρος τιμής» στον κοινωνικό ρεαλισμό του Ακίρα Κουροσάβα, όταν ο Αμερικανός Φέλερς επιτίθεται στους Γιαπωνέζους θαμώνες του μπαρ. Η σκηνή, βγαλμένη λες από το «REVOLVER» του Κουροσάβα...
Ο ικανός Στρατηγός Μακ Αρθουρ προσγειώνεται στην Ιαπωνία το 1945 και αντικρίζει εξαθλιωμένους αυτόχθονες και σωρούς ερειπίων. Πιέζοντας για παράδοση, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν το Τόκιο όπου, δεν κατέρρευσαν μόνο τα κτίρια αλλά και n εικόνα της χώρας στα μάτια των πολιτών της. Υστατο σύμβολο της παλιάς, κραταιής Ιαπωνίας ο Αυτοκράτορας... τον οποίο η πολιτική εξουσία της Ουάσινγκτον θέλει να δει κρεμασμένο. Ο πανέξυπνος Μακ Αρθουρ όμως φοβάται ότι η εκτέλεση του Χιροχίτο θα είναι η σταγόνα για τη λαϊκή εξέγερση.
Ο Τόμι Λι Τζόουνς στο ρόλο του Μακ Αρθουρ, ερμηνεύει πειστικά τον άνδρα που κατάφερε να μεταμορφώσει τους Γιαπωνέζους, από χειρότερους εχθρούς των ΗΠΑ σε συμμάχους. Αυτό βέβαια αναφέρει η επίσημη βερσιόν της απλουστευμένης αλλά κυρίως αμερικανοποιημένης Ιστορίας.
Η ταινία πασχίζει να μας υποβάλει και επιβάλει να συμπαθήσουμε μια ομάδα γιάνκηδων που διερευνούν, αν και κατά πόσο, ο Αυτοκράτορας και οι πέριξ αυτού ιστάμενοι πολιτικοί και στρατιωτικοί, μπορούν να θεωρηθούν ένοχοι για την έναρξη του μεγάλου πολέμου που το έναυσμα έδωσε η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και τη λήξη η κόλαση των 2 ατομικών βομβών στο κεφάλι του γιαπωνέζικου λαού. Ταινία με χαραγμένη την ιμπεριαλιστική αλαζονεία. Τόσο τότε, όσο και σήμερα, που οι πολυεθνικές βιομηχανίες θεάματος αφηγούνται το «Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ» κουνώντας τα σημαιάκια τους, σε πνεύμα θρασύδειλο και γεμάτο προπαγανδιστικά, φθηνά, μπαλώματα...
Υπάρχει όμως ένα σημαντικό επεισόδιο που η καθωσπρέπει ταινία του Γουέμπερ δε θα μπορούσε ποτέ να συμπεριλάβει. Το 1945, οι αμερικάνικες δυνάμεις κατοχής, εν πλήρη συνειδήσει κατέστρεψαν πλήθος γιαπωνέζικων ταινιών καθώς και το αρχείο της ιαπωνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Παρά τη «δραματική» μουσική και τα υγρά μάτια των κομψών ερμηνευτών, το μελοδραματικό πόνημα με τους διαλόγους κλισέ και το δύσκαμπτο σενάριο... δεν κατορθώνει να αγγίξει το θεατή...
Παίζουν: Τόμι Λι Τζόουνς, Μάθιου Φοξ, Ερικο Χατσούνε, Καόρι Μομόι, κ.ά.
Παραγωγή: Ιαπωνία (2012).
Οι αποψινές πρεμιέρες
Πρεμιέρα επίσης τόσο για το αξιόλογο, «γειωμένο» δράμα του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Ο ΕΧΘΡΟΣ ΜΟΥ», μια έγχρωμη ελληνική παραγωγή του 2013, όσο και το γαλλικό «ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΝΝΑΙΟΥΣ» (2003) του Αλέν Γκιροντί. Ακόμη, δύο σπάνια ντοκουμέντα μικρού μήκους θα προβληθούν από τη «NEW STAR» στο σινεμά «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ newstar art cinema» (Κρέμου 141, Καλλιθέα): Αγγελου Παπαναστασίου για την Αθήνα της Κατοχής (διάρκειας 27'), καθώς και υλικό από το κινηματογραφικό αρχείο του ΕΛΑΣ, την περίοδο 1943-1945 (διάρκειας 11'), με είσοδο δωρεάν!
Αναμφισβήτητα, όμως, το «κλου» της βδομάδας είναι ο, ελληνικής παραγωγής, «ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ» (2013)... ένας «βάρβαρος Κόναν», αξιοθρήνητος από κάθε άποψη!