Πέμπτη 14 Φλεβάρη 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πρωτότυπα, διασκευές και παραφράσεις...

Καλό θα είναι να υπενθυμίσουμε ότι η προβολή της θρυλικής ταινίας - με αξία ιστορικού ντοκουμέντου προπαγάνδας και όχι αμιγώς καλλιτεχνική - «Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ» συνεχίζεται, για δεύτερη βδομάδα. Φροντίστε να μην τη χάσετε! Οπως, επίσης, για καθαρή σας ψυχαγωγία, ειδικά αν αγαπάτε το είδος θρίλερ και φιλμ νουάρ, προτείνουμε το εναλλασσόμενο κλασικό πρόγραμμα της αίθουσας ΤΙΤΑΝΙΑ CΙΝΕΜΑΧ που περιλαμβάνει κυρίως Χίτσκοκ, στα τρία πρώτα του, εντυπωσιακά «βρετανικά» βήματα... Στην παρθενική ομιλούσα βρετανική ταινία «ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ» (1929), στο φιλμ αντικατασκοπείας «39 ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ» (1935) και, τέλος, στο «Η ΚΥΡΙΑ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ» (1938). Κορυφαία στιγμή του προγράμματος το ψυχροπολεμικό αριστούργημα του Κάρολ Ριντ «Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» (1949)...

Απαραίτητο φυσικά και το «φουσκωτό» εμπόρευμα της βδομάδας, αμερικάνικο - τι άλλο; - προϊόν βιομηχανίας οπτικοακουστικών απορριμμάτων. Σε σκηνοθεσία Τζον Μουρ το «ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ», με τον Μπρους Γουίλις στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Πάντως, η δική μας εκτίμηση είναι ότι η ταινία «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» συνιστά, συγκριτικά, την πιο ενδιαφέρουσα βάση για συζήτηση/αντιπαράθεση, αυτή τη βδομάδα. Ωστόσο, πρόκειται για φιλμ ιδιαίτερα δύσκολο στην κατάποση κατά τη θέαση... Εν είδει ευτράπελου υστερόγραφου, αναφέρουμε ότι πλάνα της ταινίας δείχνουν χαρούμενους αυτόχθονες ιθαγενείς παρατεταγμένους, με τοπικές ενδυμασίες, να υποδέχονται με διδαγμένα σκηνοθετημένη δουλοπρέπεια τους ξεχειλωμένους Ευρωπαίους υπερήλικες. Πλάνα που παραπέμπουν σε δικούς μας τοπικούς άρχοντες και τον αισθητικό τους «πολιτισμό» όταν έστηναν σχολιαρόπαιδα, σε «αυθόρμητα» καρακιτσαριά με αμαλίες, τσολιάδες και πλαστικές σημαιούλες στα λιμάνια, να υποδέχονται τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων που οι απεργοί ναυτεργάτες εμπόδιζαν να επιβιβαστούν ...και να αποχωρήσουν... Κρίμα που δεν είχαν δει το φιλμ αυτοί οι πατριώτες (της τάξης τους) γιατί η μαύρη Αφρική είναι η στάνταρ «think tank» για τον εμπλουτισμό του look των ιδεών τους... Ας έχουν υπόψη την ταινία, τώρα που καλοκαιριάζει...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΒΟΪΤΣΕΧ ΧΑΣ
Το χειρόγραφο της Σαραγόσα

Μικρό στολίδι του φαντασιακού πικαρέσκ (επίθετο που αναφέρεται σε έργο λογοτεχνικό, θεατρικό κλπ. που έχει ήρωα τυχοδιώκτη) η μεταφορά στον κινηματογράφο του ομότιτλου μυθιστορήματος χείμαρρου -γραμμένου στα γαλλικά- του Πολωνού αριστοκράτη, τυχοδιώκτη και αυτόχειρα, Γιαν Ποτότσκι (1761-1815). Να πούμε αμέσως ότι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να οριστεί με σαφήνεια το κύριο θέμα της ταινίας, όπως εξάλλου του συνόλου των ποιητικών έργων... Το πολωνικό αριστούργημα «ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΣΑΡΑΓΟΣΑ» με το σλάβικο «αέρα» που αναπνέει, είναι έργο του Βόιτσεκ Χας, ενός από τους καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών ξεχασμένου -φυσικά- στις μέρες μας. Το φιλμ εξιστορεί τις επικές και υπερ-φυσικές περιπέτειες ενός Φλαμανδού ιππότη που στις αρχές του 1800 βρίσκεται στην Ισπανία. Ο ιππότης αυτός θα αναλάβει υψηλό πόστο εάν και εφόσον υποβάλει τον εαυτό του σε κάποιες δοκιμασίες... Υπό τον αστερισμό λοιπόν του ονειρικού, της ψευδαίσθησης, του μυστικιστικού και της δεισιδαιμονίας, η κυκλική και «δενδρώδης» αυτή ταινία, συντίθεται από οριακές μικρο-ιστορίες γεμάτες ερωτισμό και νοσηρότητα.

Ο συγγραφέας Γιαν Ποτότσκι, όπως όλοι οι ποιητές, μοιάζει να ήθελε στο μυθιστόρημά του να εκφράσει κάτι μοιραίο, αμφιλεγόμενο, σύνθετο και ανίκητο. Αυτό το κινηματογραφικό χειρόγραφο που βρέθηκε στην Σαραγόσα εμφορείται από τη χάρη που έχουν τα μεγάλα επιτεύγματα. Η ταινία που αρθρώνεται μέσα από καταρράκτη ιστοριών που ως διά μαγείας βρίσκουν τη θέση τους σε ένα συνεκτικό σύνολο, προκαλεί ίλιγγο. Συνδυάζει αφήγηση μπαρόκ τόσο σε σχήμα σπιράλ όσο και «συρταρωτό» (σαν να ξεπετάγεται η ιστορία από συρτάρι που ανοίγει), με αίσθηση του περίεργου και του ποιητικού. Το να δει κανείς αυτήν την ταινία αποτελεί υποχρέωση στο «βλέμμα» που όμως, αποφασίζει να αφεθεί...

Η ταινία του Χας, αποπνέει σε ολόκληρη τη διάρκειά της, πολύ δυνατό άρωμα φανταστικού, ερωτικού και μακάβριου στοιχείου, με ανθηρότητα στις λεπτομέρειες σε ό,τι αφορά σκηνικά και κοστούμια και απεριόριστη δόση πληθωρικής «τρέλας» και ποιότητα σουρεαλισμού και αισθητικής, αντάξιες αυτές του Μπουνιουέλ, ο οποίος και θαύμαζε την ταινία. Το παράξενο αυτό φιλμ που ωθεί προς «στοχασμό», αξίζει σίγουρα να δει κανείς περισσότερες φορές ώστε να αναγνώσει τα πολλαπλά επίπεδα και πτυχές της. Από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ταινίας, η αέναη διαδοχή των φλας μπακ, μέσα στα φλας μπακ, στο δεύτερο μέρος της, τεχνική που απαιτεί την αμέριστη προσοχή του θεατή που θέλει να μη χάσει το μίτο της πυκνής αυτής πικαρέσκ φάρσας, αυτού του σπάνιου δείγματος φαντασιακού σινεμά που συνιστά αδιαμφισβήτητα ένα από τα πιο πρωτότυπα έργα που έγιναν ποτέ.

Στο μυθιστόρημα του Ποτότσκι, ο αφηγητής, ζει στην εποχή του Ναπολέοντα, αλλά η δράση του «χειρόγραφου» ξετυλίγεται στην Ισπανία του Φιλίππου V. Ο Φλαμανδός Αλφόνς Βαν Βόρντεβ, είναι νεαρός αξιωματικός στο ναπολεόντειο στράτευμα και σταθμευμένος στη νότια Ισπανία. Προβιβάζεται σε αξιωματικό Τάγματος των Βαλλόνων και φεύγει να συναντήσει τους άνδρες του στην Μαδρίτη. Για να φθάσει εκεί, πρέπει να διασχίσει την ορεινή περιοχή της Σιέρα Μορένα που μετατρέπεται σε ένα είδος «εκτός χρόνου» λαβυρίνθου, βυθισμένου σε ατμόσφαιρα νυσταλέα και ταυτόχρονα απειλητική. Σημειωτέον ότι τα σκηνικά είναι κατασκευασμένα εξ ολοκλήρου σε πολωνικά στούντιο. Μέσα σ' αυτά τα γεγονότα επαναλαμβάνονται -όμοια με τον εαυτό τους- και ξαναφέρνουν τους χαρακτήρες πάντα, στο σημείο εκκίνησής τους. Οι ιστορίες που αναδύονται με ληστές, περιπλανώμενους ιππότες, Ιερά Εξέταση, φαντάσματα, σκελετούς και μοιραίες γυναίκες, κομμένες και ραμμένες να ταιριάζουν η μια μέσα στην άλλη, σε ένα ενιαίο κουβάρι ονείρου και πραγματικότητας.

Η ταινία ξεκινά με τη συνάντηση του Αλφονς με δύο μυστηριώδεις Σαρακηνές αδελφές σε ένα εγκαταλειμμένο «πανδοχείο». Εκείνες του προσφέρουν τον έρωτά τους και την «είσοδό» του στο μυστικό κόσμο του αποκρυφισμού. Μπορεί κάπου τα πράγματα να παραπέμπουν στις «Χίλιες και Μία Νύχτες» αλλά η τεχνική εδώ είναι καινούρια, το ίδιο και η βαθιά πρωτοτυπία και ο νεοτερισμός του Ποτότσκι, στοιχεία που γίνονται πάραυτα αντιληπτά. Η δράση πολλαπλασιάζεται, επαναλαμβάνοντας καλειδοσκοπικά και με τρόπο επίμονο, την ίδια κατάσταση από χίλιες διαφορετικές μορφές.

Οι αδελφές είναι φαντάσματα. Είναι η μετενσάρκωση των δύο ληστών που κάποτε κάποιοι κρέμασαν, εκείνων των φαγωμένων από τα όρνια κουφαριών που ακόμα κρέμονται στο ικρίωμα πάνω στα βουνά. Η ιστορία τους επανεμφανίζεται στη συνέχεια σε όλα τα αφηγήματα που συνθέτουν το βιβλίο! Ετσι το μυθιστόρημα είναι ταυτοχρόνως μια ιστορία γενναία ή ακόλαστη, αλλά και μια κλασική ιστορία φαντασμάτων! Κάτι που αντανακλά την οδύνη του διανοούμενου -τέτοιος ήταν ο κόμης Ποτότσκι- στη μεταβατική εποχή που ζούσε, για τη σύγκρουση ανάμεσα στο Ρομαντισμό και τις ιδέες που κληροδοτήθηκαν από τον 18ο αιώνα και βέβαια, τις προσωπικές, ερωτικές εμμονές του συγγραφέα... Πληθωρική, σουρεαλιστική και μπαρόκ με γεωμετρική αρχιτεκτονική τέλεια ρυθμισμένη, η φανταστική αυτή ταινία, συνιστά μια κορυφή στην πολωνική κινηματογραφία της γόνιμης δεκαετίας του '60. Λέγεται ότι το εξαιρετικό φιλμ του Χας ενώ βρίσκεται στο ύψος του λογοτεχνήματος, δε θα μπορούσε εξ ορισμού να περιέχει, στην τρίωρη διάρκειά του, το σύνολο των θεμάτων και των χαρακτήρων του «καταραμένου» μυθιστορήματος του Ποτότσκι. Η ταινία, τόσο στην εκτεταμένη της βερσιόν, αυτή των 180 λεπτών που αποκατέστησε ο Σκορτσέζε, όσο και στην εκδοχή των 120 λεπτών, της ευρείας κυκλοφορίας, διατηρεί ένα ρυθμό «διαβολικής ακρίβειας»!

Πάντως, εάν αποφασίσετε να πάτε να τη δείτε, φροντίστε να βρίσκεστε σε διάθεση για κάτι το διαφορετικό...

Παίζουν: Ζμπίγκνιου Σιμπούλσκι, Ιγκα Σεμπρίνσκα, Ελζμπιέτα Τσίζεφσκα, κ.ά.

Παραγωγή: ΠΟΛΩΝΙΑ (1965)

ΟΥΛΡΙΧ ΖΑΪΝΤΛ
Παράδεισος του έρωτα

Η ανατρεπτική, πολύπλοκη και βυθισμένη στην «ασχήμια» ρεαλιστική ταινία του 60χρονου Αυστριακού Ούλριχ Ζάιντλ ανοίγει, μέσα από την ιστορία μιας 50χρονης Βιεννέζας που αγοράζει σεξ από νεαρούς ιθαγενείς στην Κένυα, ανίατες πληγές της καπιταλιστικής Δύσης και των αδίστακτων ιδεολογημάτων της περί αφελούς λευκότητάς της. «Λευκότητας» σε όλα τα επίπεδα!!! Ο Ζάιντλ φαίνεται όμως ότι, με την εμπειρία της ηλικίας του, γνωρίζει επίσης ότι δεν «επιτρέπεται» να ξύνουμε πληγές με βρώμικα νύχια, γιατί θα μολυνθούν και θα αφορμίσουν αφενός και αφετέρου υπάρχει σοβαρό ρίσκο να περιοριστεί στο ελάχιστο η δυνατότητα να φθάσει το έργο στο κοινό, μια που και από φεστιβάλ θα αποκλεισθεί και δε θα τύχει promotion και αγοράς από εταιρείες διανομής... Γι' αυτό, μετά από λίγο σταματά να εμβαθύνει στο θέμα του και αρχίζει να στριφογυρίζει σε μια κουραστική επιφάνεια που το ενδιαφέρον σαν εκκρεμές πηγαίνει από το κοινωνικό στο ψυχαναλυτικό πεδίο και αντίθετα, ενώ επαναλαμβάνει με οδυνηρούς - αισθητικά - πλατειασμούς, πλευρές και πτυχές του θέματος, που ήδη έχει εξαντλήσει...

Η 50χρονη Τερέζα από τα περίχωρα της Βιέννης δουλεύει με άτομα με σύνδρομο Down. Η χωρισμένη Τερέζα, μητέρα μιας βαριεστημένης έφηβης, εκτελεί χειρωνακτική εργασία στον κοινωνικό καταμερισμό, στο πλαίσιο της αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου μέσα της «γεννήθηκε» και «πλάστηκε» από ένα ολάκερο σύμπλεγμα σχέσεων. Από τις λακωνικές εισαγωγικές σεκάνς φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης ήταν διατεθειμένος να πλεύσει σε ενδιαφέρουσα ρότα... Προσδιορίζοντας την πρωταγωνίστριά του ταξικά, εντάσσοντάς την σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, σκιαγραφεί το προφίλ της σύγχρονης δυτικής εργατικής τάξης, της ατομικής και κοινωνικής της συνείδησης και το βάλτωμα σε αδιέξοδους μονόδρομους.

Ο αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Ούλριχ Ζάιντλ, σχεδίασε μια κινηματογραφική τριλογία με σταθερά στον τίτλο, αλληγορική (;) την έννοια «Παράδεισος» και ότι αυτή συνεπάγεται... «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ: ΠΙΣΤΗ» είναι ο τίτλος του α΄ μέρους που παρουσιάστηκε στο 69ο Φεστιβάλ της Βενετίας, «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ: ΑΓΑΠΗ» του δεύτερου - σύμφωνα με το χρόνο εμφάνισής του - μέρος και τέλος «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ: ΕΛΠΙΔΑ» θα τιτλοφορείται η αναμενόμενη παραγωγή που θα ολοκληρώσει την τριλογία του Ζάιντλ.

Η Τερέζα δεν είναι ούτε νέα, ούτε ωραία, ούτε πλούσια. Δεν ανήκει στη μοναδική κατηγορία καταναλωτών, πελατών/πολιτών που μετρά στον καπιταλισμό. Πηγαίνει διακοπές στην Κένυα και περνά τον καιρό με τις φίλες της, κάνοντας ηλιοθεραπεία και μιλώντας για τα σφριγηλά ιθαγενή καμάκια της παραλίας. Στον παράδεισο του Ζάιντλ όλες οι ανθρώπινες σχέσεις ανάγονται σε μηχανιστικές λειτουργίες, κάπου ανάμεσα στον ελεύθερο έρωτα και την πορνεία... αλλά μην ξεχνάμε ότι η πορνεία είναι νόμιμη άρα ηθική στην ΕΕ, σε μπορντέλα δεν στέλνουν οι ευρωενωσιακοί ΟΑΕΔ τις άνεργες να δουλέψουν; Η Τερέζα εξαγοράζει την ερωτική της μοναξιά με μετρητά... Η εκμεταλλευόμενη στη χώρα της μετατρέπεται σε εκμεταλλευτή εκεί που «την παίρνει», λόγω οικονομικής υπεροχής. Μάλιστα της έχουν μάθει αυτήν την «ελευθερία» σε βάρος του αδύναμου, να το προσλαμβάνει ως «γυναικεία χειραφέτηση»! Και δεδομένης της ισότητας των φύλων το ίδιο (αντεστραμμένο) δεν μπορούν να ισχυρίζονται και οι άνδρες; Οταν εκμεταλλεύονται τις αδύναμες, «ξένες» καλλίγραμμες γυναίκες; Στην ταινία εκμεταλλευτής και εκμεταλλευόμενος εναλλάσσονται συνεχώς. Το γερασμένο, πλαδαρό και ξεχειλωμένο σώμα της Τερέζα αναπαριστάται γραφικά στην οθόνη, με τρόπο που δεν έχουμε συνηθίσει: σαν τεράστιος μετααποικιακός ιπποπόταμος στο μέσον ενός φτηνού δωματίου, σε πόζες «γυμνές», ενοχλητικές, που δεν αφήνουν το παραμικρό στη φαντασία. Εδώ, μάλλον, εστιάζεται η διαφορετικότητα της ταινίας, που όντως προκαλεί δυσφορία στη θέαση...

Παίζουν: Μαργκαρέτε Τίζελ, Πέτερ Καζούνγκου, Ινγκε Μο, ΝτούνιαΣόβινετς, κ.ά.

Παραγωγή: ΑΥΣΤΡΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ (2012)

ΤΟΜ ΧΟΥΠΕΡ
Οι Αθλιοι

Ο Βικτόρ Ουγκό συνέγραφε επί δύο δεκαετίες το μνημειώδες έργο του «Οι Αθλιοι» - που πρωτοεκδόθηκε το 1862. Η θεατρική διασκευή του κλασσικού λογοτεχνικού έργου/ καταγγελία της αστικής γαλλικής κοινωνίας σε μιούζικαλ, πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία το 1980. Ωστόσο, η πρεμιέρα του μιούζικαλ έγινε στο Λονδίνο το 1985 - όπου παίζεται μέχρι σήμερα... Η βρετανική διασκευή του μιούζικαλ που έγινε από τον Cameron Makintosh ξεκίνησε, με αφετηρία την αγγλική πρωτεύουσα, μια λαμπρή διαδρομή σε πάμπολλες μεγαλουπόλεις του κόσμου και αποδείχθηκε μακρόβιο με ...60 εκατομμύρια θεατές έως σήμερα, σε 42 χώρες και 21 γλώσσες.... Αυτή τη βερσιόν ανέλαβε να μεταφέρει στον κινηματογράφο ο Βρετανός σκηνοθέτης Τομ Χούπερ. Για να φέρει δε το φιλμ, όσο πιο κοντά γίνεται στο θεατρικό γίγνεσθαι, ο Χούπερ αποφάσισε ότι οι ηθοποιοί στην ταινία θα τραγουδούσαν ζωντανά! Αυτό ακριβώς είναι το κυρίαρχο και χαρακτηριστικό γνώρισμα της ταινίας που δίνει μια αίσθηση άμεση και ωμή και τις περισσότερες φορές λειτουργεί θετικά - ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την περίφημη «απόδοση» της Αν Χαθαγουέι. Η αίσθηση αντιστρέφεται όμως από την πομπώδη προετοιμασία του Ράσελ Κρόου κάθε φορά, προτού ανοίξει το στόμα του...

Να γνωρίζετε ότι εδώ τραγουδούν ακατάπαυστα. Δεν είναι μιούζικαλ σαν το «WEST SIDE STORY», το «ΚΑΜΠΑΡΕ» ή το «ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ»... όπου ο διάλογος υφαίνει στον ιστό του τα μουσικά κομμάτια. Σπανιότατα, κάποιες επιλεκτικές φρασούλες φθάνουν στ' αυτιά σαν ηχητική όαση! Ετσι, για όσους δε δηλώνουν ορκισμένοι λάτρες του είδους, ίσως το όλον γίνει too much... Πώς λειτουργούν λοιπόν οι 2 ώρες και τα 28 λεπτά τραγουδιού στη μεταφορά από τη σκηνή στην οθόνη, ιδίως όταν δε συνοδεύεται από σόου, χιούμορ ή γκλάμουρ; Μάλλον άσχημα. Γιατί ακόμη κι ένα μιούζικαλ, για να λειτουργήσει, έχει ανάγκη από «χαρακτήρες» με σάρκα και οστά. Τα κοντινά πλάνα όμως, αντί να συμβάλουν στο χτίσιμο των χαρακτήρων, απογυμνώνουν τους χολιγουντιανούς αστέρες που παλεύουν να συμμαζέψουν την υποκριτική τους μέσα από τα δύσκαμπτα κείμενα που τραγουδούν. Πλειστάκις το αποτέλεσμα ενοχλεί, γιατί δεν καταφέρνουν να κάνουν πιστευτό αυτό που βγαίνει από το στόμα τους.


Πάντως, όλα εξαρτώνται από τη στάση και τη θέληση του θεατή να αφεθεί χωρίς αντιστάσεις στο θέαμα, γιατί έτσι κι επιτρέψεις στον εαυτό σου να βγει από το δοσμένο πλαίσιο, μπορεί ξαφνικά να βρεθείς να σκέφτεσαι ότι είναι μάλλον γελοίο ο Γιάννης Αγιάννης στις πάμπολλες τρομαχτικές περιστάσεις που αντιμετωπίζει αντί να πει σημαντικά λόγια, τραγουδάει...

Αυτό το τελευταίο «αρνητικό», συνδέεται άμεσα με την αμιγώς «τραγουδιστική» φύση του είδους του μιούζικαλ και δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ελλειπτικά ως προς τις λεπτομέρειες της ιστορίας, οι οποίες, ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο ογκώδες και σπουδαίο μυθιστόρημα, δεν έχουν ρόλο διακοσμητικό, αλλά σε πάμπολλες περιπτώσεις, οργανικό. Οσοι λοιπόν δεν κατέχουν το βιβλίο μη γελαστούν ότι θα πατσίσουν» με το φιλμ. Θα έχουν υπάρξει κοινωνοί των φωνητικών ικανοτήτων των σταρ που κόβουν εισιτήριο να δουν... Τώρα, σε όσους δεν αρκεί η έμμεση επαφή με το έργο του Ουγκό μέσα από τα εμπορευματικά κανάλια των οπτικοακουστικών παραγωγών, έχει τη δυνατότητα να προστρέξει σε άπειρες, παλαιότερες παραγωγές με τον Λίνο Βεντούρα, τον Μπελμοντό, τον Ντεπαρντιέ κ.ά. στο ρόλο του Γιάννη Αγιάννη. Εμείς προτείνουμε τη βερσιόν «ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ» (1958) του Ζαν-Πολ Λε Σανουά, με τον Ζαν Γκαμπέν. Μαζί του ο Μπουρβίλ και ο Σερζ Ρετζιανί...

Η ιστορία του Ουγκό μιλά για τον Γιάννη Αγιάννη (στο ρόλο ο Χιου Τζάκμαν) που για μια ανόητη κατηγορία ότι έκλεψε ένα κομμάτι ψωμί καταδιώκεται από τις Αρχές σαν ο χειρότερος εγκληματίας και δοκιμάζεται από την αδικία και το μίσος παρά τη χρηστότητα του ήθους του. Η καταδίωξή του κρατά όλη του τη ζωή και ο κυνηγημένος Γιάννης Αγιάννης γίνεται σύμβολο των κατατρεγμένων και αδικημένων.

Η ταινία του Χούπερ συντίθεται από ίσα μέρη ρεαλισμού, μιζέριας, υπερβολής, στόμφου και αγγελικής γαλήνης. Είναι γεμάτη θάνατο, πόνο και αγάπη. Οι τελευταίες μάλιστα σκηνές ξεχειλίζουν από συναισθηματικότητα και Θεό! Κάποιες τουλάχιστον δόσεις με τις αρχές της έστω ξεπερασμένης, αστικής επανάστασης -ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα- δε θα έβλαπταν...

Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Σάσα Μπάρον Κοέν, Χελένα Μπόναμ Κάρτερ, Αν Χάθαγουέι, Αμάντα Σέιφριντ, Ράσελ Κρόου, κ.ά.

Παραγωγή: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (2012)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ