Πέμπτη 15 Μάρτη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Δεμένη κόκκινη κλωστή

Σε έξαρση εδώ και καιρό το προβοκατόρικο δίλημμα «Χρεοκοπία ή εμφύλιος» που θέτει επίμονα η αστική εξουσία στην εργατική τάξη και το λαό, μέσα από το σύνολο των επικοινωνιακών μηχανισμών που ελέγχει. Ετσι, μια κινηματογραφική ταινία για τον εμφύλιο - καπάκι στο στημένο αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη - που βγαίνει στις αίθουσες για το πλατύ κοινό, μέσα στην προεκλογική περίοδο μιας αναμέτρησης που αναμένεται να διεξαχθεί μέσα σε πρωτόγνωρο όργιο τρομοκρατίας, χτυπά υποχρεωτικά το κουδουνάκι της καχυποψίας. Υπερβολικό; Ισως! Μην ξεχνάμε όμως ότι και η αποδοχή μιας ταινίας - όπως τόσα και τόσα άλλα - επηρεάζεται και καθορίζεται και από τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα της στιγμής εμφάνισής της.

«

ΔΕΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ» είναι η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Κώστα Χαραλάμπους που αποδεικνύεται ότι έχει γνώση, αίσθηση και ικανότητα όσο λίγοι στην Ελλάδα να κάνει κινηματογράφο. Ο τίτλος της ταινίας, κατά το δελτίο Τύπου, συνιστά έννοια διττή. Δανείζεται την έκφραση με την οποία οι λαϊκοί παραμυθάδες «αρχινούσαν την αφήγησή τους» καθώς επίσης και το συμβολισμό του «κόκκινου» της κλωστής, που ως «γραμμή αίματος συνδέει τις αρχέγονες ιστορίες της γης». Αίμα σημαίνει βία και «αρχέγονες ιστορίες» σημαίνει πρωτόγονες, καθυστερημένες. Σύμφωνα δε με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, αντιθετική έννοια στο πρωτόγονο και καθυστερημένο, αναφέρεται το εξελιγμένο, το πολιτισμένο. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η ερμηνεία, που, σαν μεταγλώσσα που είναι, βασίζεται στα δεδομένα της κινηματογραφικής εν προκειμένω γλώσσας που βρίσκεται ήδη εγγεγραμμένη στο σελουλόιντ. Οι διαδικασίες ερμηνείας απορρέουν και επιστρέφουν στο πρωτογενές κείμενο, σύμφωνα με τη μέθοδο «top-down» και «bottom-up» που προτάσσει ως καταλληλότερη ο γνωστός θεωρητικός David Bordwell.

Από τα παραπάνω συνοψίζεται ότι η ταινία μυθοπλασίας πραγματεύεται ένα μύθο πλασμένο αυθαίρετα, κατά βούληση και επιλογή του δημιουργού της ταινίας. Στην εν λόγω ταινία, ο μύθος έχει περιεχόμενο το αίμα από τη βία που πηγάζει από τις πρωτόγονες και καθυστερημένες ιστορίες, σαν κι αυτή του εμφύλιου. Ας συμφωνήσουμε ακόμα στο ότι η ταινία και φτιάχτηκε σήμερα (αυτό σημαίνει στη δίνη πρωτόγνωρης επίθεσης στα εργασιακά και λαϊκά δικαιώματα και δεν νοείται «καλλιτέχνης» να μη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τον παλμό της εποχής) και μιλά για το σήμερα (μέσα από μεταφορές και αναγωγές - διότι αλίμονο, αν δεν μιλούσε, δεν επικοινωνούσε και δεν κοινωνούσε μηνύματα στο σήμερα, δεν θα είχε κανένα λόγο ύπαρξης!).

Πολύ συνοπτικά, λοιπόν, η ιστορία τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 1945 - μετά τη Βάρκιζα, σε ένα χωριουδάκι της Στερεάς. Η επιλογή του χώρου συνεπάγεται περιορισμούς που ισχναίνουν επικίνδυνα το θέμα, το αποφλοιώνουν αναγκαστικά από το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, αφήνοντας ξεγυμνωμένη μόνο τη βία και το αίμα. Η ταινία έτσι υποβιβάζεται σε μια περιπέτεια δράσης, με τον εμφύλιο σαν δελεαστικό σκηνογραφικά φόντο ή μάλλον, ακόμα χειρότερα σαν σπετσάτο, εκείνα τα πελώρια ζωγραφισμένα σε μουσαμά σκηνικά. Τότε αρχίζεις σοβαρά να αναρωτιέσαι για το τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης μ' αυτήν την ταινία ... και συνειδητοποιείς ότι η γεύση που μένει τελικά στο στόμα είναι ο φόβος μπροστά σ' αυτήν την υπέρμετρη βία και το «κονσερβοκούτι» των κομμουνιστών. Στυγνή βία, ωμή, τρομαχτική και από τις δύο πλευρές, αδιακρίτως ποιος είχε δίκιο όταν αυτό το πανηγύρι άρχισε. Τώρα και οι δύο φταίνε για το σκοτωμό. Η θεωρία των άκρων σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια. Και η κάμερα να επιβεβαιώνει και να επαυξάνει τη φρίκη με κοντινές, εκχυδαϊσμένης, χολιγουντιανής αισθητικής λήψεις, μην τυχόν και η εικόνα που θα φτιάξει η φαντασία μας υστερεί σε φρίκη της κινηματογραφικής απεικόνισης. Η ταινία προειδοποιεί, με τους όρους του εμφυλίου, για το τι θα μπορούσε να συμβεί σήμερα σε περίπτωση όξυνσης της ταξικής πάλης. Οξυνσης από ποιους; Μα από το ΚΚΕ και τις ταξικές δυνάμεις, αυτούς που εξωθούν τα πράγματα στα άκρα... Η ιδεολογική λαθροχειρία της αφήγησης δομείται πάνω στην κουτοπονηριά του σεναρίου που, εξαρχής φροντίζει, να στοιχηθεί πίσω από την «ιστορική αλήθεια» σχετικά με τις αιτίες έναρξης του εμφύλιου. Κι εφόσον εξασφαλίστηκε το άλλοθι της «αντικειμενικότητας», ό,τι ήθελε επακολουθήσει, δεν μπορεί παρά να φέρει αυτοδικαίως, το στίγμα της αλήθειας! Δυστυχώς!!!

Παίζουν: Θάνος Σαμαράς, Τάσος Νούσιας, Στεφανία Γουλιώτη, Εφη Γούση, Βασίλης Χρηστίδης, Ντίνα Μιχαηλίδου, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2011).

ΜΑΝΤΟΝΑ
W.E.

Προκλητικά εκνευριστικό κατασκεύασμα με κορίτσια που αγαπούν να ταυτίζονται με τα παραμύθια και για κορίτσια που θαμπώνονται στη θέα μπιχλιμπιδιών πολυτελείας. Στο επίκεντρο η νεαρή Γουάλι που ζει στην Ν. Υόρκη, και αισθάνεται - παρά τα 60 χρόνια που παρεμβάλλονται ανάμεσά τους - ετεροχρονισμένο alter ego της Γουάλις Σίμσον, της Αμερικανίδας που το 1930 ερωτεύτηκε ο διάδοχος του αγγλικού θρόνου, ο playboy Εντουαρντ. Το 1998, ο οίκος Sotheby's εξαγγέλλει δημοπρασία των προσωπικών αντικειμένων του Δούκα και της Δούκισσας του Γουίντσορ. Το γεγονός γίνεται έναυσμα στην ιστορία της ταινίας που ο τίτλος της δε σημαίνει παρά τα αρχικά των ονομάτων Wallis και Edward VIII, ο οποίος παραιτήθηκε από τον βασιλικό θρόνο για να παντρευτεί την κομψή, διαζευγμένη Αμερικανίδα.

Ταινία παντελώς περιττή με θεματική αδιάφορη και ξεπερασμένη. Με δομική συνισταμένη την στιλιστική αναφορά στο φαίνεσθαι πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων και με αισθητική στο πνεύμα και το γράμμα της ακριβής διαφήμισης πολυτελών προϊόντων. Παραπέμπουμε σε τηλεοπτική διαφήμιση του αρώματος «Miss Dior» με την Νάταλι Πόρτμαν. Ιδιαίτερα σ' αυτήν την διαφήμιση υπάρχει μια καταπληκτική ταύτιση των στοιχείων που συνθέτουν την εικόνα, της τεχνικής και της «γλώσσας» με το πνεύμα της ταινίας της Μαντόνα. Βέβαια, από μια «εικόνα» αμιγώς επικοινωνιακή, την Μαντόνα, δεν καταλαβαίνουμε τι διαφορετικό θα μπορούσε κανείς να περιμένει.

Η αφήγηση αναμειγνύει τη μυθοπλασία - τις ιστορίες των δύο γυναικών δοσμένες από τη δική τους προοπτική - με αρχειακό υλικό, κινηματογραφημένο και φωτογραφικό. Η Γουάλι αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, σχολιάζοντας και συνδέοντας τα - μπερδεμένα χρονικά - κεφάλαια από τις ιστορίες των δύο γυναικών που αναπτύσσονται τόσο σε παράλληλη όσο και τέμνουσα τροχιά. Βέβαια το υλικό που χειρίζεται η αφήγηση καλύπτει πολύ χώρο. Απαριθμούμε τους δύο γάμους της Γουάλις Σίμσον, τη σχέση της με τον Εντουαρντ, τον αποτυχημένο γάμο της Γουάλι, τον χωρισμό της και την καινούργια σχέση της με τον εργαζόμενο στον οίκο δημοπρασιών, τον Ρώσο από προσφυγικό καταυλισμό του Βερμόντ, διανοούμενο, με πολύ «ιν» κεντρικό διαμέρισμα στην Ν. Υόρκη κ.λπ. κ.λπ. Τέτοια πορτρέτα μόνο στις ροζ ιστορίες των βιβλίων στα σούπερ μάρκετ βρίσκει κανείς. Μα όλη η ταινία είναι μια μονότονη, ανούσια εν τέλει ροζ ιστορία, «προβολής» και υπερ-ταύτισης, δημοσιότητας και διαφύλαξης προσωπικής ζωής, επιθυμίας και απογοήτευσης. Οι στιλιστικές εμμονές, τα τοτέμ που μετατρέπονται σε φετίχ, οθόνες, κάμερες, απανωτά κλισέ, πεπερασμένη γενικά θεματική, όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους σε μια ρηχότητα όμως χωρίς πάτο, που ούτε το μοντάζ βίντεο κλιπ, είναι ικανό να νομιμοποιήσει την ταινία, σαν τέχνη κινηματογραφική.

Παίζουν: Αμπι Κόρνις, Αντρέα Ράισμποροου, Τζέιμς Ντ' Αρσί, Οσκαρ Αϊζακ, Τζέιμς Φοξ, Νάταλι Ντόρμερ, κ.α.

Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2011).

ΜΠΑΛΤΑΣΑΡ ΚΟΡΜΑΚΟΥΡ
Το τελικό χτύπημα

Αμερικανικό ριμέικ του σκοτεινού ισλανδο/γερμανο/ολλανδικού θρίλερ «ΡΕΥΚΙΑΒΙΚ - ΡΟΤΤΕΡΝΤΑΜ» του 2008, υποψηφιότητα της Ισλανδίας στα Οσκαρ 2010. Εκεί πρωταγωνιστούσε ο Ισλανδός σκηνοθέτης Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, που με το ριμέικ «ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ» ντεμπουτάρει στην αμερικανική αγορά, με ένα μέτριο και μη φιλόδοξο θρίλερ. Στο ριμέικ, η δράση μεταφέρεται από την Σκανδιναβία στη Ν. Λουιζιάνα και τον Παναμά.

Μοναδική έκπληξη και ιδιαιτερότητα, τα εντυπωσιακά από αέρος πλάνα από την ξακουστή διώρυγα. Πάντως ο Κορμάκουρ, που δείχνει να έχει αίσθηση του πώς κορυφώνεται η ένταση και πώς διατηρείται σε διάρκεια, στηρίζεται στην αισθητική του ψευδο-ντοκιμαντέρ και στις κινήσεις μιας όχι τόσο σταθερής κάμερας που έτσι άξαφνα ζουμάρει και επανέρχεται, σαν να μη γνωρίζει - ταυτιζόμενη με τους εκάστοτε ρόλους - την ακριβή εξέλιξη του σεναρίου.

Η ιστορία επίπεδη, οροθετείται από τόνους ηθικούς και κόκκινες γραμμές του τύπου: Ναι στα πλαστά χαρτονομίσματα, όχι στα ναρκωτικά. Οι χαρακτήρες ισχνοί και αδούλευτοι, η ίντριγκα προβλέψιμη, η ένταση και η δράση παρούσες σε όλη τη διάρκεια του φιλμ.

Ο πρωταγωνιστής Μαρκ Γουάλμπεργκ βρίσκεται ξανά στο ρόλο κλισέ, του άνδρα που, όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να βγει από την προηγούμενη ζωή του. Ενώ έχει αφήσει πίσω του τις μπίζνες με λαθρεμπόριο ναρκωτικών και ξέπλυμα μαύρου χρήματος και ζει εδώ και χρόνια ευτυχισμένος με την οικογένειά του σαν έντιμος και καθ' όλα νόμιμος επιχειρηματίας, δεν τον αφήνουν ν' αγιάσει... Φυσιολογικό, αφού στο κοινωνικό και φιλικό του περιβάλλον δεν υπάρχει ούτε ένας που να μη σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με το οργανωμένο έγκλημα. Ετσι, για να γλιτώσει συγγενικό του πρόσωπο εξαναγκάζεται να βουτήξει πάλι στην παρανομία και να αντιμετωπίσει - επιτυχώς - χίλια δυο κακά μέχρι να κατορθώσει να σώσει την οικογένειά του και να τιμωρήσει τους κακούς. Οι καλύτερες στιγμές του σημειώνονται στην κορύφωση της δράσης.

Παίζουν: Μαρκ Γουάλμπεργκ, Κέιτ Μπεκινσέιλ, Τζ. Σ. Σίμονς, Μπεν Φόστερ, Τζιοβάνι Ρίμπιζι, Ντιέγκο Λούνα, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία (2012).

ΟΛΕΓΚ ΝΟΒΚΟΒΙΤΣ
Ασπρος άσπρος κόσμος ή Οπερα του μεταλλωρύχου

Ο γιουγκοσλαβικός κινηματογράφος προσδιοριζόταν κύρια από τις μεταφορές και αλληγορίες, από το μαγικό ρεαλισμό του Κουστουρίτσα με τις επαναλαμβανόμενες αναφορές στο παρελθόν. Ο Νόβκοβιτς, με 4 ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους και 8 ντοκιμαντέρ στο ενεργητικό του, εμφανίζει ένα νέο τοπίο πραγματοποιώντας μια μετατόπιση προς ένα μελαγχολικό ρεαλισμό που δομείται με βάση επικές και τραγικές συνιστώσες, ενώ τα μουσικά ιντερμέδια αποστασιοποίησης υπενθυμίζουν συνεχώς ότι πρόκειται για καλλιτεχνική κατασκευή. Με τον τηλεφακό να δίνει ποιητική διάσταση στη δυναμική που παράγει η κάμερα στο χέρι, πρέπει την ταινία, αυθεντική στην παθιασμένη της αλήθεια, μάλλον να την δείτε στη μεγάλη οθόνη της κινηματογραφικής αίθουσας.

Σκηνικό ρεαλιστικό η πόλη Μπορ της Νότιας Σερβίας, με πολύ μικρές σκηνογραφικές παρεμβάσεις. Στην πόλη αυτή των μεταλλωρύχων που κάποτε αποτελούσε το σύμβολο της γιουγκοσλαβικής ευημερίας διαδραματίζεται η ταινία. Σήμερα η Μπορ (και η κάθε Μπορ) είναι ρημαδιό. Σύμβολο παρακμής, φτώχειας κι εξαθλίωσης. Τα εργοστάσια ερείπια, οι αχρηστευμένες πια καμινάδες σπάνια καπνίζουν, τα νερά της λίμνης μολυσμένα και στοιχειωμένα απομεινάρια κοινωνικής πολιτικής τα μπλοκ των αφρόντιστων, εγκαταλειμμένων εργατικών πολυκατοικιών. Ωστόσο οι εργάτες κάθε μέρα εμφανίζονται ετοιμοπόλεμοι. Οι μοναδικές «υγιείς» εικόνες της ταινίας! Οι μεταλλωρύχοι που κάθε μέρα πλημμυρίζουν την πλατεία περιμένοντας να τους δώσουν δουλειά... Στέκονται όρθιοι, επιμένουν, δεν κάνουν πίσω. Δεν μπορεί, είναι ζήτημα χρόνου να βγουν από το λήθαργο και να κοινωνικοποιήσουν ξανά την παραγωγή... Οσο για τους μεμονωμένους χαρακτήρες/ρόλους... οι ερμηνείες τους ανεπιτήδευτες... Φτωχά λαϊκά στρώματα, λούμπεν συμπεριφορές, άνθρωποι κατακερματισμένοι από την ήττα, σμπαραλιασμένοι από τη διάλυση της χώρας, έρμαια των γενετήσιων παθών τους. Ειδικά οι νέοι με τις καταδικασμένες ζωές που δεν έχουν εικόνες και μνήμες από το παρελθόν. Παγιδευμένοι, ξεπουλιούνται για μια δόση εφήμερης φυγής, γραπώνονται στο καταθλιπτικό σεξ και σε οτιδήποτε βρεθεί στο διάβα τους και μυρίζει διέξοδο, έστω και κίβδηλη. Τα μουσικά ιντερμέδια πλαισιώνουν τους εσωτερικούς μονόλογους των χαρακτήρων, λένε ό,τι δε θα μπορούσε ποτέ να ειπωθεί με διάλογο... Ομως η Ζωή αποδεικνύει ότι θέλει πολύ περισσότερη ανάγκη και λαχτάρα, από τη μίζερη πραγματικότητα... Πεπρωμένο, προδοσία, έρωτας, θάνατος... Ο «Οιδίποδας» του Σοφοκλή αντεστραμμένος... Τι σημαίνει να ζει κανείς σήμερα στη Σερβία;

Παίζουν: Γιάσνα Ντιούριτσιτς, Χάνα Σελίμοβιτς, Μπόρις Ισάκοβιτς, Μάρκο Γιάνκετιτς, Ούλικς Φέμιου κ.ά.

Παραγωγή: Σερβία, Γερμανία, Σουηδία (2010).

Στη σκιά του εμφυλίου (πάλι)!

Η σερβική ταινία «ΑΣΠΡΟΣ ΑΣΠΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» παρουσιάζει σαφή, ουσιαστική υπεροχή έναντι όλων των υπολοίπων της βδομάδας που αριθμούν δέκα συναπτές παραγωγές για όλα τα γούστα... Ητοι,

«ΚΟΛΛΗΤΟΙ ΜΕ ΠΑΙΔΙ» ο τίτλος της αμερικάνικης ρομαντικής κωμωδίας του 2011 της Τζένιφερ Γουέστφελντ σε πολλαπλό ρόλο: σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού και πρωταγωνίστριας! Οταν τα ζευγάρια αποκτούν παιδιά οι μεταξύ τους σχέσεις αλλάζουν ως προς το χλιαρότερο. Αυτά διαπιστώνει το τελευταίο ζευγάρι της παρέας - φίλοι από πάντα - και αποφασίζει να κάνει μεν παιδί, αλλά έκαστος εκ των γονέων να συνεχίσει να συναντά και άλλους ... Ρηχό, ψιλοχονδροειδές, μια από τα γνωστά... «Κωμωδία καταστάσεων» αισθητική και θεματική.

Γαλλική παραγωγή του 2011 «Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» σε σκηνοθεσία του, εβραϊκής καταγωγής, γεννημένου το 1958 στο Βουκουρέστι Ράντου Μιχαηλεάνου. Ο σκηνοθέτης διέφυγε το '80 από την Ρουμανία για το Ισραήλ και στην συνέχεια για το Παρίσι, όπου πήρε γαλλική υπηκοότητα. Η ιστορία της τέταρτης, μεγάλου μήκους ταινίας του, εκτυλίσσεται σε ένα χαμένο, κάπου μεταξύ Β. Αφρικής και Μέσης Ανατολής, αραβικό χωριουδάκι χωρίς δίκτυο ύδρευσης, όπου οι γυναίκες αναγκάζονται να κουβαλούν οι ίδιες το νερό, από την πηγή στο κακοτράχαλο βουνό, στα σπίτια τους. Η νεαρή Λειλά προτείνει λοιπόν να εφαρμόσουν την Λυσιστράτεια μέθοδο έως ότου οι άνδρες φέρουν το νερό στο χωριό. Ο σκηνοθέτης με την οπτική κάποιου εκτός Ισλάμ ή Μαγκρέμπ - στην πολύχρωμη κινηματογραφική του καρικατούρα με πληθώρα συμβάσεων και κλισέ - εκθειάζει, εμμέσως πλην σαφώς, την μετριοπαθή και ειρηνική διαμαρτυρία, στο πνεύμα της «αραβικής άνοιξης». Η ιστορία του ισχνή, με πλουμιστό περίβλημα μύθου της ανατολής, με αδύναμους διαλόγους, εύκολο μανιχαϊσμό και έλλειμμα αποχρώσεων. Στην ταινία, γκαλερί γυναικείων πορτρέτων με εξωτικές, φεμινιστικές και μουσικοχορευτικές πινελιές, τα πάντα τσουβαλιάζονται κατά έναν τεχνητά ενοχλητικό τρόπο που αφήνει στο στόμα μια γεύση ταγγή...

Προβάλλεται επίσης το ντοκιμαντέρ του Χρήστου Καρακέπελη «ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ» (2011) για τους περιθωριακούς συλλέκτες ανακυκλώσιμων υλικών από τους σκουπιδότοπους της Αθήνας και τις παγκοσμιοποιημένες, κερδοφόρες διαδρομές που το υλικό αυτό ακολουθεί. Ενώ, «ΚΩΛΟΠΑΙΔΑ» (2011) είναι ο τίτλος της ανυπόφορης ελαφρότητας της ταινίας του Ελληνοκύπριου Στέλιου Καμμίτση...

Η αμερικάνικη, φετινή, τρισδιάστατη περιπέτεια του Μπραντ Πέιτον «ΤΑΞΙΔΙ 2: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΝΗΣΙ 3D», το νησί με τα χιλιάδες μυστικά, τα περίεργα όντα, τα βουνά από χρυσό και τα θανατηφόρα ηφαίστεια, αποτελεί συνέχεια της προγενέστερης «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΗΣ». Τέλος, η βραβευμένη το 1991 με Οσκαρ καλύτερης μουσικής και τραγουδιού ταινία κινουμένων σχεδίων «Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ» των Γκάρι Τρασντέιλ και Κερκ Γουάιζ, επιστρέφει είκοσι χρόνια μετά, σε λαμπερό, τρισδιάστατο περιτύλιγμα ...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ