Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ
Θαύμα στο Μιλάνο

Με την τρίτη μεταπολεμική του ταινία «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ», που κυκλοφόρησε το Φλεβάρη του 1951, ο Ντε Σίκα εγκαταλείπει τους δραματικούς τόνους και εμπλέκεται σε ένα πικρό παραμύθι που η πληθώρα των λεπτοτήτων έχει ως μοναδική λειτουργία - σαν αντίθεση - να κάνουν ακόμα πιο πιεστική την τελική λύση της αφήγησης. Ο Ντε Σίκα εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας από το βιβλίο των παραμυθιών του Τσέζαρε Τζαβατίνι «Tot? ilbuono»(Ο καλός Τοτό) από το 1943. Δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε την περίοδο του φασισμού, επανέρχεται, η κατά βάση λαϊκίστικης χροιάς αντικαπιταλιστική αμφισβήτηση με αρκετά πυκνή συχνότητα. Στις ταινίες των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '40 βλέπουμε να εξυψώνονται οι απλοί, εργατικοί μικροαστοί σε βάρος των μεγάλων επιχειρηματιών που αδιαφορούσαν για το εθνικό καλό. Οι περισσότεροι όταν κυκλοφόρησε το «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» την εποχή που μεσουρανούσε ο νεορεαλισμός δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και να την χωνέψουν. Κατανοητή επίσης και η δυσπιστία της στρατευμένης αριστεράς προς αυτή την ιδιαίτερα «καλόβουλη» ταινία (παρά την πικρία που τη διακρίνει) που κουβαλά πάνω της το μεγάλο ελάττωμα του να θυμίζει μια μορφή αντικαπιταλιστικής κριτικής, αρκετά κοινή τα τελευταία χρόνια του Μουσολίνι...

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα καταπιάνεται στο «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» - που έρχεται αμέσως μετά τη θλιβερά ρεαλιστική φλέβα της μεταπολεμικής Ιταλίας στο «ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» - με την οδύσσεια του Τοτό, ενός ορφανού που γεννήθηκε από τα λάχανα και μπήκε, λόγω θανάτου της γριάς μητέρας του, στο ορφανοτροφείο μικρός. Από το ίδρυμα βγαίνει έφηβος και βρίσκεται αντιμέτωπος μ' έναν κόσμο του οποίου τις βασικές δυναμικές δε γνωρίζει. Τριγυρίζει σαν ζητιάνος μέσα στην ομίχλη του φθινοπωρινού Μιλάνου. Η ταινία επιμένει με κάθε κόστος να είναι ποιητική. Αυτό το καταφέρνει μόνο σε σημεία, όπως π.χ. στην απεικόνιση των αξέχαστων αναλαμπών της υγρής και γκρίζας μεγαλούπολης στην αρχή του φιλμ ή στη λυρική σεκάνς του επιλόγου. Ο Τοτό, διασχίζοντας τυχαία το κοσμικό κέντρο της πόλης γίνεται κοινωνός των γκλάμουρ εγκαινίων του κινηματογράφου Αbc- θαυμαστή η απεικόνιση - για να καταλήξει να περάσει τη νύχτα του σε μια κατασκήνωση αστέγων στην περιοχή του Λαμπράτε. Ο Τοτό γίνεται φίλος με τους πάντες κι όλοι μαζί, η χαρούμενη παρέα, «χτίζει» σιγά σιγά ένα πραγματικό χωριό που το κέντρο του κοσμεί το άγαλμα μιας μπαλαρίνας και ο Τοτό καλλιεργεί μια γλυκιά σχέση με την γλυκύτατη Εντβίζ. Αλλά φθάνει και η ώρα της απειλής που εμφανίζεται με τη μορφή του χοντρού και αλαζόνα βιομήχανου που συνοδεύουν δυναμικοί αμερικάνικοι ρυθμοί, στο άκουσμα των οποίων, αρχίζουν να σβήνουν οι φωτεινές δημοφιλείς λαϊκές μελωδίες... Ο βιομήχανος θέλει οπωσδήποτε την κυριότητα της γης των αστέγων, θέλει να τους διώξει από κει... και το πράγμα πιέζει ακόμα περισσότερο όταν ανακαλύπτονται στο υπέδαφος κοιτάσματα πετρελαίου... Ο Τοτό, στο σημείο αυτό, μετουσιώνεται με τη βοήθεια ενός θαυματουργού περιστεριού σε ένα είδος Ιησού των φτωχών, απαντά σε κάθε τους επιθυμία και υπερασπίζεται την κοινότητα από τις επιθέσεις των μπάτσων που πουλούν την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο. Ετσι η κατάσταση αλλάζει, οι άστεγοι εκκενώνονται με τα οχήματα των δυνάμεων της τάξης και στην πλατεία του Ντουόμο - πάντα χάρη στο μυθικό περιστέρι του Τοτό - βγαίνοντας από τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν, καβαλώντας τις σκούπες των οδοκαθαριστών, στον ουρανό...

Στην ουσία, η όλη «κατασκευή» της ζωής στο χωριό που βασίζεται αυστηρά στην αλληλεγγύη, συνιστά μια αλληγορία για το σοσιαλιστικό όραμα. Το χωριό του Τοτό είναι ο παράδεισος των φτωχών, είναι ο τόπος της «ουτοπίας» περικυκλωμένος όμως από την ωμή απληστία του πραγματικού κόσμου που προσωποποιείται με τον βιομήχανο και τα τσιράκια του που καταφέρνουν να σβήσουν το όνειρο, αναγκάζοντας τους άστεγους να ανέβουν στον ουρανό... Εδώ η ιδεολογική εικόνα και η ηθική παρουσιάζονται με τρόπο μανιχαϊστικό και απλουστευτικό. Οι φτωχοί είναι οι καλοί, οι πλούσιοι οι κακοί. Και η σκηνοθεσία της ταινίας υποφέρει από αυτή την εννοιολογική κοινοτοπία. Ο στόχος της μοιάζει να αποτυγχάνει, το φιλμ μπερδεύεται σε αβαθή σοσιαλίζοντα στερεότυπα που θεωρούν ότι η καλοσύνη συνδέεται αποκλειστικά με τη φτώχεια, ενώ το κακό είθισται να συνάδει μόνο με τις ΗΠΑ και το μοντέλο της εκεί ζωής (η μουσική τζαζ). Στους φτωχούς - είναι λούμπεν κι όχι προλετάριοι - δεν μένει παρά να εγκαταλείψουν τον κόσμο αυτόν που δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους θέλει. Ο αρχικός μάλιστα τίτλος της ταινίας ήταν: «ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΝΟΧΛΟΥΝ».

Ο καλοπροαίρετος - αλλά παραπλανητικός - πασιφισμός των Τζαβατίνι και Ντε Σίκα λειτουργεί αντιθετικά ως προς την κλασική ιδέα της πάλης των τάξεων, της ατμομηχανής της ιστορικής εξέλιξης... Ταυτόχρονα, ο «θαυματοποιός» χαρακτήρας της αφήγησης, εντάσσει το έργο συνολικά σε ένα τυπικό πλαίσιο, στο απογυμνωμένο, χριστιανικό όραμα των υποστηρικτών του καθολικισμού της αριστεράς... Και ο Ντε Σίκα, μετά το φιάσκο, δεν θα εμπλακεί ξανά σε παρόμοιες ιστορίες... Αντίθετα, επιστρέφει την επόμενη χρονιά, 1952, με το πραγματικό του αριστούργημά τον «ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΝΤ.» που ελπίζουμε να δούμε σύντομα σε επανέκδοση...

Παίζουν: Πάολο Στόπα, Φραντσέσκο Γκολιζάνο, Εμα Γκραμάτικα, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1951).

ΣΙΝΤΝΕΪ ΛΟΥΜΕΤ
Οι δώδεκα ένορκοι

«Δράμα δωματίου» υψηλότατης τάξης. Βέβαια, τα φιλμ που δίνουν την αίσθηση του κινηματογραφημένου θεάτρου δεν χωνεύονται εύκολα... Μολονότι το θέατρο έχει συγγένεια πρώτου βαθμού με το σινεμά, στηρίζεται σαν τέχνη σε διαφορετικές προϋποθέσεις, συνθήκες και συμβάσεις, όπως, π.χ., στο ότι μεταξύ σκηνοθέτη, ηθοποιού και κοινού δεν παρεμβαίνει η οθόνη προβολής, αλλά η τέχνη του θεάτρου στηρίζεται στην απόσταση αναπνοής από το κοινό, στη ζωντανή επαφή, στο ότι η σκηνική δράση αναπτύσσεται μπροστά σου, σε χρόνο πραγματικό. Η τέχνη του κινηματογράφου καλλιεργεί άλλες προσδοκίες που άπτονται του ρυθμού, του περιεχομένου και της «εκτέλεσης», κάτι που μπορεί να αποβεί αποπνιχτικό ακόμα και για έναν ικανό σκηνοθέτη αν τα στοιχεία αυτά δεν συνδυαστούν αρμονικά. Ο Λούμετ με περισσή μαεστρία κατάφερε να μετουσιώσει, με άριστη χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας, ένα, κατά βάση, θεατρικό έργο του Reginald Rose, με κοντινά πλάνα και κινήσεις της κάμερας που τραβά από τρεις διαφορετικές γωνίες λήψεις, χωρίς να χάσει ούτε ένα πόντο από τη «λογοτεχνικότητα» του κινηματογραφικού κειμένου, την αγωνία, το τέμπο και τη δύναμη που πηγάζει από το πρωτογενές υλικό!

Η υπόθεση είναι απλή αλλά κρίσιμη. Ενας φτωχός νεαρός, ξένος, προφανώς Μεξικανός, κατηγορείται στο δικαστήριο ότι μαχαίρωσε ένα βράδυ τον πατέρα του. Οι 12 ένορκοι πρέπει να συνενωθούν σε μια ομόφωνη ετυμηγορία, να «ζυγιάσουν» τα αποδεικτικά στοιχεία και να αποφασίσουν αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος - σύμφωνα με τα στοιχεία/ενδείξεις - ή «όχι ένοχος» σύμφωνα με την αρχή της λογικής αμφιβολίας. Αν κριθεί ένοχος, ο νεαρός θα εκτελεστεί αμέσως στην ηλεκτρική καρέκλα. Οι 12 ένορκοι, όλοι λευκοί Αμερικανοί ευυπόληπτοι πολίτες με διαφορετικό παρελθόν ο καθένας, βρίσκονται κλειδωμένοι σε ένα δωμάτιο του δικαστικού μεγάρου μια αποπνιχτικά ζεστή και υγρή καλοκαιρινή μέρα, με έναν χαλασμένο ανεμιστήρα και με προσωπικούς, καθένας τους λόγους, να θέλει να βρίσκεται κάπου αλλού... Δεν συγκρατούμε τα ονόματά τους, μόνο τον αριθμό του καθένα, και κάποια επαγγέλματα. Μαθαίνουμε όμως τις προκαταλήψεις τους και πόσο χρόνο είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν για τη ζωή κάποιου ανθρώπου που κρατούν στα χέρια τους. Καθένας τους αντιπροσωπεύει ένα από τα πολλά στερεότυπα που οι άνθρωποι είθισται να προβάλλουν όταν αρνούνται να σκεφτούν και να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους.

Εκτός από μια λακωνική εισαγωγή κι έναν σύντομο επίλογο στο τέλος, ολόκληρη η αφηγηματική διαδικασία, διάρκειας 90 λεπτών, κινείται μέσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του απομονωμένου δωματίου. Οι 11 από τους 12 θεωρούν ότι οι αποδείξεις κατατείνουν στη σύνθλιψη του νεαρού. Μόνο ένας, το νούμερο 8 (ο Χένρι Φόντα), πάει κόντρα στο ρεύμα, προβάλλοντας βάσιμα «εύλογη αμφιβολία» σε πλείστα σημεία των αποδεικτικών στοιχείων. Ο ρόλος του Χένρι Φόντα είναι ίσως από τους καλύτερους της καριέρας του. Ερμηνεύει ένα φυσιολογικό άνθρωπο, έναν αρχιτέκτονα, με δυνατή αίσθηση δικαίου και ηθικής. Ηδη από τις εισαγωγικές σκηνές ο Φόντα καθορίζει το στίγμα, όταν οι υπόλοιποι κάθονται γύρω από το τραπέζι και κάνουν δημόσιες σχέσεις μεταξύ τους ανταλλάσσοντας τις κάρτες τους.

Δεδομένου ότι η απόφαση των ενόρκων πρέπει να είναι ομόφωνη, ανοίγει καταναγκαστικά μια δραματική αντιπαράθεση αναμεταξύ τους με ατέρμονες συζητήσεις και «κοσκίνισμα», ξανά και ξανά, των μαρτυριών και καταθέσεων, προς απογοήτευση και αγανάκτηση όσων ενόρκων έλπιζαν σε συνοπτικές διαδικασίες ώστε να μη χάσουν τον αγώνα ράγκμπι. Αργά και σταθερά ο Φόντα πείθει τόσο τους υπόλοιπους ενόρκους όσο κι εμάς τους θεατές για το πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων που έρχονται στην επιφάνεια...

Δίχως άλλο, η δύναμη του δράματος στηρίζεται ουσιαστικά στο κείμενο και στον τρόπο που το σενάριο αναδεικνύει και τονίζει τα σημεία καμπής, αλλά και στις ερμηνείες των 12 ισότιμων - ναι - χαρακτήρων σε ό,τι αφορά το «βάρος» και το εκτόπισμα των ρόλων... Και όλα γίνονται με τέτοια διακριτικότητα που δίνει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σκηνοθέτης, ότι παρακολουθούμε τη δράση από κάποια σχισμή στον τοίχο...

Το μεγαλείο στο «ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΝΟΡΚΟΙ» βρίσκεται κυρίως στο ότι η ταινία λειτουργεί καταγγελτικά σαν ένα γοητευτικό και απόλυτα ακριβές πορτρέτο του αμερικανικού δικαστικού συστήματος, της ανύπαρκτης έννοιας της «αντικειμενικότητας» και της δημοκρατίας εν γένει. Κάθε φορά που βλέπει κανείς την ταινία ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. Πλήθος τεχνικών λεπτομερειών αναμειγνύεται με προσωπικές στιγμές των ενόρκων που αποκαλύπτονται σαν οντότητες, ένας πανέξυπνος συνδυασμός! «ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΝΟΡΚΟΙ» είναι η καλύτερη ταινία του Λούμετ, γυρίστηκε το 1957 και παραμένει σήμερα, 56 χρόνια μετά, επίκαιρη όσο ποτέ. Ειλικρινά μην τη χάσετε!!!

Παίζουν: Χένρι Φόντα, Λι Τζ. Κομπ, Τζόζεφ Σουίνι, Τζορτζ Βόσκοβεκ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1957).

Οι 12 ένορκοι: Η σημαντικότερη επανέκδοση

Πάμπολλες οι καινούριες ταινίες που βγαίνουν στο κατώφλι της φθινοπωρινής σεζόν. Βέβαια, έχουμε ξαναπεί «ουκ εν τω πολλώ το ευ» ρήση που ισχύει αναντίρρητα. Οι επανεκδόσεις, τρεις σημαντικές ταινίες, σηκώνουν και αυτή τη βδομάδα το βάρος του κινηματογράφου σαν τέχνη κι όχι εμπορεύσιμο οπτικοακουστικό προϊόν προς κατανάλωση...

Πρεμιέρα λοιπόν απόψε για τη γαλλική παραγωγή που τίτλο έχει «Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ MOBIUS» (2013). Πρόκειται για άνευ προσωπικότητας ταινία που ξετυλίγεται στη βάση της διασταύρωσης του «κατασκοπικού θρίλερ» και του «ερωτικού φιλμ», όπως θέλει η χιτσκοκική συνταγή. Οι ραφές όμως της ταινίας, ορατές σχεδόν παντού, διαμορφώνουν ένα τεχνητό, αναξιόπιστο αποτέλεσμα. Θρίλερ κατασκοπικό, βουτηγμένο στη σφαίρα του απίθανου, ιστορία οικονομικο/ρομαντική με ίντριγκα σύνθετη, συνωμοσιακής μηχανικής - δοσμένης όχι με τον καλύτερο τρόπο. Η σκηνοθεσία αυτής της συμπαραγωγής Γαλλίας, Λουξεμβούργου και Βελγίου ανήκει στον Ερίκ Ροσάν και το δυνατό σημείο του αβέβαιου στην ισορροπία του φιλμ -που γλιστρά από πολυτελή ξενοδοχεία σε κυβερνητικά γραφεία, που μπερδεύεται με φιγούρες και επιφάνειες χωρίς ιστορία, οι οποίες συνεχώς διαστέλλονται και συστέλλονται- είναι το χολιγουντιανά λαμπερό ζεύγος των πρωταγωνιστών της, του αισθησιακού Ζαν Ντιζαρντέν και της μυστηριώδους -άριστης στα χέρια των «μεγάλων» αδελφών Νταρντέν- Σεσίλ ντε Φρανς.

Σε επανέκδοση προβάλλονται «ΟΙ ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ» (1985), το πρώτο φιλμ που γύρισε στη Δύση ο Γεωργιανός Οτάρ Ιοσελιάνι. Ταινία με δομή παζλ. Ενας χορός κλεφτών, ένα γαϊτανάκι πεπρωμένων που περικλείει συναισθήματα και αντικείμενα κλεμμένα και ξαναπουλημένα, και οι καλές και κακές πράξεις περνούν από χέρι σε χέρι... Ενα πλήθος χαρακτήρων: πωλητές όπλων, ξανθές πλούσιες εν ενεργεία και εραστές. Ρομαντικοί διαρρήκτες, πόρνες με καρδιά από ασήμι, αναρχικοί της τρίτης ηλικίας, ένας φιλόσοφος άστεγος, ένας «ευφυής» εγκέφαλος της μηχανικής, σερβιτόροι, μανικιουρίστες, παιδιά, αστυνομικίνες... Και ανάμεσα σε όλα αυτά, το πορτρέτο μιας κυρίας του προπερασμένου αιώνα που γίνεται όλο και μικρότερο. Μετά το πέρας των σπουδών στα Μαθηματικά και τη Μουσική, ο Οτάρ Ιοσελιάνι σπούδασε σινεμά στην περίφημη Ακαδημία Κινηματογράφου (VIGK) της Μόσχας με καθηγητή τον Ντοβζένκο. Πήρε δίπλωμα σκηνοθεσίας το 1961. «ΟΙ ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ» είναι ταινία γυρισμένη στα γαλλικά, σε μια παρισινή γειτονιά. Πρόκειται για συμπαραγωγή Γαλλίας, Ιταλίας και Σοβιετικής Ενωσης...

Πρεμιέρα απόψε και για το αμερικανικό δράμα επιστημονικής φαντασίας «ELYSIUM», παραγωγής 2013, σε σκηνοθεσία του Νοτιοαφρικανού Νιλ Μπλόμκαμπ. Μιλάμε για προϊόν φτιαγμένο και πλασαρισμένο για μαζική κατανάλωση, πάνω σε μια ιδέα που περικλείει και την απαραίτητη πλέον κοινωνική κριτική μέσα από σκέψεις έξυπνες αρκετά και ενδιαφέρουσες -φυσικά αποσπασματικές- για την ταξική κοινωνία του σήμερα και για το πού μπορεί αυτή να οδηγήσει. Το μήνυμα ωστόσο της ταινίας λειτουργεί μάλλον ως άλλοθι που δικαιολογεί την καυτή δράση, τις άγριες ανταλλαγές πυρών, την πάλη που στάζει ιδρώτα, τον ατομισμό του ήρωα... Και αυτή η ταινία του Μπλόμκαμπ (που έβαλε ψηλά τον πήχη με το παρθενικό του, διακριτικό φιλμ «DISTRICT9» του 2009), μας μιλά για το ζοφερό μέλλον που μας αναμένει - όσο καθόμαστε χαχόλικα και το περιμένουμε! Βρισκόμαστε στο κοντινά μακρινό 2154 και ο κόσμος πια, είναι οριστικά παγιωμένος σε δυο ομάδες: Στους φτωχούς, που κατοικούν σε μια κατεστραμμένη, βουλιαγμένη στον υπερπληθυσμό Γη και τους πλούσιους που διαμένουν στον πολυτελή διαστημικό σταθμό Elysium. Οι φτωχοί προσπαθούν να παραβιάσουν το χώρο των πλουσίων γιατί μόνο εκεί υπάρχουν υποδομές και προϋποθέσεις για τη θεραπεία των ασθενών... Οταν ο βιομηχανικός εργάτης Μαξ (στο ρόλο ο εξαίρετος Ματ Ντάμον) «λαμβάνει» τη θανατική του καταδίκη μετά από εργατικό ατύχημα -υπερέκθεσή του σε ραδιενέργεια- αποφασίζει να εισβάλλει -πάση θυσία- στο διαστημικό σταθμό... Οι «επιλεκτικοί» θαυμαστές του είδους των, επιστημονικής φαντασίας, οραματισμών και της λειτουργίας τους, κατανοούν το σημαντικό των καλών ερμηνειών ώστε να μπορέσει κανείς να πάρει, κάπως, στα σοβαρά τέτοιου είδους πονήματα. Πάντως, η κοινωνική προσέγγιση του Μπλόμκαμπ σε αυτή την ταινία με το λαμπρό τέμπο είναι βεβαίως «στρογγυλεμένη» και οι χαρακτήρες -άνθρωποι που συνωστίζονται και αγωνίζονται για το δικαίωμά τους στη ζωή- είναι φιγούρες γενικά καλοδομημένες κι ας επανέρχεται συχνά η αίσθηση του προβλέψιμου...

Πρεμιέρα και για τη γαλλική ταινία «ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΤΕΡΕΖ ΝΤ.». Το μυθιστόρημα του Φρανσουά Μοριάκ που συνιστά το κύκνειο άσμα του Γάλλου σκηνοθέτη Κλοντ Μιλέρ, που πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 70 ετών στις αρχές του Απρίλη του περασμένου χρόνου. Βέβαια, η παρωχημένη αυτή μπουρζουά ιστορία, η μακρά της διάρκεια και η ακαδημαϊκή σκηνοθεσία, καθιστούν βαρετή τη θέαση παρά το αισθητά προσωπικό στίγμα του Μιλέρ ο οποίος γνωρίζει πώς να φέρνει στην επιφάνεια τη δύναμη της δραματουργίας, εδώ, τη σκληράδα της ιστορίας του Μοριάκ αναφορικά με τις γυναίκες, κατά τις αρχές του 20ούαιώνα. Σε κάποια πλάνα ο Μιλέρ κατορθώνει να μας μπάσει βαθιά στο πνεύμα και την πνιγηρή ατμόσφαιρα της μπουρζουαζίας, ειδικά στη γαλλική επαρχία, της δεκαετίας του '20. Στον ομώνυμο ρόλο η Οντρέ Τοτού, εύθραυστη, να σιγοκαίγεται κρυφά σαν τη χόβολη αλλ' αποφασισμένη και άκαμπτη ως το τέλος, η ερμηνεία της αφήνει τη γεύση της διακριτικής γλυκύτητας. Και ο Ζιλ Λελούς, στο γεμάτο αποχρώσεις ρόλο του συζύγου, πνιγμένος στην ασάφεια της οικογενειακής ατμόσφαιρας... Ο Μιλέρ εφαρμόζει εδώ για ύστατη φορά τη δεξιοτεχνία του, η οποία του εξασφάλισε τη θέση που έχει στο γαλλικό σινεμά και που έγκειται στη διεισδυτική έρευνα της ανθρώπινης φύσης αλλά και στην ενσυνείδητη υποταγή στην εμπειρογνωμοσύνη του τεχνίτη...

Πρεμιέρα και για την τραγικά κοινότοπη αμερικάνικη κωμωδία η «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΙΛΕΡ», παραγωγής 2013, σε σκηνοθεσία κάποιου Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ με καστ εμπορικής αρπαχτής: Τζένιφερ Ανιστον, Εμμα Ρόμπερτς, Εντ Χελμς, Τζέισον Σουντέικις κ.ά. Μη σπαταλάτε το χρόνο και τον οβολό σας σε τέτοια ...

«ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ» τιτλοφορείται και η απαραίτητη οικογενειακή, αμερικάνικη ταινία κινουμένων σχεδίων, παραγωγή Ντίσνεϊ 2013, σε σκηνοθεσία Κέι Χολ που πρωτο- προβάλλεται απόψε μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Πληροφορούμε τους γονείς που αγωνιούν, ότι το sequel «PLANES2», βρίσκεται ήδη στα σκαριά...

«WHAT MAISIE KNEW» (2012) παραμένει αγγλικός ο τίτλος της κάπως ενδιαφέρουσας αμερικάνικης ταινίας που κάνει πρεμιέρα απόψε. Τη σκηνοθεσία υπογράφουν οι Σκοτ Μακ Γκίχι και Ντέιβιντ Σίγκελ. Πρόκειται για επικαιροποιημένη διασκευή της ομώνυμης νεοϋορκέζικης νουβέλας του Χένρι Τζέιμς από το 1897. Η αφήγηση ξετυλίγεται από την οπτική της επτάχρονης Μέιζι που βρίσκεται ανάμεσα στους διαζευγμένους γονείς της και τον αμείλικτο μεταξύ τους πόλεμο. Πρωταγωνιστούν οι Αλεξάντερ Σκάρσγκορντ, Τζουλιάν Μουρ, Στίβεν Κούγκαν και η μικρή Ονάτα Απρίλε...

Φρέσκο εγγλέζικο θρίλερ ο «ΚΩΔΙΚΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ» (2013) σε σκηνοθεσία Κάσπερ Μπάρφεντ με τους Τζον Κούζακ, Μάλιν Ακερμαν και Λίαμ Κάνινγκχαμ. Μυστικοί πράκτορες, CIA, καλοί, κακοί, κλπ., κλπ., κλπ...

Τέλος, σε επανέκδοση ένα συναρπαστικό για τους θαυμαστές του Ντάγκλας Σερκ κλασικό, έγχρωμο μελόδραμα με τη χαρακτηριστική στιλιστική του αισθητική, από το 1955. «ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΟΛΟΤΕΛΑ ΔΙΚΗ ΜΑΣ» ο τίτλος της αξιοπρόσεκτης και αδιανόητης για τη δεκαετία του '50 ιστορίας μιας μεσήλικης μικροαστής χήρας (Τζέιν Γουάιμαν) που ερωτεύεται έναν όχι μόνο νεότερο, αλλά ταξικά κατώτερό της άνδρα, τον κηπουρό Ροκ Χάντσον. Ο έρωτας του ζεύγους κατακρίνεται ανοιχτά από το «καθώς πρέπει» κοινωνικό περιβάλλον της μικρής επαρχιακής αμερικάνικης πόλης, συνθλίβοντας τα όποια σκιρτήματα εξέγερσης της ερωτευμένης γυναίκας...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ