Πέμπτη 3 Ιούλη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ταινίες για καλοκαιρινά βράδια

Αρχές Ιούλη, και την 8η, τελευταία του βδομάδα διανύει το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2014 του Αστυ, που πρόσφερε αφειδώς ταινίες που «πρέπει» να γνωρίζει κανείς... Για αποχαιρετιστήριο προτείνουμε ανεπιφύλακτα την κολομβιανή ποιητική ταινία του Γουίλιαμ Βέγκα «Εγκλημα στη λίμνη» (2012) που προβάλλεται αποκλειστικά την Τρίτη 8 / 7 στις 6 το απόγευμα. Επίσης, στην 3η βδομάδα προβολής μπαίνει και το «Θεώρημα» (1968) του Πιερ Πάολο Παζολίνι στο θερινό Ζέφυρος, ενώ οι τρεις αγγλόφωνες πρεμιέρες της βδομάδας - ανάμεσά τους η ενδιαφέρουσα «Ερασιτέχνης Ζιγκολό» - δεν μπορούν να συναγωνιστούν σε κινηματογραφικό εκτόπισμα το κλασικό ασπρόμαυρο ινδικό αριστούργημα του Σατγιατζίτ Ρέι «Μοναχική σύζυγος» (1964).

Στις προαναφερθείσες αγγλόφωνες ταινίες ανήκει και «Το τρίτο πρόσωπο» (2013) σε σκηνοθεσία Πολ Χάγκις, ταινία που θέλει πολλά, αλλά μετατρέπεται - όχι από ανάγκη - σε μπερδεμένη κι επιτηδευμένη ιστορία που αποτυγχάνει να εμπλέξει στα γρανάζια της το θεατή. Τρεις οι αφηγήσεις, τρεις οι πόλεις, ένα το θέμα, η απώλεια ενός παιδιού... Το να υφαίνει κανείς μαζί σε ένα φιλμ διαφορετικές φαινομενικά αφηγήσεις αποδεικνύεται όλο και πιο δημοφιλές και οδηγεί συχνά σε άριστα αποτελέσματα. Ωστόσο η ταινία του Χάγκις, με πολλά χολιγουντιανά ονόματα, αντί να δώσει κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κομματιών της, καταλήγει λόγω αποσπασματικής αφηγηματικής τεχνικής σε τρεις χωριστές ιστορίες, οι δύο εκ των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εντελώς παραλειφθεί, ενώ η μία, που από μόνη της θα μπορούσε να γίνει αυτόνομη ολόκληρη ταινία, χάνεται στη διαδικασία του μείγματος...

ΠΟΛ ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ
Το τραγούδι της καρδιάς μου

Ενα ακόμα «γεροντοφίλμ» - κινηματογραφικό είδος σε άνθηση - που ενώ μοιάζει να έχει κάτι σημαντικό να πει για τη μοναξιά της προχωρημένης ηλικίας... τελικά δεν το καταφέρνει, παρά το ηχηρό ατού των 3 χαρισματικών πρωταγωνιστών του. Επίσης, ένα ακόμα φιλμ με θέμα τη «χορωδία» ως συνταγή ίασης υπερηλίκων. Θέμα που αρχίζει να γίνεται κουραστικό και είδος που βαθμολογικά ουδέποτε ξεπέρασε τη βάση. Το εγγλέζικο δράμα του Π. Α. Γουίλιαμς, μια δακρύβρεχτη ιστορία αδυσώπητου καρκίνου, ένα χλιαρό μελό, οπτικά επίπεδο, που πνίγεται στο μέλι του σερβιρίσματος, είναι τόσο τρωτό, που δύσκολα καταπίνεται. Το ολισθηρό σενάριο της ταινίας στοχεύει σαφώς στην αντίδραση του θεατή, που είτε βουρκώνει σα μωρό είτε «αντιστέκεται» ενστικτωδώς, ενοχλημένος από την τόση χειραγώγηση. Βέβαια η ταινία διαθέτει και ισχυρό ανθρώπινο στοιχείο που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει και, μια και το θεμελιώδες στοιχείο της είναι η «οικογένεια», θα μπορούσε να είχε γίνει μια σύνθετη περιγραφή των σχέσεων πατέρα / γιου, με κοινωνικούς κώδικες και ταξική προσέγγιση.

Η καρκινοπαθής Μάριον ζει «ποιοτικά» χάρη στη χαρούμενη χορωδία των συνταξιούχων που, παρά τους μπανάλ πόνους σε μέση κι αλλού, τραγουδούν το ρυθμικό «Lets talk about sex», φορώντας καπέλο τζόκεϊ με το μπορ στο σβέρκο και κουνώντας τους γοφούς. Πεθαίνοντας η Μάριον αφήνει πίσω της ένα σκουντούφλη, γρουσούζη και υπερπροστατευτικό σύζυγο που πια δεν έχει λόγο να σηκωθεί από το κρεβάτι. Η φιλική του όμως σχέση με τη νεαρή μουσικό / δασκάλα θα τον μεταλλάξει σε βαθμό που κι αυτός να ενταχτεί στην παρέα της χορωδίας.

Δε θα μάθουμε ποτέ γιατί και πώς η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, που υποδύεται πειστικότατα την καρκινοπαθή Μάριον, υπήρξε μια ολόκληρη ζωή ερωτευμένη με τον ξινό Τέρενς Σταμπ, ούτε γιατί οι σχέσεις ανάμεσα στον πατέρα Σταμπ και το γιο, Κρίστοφερ Εκλεστον, είναι τόσο χάλια. Αλλά και για τη νεαρή μουσικό δεν ενδιαφέρεται η ταινία να μας πει ποια είναι... Οσο για τις υπόλοιπες παρουσίες και καταστάσεις, στερεοτυπικές από την αρχή ως το τέλος... Μπορεί ο σκηνοθέτης να εμπιστεύεται τυφλά τους άξιους πρωταγωνιστές του, αυτό όμως δεν αρκεί για την αναπλήρωση της έλλειψης βάθους του ρηχού, σε ψυχολογικές προσεγγίσεις και λύσεις, σεναρίου, ούτε και την απογείωση της συμβατικής δομής ταινίας, της οποίας το απλοϊκό αφηγηματικό στιλ ούτε έχει να προσφέρει κάτι περαιτέρω προς διερεύνηση, ούτε δύναται να ενεργοποιήσει το θεατή, παρά τις μεμονωμένες στιγμές συγκινητικής της φόρτισης... Κάπου, είναι ελαφρώς καρναβαλικά αξιολύπητοι οι ηλικιωμένοι με περούκες να πυροδοτούνται από χαρντ ροκ ακούσματα και να κάνουν το γήρας κουρασμένη γροθιά...

Παίζουν: Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Τέρενς Σταμπ, Τζέμα Αρτερτον, Κρίστοφερ Εκλεστον κ.ά.

Παραγωγή: Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2012)

ΤΖΟΝ ΤΟΥΡΤΟΥΡΟ
Ερασιτέχνης ζιγκολό

Ο καρατερίστας Τζον Τουρτούρο, στην 5η σκηνοθετική, πολύ κομψή, μακριά από στερεότυπα δουλειά του, φτιάχνει μια νεοϋορκέζικη, με βούλα, πνευματώδη κωμωδία που φέρνει στο προσκήνιο με χιούμορ το «χωνευτήρι» και κινείται μεταξύ Μπρούκλιν και Μανχάταν. Μεταξύ εβραϊσμού κι ερωτισμού, με διαλόγους λαμπρούς, με έντονο στίγμα Yiddish, αλλά και ισχυρή δόση μελαγχολικής μοναξιάς που διασταυρώνεται με κλεφτά βλέμματα επιθυμίας και γραπώνει την εικόνα. Η ταινία επιφανειακά είναι συμπαθητική κωμωδία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έργο με αποχρώσεις νεορεαλιστικές, προβεβλημένες στη σημερινή εποχή που καθηλώνουν και υπνωτίζουν μέσα από την αλήθεια της επαχθούς μοναξιάς της, που διακόπτεται από τις ντελικάτες και ρομαντικές κινήσεις του πρωταγωνιστή που εξασκεί ημι-επαγγελματικά τον έρωτα σε εποχή κρίσης. Ερωτας, που δε συνεπάγεται ότι τα «συμβαλλόμενα μέρη» είναι μαζί, αλλά, απλά ο ένας δίπλα στον άλλον. Μεταξύ ερωτισμού και εβραϊσμού ο «ψεύτικος» ή «ξεθωριασμένος» ζιγκολό, Φιοραβάντε κινείται στη σφαίρα της ζωής, με αισθήματα και λεπτότητα αντίστοιχη των ανθοκομικών του συνθέσεων.

Πολυτεχνίτης ιταλικής καταγωγής ο Φιοραβάντε κάνει διάφορες δουλειές να επιβιώσει: Ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, λουλουδάς και τώρα ζιγκολό. Ο κολλητός του Μάρεϊ (ο Γούντι Αλεν σε ρόλο «τσατσάς»), επιτομή του Εβραίου μπιζναδόρου, του προμηθεύει, με το αζημίωτο, πλούσιες γυναίκες που ζητούν ερωτικές περιπέτειες. Ο Φιοραβάντε έλκει τις γυναίκες με την αξιοπρέπεια και τη σταθερότητά του, με τη εγγενή του ευαισθησία και την τέχνη του χορού και του μασάζ. Οι δουλειές πηγαίνουν περίφημα, αλλά μπαίνει αστάθμητη σφήνα ο κεραυνοβόλος έρωτάς του για τη νεαρή χήρα ραβίνου που στα πόδια της καταθέτει τα όπλα και την καρδιά του. Ο Φιοραβάντε ενδίδει στην ενστικτώδη πρόκληση να σπάσει τον κύκλο της απομόνωσής του, να πάρει πίσω τη ζωή του, να κάνει μια σχέση - μόνο με λόγια και βλέμματα - με τη χήρα του ραβίνου. Ομως απέναντί του ορθώνεται το τείχος της Χασιδικής εβραϊκής κοινότητας και ο Ντόβι, ένας υπερ-ορθόδοξος Εβραίος ερωτευμένος από πάντα, με τη χήρα...

Ο θεατής αναγνωρίζει το κυνικό και αδιέξοδο νόημα που η ταινία μεταφέρει ευθέως, της μοναξιάς στην εποχή μας, στο πεδίο των συναισθηματικών σχέσεων. Θεματική ουδόλως καινούργια στις ταινίες όπου εμφανίζεται ο Αλεν. Βαρύ το αίσθημα μοναξιάς που οι χαρακτήρες νομίζουν ότι αμβλύνουν βουτώντας άτσαλα σε περαστικές σχέσεις. Στο τέλος, όλοι συνεχίζουν την πεπατημένη της μοιραίας δυστυχίας. Κάποιοι, λόγω του δέους των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, όπως η χήρα (Βανέσα Παραντί) που αρνιέται τον έρωτα για τη θρησκεία ή κάποιοι άλλοι που απογοητεύονται από το μεγάλο πλατωνικό έρωτα. Ο λιγότερο δυστυχής στο φινάλε χωρίς διέξοδο μοιάζει να είναι ο Μάρεϊ, που θα συνεχίσει μάλλον να «κλείνει» ερωτικές συναντήσεις...

Παίζουν: Γούντι Αλεν, Τζον Τουρτούρο, Σάρον Στόουν, Βανέσα Παραντί, Σοφία Βεργκάρα, κ.α.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)

ΣΑΤΓΙΑΤΖΙΤ ΡΕΪ
Μοναχική σύζυγος

Ο Σατγιατζίτ Ρέι (1921 - 1992), βγαίνοντας, το 1949, από σινεμά του Λονδίνου όπου είδε το «Κλέφτης ποδηλάτων» (1948) του Ντε Σίκα, αποφάσισε ν' ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Από τους γνωστότερους σκηνοθέτες της Ινδίας - ο πιο Ευρωπαίος - και σπουδαιότερους διεθνώς, από το 1955 δημιουργεί ταινίες σπάνιας απλότητας και φινέτσας που όμως, πέραν των φεστιβαλικών προβολών, δεν έφταναν στο ευρύ κοινό της Δύσης, αλλά ούτε και στο πλατύ κοινό της χώρας του, το χειραγωγημένο από τη «βιομηχανία ονείρων» της Βομβάης και Μαδράς ν' αποζητά «θέαμα» και «μελόδραμα». Ο «νεορεαλιστής» Ρέι από τα τέλη του '60 είναι ήδη θρύλος σεβαστός, αλλά και αμφιλεγόμενος, μια που κάποιοι τον κατηγορούν ότι «εξάγει φτώχεια» και άλλοι ότι δεν αναδεικνύει τις αιτίες πίσω από την καταπίεση των λαϊκών στρωμάτων.

Καίτοι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για ποίηση και θέατρο, ο κινηματογράφος του χαρακτηρίζεται από βαθύ λυρισμό υποδόριας συνθετότητας, κριτικό ουμανιστικό πνεύμα και οικουμενικότητα. Ο Ρέι, δεμένος με την παράδοση, αποφεύγει τις παρεμβάσεις και κρατά αποστάσεις από τον «εκσυγχρονισμό», τις μόδες που εναλλάσσονται, την «αγορά» που εμπορεύεται τα πάντα και το σκοταδισμό. Τη γραφή και αφήγησή του χαρακτηρίζει διακριτικότητα - προτιμά τον υπαινιγμό από το κραυγαλέο - αλλά και πουριτανισμός... Υπάρχουν καταγεγραμμένες απόψεις του που εκφράζουν σκεπτικισμό ή αποστροφή για τις ερωτικές αναπαραστάσεις και το γυμνό, ειδικά στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Η ταινία που ίσως αποτυπώνει αρτιότερα τη στιλιστική και αφηγηματική ιδιαιτερότητα του Ρέι είναι «Η μοναχική σύζυγος» (1964) που πρωτοκυκλοφορεί απόψε αποκατεστημένη ψηφιακά.

Παίζουν: Σουμίτρα Τσατερτζί, Μαντχαμπί Μουκχερτζί, Σαϊλέν Μουκχερτζί κ.ά.

Παραγωγή: ΙΝΔΙΑ (1964)



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ