Οι θαυμαστές πάντως του Τζέισον Στάθαμ καταφέρνουν να πάρουν αυτό που ζητούν από την ταινία ...που συγκεκριμενοποιείται στις ιδιότητες της ζοφερής έκφρασης και του ευέξαπτου του χαρακτήρα, που ο Στάθαμ κουβαλά πάντα μαζί του. Αρα οι «λάτρεις» του Στάθαμ θα πρέπει να βγαίνουν από την αίθουσα μάλλον ευχαριστημένοι. Το ίδιο όμως δεν μπορεί να ισχύει για τους θαυμαστές της Τζένιφερ Λόπεζ. Ο χαρακτήρας που η ηθοποιός υποδύεται, μια κάποια κακόμοιρη και πραγματικά ανόητη Λέσλι, που μαραζώνει για τον Πάρκερ, δεν την οδηγεί παρά στην κατακόρυφη «πτώση». Είναι λίγο θλιβερό ότι η Λόπεζ ούτε και σε αυτήν την ταινία κατορθώνει να πείσει, αυτή που κάποτε υπήρξε μια πολλά υποσχόμενη νέα ελπίδα... Στο διά ταύτα τώρα, το «Πάρκερ» είναι μια κακή, μια άγονη ταινία. Αν επιθυμείτε να δείτε κάποιο καλό και σφιχτό φιλμ δράσης, τότε η επιλογή σας πρέπει να κατευθύνεται αλλού, μακριά από τον Στάθαμ.
Με τους: Τζέισον Στάθαμ, Τζένιφερ Λόπεζ, Νικ Νόλτε, Μάικλ Τσίκλις κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)
Οι τρεις μεγαλοκοπέλες, αδελφές Ταταμάντζι, συνιστούν την προσωποποίηση της ηθικής, της εγκράτειας και της αγνότητας, αρετές που αρχίζουν να παραπαίουν με την άφιξη του ώριμου εφοριακού - ανυπέρβλητη η ερμηνεία του Ούγκο Τονιάτσι στο ρόλο - που νυμφεύεται μεν μία εξ αυτών, αλλά δεν του πάει να αφήνει παραπονεμένες και τις δυο κουνιάδες του. Ετσι, αφού εξυπηρετεί τη σύζυγο, συνεχίζει τις «θεσμοθετημένες» πια νυχτερινές του βάρδιες στις κρεβατοκάμαρες του υπόλοιπου γυναικείου πληθυσμού, που, αφότου έπεσαν οι μάσκες, αποκαλύπτεται ιδιαίτερα ευάλωτος στους πειρασμούς του πονηρού, της λαγνείας και της αναίσχυντης αμαρτίας. Οταν όμως ο εφοριακός θελήσει να επεκτείνει τη δραστηριότητα του ερωτικού σέρβις και προς την υπηρέτρια του σπιτιού, το κακό καιροφυλαχτεί...
Με τους: Ούγκο Τονιάτσι, Μιλένα Βούκοτιτς, Φραντσέσκα Ρομάνα Κολούτσι, Αντζελα Γκούντγουιν κ.ά.
Παραγωγή: ΙΤΑΛΙΑ (1970)
Το χαρούμενο τραγουδάκι «Μαρίνα» από τα τέλη της δεκαετίας του '50 το γνωρίζουν οι πάντες. Ο Κόνινξ αποκαλύπτει την ιστορία του τραγουδιού μαζί με την πίσω πλευρά του, όπου συναντάμε μια από τις μυριάδες περιπτώσεις μεταναστών από την ηλιόλουστη, πάμφτωχη Καλαβρία που στις αρχές του '50 αναζήτησαν την τύχη τους στον ομιχλώδη ορίζοντα των ανθρακωρυχείων του Βελγίου, στοιβάζοντας παιδιά και όνειρα στις τσίγκινες, υγρές παράγκες που προορίζονταν για τα τέκνα ενός κατώτερου θεού.
«Ιταλέ Τσιγγάνε!», φωνάζει στον Ρόκο ένας Βέλγος συνομήλικος του. Οποιος έχει κάνει μετανάστης, γνωρίζει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να υπομένεις τέτοιου είδους προσβολές που μεγαλόφωνα και ανοιχτά εκφράζει η πλειοψηφία των πολιτισμένων «εταίρων» και «αδελφών». Οι πιο ευέξαπτοι χειροδικούν. Οι άλλοι σφίγγουν τις γροθιές και κατεβάζουν το βλέμμα. Και μετράνε σαν τους φυλακισμένους το χρόνο που τους απόμεινε ώσπου να φύγουν από τους αφιλόξενους τόπους... Αλλά τουλάχιστον τους πληρώνουν για την εργατική τους δύναμη, φτηνά, εξευτελιστικά, ένα ξεροκόμματο να τους κρατήσει όρθιους για την επόμενη μέρα ...αλλά τους πληρώνουν...
Η ταινία κλασική, ακαδημαϊκή, αντιμετωπίζει με τρόπο ψυχαγωγικό το θέμα της μετανάστευσης μέσα από το ρητορικό σύστημα του μελοδράματος, σε σημεία δακρύβρεχτο, αλλού με θέαμα υπερβολής, με συγκινήσεις γιγαντωμένες και συγκρούσεις ασυμφιλίωτες. Η έμφαση που δίνεται σε ένα τραγούδι, που μετουσιώνεται σε στρόφιγγα, που ρέει ανακούφιση, νικά τη δυσπιστία και στο τέλος βρίσκει τη θέση του στον κόσμο. Ο Στιν Κόνινξ δείχνει προδιάθεση γι' αυτό το είδος κινηματογράφου με τον τρόπο που παρουσιάζει τον Ρόκο Γκρανάτα, αναγκαίο και εκτός σινεμά, για τη ζωή, που μετά την προβολή του φιλμ κάνει τους λογαριασμούς του με την «εξορία», που ανακαλύπτει ότι η Γη της Επαγγελίας είναι πολύ διαφορετική απ' ό,τι τη φαντάστηκε.
Ο Ρόκο είναι ένα ταπεινό αγόρι που κατάφερε να κατακτήσει το όνειρό του, παλεύοντας με ένα συντηρητικό πατέρα, με μια ταξική, ρατσιστική, αποικιοκρατικών αντιλήψεων κοινωνία, με ένα εχθρικό αστικό κράτος που του απαγορεύει να ζει από τη μουσική του και την κουταμάρα. Ρεαλιστική η απεικόνιση των αξιών εκείνων των οικογενειών και των χαρακτήρων που υποφέρουν συνθλιμμένοι από τον πόνο, την αδικία και το βάρος μιας προκαθορισμένης μοίρας. Η ιστορία του Ρόκο και της οικογένειάς του εστιάζει σε αλήθειες της καθημερινότητας, σε αλήθειες της πραγματικότητας της ύπαρξής τους. Ο Λουίτζι Λο Κάσιο, στο ρόλο του πατέρα, καταθέτει μια νατουραλιστική ερμηνεία, αλλά είναι η ερμηνεία της μητέρας που «προσβάλλει» το μελόδραμα με μια ερμηνευτική άποψη σύγχρονη και λακωνική. Ο σκηνοθέτης πάντως ξέρει να δίνει στο κοινό αυτό που θέλει να δει στο σινεμά, μια ευτυχή κατάληξη, αλλά και ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.
Με τους: Λουίτζι Λο Κάσιο, Ματέο Σιμόνι, Ντονατέλα Φινοκιάρο, κ.ά.
Παραγωγή: ΒΕΛΓΙΟ, ΙΤΑΛΙΑ (2013)