Η ακριβής σημασία των λεπτομερών ανάγλυφων διαίρεσε τους αιγυπτιολόγους από τότε που ανακαλύφθηκαν, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ορισμένοι θεωρούσαν ότι το Πουντ ήταν στην ενδοχώρα και όχι σε παραθαλάσσια περιοχή, ή ότι ήταν ένα ανύπαρκτο, φανταστικό μέρος. Ωστόσο, μια σειρά από αξιόλογες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που έγιναν πρόσφατα σε μια έρημη λωρίδα στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας, έδωσαν οριστική και αμετάκλητη απάντηση στο ζήτημα, αποδεικνύοντας ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν ήταν μόνο ικανοί κατασκευαστές πυραμίδων, αλλά και ποντοπόρων πλοίων.
Αρχαιολόγοι από την Ιταλία, τις ΗΠΑ και την Αίγυπτο ανέσκαψαν μια αποξηραμένη λιμνοθάλασσα, γνωστή ως Μέρσα Γκαβάσις, αποκαλύπτοντας ίχνη ενός αρχαίου λιμανιού, που κάποτε ήταν αφετηρία μεγάλων ταξιδιών στην ανοιχτή θάλασσα, όπως εκείνο της Χατσεπσούτ. Μερικά από τα πιο αδιαμφισβήτητα ευρήματα είναι κρυμμένα πίσω από μια ατσάλινη πόρτα σε κοντινό λόφο, 215 μέτρα ψηλότερα από την ακτή της Ερυθράς Θάλασσας. Εκεί, σε μια τεχνητή σπηλιά βάθους 22 μέτρων, βρίσκεται μια καλαμένια ψάθα ηλικίας 3.800 ετών, μαδέρια και πλήθος υπολειμμάτων από αρχαία αιγυπτιακά πλοία. Στο πίσω μέρος υπάρχει πόρτα προς μια δεύτερη σπηλιά, με ό,τι έχει απομείνει από κουλούρες καραβόσκοινου, φτιαγμένου από πάπυρο, που πιθανότατα προερχόταν από την κοιλάδα του Νείλου. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν τις κουλούρες να είναι στοιβαγμένες με επαγγελματικό τρόπο, όπως τις άφησαν οι αρχαίοι ναυτικοί την τελευταία φορά που αποθήκευσαν υλικά στις κατασκευασμένες σπηλιές.
Τα ευρήματα στη Μέρσα Γκαβάσις προσφέρουν αποδείξεις για τις ναυτικές επιδόσεις των αρχαίων Αιγυπτίων, αλλά και σημαντικές ενδείξεις για την τοποθεσία που βρισκόταν το Πουντ. Μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τους λόφους, βρέθηκαν ερείπια βωμών που είχαν χτίσει οι ναυτικοί στη βόρεια είσοδο του λιμανιού. Σε ορισμένες πέτρες υπάρχουν επιγραφές με αναφορές σε αποστολές στο Πουντ, που βρισκόταν ίσως 3.500 χιλιόμετρα νοτιότερα στην Αφρική.
Η ανάγκη για θαλάσσια μεταφορά των προϊόντων από το Πουντ φαίνεται να προέκυψε όταν διακόπηκε η δυνατότητα χερσαίας μεταφοράς, μάλλον εξαιτίας κάποιας εχθρικής δύναμης, που εμφανίστηκε κατά μήκος της διαδρομής. Ετσι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των φαραώ, του ιερατείου και των υπόλοιπων της άρχουσας τάξης της εποχής, αναγκάζονταν να μεταφέρουν τόννους ξύλου από το Λίβανο, να κατασκευάζουν τα πλοία στην Κένα στον Ανω Νείλο, να τα αποσυναρμολογούν για να τα μεταφέρουν, μαζί με όλα τα απαραίτητα εφόδια του ταξιδιού, μέσα από 160 χιλιόμετρα ερήμου και να τα ξανασυναρμολογούν στη Μέρσα Γκαβάσις. Σύμφωνα με επιγραφή του 1950 π.Χ., για μια τέτοια αποστολή δούλεψαν 3.200 εργάτες. Είναι φυσικό που μέσα σε 400 χρόνια έγιναν μόνο 20 αποστολές, περίπου μία κάθε δύο δεκαετίες. Μετά φαίνεται να έπαψαν οι λόγοι που έκαναν αναγκαίο αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με τις νοτιότερες ακτές της Αφρικής και οι ναυτικοί αποθήκευσαν τα υλικά για το ενδεχόμενο νέων ταξιδιών, που, όμως, δεν έγιναν ποτέ.