Κατά τη διαδικασία της παραγωγής εμπορευμάτων μεταβιβάζεται σ' αυτά με την εργασία η αξία των μέσων παραγωγής (μηχανές, ενέργεια, πρώτες ύλες κλπ.), για την παραγωγή των οποίων επίσης είχε ξοδευτεί εργασία. Επομένως στην αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται και αυτή η εργασία. Την ώρα που με την εργασία μεταβιβάζεται η αξία των μέσων παραγωγής στο παραγόμενο προϊόν, σε κάθε στιγμή της διαδικασίας της παραγωγής, ενσωματώνεται στο προϊόν νέα αξία, δηλαδή η ποσότητα της εργασίας για την παραγωγή του, πέρα από τη μεταβίβαση της αξίας των μέσων παραγωγής. Σ' αυτή τη διαδικασία παράγεται νέα αξία, καθ' όλη τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας.
Στη διάρκεια του χρόνου της εργάσιμης μέρας «με τη δράση λοιπόν της εργατικής δύναμης δεν αναπαράγεται μόνο η δική της αξία, μα παράγεται μια παραπανίσια αξία. Η υπεραξία αυτή αποτελεί το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος πέρα από αξία των καταναλωμένων δημιουργών του προϊόντος, δηλαδή των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης» (Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος σελ. 221). Αυτή την υπεραξία την καρπώνεται ο καπιταλιστής, αυτός είναι ο σκοπός του, σ' αυτό συνίσταται η εκμετάλλευση. Είναι απλήρωτη στον εργάτη δουλιά, ή, πιο σωστά, απλήρωτος εργάσιμος χρόνος.
«Η παραγωγή υπεραξίας ή η απόχτηση του κέρδους (το κυνήγι του κέρδους) είναι απόλυτος νόμος αυτού του τρόπου παραγωγής» (ό.π. τ. 1ος σελ. 640-641).
Το μέρος της εργάσιμης μέρας που στη διάρκειά της ο εργάτης δουλεύει για την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης, που παράγει νέα αξία ισοδύναμη με την αξία της εργατικής του δύναμης, ο Μαρξ το ονόμασε αναγκαία εργασία. Το μέρος που ξοδεύει εργατική δύναμη και δημιουργεί υπεραξία το ονόμασε υπερεργασία.
«Το άθροισμα της αναγκαίας εργασίας και της υπερεργασίας, των χρονικών διαστημάτων, στα οποία ο εργάτης παράγει την αξία που αναπληρώνει την εργατική του δύναμη και την υπεραξία, αποτελεί το απόλυτο μέγεθος του εργάσιμου χρόνου του - την εργάσιμη μέρα» (Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο, τ. 1ος σελ. 241).
(σ.σ. Στο γράφημα α - - - - β - - - - γ, η γραμμή αγ παριστάνει την εργάσιμη μέρα, η γραμμή αβ το μέγεθος του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και η γραμμή βγ το μέγεθος της υπερεργασίας).
«Την υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας την ονομάζω απόλυτη υπεραξία. Αντίθετα, την υπεραξία που προκύπτει από τη συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης μέρας την ονομάζω σχετική υπεραξία» (ό.π. σελ. 330).
«Ξεκινήσαμε από την προϋπόθεση ότι η εργατική δύναμη αγοράζεται και πουλιέται στην αξία της. Η αξία της, όπως και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της. Αν λοιπόν η παραγωγή των μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης κατά μέσο όρο τη μέρα απαιτεί 6 ώρες, πρέπει να εργάζεται κατά μέσο όρο 6 ώρες τη μέρα για να παράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη ή για να αναπαράγει την αξία που παίρνει από την πούλησή της. Το αναγκαίο μέρος της εργάσιμης μέρας του είναι στην περίπτωση αυτή 6 ώρες, δηλαδή ένα δοσμένο μέγεθος αν όλοι οι άλλοι όροι μείνουν οι ίδιοι. Αυτό όμως δεν πάει να πει ότι έχει δοθεί κιόλας το μέγεθος της ίδιας της εργάσιμης μέρας.
Ας υποθέσουμε ότι η γραμμή α - - - - - - β παρασταίνει τη διάρκεια ή το μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, λ.χ. 6 ώρες. Ανάλογα με το αν η εργασία παραταθεί κατά 1, 3 ή 6 ώρες κλπ. πέρα από τη γραμμή αβ, θα 'χουμε 3 διαφορετικές γραμμές:
Εργάσιμη μέρα Ι. α - - - - - - β - γ,
Εργάσιμη μέρα ΙΙ. α - - - - - - β - - - γ,
Εργάσιμη μέρα ΙΙΙ. α - - - - - - β - - - - - - γ,
που παρασταίνουν τρεις διαφορετικές εργάσιμες μέρες, 7, 9 και 12 ωρών. Η γραμμή προέκτασης βγ παρασταίνει τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επειδή η εργάσιμη μέρα = αβ+βγ, ή αγ, ποικίλλει ανάλογα με το μεταβλητό μέγεθος βγ» (ό.π. σελ. 242).
«Η εργάσιμη μέρα επομένως δεν είναι σταθερό, αλλά μεταβλητό μέγεθος. Το ένα από τα μέρη της καθορίζεται βέβαια από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για τη συνεχή αναπαραγωγή του ίδιου του εργάτη, το συνολικό μέγεθός της όμως αλλάζει μαζί με το μάκρος ή τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επομένως η εργάσιμη μέρα μπορεί να καθοριστεί, είναι όμως αυτή καθεαυτή ένα ακαθόριστο μέγεθος (...). Στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η αναγκαία εργασία μπορεί πάντα να αποτελεί μόνο ένα μέρος της εργάσιμης μέρας του και γι' αυτό η εργάσιμη μέρα δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί σ' αυτό το κατώτατο όριο. Αντίθετα η εργάσιμη μέρα έχει ένα ανώτατο όριο. Δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από ένα ορισμένο όριο. Το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται από δυο πράγματα. Τη μια φορά από τα φυσικά όρια της εργατικής δύναμης. Ο άνθρωπος μπορεί στο διάστημα της φυσικής μέρας των 24 ωρών να ξοδεύει μόνο μια καθορισμένη ποσότητα ζωικής δύναμης. Ετσι και το άλογο μπορεί να δουλεύει κάθε μέρα μονάχα 8 ώρες. Στο διάστημα ενός μέρους της μέρας πρέπει η δύναμη να ησυχάζει, να κοιμάται, και στο διάστημα ενός άλλου μέρους της μέρας πρέπει ο άνθρωπος να ικανοποιεί άλλες φυσικές ανάγκες, να τρέφεται, να καθαρίζεται, να ντύνεται κλπ. Εκτός απ' αυτά τα καθαρά φυσικά όρια, η παράταση της εργάσιμης μέρας σκοντάφτει σε ηθικούς φραγμούς. Ο εργάτης χρειάζεται χρόνο για να ικανοποιεί πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες, που η έκταση και ο αριθμός τους καθορίζονται από τη γενική κατάσταση του πολιτισμού. Γι' αυτό οι διακυμάνσεις της εργάσιμης μέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δύο αυτά όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες μέρες 8, 10, 12, 14, 16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών» (ό.π. σελ. 243).