Το μπαρμπούνι της Μεσογείου είναι ίσως το πιο νόστιμο, το πιο λαχταριστό ψάρι. Ομως όταν το αγοράζετε, εκτός κι αν το ψαρέψετε οι ίδιοι, πρέπει να εστιάσετε την προσοχή σας στη φρεσκάδα του και αυτό γίνεται αισθητό όταν τα βράγχια είναι κόκκινα, τα μάτια του καθαρά και η μυρωδιά του φρέσκια. Επίσης πρέπει να γνωρίζετε ότι τα καλύτερα μπαρμπούνια είναι αυτά που κατοικούν και κολυμπούν σε πετρώδεις περιοχές. Τώρα πώς θα το καταλάβετε πού έμεναν πριν βρεθούν στο τηγάνι σας; Δύσκολα πράγματα μιας και απάντηση δεν πρόκειται να πάρετε. Εκείνα σιωπηλά θα περιμένουν στο ψυγείο σας αλλά το χρώμα τους και το άρωμά τους θα προδώσει τη διεύθυνσή τους.... Διότι τα άλλα, εκείνα που κολυμπούν σε λασπώδεις περιοχές είναι λιγότερο ροζ και αποπνέουν μια δυσάρεστη μυρωδιά βούρκου. Αντε λοιπόν καλή επιλογή και καλή όρεξη.
Προσοχή έχει φωτογραφηθεί....
Το μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως ένα εξαιρετικό και συγκλονιστικό βιβλίο που περιγράφει με τρομερή διαύγεια και με πολύ διεισδυτικό τρόπο τη μεταπολεμική Αμερική, μιλώντας μας για τα τρομερά σκοτεινά χρόνια του μακαρθισμού. Ο κεντρικός ήρωας, ο Αϊρα, νεότερος αδελφός ενός καθηγητή πανεπιστημίου, δεν είναι πολύ μορφωμένος, αλλά είναι παράφορος, ορμητικός, ατρόμητος και ψηλός. Πολύ ψηλός. Η σωματική του διάπλαση και οι κινήσεις του θυμίζουν τον Αβραάμ Λίνκολν. Είναι ένας απλός εργάτης, αλλά που θα γίνει διάσημος ηθοποιός του ραδιοφώνου, ερμηνεύοντας τον ίδιο πάντα ρόλο: τον Πρόεδρο Λίνκολν. Αυτός ο απλός, αλλά φλογερός, εργάτης δε θα μείνει με τα χέρια σταυρωμένα. Θα πολεμήσει όπως και όσο μπορεί την αδικία, θα μορφωθεί και θα στρατευτεί στον αγώνα για μια νέα κοινωνία, θα εμπνεύσει το πλήθος, αλλά και θα εμπνευστεί από αυτό, βγάζοντας πύρινους λόγους και τελικά θα καταλήξει στη μαύρη λίστα. Κι αυτό θα συμβεί, επειδή η γυναίκα του, η σταρ του κινηματογράφου η Εύα, η περίφημη Εύα, η αιώνια Εύα... με τους καλούς τρόπους, τα ακριβά φορέματα και τη δύστροπη κόρη της από τον πρώτο της γάμο θα τον καταστρέψει. Αυτή λοιπόν η γυναίκα, η γυναίκα του, ρημαγμένη στην προσωπική προσωπική της ζωή θα βρει καταφύγιο στη μεγάλη αγκαλιά του Αϊρα, αλλά αργότερα, όταν εκείνος θα φύγει από κοντά της, επειδή δικαίως δεν αντέχει άλλο, για να τον εκδικηθεί, θα γράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο: «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» και, μάλιστα, δε θα διστάσει να τον καταγγείλει σαν «κατάσκοπο της Σοβιετικής Ενωσης». Κάτι ανακριβές φυσικά, διότι ο Αϊρα είναι μεν κομμουνιστής, αλλά κατάσκοπος δεν είναι. Το αποτέλεσμα είναι να τον καταστρέψει ηθικά, να τον ερειπώσει βιολογικά και να τον καταδικάσει επαγγελματικά. Είναι το μαύρο πρόβατο στη λευκή και... άσπιλη αμερικανική δημοκρατία.
Ενα οικογενειακό δράμα, ένας παράφορος έρωτας που έσβησε, ένας αποτυχημένος γάμος σε λίγες ώρες θα μετατραπεί σε «μέγα» εθνικό σκάνδαλο. Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα συγκλονιστεί, κυριολεκτικά, από τη ρωμαλέα πένα του συγγραφέα.
Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε το 1933 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, σπούδασε αγγλική φιλολογία και διέτελεσε καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας σε πολλά πανεπιστήμια. Στην Ελλάδα, κυκλοφορούν αρκετά έργα του, ανάμεσά τους: «Αντιο Κολόμπους», «Η ζωή μου ως άνδρα» και το « Αμερικανικό Ειδύλλιο» (Εκδόσεις «Πόλις») και το «Θέατρο Σάμπαθ» (εκδόσεις «Χατζηνικολή»).
Σε όλους αυτούς που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους, παρά τη θέλησή τους, θύματα του μεγαλοϊδεατισμού μιας πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των - τότε - μεγάλων δυνάμεων και του τουρκικού φανατισμού, που έφεραν μαζί τους από τα βάθη της Ανατολής τα στρατεύματα των Νεότουρκων.
Για ένα τέτοιο ταξίδι ξεκινήσαμε φέτος. Ενδιάμεσος σταθμός, η Λέσβος. Αφού τελειώσαμε τις τυπικές τελωνειακές διαδικασίες, επιβιβαστήκαμε τέσσερις νοματαίοι και ένα αμάξι σε ένα πεντακάθαρο, τούρκικων συμφερόντων, πλοιάριο και ξεκινήσαμε για την επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη.
Μετά από μια ώρα ταξίδι, στο βάθος του κόλπου, αρχίζει να ξεχωρίζει το Αϊβαλί. Κτισμένο αμφιθεατρικά, σε χαμηλούς λόφους που καταλήγουν στη θάλασσα, με τους μιναρέδες να σου δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να τρυπήσουν τον ουρανό. Η πρώτη ευχάριστη νότα, ένας Tουρκοκρητικός, που μιλούσε την κρητική διάλεκτο χωρίς να έχει πάει ποτέ στην Κρήτη. Οπως μας είπε, η μάνα του αρνήθηκε να μιλήσει τουρκικά, όσο ζούσε. Ονειρο και του ίδιου είναι να επισκεφτεί μια μέρα την Κρήτη.
Αφήνοντας την εθνική οδό για να μπούμε μέσα στην πόλη της Μενεμένης, κάποια έργα οδοποιίας μάς βγάζουν από τον κεντρικό δρόμο και στην προσπάθειά μας να ξαναπροσεγγίσουμε το κέντρο της πόλης, βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, στην αρχή της, σε κάποιους μικρούς λόφους που μπορείς και βλέπεις όλο τον κάμπο. Εκεί ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε μια εγκαταλελειμμένη, με εμφανή τα σημάδια της φθοράς που κάνουν ο χρόνος και οι άνθρωποι, εκκλησία με γύρω της ταπεινά σπιτάκια εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου, σπίτια που σου θυμίζουν τους προσφυγικούς μαχαλάδες, όπως τους γνωρίσαμε στην Ελλάδα.
Οι τωρινοί κάτοικοι αυτών των σπιτιών, στην πλειοψηφία Τουρκόγυφτοι, δεν πρέπει να δίνουν και μεγάλη σημασία στη συντήρησή τους. Ετσι όπως βλέπουμε από ψηλά αυτή τη γωνιά της πόλης, είμαστε σίγουροι ότι βρισκόμαστε σε μια παλιά ελληνική συνοικία, που υπήρχαν δύο εκκλησίες. Η μια μετατράπηκε σε τζαμί, η άλλη αφέθηκε στη φθορά του χρόνου και γύρω τους τα σπίτια των χριστιανών. Κάτω, προς τον κάμπο, τα μεγάλα πλουσιόσπιτα, που όσο σκαρφαλώνανε προς το λόφο μικραίνανε, φτωχαίνανε, χωρίς να χάνουν, όμως, τίποτα από την ομορφιά και τη χάρη τους. Σκαρφαλωμένοι στο λόφο προσπαθούμε να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας τους Ρωμιούς που ζούσαν εκεί. Κάπου ανάμεσά τους πρέπει να ήταν και οι δικοί μας, σ' αυτά τα σοκάκια που εμείς περιδιαβαίνουμε, μπορεί να έπαιζαν οι πατεράδες μας, να φλερτάριζαν οι παππούδες μας. Η Τουρκογύφτισσα που ήρθε κοντά μας για να μας αποσπάσει ό,τι μπορούσε, μας επανέφερε στην πραγματικότητα. Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στη Μενεμένη και στον καταπράσινο κάμπο που την περιβάλλει και φεύγουμε για τη Σμύρνη.
Η προκυμαία της Σμύρνης εντυπωσιακή, τεράστια, αγκαλιάζει όλο τον κόλπο, που σαν βραδιάζει και δε φαίνονται οι όγκοι του μπετόν, που έχουν αντικαταστήσει όλα τα παλιά αρχοντικά, μπορείς να φανταστείς την ομορφιά που υπήρχε. Πολύ λίγα είναι τα σπίτια που έμειναν για να θυμίζουν εκείνη την αρχοντιά της ψυχής, που εκφραζότανε και στο πώς ζούσαν αλλά και στο πού ζούσαν. Ενα από αυτά είναι και το κτίριο του ελληνικού προξενείου αλλά και του γερμανικού, που είναι δίπλα - δίπλα στην προκυμαία, καθώς και ένας μικρός δρόμος με όμορφα παλιά σπίτια που στο πίσω μέρος τους υπάρχει ένα σοκάκι πλάτους ενός μέτρου και που όπως μας εξήγησε ένας άλλος Tουρκοκρητικός, που βρήκαμε εκεί, τα σπίτια αυτά ήταν γεμάτα γυναίκες που ο ανδρικός πληθυσμός της Σμύρνης τα επισκεπτόταν συχνά και το μικρό σοκάκι έπαιζε το ρόλο της οδού διαφυγής, όταν για διάφορους λόγους έπρεπε να φύγουν χωρίς να τους δουν.
Την άλλη μέρα το πρωί, αφού εξαντλήσαμε τα καταναλωτικά απωθημένα μας στο τεράστιο παζάρι της Σμύρνης, τραβήξαμε για το Κορδελιό - Καρσίγιακα το λένε τώρα - με λίγο πιο έντονα τα σημάδια του παλιού προαστίου. Στο κέντρο του έχουν κρατηθεί κάποια παλιά σπίτια με τα κλειστά μπαλκόνια, τα δωμάτια που εξέχουν, τις παλιές βαριές ξύλινες πόρτες.
Σταματήσαμε σε μια βιτρίνα νομίζοντας ότι πρόκειται για παλαιοπωλείο. Ενας ευγενικός Τούρκος, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, μας προσκάλεσε μέσα και μας εξήγησε ότι είναι ΚΑΦΕ και το όνομα του μαγαζιού «ΚΑΦΕ ΑΝΤΙΚ». Ολοι του οι τοίχοι γεμάτοι με παλιά κεντήματα, σε κάποιο έλεγε «ΚΑΛΗΜΕΡΑ», φωτογραφίες παλιές με υπέροχες κορνίζες μέσα σε παλιά δαντέλα, παλιά ραδιόφωνα και γραμμόφωνα. Τα τραπέζια και οι καρέκλες, μοναδικά κομμάτια, μαζεμένα ένα - ένα, κούκλες ντυμένες με παλιές τοπικές ενδυμασίες, η γυναίκα που σερβίριζε, ντυμένη με μια υπέροχη τοπική ενδυμασία, ακόμα και τον καφέ μάς τον σερβίρισαν σε παλιό σερβίτσιο.
Γεμάτοι με εικόνες και ευχάριστες εντυπώσεις παίρνουμε το δρόμο για το Τσεσμέ. Η επιβίβασή μας σε πλοίο ελληνικών συμφερόντων, που όπου και αν ακουμπούσες λερωνόσουν, μας προσγείωσε στην ελληνική πραγματικότητα.
Θα ξαναγυρίσουμε, όμως, γιατί αξίζει τον κόπο να κάνει ό,τι μπορεί ο καθένας μας για να γνωριστούμε και να καταλαβαινόμαστε με τους γείτονές μας.
Αυτά που μας ενώνουν είναι σίγουρα περισσότερα, από αυτά που μας χωρίζουν.
Δε μας παίρνει πολύ ώρα να γυρίσουμε τα δωμάτια και να θαυμάσουμε τα εκθέματα. Σεμνός είναι ο χώρος. Πριν φύγουμε αγοράζουμε τούτο το βιβλίο και κάνουμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο μας. Μάταια όμως. Καθόμαστε στο πεζούλι. Ο Σικελιανός, η Εύα, η Δελφική Ιδέα, το τοπίο, το βιβλίο, αιχμάλωτους μας κρατούν. Ο Αγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα στα 1884, το 1901 έρχεται στην Αθήνα και αρχίζει τις σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου ενώ μυείται στη θεατρική κίνηση της Νέας Σκηνής του Κ. Χρηστομάνου, όπου είναι ήδη οι αδελφές του Ελένη και Πηνελόπη. Στα 1905 συναντά την Εύα (Εβελίνα Πάλμερ 1874-1933), τη στοχαστική αλλά και επαναστατημένη αυτή γυναίκα, που δεν αντέχει πια την κενότητα και αυταπάτη της Νέας Υόρκης, που ζητά κάτι μεγάλο και τότε αρχίζει η κοινή τους πορείας.
Ο ήλιος που μεσουρανούσε μέχρι πριν από λίγο, άρχισε να δύει. Κουράστηκε. Πώς πέρασε η ώρα χωρίς να το πάρουμε είδηση! Με το βιβλίο στο χέρι - θα το διαβάσουμε μόλις ξαπλώσουμε - παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής. Μα η κούραση είναι πιο δυνατή και από την επιθυμία μας. Τα βλέφαρά μας, αυλαία θεάτρου, κλείνουν. Παραδινόμαστε αμαχητί στο μικρό, καθημερινό θάνατο, στον ύπνο. Και όταν το πρωί με το καλό «αναστηθούμε», το πρώτο πράγμα που θα διαπιστώσομε είναι ότι ήδη νοσταλγούμε τους Δελφούς και τον Αγγελο Σικελιανό. Ωρα να διαβάσουμε το βιβλίο.