Αυτά σημειώνει η Σκευούλα Τσελέκου - Μπαρούνη στην εισαγωγή του πραγματικά πολύτιμου βιβλίου της «Tα παλιά επαγγέλματα και τα μαγαζιά της Aιγνούσας Xίου (Διάφορες ασχολίες και σχετικές ιστορίες)» (Εκδόσεις «Πάλκο», Αθήνα 2005).
Μέσα από τις τετρακόσιες ογδόντα εννιά καλογραμμένες σελίδες του περνούν οι ναυτικοί, οι γεωργοί, οι ψαράδες, οι οικοδόμοι, οι σιδεράδες, οι μαραγκοί και οι καραβομαραγκοί, οι παπουτσήδες, οι υφάντρες, οι μελισσοκόμοι. Παπλωματάδες, γανωματές, ακονιτζήδες, τσικουδάδες, παστελάδες, αγωγιάτες, ραντιστές, παγοπώλες, προξενήτρες, ιερείς και νεωκόροι, φαροφύλακες και αγροφύλακες δίνουν το «παρών». Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν ταπεινά αλλά τόσο δημιουργικά, που μόχθησαν αλλά που συνέβαλαν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής και του τόπου, ανασταίνονται. Ξαναζούν, χάρη στην επίμονη και επίπονη έρευνα της συγγραφέως, η οποία καταφέρνει να δώσει ζωή στο παρελθόν και τους μικρούς καθημερινούς ήρωές του. Κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χαράζει στο νου του τις αλλοτινές, απαραίτητες όμως για την καθημερινότητα, δραστηριότητες. Δηλαδή, με άλλα λόγια, χαρίζει αθανασία στους χτεσινούς μεροκαματιάρηδες, στους αιώνιους αφανείς ήρωες. Ταυτόχρονα, άθελα ή ηθελημένα, πετυχαίνει να ποτίσει την ψυχή μας με μια απροσδιόριστη μελαγχολική, κάπως, νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν ανεπιστρεπτί. Και κατορθώνει να μας κάνει να νιώθουμε, έστω και εκ των υστέρων, μια απέραντη ευγνωμοσύνη για τούτους τους εξαιρετικούς ανθρώπους. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που πρέπει να όλοι να διαβάσουμε.
* Η Οινούσα (ή Αιγνούσα) είναι το μεγαλύτερο και το μοναδικό νησί που κατοικείται από τα νησάκια του συμπλέγματος των Οινουσσών. Το όνομα Οινούσσες το οφείλει στο εξαιρετικό κρασί που έφτιαχναν και εμπορεύονταν κάποτε οι κάτοικοί της, ενώ το όνομα Αιγνούσα το οφείλει στις κατσίκες (αίγες) που έβοσκαν τη γη της.
Στα λίγα του διηγήματα, που πραγματικά είναι δείγματα απαράμιλλης αφηγηματικής τέχνης, ο Πούσκιν είναι δωρικός, ακριβής και απέριττος. Ωριμος και παρατηρητικός και με αυτά περνά από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό, θέτοντας τις βάσεις της νεότερης ρώσικης λογοτεχνίας. Να τα ξαναδιαβάσετε κι εσείς και θα με θυμηθείτε.
Για τούτη τη μικρή, αλλά τόσο κομψή, πόλη, που αναφέρεται για πρώτη φορά τον 7ο αιώνα, ενώ τον 10ο αιώνα είχε ήδη αναπτυχθεί σε μεσαιωνική πόλη, θα μιλήσουμε σήμερα.
Χάρη στην εξαιρετική γεωγραφική της θέση - είναι διασταύρωση των σημαντικών οδών - έγινε ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά κέντρα βιοτεχνικής παραγωγής υφαντού στην αρχή και διεθνούς εμπορίου στη συνέχεια. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η Μπριζ κατά τη διάρκεια της σκληρής αναμέτρησης που έγινε στη Μεσαιωνική Φλάνδρα, μεταξύ των συντεχνιών και των ευγενών. Μια σκληρή και παρατεταμένη αναμέτρηση που υπήρξε συνεχώς αμφίρροπη, οι συντεχνίες είχαν επικρατήσει το 1302 για να νικηθούν το 1328, έκανε την Μπριζ να πέσει σε παρακμή και να χάσει την πολιτική σημασία της. Ομως, η ιδιάζουσα αρχιτεκτονική της όψη, που είναι τεχνητά διατηρημένη με τα παλιά κτίρια γοτθικού ρυθμού, τις ωραίες εκκλησίες με τα εκπληκτικά κωδωνοστάσια και με τις τοξωτές γέφυρες κινεί το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη και, απ' ό,τι φαίνεται, τον παρακινεί να την επισκεφθεί και δεύτερη φορά. Μα, ας αφήσουμε τη φλυαρία και ας ακούσουμε τις εντυπώσεις του Βασίλη Λιόγκαρη:
Η Μπριζ είναι περίπου 80 χιλ. δυτικά των Βρυξελλών και δεν ξεπερνά τις εκατό χιλιάδες κατοίκους.
Το ψιλόβροχο, καλοκαιρινό μα διαπεραστικό, δε μ' εμπόδισε να κάνω τη βόλτα μου, έστω κι αν η ομπρέλα μού έκοβε τον ορίζοντα και με εκνεύριζε.
Είναι μια φανταστική πόλη και δεν ξέρει κανείς ή δεν προλαβαίνει τι να πρωτοδεί, τι να επισκεφθεί και τι να πρωτοθαυμάσει. Η μαγεία της αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο μέσα από την κουλτούρα, την παράδοση και την ιστορία της.
Προσπαθώ να πατώ με σταθερότητα στα γλιστερά καλντερίμια που σημαδεύουν ολόκληρη την πόλη. Περιπλανιέμαι στους στενούς πεντακάθαρους δρόμους, κάτω από τα λουλουδιασμένα κομψότατα μπαλκονάκια των καλοδιατηρημένων μικρόσπιτων. Χάνομαι στα πάμπολλα κανάλια, τα γουστόζικα μαγαζάκια, τα γραφικά φολκλορικά καφενεία. Ρεμβάζω στις κουκλίστικες πλατείες, το σημαιοστολισμένο φανταχτερό ροκοκό δημαρχείο και τα πολλά ένα γύρω αγάλματα. Καμαρώνω τις στολισμένες άμαξες με τα καλοθρεμμένα ουγγαρέζικα άλογά τους, που κάνουν το γύρο της πόλης.
Η παρέα επιμένει πως αξίζει τον κόπο να κάνουμε κι εμείς το γύρο της πόλης, αλλά στα κανάλια μέσα από το βαπορέτο. Ελα όμως που βρέχει, το βαπορέτο είναι ξέσκεπο και ο κίνδυνος να γίνουμε μούσκεμα μεγάλος.
Οπλιστήκαμε με τις ομπρέλες, ό,τι αδιάβροχο είχαμε και αποφασίσαμε το ταξίδι. Στην κυριολεξία γίναμε μούσκεμα, από τις ομπρέλες που στάζανε από παντού και τ' αντιθέτως ερχόμενα βαπορέτα, που μας πιτσιλούσαν αλλά το χαρήκαμε με την καρδιά μας!
Ιστορία και πολιτισμός αιώνων. Τα πιο πολλά χτίσματα είναι παμπάλαια, αλλά καλά διατηρημένα και προσεγμένα, ώστε να μην ξεφεύγουν από το ρυθμό της αρχιτεκτονικής και της παράδοσης.
Στενά ή φαρδύτερα κανάλια και μικρά δαντελωτά σοκάκια με λουλουδιασμένα παρτέρια που συνδέονται μεταξύ τους με πανέμορφα και ιδιαίτερα φροντισμένα γιοφύρια.
Είναι μια ευχή και μια ευτυχία να μπορέσει κανείς στη ζωή του ν' αφιερώσει ένα πρωινό, να κάνει τον περίπατό του και να περιπλανηθεί σ' αυτήν τη μαγευτική μεσαιωνική πολιτεία που οι Βέλγοι (και κυρίως οι Φλαμανδοί, γιατί σ' αυτούς ανήκει) διατηρούν με τόσο ζήλο, καμάρι και περηφάνια.
Αξίζει τον κόπο».