Η Χάνα, η κεντρική και μοναδική ηρωίδα της ιστορίας, θα αναγκαστεί να καταφύγει στη Λιβερία, αφού πρώτα περάσει από την Γκάνα. Ετσι εμείς οι αναγνώστες, ακολουθώντας τα βήματά της. θα μάθουμε πολλά για εκείνη - μα ποιος είναι εκείνος που πραγματικά ενδιαφέρεται για την ίδια; - για τις ΗΠΑ και κυρίως για τη Λιβερία. Αυτό το απίστευτο κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1822 από την Αμερικάνικη Εταιρεία Αποικισμού..., με την εγκατάσταση των απελεύθερων μαύρων δούλων. Αυτοί οι μαύροι απελεύθεροι, αν και αποτελούσαν μια ισχνή μειονότητα, επιβλήθηκαν στους γηγενείς, με τις πλάτες των παλιών αφεντάδων τους και νυν συνεταίρων τους. Στα 1847 η Λιβερία ανακηρύχτηκε «ανεξάρτητο κράτος»... Τόσο ανεξάρτητο, που η πρωτεύουσά της Μονρόβια οφείλει το όνομά της στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μονρόε. Στη σελίδα 285, όταν η Χάνα μιλά για της διαφθορά της χώρας, ο αναγνώστης ενδέχεται να πάθει σύγχυση και να μην ξεχωρίζει πού ακριβώς ζει εκείνη τη στιγμή. Στη Λιβερία ή στην Ελλάδα; Η σελίδα είναι «εξαιρετικά αφιερωμένη» στον τρόπο ζωής της αφρικανικής χώρας, όπου κυριαρχεί η αναλγησία, οι μίζες, οι ιθύνοντες που εκχωρούν πελώριες εκτάσεις δάσους σε ξένες εταιρείες, γενικά όταν μια χώρα βγαίνει στο σφυρί για να ζει μέσα στη χλιδή μια σάπια χούφτα ανθρώπων και να πεθαίνουν από την πείνα εκατομμύρια. Αξίζει να διαβαστεί το «Αμέρικαν ντάρλινγκ». Και θα διαβαστεί απνευστί.
Eurokinissi |
Ο κάθε δρόμος της Αθήνας και η κάθε πλατεία της έχουν τη δική τους ιστορία, όπως και το κάθε παλιό κτίριο, από όσα σώθηκαν μέχρι τα δικά μας χρόνια, είναι συνδεμένο με γεγονότα που θυμίζουν το παρελθόν, αλλά σε κάνουν να συγκρίνεις και το χτες με το σήμερα. Ο συγγραφέας «πηγαίνει» με τον αναγνώστη στο Κολωνάκι και στη Νεάπολη, στου Ψυρρή και στην Πλάκα, στην Ομόνοια και στο Μεταξουργείο και εκεί, περπατώντας στους δρόμους, έχουν να πούνε παλιές ιστορίες, με πολλά ανέκδοτα, να θυμηθούν και να γελάσουν, να συγκρίνουν τη ζωή των παλιών Αθηναίων με τη ζωή των σημερινών κατοίκων της πόλης, οι οποίοι διαπιστώνουν, τελικά, ότι πολλά άλλαξαν σ' αυτόν τον τόπο, αλλά και πολλά όχι. Εμειναν τα ίδια και χειρότερα...
«Στην περιοχή της Δεξαμενής, που ονομάστηκε έτσι από τις δεξαμενές νερού, που υπήρχαν εκεί τα παλιά χρόνια, άλλαξε κι εκεί το σκηνικό. Είναι και η Δεξαμενή Κολωνάκι. Και βέβαια κάποια εποχή ήταν πολύ της μόδας. Οι μεσίτες λένε ότι και τώρα είναι περιζήτητα τα ακίνητα της περιοχής. Οι ιδιοκτήτες πωλητές ζητάνε ό,τι θέλουν. Κι αυτοί που νοικιάζουν αγριέψανε. Ακόμη και για μια θέση σταθμεύσεως σε σκεπαστό χώρο ζητούσαν εδώ και λίγο καιρό 300 ευρώ το μήνα, όσο και το ενοίκιο για ένα δυάρι σε άλλη περιοχή της Αθήνας.
Ο κύκλος των διανοουμένων της Δεξαμενής ήταν ονομαστός. Τα πρωτεία, βέβαια, τα είχε ο Παπαδιαμάντης, την εποχή που μετακόμισε, με την προτροπή του Νιρβάνα, από του Ψυρρή, όπου έμενε επί είκοσι περίπου χρόνια και εγκαταστάθηκε στη Δεξαμενή. Καθόταν πάντα παράμερα και δειπνούσε με μερικά παξιμάδια κι ένα ποτήρι μαύρο κρασί στο καφενείο του κυρ - Γιάννη. Ο Παπαδιαμάντης, όπως έλεγε ο Βάρναλης, με την αγιογραφική του γενειάδα και με γυρμένο το κεφάλι στον αριστερό του ώμο, δειλός και αποφεύγοντας τις γνωριμίες και τις παρέες και μην κοιτάζοντας ποτέ τους άλλους, βυθιζότανε στη μυστική ενατένιση των αγγελικών του οραμάτων.
«Οι πνευματικές συγκεντρώσεις της Δεξαμενής κράτησαν μέχρι το 1912, αλλά και μέχρι το 1934 αρκετοί από τους λογίους της εποχής, όπως ο Βλαχογιάννης, εξακολουθούσαν να πηγαίνουν στο εκεί καφενεδάκι. Ηταν άλλα χρόνια, άλλοι άνθρωποι. Στα απομνημονεύματά του ο Κώστας Βάρναλης λέει ότι ανέβηκε στη Δεξαμενή το 1906 και σημειώνει:
"Εκεί απάνου βρήκα μαζί με τα ψηλά δέντρα, τον καθαρόν αέρα, τον ήλιο και τη μακρινή θέα του Σαρωνικού, που με μεθούσε με τη γαληνάδα του και τ' αστράμματά του, τον καλύτερον εαυτό μου... Η Δεξαμενή τότε, είχε όλη της τη φυσική ομορφιά. Δεν είχε μαρμάρινες σκάλες, δεν ήταν σφιγμένη σε... κορσέδες από πέτρινα ντουβάρια και σιδερένια κάγκελα. Χαιρότανε το ψήλος της και τη λευτεριά της μακριά από τη βέβηλη πολιτεία. Οι λεύκες της ψηλές και ρωμαλέες από τις ωραιότερες της Αθήνας, χαρίζανε το δροσερό τους ίσκιο στους ερημίτες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια βρύση στη μέση έτρεχε αδιάκοπα μέρα και νύχτα και αχολογούσε φλύαρα και χαρούμενα σαν ένα πλήθος από πουλιά. Τις νύχτες του φθινοπώρου, όταν φυσούσε ο βοριάς και βογκούσανε οι λεύκες και τα πεσμένα φύλλα χορεύανε, ο αχός της βρύσης έπαιρνε τον πιο μελαγχολικό τόνο. Σχεδόν με τρόμαζε".
Για το καφενείο του κυρ - Γιάννη, που ήταν στη Δεξαμενή και είχε πελάτες τους λογίους, λέει ο Βάρναλης ότι, δίπλα στο τζάκι, είχανε ένα σιδερένιο τραπέζι δικό τους κι απάνου στο περβάζι σωρός τα βιβλία τους, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Ο αέρας το χειμώνα έμπαινε από τις χαραμάδες της παράγκας και τους θέριζε. Χαρακτηρίζει το καφενείο άσυλο φιλόξενο, γιατί εκεί μέσα, μαζί με κάποιους άλλους συμφοιτητές του, μελετούσαν και πήρανε το δίπλωμά τους.
Ο Βάρναλης έζησε έντονα σαν φοιτητής εκείνα τα ευλογημένα χρόνια της Δεξαμενής και ομολογεί πως μαζί με άλλους "Μαλλιαρούς", είχανε γίνει η μάστιγα της συνοικίας. Με τις ατέλειωτες συζητήσεις τους, τις φωνές τους και τα γέλια τους δεν άφηναν τους γέρους να διαβάζουνε την εφημερίδα τους, αλλά δεν άφηναν και τους γείτονες να κοιμηθούνε τα μεσημέρια και τις νύχτες. Βρίσκονταν αυτός και οι συμφοιτητές του στην ηλικία των ανοιξιάτικων ερώτων. Ηταν ρομαντικοί, εξώκοσμοι, κακοντυμένοι και δεν τολμούσαν να προσφέρουν την καρδιά τους σε κανένα κορίτσι της γειτονιάς. Γράφει στα απομνημονεύματά του:
"Αγαπούσαμε μονάχα "εξ αποστάσεως" όλοι μαζί το ίδιο κορίτσι στην οδό Δεινοκράτους και του κάναμε τις νύχτες καντάδες. Και ποτές δεν τσακωθήκαμε γι' αυτό τον κοινό καημό. Δεν είχε καμιά προοπτική να καταλήξει σε τίποτα. Ητανε ο καημός του... απείρου, που έδερνε την άδεια και χαώδη νεανική καρδιά μας εκείνου του καιρού! Ξεθυμαίναμε στα... ποιήματα!"».