Κυριακή 21 Ιούλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Εν συντομία

Σε αυτό το βιβλίο - φυτολόγιο θρύλων - περιέχονται αρχαίοι μύθοι για τις μεταμορφώσεις Θεών, ανθρώπων, νυμφών ηρώων, σε άνθη, δέντρα, φυτά. Οι μύθοι έχουν σταχυολογηθεί από τα Ομηρικά και τα Ησιόδεια έπη, από τη λυρική δραματική ποίηση, από την ευφάνταστη ιστορία του Ηροδότου, από τα κείμενα των ποιητών της αλεξανδρινής και της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Ο έρωτας, ο πόνος, η ευτυχία, ο καημός, η απελπισία, η περιέργεια, η τρέλα όλα τα ανθρώπινα πάθη είναι ικανά ν' αλλάξουν τον κόσμο, τη μορφή, ακόμη και το ρυθμό του. Οποιος νομίζει ότι ένα φυτό γεννιέται μόνο από σπόρο ή από τη ρίζα ενός άλλου φυτού, είναι γελασμένος, όποιος πιστεύει ότι τα ανθοπέταλα κρύβουν ένα μήνυμα μόνον για τις μέλισσες, είναι ανίδεος. Ο κόσμος δεν είναι μόνον ό,τι βλέπουμε και ούτε ήταν πάντα όπως είναι... Ούτε και θα συνεχίσει να 'ναι έτσι. Ο κόσμος αλλάζει, λέει η ποιητική φαντασία των ανθρώπων που γεννά τους μύθους των μεταμορφώσεων, γι' αυτό μας φαίνεται εφήμερος, ενώ στα αλήθεια είναι αιώνιος. Κάθε αλλαγή, κάθε μεταμόρφωση τον πλουτίζει, τον ανανεώνει. Του δίνει συνέχεια. Οι μύθοι αυτοί στους περισσότερους ανθρώπους, φαίνονται μόνον ποιητικοί, ενώ είναι βαθιά φιλοσοφικοί. Ποιος από μας δεν έχει δει με τα μάτια του τους αγαπημένους νεκρούς να γίνονται λουλούδια; Αυτά γράφει η εκλεκτή συγγραφέας, η Ζωή Βαλάση στον πρόλογο του βιβλίου της «Ο κήπος των μεταμορφώσεων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος» με ζωγραφιές της Λεμονιάς Αμαραντίδου.

Μικρές σελίδες

Associated Press

Το όνειρό μου να πάω στην Κούβα, ακόμη δεν έχει εκπληρωθεί. Υπομονή, ψιθυρίζω στον εαυτό μου, αλλά αυτό δε με παρηγορεί. Μιας λοιπόν και η υλοποίηση της επιθυμίας μου συνεχώς αναβάλλεται, μιας και ποιος ξέρει πότε και εάν θα γίνει πραγματικότητα η μετάβασή μου στο πανέμορφο αυτό μακρινό νησί, δεν έχω άλλη επιλογή. Θα φέρω την Κούβα σε μένα! Στην κουζίνα μου. Πώς; Τα νοερά ταξίδια γίνονται με τη φαντασία και με την όρεξη.... Απλώς θα ετοιμάσω μια σαλάτα με μπακαλιάρο, αβοκάντο και κόκκινες πιπεριές. Τι θα χρειαστώ; Ενα κιλό μπακαλιάρο καλά ξαλμυρισμένο, ένα κουτάλι της σούπας λάδι, 3 σκελίδες σκόρδο, 1 φλιτζάνι του καφέ ψιλοκομμένο μαϊντανό, πιπέρι, αλάτι, 3 ψημένες κόκκινες πιπεριές ξεφλουδισμένες και 3 αβοκάντο. Βράζουμε το μπακαλιάρο σε λίγο νερό επί 20 λεπτά της ώρας. Επειτα τον μαδάμε σε μικρά κομματάκια και σε ένα τηγάνι βάζουμε λάδι, προσθέτουμε το κρεμμύδι, το σκόρδο και τα τσιγαρίζουμε για δύο λεπτά. Προσθέτουμε τις ντομάτες, το μαδημένο μπακαλιάρο, το χυμό από το λεμόνι και τα αφήνουμε για 2 λεπτά. Το αφήνουμε να κρυώσει, προσθέτοντας το μαϊντανό και το πιπέρι και μετά το βάζουμε στο ψυγείο. Ετοιμάζουμε το ντρέσιγκ βάζοντας στο μίξερ 3 κουταλιές καλό μαύρο ξίδι, μια κουταλιά μουστάρδα, μια σκελίδα λιωμένο σκόρδο και 3 κουταλιές λάδι. Σερβίρουμε σε μεγάλα πιάτα βάζοντας τον μπακαλιάρο στη μέση. θα τον διακοσμήσουμε με τις φέτες από τις κόκκινες πιπεριές και τις φέτες του αβοκάντο και θα περιχύσουμε με το ντρέσινγκ (κατά το ελληνικότερο, τη σάλτσα). Επειτα, μιας και αναφέραμε τη σάλτσα θα χορέψουμε «Σάλσα», το χορό που μαγεύει τους Κουβανούς και όχι μόνον!

Καθ' οδόν: Στο Ρωσικό Μοναστήρι

Μονή Σίμωνος Πέτρας
Μονή Σίμωνος Πέτρας
Με την εξαιρετική «ξενάγηση» του Βασίλη Λιόγκαρη θα βρεθούμε και πάλι στο Αγιον Ορος. Πάμε;

Γιαλό γιαλό πηγαίνεις. Στραφτολογάει το άσπρο βότσαλο. Ηρεμη συνύπαρξη. Σχήματα, χρώματα, όγκοι. Πλάτυνε την καρδιά σου να χωρέσει. Γίνου μάτια γιομάτος κι αυτιά και δάχτυλα. Ασήκωτη η ομορφιά σε ξεσηκώνει. Λίγο παρέκει η Μονή Ξενοφώντος. Η χαρά του γέροντα ατελείωτη. Μπορεί ώρες να σου μιλά, θέλει να ξεδώσει, θέλει να σου γεμίσει το μυαλό με ό,τι όμορφο πιστεύει. Πιο χαμηλό απ' το Δοχειάρι, έχει την άνεση στο μάκρος. Μπουκέτο από τρούλους το καθολικό. Γύρω τοιχία και πολεμίστρες και καμπαναριό. Μπαλκονάκια ξύλινα. Ολα πιο σεμνά όλα πιο λιτά. Πίσω πευκώνας και καστανιές και φλάμουρα. Δεν έχεις χρόνο να σταθείς. Ο καϊκτσής χρόνια τώρα κάνει τούτο το ταξίδι, κάθε μέρα φορτώνει, ξεφορτώνει, χάνεται. Αφησε δυο γέροντες. Το καλημαύκι ανεμίζει. Ο καιρός είναι καλός. Κοντοζυγώνει Δεκαπενταύγουστο. Η πιο μεγάλη, η πιο τρανή μέρα στο Ορος.

Και να, το καΐκι θα πιάσει τη σκάλα του Ρωσικού. Δεν είναι μοναστήρι αυτό. Πολιτεία ολάκερη, και τι να πρωτοχαρείς. Πλατάνια δίπλα στο κύμα. Κι όμως, δίπλα στο κύμα. Τινάζουνε μπόι στους τοίχους της μονής. Λιοπύρι βασανιστικό. Κι η σκιά ξεκούραση. Η βρύση θολοσκέπαστη. Η κληματαριά γλυκό κίτρινο σταφύλι. Πατωσιά από καλντερίμι. Ο κισσός φιδοσέρνεται στα τοιχία και στα δέντρα.

Ο θόλος πράσινος. Οι θόλοι πράσινοι. Πολλοί θόλοι. Πολιτεία ολάκερη σου λέω. Λιθάρια χορταριασμένα. Κυπαρίσσια σε σύναξη.

Ο Αγιος Παντελεήμονας. Είναι τ' όνομα της μονής. Τρεις χιλιάδες κελιά, μέσα κι έξω ένα γύρω. Χτίσματα ψηλά και μακριά. Σήμερα ερειπωμένα. Ακατοίκητα. Βομβαρδισμένα αγριοπούλια κουρνιάζουνε. Λιμανάκια και αποβάθρες απανωτές. Ετοιμα να δεχτούν πολλούς προσκυνητές. Ατέλειωτο το μοναστήρι. Μια καμπάνα που ζυγίζει κάπου δεκατέσσερις τόνους χαλκό. Βάλε με το νου σου καμπάνισμα. «Οταν ο καιρός είναι ούριος φτάνει ο ήχος μέχρι Σκιάθο και Αλόννησο», λέει ο γέροντας. Εργο εντυπωσιακό, αλαζονικό. Ρούσικο μπαρόκ. Αχόρταγη η ψυχή του ανθρώπου να υπηρετήσει το Θεό. Αχόρταγος ο θάνατος να δικαιώσει την ύπαρξή του.

Μονή Παντελεήμονος
Μονή Παντελεήμονος
Πας ν' αποξεχαστείς, να μη θυμάσαι. Σε τραβά η θάλασσα, σε τραβά το πλατάγισμα της μηχανής.

Αραξοβόλι της πολιτείας. Λιμάνι του Αθω η Δάφνη. Μικρολίμανο, ανοιχτό στο άγριο κύμα. Βάρκες και καΐκια και κίνηση.

Η Δάφνη ήταν κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας, την οποία αγάπησε με πάθος ο Απόλλωνας. Αυτή για να διαφυλάξει την παρθενία της κατέφυγε στον όρμο των παρθένων του Αθω. Η Δάφνη, το πρώτο στεριανό πάτημα στο Ορος και γύρισε χίλια χρόνια πίσω. Ταπεινό, ασήμαντο ψαροχώρι. Ολόγυρα στο μικρό μόλο μαζεύεται η ζωή. Βιασύνη. Ενα ανακάτωμα λαϊκοί και μοναχοί. Μικρομάγαζα. Μικρά αγιορείτικα ενθύμια. Μοσχολίβανο, εικόνες, ρακί, σάβανα, σταυρουδάκια, μπιχλιμπίδια, κάσκες οδοιπόρων, μπαστούνια. Μικρά ασήμαντα μαγερειά με φασολάδα. Καφενές με ξύλινους πάγκους κάτω από τσίγκινα στέγαστρα. Κληματαριές κι άγιο κλήμα. Μικρές γαλάζιες ορτανσίες.

Πλευρίζει στο αρσανάκι το καΐκι. Ενας κόσμος έρχεται. Ενας άλλος έτοιμος να φύγει. Ενα παλιό λεωφορείο περιμένει να φορτώσει αυτούς που ξεμπαρκάρουν. Ενας και μοναδικός δρόμος. Οι Καρυές. Πρέπει να φτάσεις στις Καρυές οπωσδήποτε. Προσκυνητής είσαι, μουσαφίρης, πρέπει να παρουσιαστείς στην Ιερά Επιστασία και να εφοδιαστείς με ειδικό συστατήριο έγγραφο που λέγεται διαμονητήριο. Με το χαρτί αυτό στην τσέπη και με κέντρο κίνησης τις Καρυές αρχίζει το οδοιπορικό σου.

Το μικρό λεωφορείο ξεκινά. Δε βρήκες θέση. Πού να βρεις; Αλλοι κρέμονται στα πλάγια. Ανηφορίζει. Αγκομαχά κι ανηφορίζει. Καταπίνει τις στροφές. Η θάλασσα καταγάλανη πλέκεται στα πόδια σου. Τα πλεούμενα σωρό. Ο δρόμος σκαλισμένα κατσάβραχα. Η βλάστηση γύρω οργιάζει. Πώς μπλέκεται έτσι η βλάστηση... Δε θα βγάλεις άκρη. Ολα τα πράσινα μαζί. Δίστρατα με ξύλινους σταυρούς και μονοπάτια. Κι αν σου βρεθεί το ξέφωτο μην παραλείψεις να δεις απόμακρη πια τη θάλασσα, στην άβυσσο χαμένη. Και τα πλεούμενα κουκκίδες ασήμαντες. Μπήκες σε δάσος πάλι και σκοτείνιασε ο ήλιος. Να βάλεις το κεφάλι μέσα απ' το παράθυρο. Κλώνοι και φυλλωσιές σου 'χουνε θυμό. Θα μπουν να σε χτυπήσουν. Εχουνε βασίλειο κι εξουσία. Τεράστιες οξιές, αγριοκαστανιές, καρυδιές, κέδροι. Ολα τα πράσινα. Συνάμα ειρήνη και πόλεμος.

Μονή Ξενοφώντος
Μονή Ξενοφώντος
Πήρες να κατηφορίζεις. Ενιωσες πως ημέρεψε το πράσινο, ξέφωτα ανοιχτά. Πλημμύρα οι μπαχτσέδες. Νερά τρεχούμενα. Θάμνοι κι αγριόθαμνοι και φουντουκιές. Φτάνεις στις Καρυές. Οχι, δε θα πεις πως κουράστηκες. Δε φτουράει κούραση εδώ. Η λαχτάρα είναι πιότερη. Τελευταία στροφή. Πρωτοαντίκρισες την πρωτεύουσα του Ορους. Πλακοντυμένες σκεπές από γκρίζο. Κεραμιδένιες σκεπές από κόκκινο. Ψηλές καμινάδες προσαρμογή στον τόπο, στον καιρό. Λιθόστρωτα σπαρμένα αραιά σπίτια. Δίπατα. Τρίπατα. Αλλα κατοικούνται, άλλα όχι. Παμπάλαια, εγκαταλειμμένα. Σημαδεμένα από την ιστορία. Αρχοντική αγιορείτικη κοψιά κι αρχιτεκτονική. Ολα με παρεκκλήσια. Ανοιχτά παράθυρα να μπει το φως. Και τα λουλούδια στις αυλές ανθισμένα. Ξέχασε πως βρίσκεσαι στην εποχή σου. Είσαι μέσα σε μια ταινία εποχής με σημερινά ρούχα. Μεσαιωνικής εποχής. Ζεις και αναπνέεις τον αέρα της και τον τρόπο ζωής. Θηλυκό δεν υπάρχει. Ανυπαρξία. Αξιο ν' απορείς με τ' ανθισμένα ζουμπούλια και γιασεμιά. Μοσχοβολά ο αγέρας, ο φταίχτης, ο γονιμοποιός.


Ενα λιμανάκι της μονής Γρηγορίου
Ενα λιμανάκι της μονής Γρηγορίου
Ελληνικά ερωτικά

Ελλάδα: «Δε θα τολμούσα να πω πόσες φορές μου έτυχε να γράψω για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για το ελληνικό τοπίο. Πριν από καιρό μου δόθηκε η δυνατότητα να προσδιορίσω τις εντυπώσεις που τόσα χρόνια συλλέγω μπροστά στην εκπληκτική και συχνά συνταρακτική ομορφιά ορισμένων τόπων της Ελλάδας, με την ευκαιρία της δημοσίευσης ενός λευκώματος φωτογραφιών του Γιώργου Δεπόλλα. Πράγμα που έκανα αυθόρμητα γιατί αυτές οι φωτογραφίες είναι από τις πιο αποκαλυπτικές αυτής της σύγχρονης μυστικής και ανοιχτής σε όλους, καθημερινής και χωρίς ηλικία ελληνικής ομορφιάς. Πώς ήταν η Ελλάδα πριν γίνει Ελλάδα; Θέλω να πω, πριν γίνει η καρδιά και η εστία όλης της Μεσογείου; Πριν ακόμα αυτό που είναι σήμερα, η χώρα δηλαδή που προτιμούν οι τουρίστες; Συχνά το αναρωτιόμουν μπροστά στα ελληνικά τοπία που αγκάλιαζα με το βλέμμα χρόνια ολόκληρα. Πιο στοιχείο, ποια λεπτομέρεια, ποιο σύνολο κάνουν ένα τοπίο πραγματικά ελληνικό; Επί χρόνια επισκεπτόμουν όλες τις μεσογειακές ακτές και μπορώ να πω ότι πολλά μέρη της Προβηγκίας, της Ιταλίας ή της Μικράς Ασίας μοιάζουν με την Ελλάδα ή τη θυμίζουν», γράφει στο γράμμα «Εψιλον», στο βιβλίο του «Ερωτικό λεξικό της Ελλάδας» (Εκδόσεις Χατζηνικολή), ο Ζακ Λακαριέ (Jacques Lacarriere) προσθέτοντας τη φράση του Οδυσσέα Ελύτη:

«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα λόγια μπορείς να την ξαναφτιάξεις».

Τώρα, ίσως αναρωτηθεί κανείς τι είναι ένα ερωτικό λεξικό; Μα φυσικά ένα λεξικό επιλεκτικό όπως και ο έρωτας. Ο ίδιος ο συγγραφέας στο σύντομο πρόλογό του, ανάμεσα στα άλλα, γράφει: «Αναγκαστικά, ένα παρόμοιο λεξικό καθρεφτίζει τον άνθρωπο που το έχει σκεφτεί και το έχει συντάξει, καθώς και, για μένα, τη χώρα που αφού περιδιάβηκα στη συνέχεια μοιράστηκα και μοιράζομαι τους τόπους, τους δρόμους, την ιστορία της και τους συγγραφείς εδώ και τόσα χρόνια. Ναι, μια χώρα που θέλησα να μοιραστώ με τους Γάλλους αναγνώστες πρώτα, και σήμερα με τους Ελληνες: την Ελλάδα όπως εγώ την έζησα και όπως τη γνώρισα όταν ήμουν ακόμα παιδί, από τους αρχαίους ποιητές και συγγραφείς της. Μια Ελλάδα που πάει από τον Ομηρο ως τον Τσιτσάνη, μέσα από φωνές, ποιήματα, τραγούδια και έργα που εδώ και τόσα χρόνια επιλέγω και μεταφράζω. Μια Ελλάδα που πηγαίνει από τον Αναξαγόρα ως το ζεϊμπέκικο, από τη Σαπφώ ως τον Σικελιανό, από τα αμυγδαλωτά ως τα παξιμάδια, από τα ακριτικά τραγούδια ως τα ρεμπέτικα...».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ