Επέμενα να σταματήσουμε στην πόλη, όχι είπα δεν ήμουνα κουρασμένη, να βιαστούμε και να δούμε όσα περισσότερα μπορούμε όσο έχει φως. Ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει. Η οικεία μορφή του Παπαδιαμάντη κλέβει την προσοχή μου. Στέκεται ασάλευτη, σκεπτική και ανάγλυφη στην είσοδο του Μπούρτζι (βενετσιάνικο φρούριο), στην πευκόφυτη χερσονησίδα. Πάμε; Πήγαμε, περπατήσαμε στο δρομάκι κάτω από το ανοιχτό θέατρο, από όπου ακούγονταν μουσικές νότες. Κάποια παιδιά έκαναν πρόβα, έτσι φαίνεται. Καθίσαμε στο γραφικό καφενεδάκι που κοιτάει λίγο τα πανέμορφα παλιά σπίτια, λίγο τη θάλασσα, λίγο τον ήλιο που δεν αντέχει άλλο και κουρασμένος γέρνει πάνω στο υγρό γκριζογάλανο μαξιλάρι. Ας κρατήσω όσο μπορώ περισσότερο αυτήν την εικόνα σκέφτομαι, ας την κρατήσω, για να την ανακαλώ όταν ανάγκη θα την έχω τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες που έρχονται. Τις σκοτεινές νύχτες χωρίς φεγγάρι που είναι καθ' οδόν.
Σε μια μυστική επικοινωνία με τον ουρανό, η θάλασσα συνεχώς μετέβαλλε την εικόνα της. Ακίνητη, ρυτιδιασμένη, ανήσυχη, θυμωμένη, γαλήνια, ζεστή, φιλική ή σε απωθούσε μακριά της ή σε καλούσε να βυθιστείς μέσα της. Κι αυτό ακριβώς κάναμε, απλώς περιμέναμε τις προσταγές της. Μια είχαμε την εντύπωση ότι το καλοκαίρι είχε πάρει παράταση από το θεό και πως ο χειμώνας εδώ κανένα δικαίωμα δεν είχε. Αλλά, να που αυτός ο πονηρός ενέσκηπτε ξαφνικά, και στα αρπαχτά τα έκανε όλα έτσι όπως μονάχα εκείνος ξέρει. Μα κι έτσι ακόμα, όταν ο ουρανός αναλυόταν σε λυγμούς, όταν ο Αίολος άνοιγε τους ασκούς του, τούτος ο τόπος δεν έχανε τη γοητεία του. Νησί παντός καιρού είναι.
Σε απόσταση δώδεκα χιλιομέτρων από το κέντρο βρίσκεται η πασίγνωστη παραλία, εκεί όπου τα πεύκα και οι κουκουναριές σκύβουν ευλαβικά πάνω στη χρυσή λεπτή άμμο. Είναι άδεια. Από τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες μπορείς να υπολογίσεις τι γίνεται εδώ το καλοκαίρι. Χίλιες φορές τις προτιμώ έτσι χωρίς το ανθρώπινο στοιχείο, στριμωγμένο, ιδρωμένο, κακοποιημένο από τον καυτό ήλιο. Απαιτητικό όπως πάντα, εκνευρισμένο ίσως...
«Το κτίσμα είναι του 17ου αιώνα και επισκευάστηκε στα 1726 και στα 1798. Γι' αυτήν την Παναγιά ακούγονται πολλοί θρύλοι. Ονομάζεται Εικονίστρια επειδή εμφανίστηκε, Κλωνίστρια επειδή βρέθηκε σε ένα κλαρί και Κουνίστρα επειδή αιωρούνταν. Γιορτάζει στις 21 Νοέμβρη».
Είναι χτισμένο σε απρόσιτη τοποθεσία στο βόρειο άκρο του νησιού που κάποτε, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν η πρωτεύουσά του. Ομως, στα 1829 οι κάτοικοί του το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν στην πρώτη πρωτεύουσα, την αρχαία, τη σημερινή Σκιάθο. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο Αγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών που από κει έφευγαν τις νύχτες χωρίς φεγγάρι και περνούσαν στις ακτές της Τουρκίας και στη συνέχεια στην Αίγυπτο. Στη θαλάσσια περιοχή του Κάστρου βυθίστηκε τον Σεπτέμβρη του 1943 το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης». Περπατώντας ανάμεσα στα ερείπια θα δεις τρεις εκκλησίες που ακόμη σώζονται: Ο Χριστός στο Κάστρο, η Αγία Μαρίνα και ο Αγιος Νικόλαος.
Πόσες φορές πέρασα, στα αλήθεια, μπροστά από το σπίτι, όπου έζησε και πέθανε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης; Αμέτρητες. Και πόσες φορές είπα «έχω καιρό, αύριο θα έρθω», ισάριθμες. Μα να που αυτό το αύριο δεν ήρθε. Εφυγα χωρίς να το επισκεφτώ. Ούτε αυτό, αλλά ούτε και τη Μονή της Ευαγγελίστριας, η οποία εκτός από το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι χτισμένη μέσα σε μια φύση ασύλληπτης ομορφιάς. Ντροπή μου...
Φυσικά, ο Φουέντες προσπαθεί, επιτυχώς από λογοτεχνικής πλευράς, να εισχωρήσει μέσα στην ψυχή των ηρώων του. Να τους δώσει φωνή, για να εκφράσουν τη δική τους εκδοχή. Να μας πείσουν για το δικό τους δίκιο. Ομως, έχοντας διαβάσει πολλά ιστορικά βιβλία πάνω στο θέμα δεν έχω, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είναι υπεύθυνος και ποιος προκάλεσε όλη αυτή την καταστροφή. Ποιος αποφάσισε τη γενοκτονία τόσων λαών. Ποιος πήρε τη γη τους, τα πλούτη τους, ποιος έκανε σκλάβο τον γηγενή, ποιος βίασε, σφαγίασε, βασάνισε, λήστεψε και περιφρόνησε εκατομμύρια απλών ανθρώπων. Δεν είμαι Μεξικάνα, ούτε Ινδιάνα, οπότε μπορεί κανείς να μου πει ότι αφού δεν είμαι, δεν έχω δικαίωμα γνώμης. Και όμως νομίζω ότι έχω. Σ' αυτό το σύντομο σημείωμα, θα περιοριστώ να χαρακτηρίσω μονολεκτικά την πένα του συγγραφέα Φουέντες. Είναι καταπληκτική. Ομως για τον άνθρωπος Φουέντες δεν ξέρω, δεν τρέφω μεγάλη εκτίμηση για τους αμέτοχους σε τέτοιες τραγωδίες.
Οπως έγραφα στην πλαϊνή στήλη, δεν επισκέφτηκα το σπίτι του Παπαδιαμάντη από επιπολαιότητα. Οποιος λέει «έχω καιρό, αύριο θα πάω», τι άλλο σημαίνει εκτός του ότι είναι επιπόλαιος. Διότι ποτέ δε φτάνει ο χρόνος και το ξέρεις. Σήμερα, καθώς έγραφα για τη Σκιάθο αποφάσισα πως, τουλάχιστον, οφείλω στον εαυτό μου να ξαναδιαβάσω όλα τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και όχι μόνον την εξαιρετική «Φόνισσα», όπως κάνω συνήθως όταν με πιάνουν οι τύψεις. Τώρα που είδα, έστω και απ' έξω, το σπίτι που γεννήθηκε στα 1851 ο γιος του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη, που τέλειωσε το Σχολείο με αρκετές διακοπές, οι οποίες οφείλονταν σε οικονομικούς λόγους, τελικά έκανε μια πολύμηνη επίσκεψη στο Αγιον Ορος και μετά γράφτηκε στη Φιλοσοφική από την οποία δεν πήρε πτυχίο. Το 1879 κάνει τη δημόσια λογοτεχνική του εμφάνιση με το ρομαντικό μυθιστόρημα «Η Μετανάστις» που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «νεολόγος». Ακολούθησαν και άλλα μυθιστορήματα όπως «Οι Εμποροι των Εθνών» «η Γυφτοπούλα» και άλλα. Μα σήμερα ο Παπαδιαμάντης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους μας. Κι αυτά τα διηγήματα πρόκειται να ξαναδιαβάσω. «Οι χαλασώρηδες», «Βαρδιάνος στα Σπόρκα», «Η Φόνισσα» και τα «Ρόδιν' Ακρογιάλια». Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνώ ότι αν και αυτοδίδακτος (έμαθε τις ξένες γλώσσες μόνος του και μελέτησε ξένη λογοτεχνία) μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Ντυμά, Τουργκένιεφ, Μπρετ Χαρτ και άλλους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς. Η γοητεία που ασκεί πάνω μου ο Παπαδιαμάντης είναι αυτή που άσκησε για λίγες μέρες το νησί του με τα Ρόδιν' Ακρογιάλια που θέλω να ελπίζω ότι θα τα ξαναδώ σύντομα.