Κάτω από την πόρτα μου συχνά βλέπω μια εφημερίδα αφημένη «Τα νέα της Κυψέλης», μια εφημερίδα που διανέμεται δωρεάν. Ολο λέω να τη διαβάσω και όλο το αναβάλω. Μα αυτή τη φορά είπα ότι οφείλω να της ρίξω μια ματιά. Και το έκανα. Στην πρώτη σελίδα δεσπόζει το πρώτο θέμα που έχει τίτλο «Αγία ζώνη: Η ιστορία της Κυψέλης» με την υπογραφή Στ. Παπαπολυμέρου και ξεκινά έτσι: «Ενα μικρό μουσείο που συγκεντρώνει πλήθος μαρτυρίων για την ιστορία της περιοχής από τον 19 αιώνα και εντεύθεν, αποτελούν η εκκλησία της Αγίας Ζώνης μαζί με τον περιβάλλοντα της χώρο, στην ομώνυμη οδό». Δε θα έχανε κανείς τίποτε που κατοικεί στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του πλανήτη μας μετά φυσικά από την πόλη του Μεξικού, όταν βλέπει αυτήν εφημεριδούλα να τη σηκώνει από κάτω και να τη διαβάζει. Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα.
Πάμε κάπου, μακριά από τα καθημερινά προβλήματά μας. Πάμε οπουδήποτε μάς οδηγήσει ένα κοκτέιλ με Σανγκρία, φτάνει να φύγουμε για λίγο από εδώ. Να ξεχαστούμε, να απομακρυνθούμε να χαλαρώσουμε, να ξεδώσουμε. Λοιπόν: Ανακατεύουμε μέσα στο σέικερ τα υλικά: 5/6 Κρασί κόκκινο μπρούσκο, 1/6 Κουαντρώ, μια κουταλιά της σούπας ζάχαρη, Φλούδες λεμονιού, και πορτοκαλιού, φέτες από ροδάκινο αν βρείτε φυσικά, κύβους ανανά και φρούτα εποχής και φυσικά πολλά παγάκια. Μετά το ανακάτεμα τα βάζουμε κατευθείαν στην καράφα.
Και ένα πασχαλιάτικο κοκτέιλ, και ας είναι ακόμα νωρίς για κάτι τέτοιο: Λευκό κρασί ξηρό, λοιπόν, όσο τραβάει η ψυχή σας. 3 φέτες ανανά κομμένες σε κομματάκια, 1/4 αχλάδι κομμένο σε κύβους, φλούδες σταφυλιού, μερικές σταγόνες Αγνκστουρα και πολλά παγάκια. Τα βάζουμε κατευθείαν στο ποτήρι, τα ανακατεύουμε και τα πίνουμε στην υγεία σας.
Για την πίτα αυτή, που σας προτείνουμε, χρειαζόμαστε ένα κιλό διάφορα χόρτα από αυτά που γίνονται τσιγαριστά, όπως σπανάκι, λάπαθα, καυκαλήθρες, πράσα κλπ., λίγο άνηθο, 3 κρεμμύδια, ένα φλιτζάνι λάδι και αλατοπίπερο. Αυτά, αν τη θέλουμε σκέτη χωρίς τυρί.
Καθαρίζουμε και πλένουμε πολύ τα χόρτα. Τα στραγγίζουμε και τα τσιγαρίζουμε με όλα τα υλικά μαζί. Στο μεταξύ, έχουμε ανοίξει φύλλα και στρώνουμε 4 κάτω, αφού αλείψουμε με λάδι ένα ένα. Από πάνω απλώνουμε μια στρώση χόρτα και ένα φύλλο, ύστερα άλλη μια στρώση χόρτα και άλλο φύλλο και, τέλος, τα υπόλοιπα χόρτα και τα υπόλοιπα φύλλα, επίσης λαδωμένα. Οταν τελειώσετε, τη χαράζετε σε κομμάτια, ραντίζετε το πάνω φύλλο με λίγο νερό και την ψήνετε στους 200 βαθμούς για 15 λεπτά στην αρχή και μετά στους 150 βαθμούς για 45 λεπτά ακόμη. Σε περίπτωση που δε θέλετε τη χορτόπιτα σκέτη, προσθέστε 1/4 φέτα τριμμένη και δυο αυγά στα τσιγαρισμένα χόρτα. Η Ευαγγελία Σολωμού που μας «έδωσε» τη συνταγή, από το βιβλίο της «Μπατιρομαγειρική» (εκδόσεις «Περίπλους»), μας λέει ότι θα χρειαστούμε: 1 κιλό χόρτα, 3 κρεμμύδια, 1 φλιτζάνι λάδι, αλάτι, πιπέρι, και για το φύλλο ένα κιλό αλεύρι, ένα φλιτζάνι λάδι, αλάτι, δυο φλιτζάνια νερό, 1/4 κιλό φέτα και δύο αυγά... Καλή όρεξη.
Ο γενικός φιλοσοφικός στοχασμός δε βρίσκεται μέσα στα ενδιαφέροντα και στις αρμοδιότητες αυτής της στήλης. Ωστόσο, το σημερινό μας θέμα, μάς φέρνει στο νου τη φράση ενός αρχαίου φιλοσόφου - του Αριστοτέλη, αν δεν κάνουμε λάθος - ότι ο άνθρωπος έχει την ιδιότητα να σκέπτεται με ποσά και στερεότυπα.
Μια περίπτωση επαλήθευσης της θεωρίας αυτής αλλά και διαπίστωσης των παγίδων της πραγματικότητας που δείχνει, είναι η πόλη Πιόνγκ Γιάνγκ, η πρωτεύουσα της ΛΔ της Κορέας. Ανατολική Ασία, είναι, διάβολε. Πώς να μην πάει ο νους σου σε μια παραποτάμια ή παραθαλάσσια έκταση, με βάρκες, με ψαράδες, με πλωτές κατοικίες και ένα τροπικό ήλιο, που θα έψηνε αυγά;
Σχεδόν τίποτε από όλα αυτά δε συμβαίνει. Η Πιόνγκ Γιάνγκ δεν είναι, κατ' αρχήν, παραθαλάσσια. Είναι μια πόλη μεσόγεια, χτισμένη σε ένα από τα λιγοστά λιβάδια μιας χώρας έντονα ορεινής, πιο ορεινής π.χ., από την Ελλάδα. Δεν είναι καθόλου τροπική. Βρίσκεται βορείως του 30ού παραλλήλου. Ετσι, όποιος περιμένει έναν καυτερό ήλιο θα πρέπει να ψάξει αλλού. Οι γενικές καιρικές συνθήκες της πόλης είναι πολύ όμοιες με εκείνες της Αθήνας, ίσως λιγότερο εύκρατες και πιο ηπειρωτικές. Παράλληλα, υπάρχει και ένα γεγονός που δικαιολογεί τη διαπίστωση ότι σχεδόν τίποτε δε συμβαίνει από όσα θυμίζουν την εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας για την Α. Ασία. Η πόλη βρίσκεται στη συμβολή δυο ποταμών, του Νταϊντόνγκ και του Μποντόνγκ. Δεν πρόκειται για μικρούς ποταμούς, αν πάρουμε υπ' όψη μας ότι και οι δυο είναι πλωτοί, ο Νταϊντόνγκ για μεγάλα πλοία και ο Μποντόνγκ για ελαφρά σκάφη αναψυχής. Η συμβολή των δυο ποταμών εξηγεί το ρόλο της Πιόνγκ Γιάνγκ σαν ποτάμιου λιμανιού αλλά και την πυκνή ομίχλη που, κατά διαστήματα, μπορεί να τυλίξει την πόλη.
Η πόλη, όπως είπαμε, είναι καινούρια. Μέσα σ' αυτόν τον καινούριο χαρακτήρα, οι συνοικίες που χτίστηκαν στο βόρειο και στο νότιο άκρο της στη διάρκεια της ένωσης των δεκαετιών '80 και '90 πράγματι ξεχωρίζουν. Συνήθως λευκές, αρχιτεκτονικά «αναζητητικές» και ευρηματικές, οι συνοικίες αυτές της πόλης θυμίζουν, αν η εικόνα που έχουμε είναι σωστή, το Τόκιο, χωρίς το συνωστισμό που λέγεται ότι υπάρχει στην ασιατική αυτή μητρόπολη.
Η Πιόνγκ Γιάνγκ εντυπωσιάζει και με δυο άλλα στοιχεία της.
Το ένα είναι οι δρόμοι της. Ευρύτατοι και, κατά κανόνα, ατέρμονες, διασχίζουν, από πολλές και προς πολλές κατευθύνσεις, την πόλη από τη μια άκρη στην άλλη, αφαιρώντας με ακόμη ένα τρόπο την αίσθηση της «πυκνότητας» του μεγάλου αστικού κέντρου. Οι δρόμοι αυτοί και - οι όχι λιγότερο εντυπωσιακές - πλατείες που σχηματίζονται στις συζεύξεις τους εκτελούν και μια αποστολή πέραν της προφανούς. «Βολεύουν» και τους κατοίκους της Πιόνγκ Γιάνγκ, πολλοί από τους οποίους φαίνεται να έχουν, όπως πολλοί άλλοι κάτοικοι της Ανατολικής Ασίας, μεγάλη αδυναμία στη γυμναστική. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι παίζουν και ένα αισθητικό ρόλο. Ανισόπεδοι σε πολλά σημεία τους, συντελούν, με τις οφιοειδείς περιελίξεις τους, σε ένα πληρέστερο «ταίριασμα» της καινούριας εικόνας της πόλης. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειώσουμε ότι, παρά την ύπαρξη μετρό, οι αρχές, τελικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εγκατάσταση και των τραμ ήταν απαραίτητη.
Θα αναρωτηθεί κανείς και δικαίως ίσως, μα πώς σας ήρθε να ασχοληθείτε κυριακάτικα με την «Ιερά εξέταση;». Στην πραγματικότητα θα νιώσουμε μια αμηχανία, γιατί ξέρουμε ότι δε θα μας πιστέψει αν του απαντήσουμε ότι το ενδιαφέρον μάς προέκυψε εντελώς τυχαία, τουλάχιστον τώρα. Πως εκεί που κάναμε έναν περίπατο στις σελίδες του Ιντερνετ, άσχετοι καθώς είμαστε, κάτι λάθος πληκτρολογήσαμε και ξαφνικά «σκοντάψαμε» πάνω σε ένα κείμενο που μας έκανε εντύπωση. Επειτα διαβάσαμε πολλά. Οταν τα στρατεύματα του Μεγάλου Ναπολέοντα εισέβαλαν στην Ισπανία, δηλαδή στα 1808, ο Πολωνός αξιωματικός, ο συνταγματάρχης Λαμανούσκι άφησε μια γραπτή τρομερή μαρτυρία για τα όσα αντίκρισε ο ίδιος και οι στρατιώτες του στο Μοναστήρι των Δομινικανών στη Μαδρίτη. Αυτοί οι σκληροί άνδρες που είχαν συνηθίσει στην απαίσια μυρουδιά του αθώου αίματος, αυτοί που σκότωναν χιλιάδες συνανθρώπους τους, έμειναν άφωνοι, όταν παρά τα ψέματα και τις αντιδράσεις του ηγουμένου, πως τάχα δεν είχε τίποτε να κρύψει στη Μονή... εκείνος κατέβηκε στα υπόγεια και αντίκρισε ένα φρικτό θέαμα: σκοτεινές υγρές αίθουσες που μέσα ήταν στοιβαγμένοι σαν σκουπίδια άνθρωποι, που είχαν βασανιστεί και υποφέρει όσο δεν περιγράφεται. Ο Λαμανούσκι άδειασε τις φρικτές αίθουσες του ανθρώπινου πόνου με τους γυμνούς, δαρμένους, ματωμένους, τρελαμένους ανθρώπους, τους ελευθέρωσε, και έπειτα τίναξε τη Μονή της ντροπής στον αέρα. Και πολύ καλά έκανε.