Αρχοντες της χώρας οι εφιαλτικοί Παπαδόπουλος, Παττακός και σία.
Στην Εθνική Οδό, ο Χέρμαν και ο Χανς, απόλυτοι άρχοντες του τρόμου.
Βίοι παράλληλοι; Οχι ακριβώς, αλλά σχετικοί. Αλίμονο, τα μεθυστικά αρώματα της εποχής δεν κατορθώνουν να σκεπάσουν τη μακάβρια μυρουδιά του αίματος που ρέει.
Ο Γιάννης Ράγκος με το βιβλίο του «Μυρίζει αίμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ινδικτος», αναπλάθει με εξαιρετική ακρίβεια εκείνη την τραγική εποχή και τις παράξενες συνήθειές της... «Μιλά»... απταίστως... την ακατάληπτη γλώσσα της «επανάστασης», που γιορτάζει, ερήμην του λαού, τα δύο της καταστροφικά χρόνια, ενώ ταυτόχρονα ξεγυμνώνει τη διεστραμμένη φύση των κατά συρροή δολοφόνων. Και γενικά, χωρίς περιττούς χαρακτηρισμούς, καταδικάζει όλους εκείνους που με τον τρόπο τους δολοφόνησαν εκείνο το γλυκό αθηναϊκό έαρ.
Εν ολίγοις, ο συγγραφέας μετά από επίπονη έρευνα και αφού συγκέντρωσε όλο το υλικό, κατόρθωσε να το διαχειριστεί με εξαιρετικό τρόπο. Δηλαδή, να αποδώσει μια πραγματική ιστορία λογοτεχνικά. Πρόκειται για μια πολύτιμη εμπειρία, για όσους δεν είχαν ακόμα γεννηθεί εκείνη την άνοιξη, αλλά και για τους μεγαλύτερους που κοντεύουν να λησμονήσουν τα χρώματα και αρώματα και τα παράξενα της άνοιξης του 1969, που αλίμονο μύριζε αίμα και παραφροσύνη.
Με το δεύτερο βιβλίο της σε αυτή τη σειρά, η Αλεξάνδρα Μπίζη, συνεχίζει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των λιλιπούτιων αναγνωστών. Ο πειρατής Περπερούα με την παρέα του, που τους ταξίδεψε την προηγούμενη φορά στη Βενετία, τούτη τη φορά, έχει προορισμό το βράχο της Σφυρίχτρας, ένα μικροσκοπικό νησάκι με ένα μοναδικό καλύβι στο κέντρο του. Εκεί κρύβεται ένας θησαυρός. Εμείς δε θα αποκαλύψουμε τι περιέχει το σεντούκι, αλλά θα αφήσουμε τα παιδιά να «ζήσουν» τις περιπέτειες και την αγωνία, μαζί με όλη την παρέα της ιστορίας «Ο πειρατής Περπερούα και ο κρυμμένος θησαυρός». Εκτός από τη μεγάλη «αξία» του θησαυρού, εκπλήξεις περιμένουν τα παιδιά στο τέλος του βιβλίου, που αν μη τι άλλο θα διασκεδάσουν ακόμα περισσότερο, ακονίζοντας το μυαλό τους. Η «περιπετειώδης» εικονογράφηση είναι της Ναταλίας Καπατσούλια.
Ο Κώστας Καντζιλιέρης γεννήθηκε στην Τσερνίτσα (σημερινή Αρτεμισία) της Αλαγονίας, μεγάλωσε στην Καλαμάτα όπου είχε και τις πρώτες του συστηματικές μουσικές εμπειρίες συμμετέχοντας στη χορωδία «Ορφέας». Ο ερχομός του στην Αθήνα (1963) με πρώτο μέλημα το βιοπορισμό, δεν του αφήνει περιθώρια για ενασχόληση με το τραγούδι. Πριν από μια εικοσαετία, η συνάντησή του με τον Χρήστο Πανούτσο (ερμηνευτή του μοραΐτικου τραγουδιού) υπήρξε καθοριστική, για τη μετέπειτα πορεία του και η παράλληλη φοίτησή του για μια εξαετία στη μουσική σχολή του Σίμωνα Καρά, αναθερμαίνουν το ενδιαφέρον του για το τραγούδι και τον ωθούν στη συστηματική ενασχόλησή του με αυτό. Κινείται, από επιλογή, στα όρια του ημιεπαγγελματισμού, αφού συνειδητά δε μετασχηματίζει το τραγούδι σε κύριο επάγγελμα και κρατιέται μακριά από τη βιομηχανία της νυχτερινής διασκέδασης των αστικών κέντρων.
Η Αλαγονία βρίσκεται βόρεια της Καλαμάτας, ανάμεσα στα βουνά, στις υπώρειες του Δυτικού Ταΰγετου και εκτείνεται μέχρι τις πηγές του Νέδοντα. Χαρακτηρίζεται από ενδιαφέρουσα ιδιοτοπική μουσική και εθιμοτυπική παράδοση (με έμφαση στα αποκριάτικα έθιμα και στα γαμήλια τραγούδια). Συναποτελείται από έξι χωριά, τα «Πισινά χωριά» όπως λέγονταν την περίοδο της επανάστασης, στα οποία μπορεί να διακρίνει κανείς τρεις επιμέρους πολιτισμικές υποενότητες: α) η περιοχή του Κουτσαβά με τα χωριά Λαδάς και Καρβέλι, γνωστά ως «Λαδοκάρβελα», με δικό τους μουσικό ιδίωμα, β) Τσερνίτσα (σημερινή Αρτεμισία) και Μεγάλη Αναστάσοβα (Νέδουσα) με επιρροές από Αρκαδία αλλά και από Λακωνία και γ) Πηγές και Σίτσοβα (σημερινή Αλαγονία, η οποία κράτησε το όνομα του τέως Δήμου Αλαγονίας). Οι δύο πρώτες περιοχές κρατούσαν περισσότερο τις παραδόσεις, παρουσιάζοντας μουσικές συγγένειες με τις όμορες περιοχές της Αρκαδίας, ενώ κατεβαίνοντας προς τον κάμπο της Καλαμάτας αλλάζει το μουσικό ύφος. Η περιοχή της Αλαγονίας, εκτός από το ιδιαίτερο μουσικό ύφος της, χαρακτηρίζεται από τις ποιητικές παραλλαγές στα γνωστά αλλά και σε αθησαύριστα πελοποννησιακά τραγούδια.
Τα όργανα που κατά παράδοση χρησιμοποιούνταν στο πρόσφατο παρελθόν στην Αλαγονία, είναι το κλαρίνο, το βιολί, το σαντούρι, το λαούτο, το τσαφαράκι (φλογέρα), η καραμούζα (η μικρή πελοποννησιακή πίπιζα) και το τούμπανο (νταούλι), σε διάφορους μεταξύ τους συνδυασμούς.
Η Αρτεμισία μέχρι το 1927 ονομαζόταν Τσερνίτσα ή Τζερνίτζα. Βρίσκεται στο μέσο της διαδρομής Καλαμάτας - Σπάρτης. Είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Δενθαλιάτιδας με αξιόλογα ιστορικά μνημεία, όπως ο Ναός της Λιμνάτιδας Αρτέμιδας στο Βόλιμνο, το μοναστήρι του Μελέ με το ομώνυμο Κάστρο και η Κάτω Χώρα. Η Αρτεμισία είναι το μεγαλύτερο χωριό σε γεωγραφική έκταση μαζί με τα χωράφια σιταριού του Πέρα, της Ρογκοζωνίτσας και του Βόλιμνου, καλύπτοντας έκταση 38.797 στρεμμάτων, λίγο μικρότερη από αυτήν της Καλαμάτας. Βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο του δήμου, περιτριγυρισμένη από τα άλλα πέντε χωριά. Το όνομά της μετά την κάθοδο των Σλάβων έγινε Τσερνίτσα, που σημαίνει περιοχή με πολλές μουριές, αφού είχε αναπτυγμένη σηροτροφία, και η παλιότερη θέση της ήταν στην Κάτω Χώρα, θέση της αρχαίας Δενθαλιάτιδας, στην οποία σήμερα βρίσκουμε μόνον κήπους και ερείπια.
(Νίκος Καββαδίας, «Πούσι»).