Ανοιχτά και απροκάλυπτα, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ομολογεί πλέον ότι ο στόχος της επανόδου στη φάση της καπιταλιστικής ανάκαμψης και της κερδοφορίας των εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων περνά μέσα από την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων και αναδιαρθρώσεων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο και περιλαμβάνονται στο τρίτο μνημόνιο, με πολεμικό χρονοδιάγραμμα μάλιστα, προκειμένου να μη χαθεί (άλλος) πολύτιμος χρόνος για το κεφάλαιο.
Εξίσου χαρακτηριστικό είναι και το σημείωμα που διένειμε το Μέγαρο Μαξίμου, υπό τον τίτλο «Τα εφόδια του πρωθυπουργού στο Νταβός», με το οποίο, επί της ουσίας, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιχειρεί να αναβιώσει το λεγόμενο «success story» των προκατόχων της στην κυβερνητική διαχείριση, στην προοπτική της καπιταλιστικής ανάκαμψης και της προσέλκυσης επενδύσεων, πάντα στο έδαφος των αντιλαϊκών μέτρων και των μνημονίων διαρκείας.
Στο εν λόγω κυβερνητικό σημείωμα εμφανίζονται, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω «επιτεύγματα»:
Καθόλου τυχαία, περίπου το ίδιο ή ακόμη και πανομοιότυπο σε αρκετά σημεία ήταν και το «αφήγημα» των προκατόχων τους, της συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και των προγενέστερων κυβερνήσεων, περί της επερχόμενης ανάκαμψης, των πρωτογενών πλεονασμάτων, της προσέλκυσης επενδύσεων που θα «φέρουν δουλειές» κ.ο.κ. Και βέβαια, έχει τη σημασία του το γεγονός ότι τα παραπάνω - τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν... «εφόδια» του κεφαλαίου σε βάρος του λαού - επαναλαμβάνονται, κατά κύριο λόγο, μπροστά από τη φάση επέκτασης των αντιλαϊκών μέτρων, σταθερά στο έδαφος των μνημονίων διαρκείας.
Να σημειωθεί ότι στις «εκκρεμότητες» της προσεχούς περιόδου περιλαμβάνεται και η διαμόρφωση του νέου Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2016 - 2018, με επίκεντρο την κάλυψη του λεγόμενου «δημοσιονομικού κενού» και την επίτευξη των στόχων για τα «πρωτογενή πλεονάσματα» των επόμενων χρόνων, που φτάνουν στο 3,5% του ΑΕΠ από το 2017 και για τα επόμενα χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, η ανάκαμψη του κεφαλαίου έχει ως προϋπόθεση τη μονιμοποίηση και επέκταση των μνημονίων διαρκείας που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του παραγόμενου ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια σημαίνουν ότι ο λαός θα συνεχίσει να ματώνει ακόμη και στην περίπτωση επίτευξης ρυθμών ανάκαμψης.
Την ίδια ώρα, παρά τα «ήξεις αφήξεις» της συγκυβέρνησης, σταθερά στο αντιλαϊκό τραπέζι βρίσκεται και το ζήτημα της κάλυψης του δημοσιονομικού κενού και για το 2016, στο πλαίσιο της «εμπροσθοβαρούς εφαρμογής» των αντιλαϊκών μέτρων, αυτή τη φόρα με επίκεντρο την παραπέρα κατακρεούργηση της Κοινωνικής Ασφάλισης και των συντάξεων.
Ταυτόχρονα και παράλληλα, η εμπροσθοβαρής κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής εντός των συνόρων συνδέεται με τις γενικότερες «αβεβαιότητες» που εκδηλώνονται στην παγκόσμια οικονομία και βέβαια στις οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επίθεση του κεφαλαίου θα εκδηλωθεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα στο επόμενο διάστημα, ενόψει και των αναδιαρθρώσεων που συντελούνται για την παραπέρα εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Αυτές οι διεργασίες, επίσης, αποκτούν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, ενώ όλα δείχνουν ότι θα αποτελέσουν το κεντρικό ζήτημα της προσεχούς Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, στις 18 και 19 Φλεβάρη. Στο ίδιο κάδρο βρίσκεται και το ζήτημα της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, γύρω από το οποίο εκδηλώνονται παζάρια και ανταγωνισμοί των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και κυβερνήσεων.
Χαρακτηριστικές είναι οι επισημάνσεις του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι, ο οποίος, μετά την προχτεσινή συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, υπογράμμισε: «Οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί και πιστεύω ότι η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα δεχόταν πλήγμα, αν δεν ήμασταν έτοιμοι να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική, όταν θα έχουμε πλήρη πληροφόρηση. Καθώς ξεκινάμε τη νέα χρονιά, τα καθοδικά ρίσκα έχουν αυξηθεί ξανά, εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας για τις προοπτικές ανάπτυξης των αναδυόμενων αγορών, τη μεταβλητότητα στις χρηματοοικονομικές αγορές και στις αγορές εμπορευμάτων και των γεωπολιτικών ρίσκων». Στο διά ταύτα και προκειμένου να δώσει το σινιάλο στους «επενδυτές» και τις «αγορές», τόνισε πως «θα είναι αναγκαίο να αξιολογήσουμε και ενδεχομένως να επανεξετάσουμε τη νομισματική μας πολιτική στην επόμενη συνάντηση τον Μάρτιο, όταν θα είναι διαθέσιμες οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις».
Τα παραπάνω αποτελούν μια έμμεση ομολογία για την ανεπάρκεια των μέτρων της νομισματικής χαλάρωσης, που ήδη εφαρμόζονται για την ανάκαμψη των νέων κερδοφόρων επενδύσεων σε επίπεδο Ευρωζώνης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις, σύμφωνα με όλα τα επιτελεία της Ευρωζώνης, παραμένουν ιδιαίτερα υποτονικές. Για την ανάκαμψή τους, πέρα από τα ενισχυτικά μέτρα στο σκέλος της νομισματικής πολιτικής, θα απαιτηθούν σειρά από νέες παρεμβάσεις διαρθρωτικού και δημοσιονομικού χαρακτήρα.
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ στην πρόσφατη έκθεση για την παγκόσμια οικονομία (World Economic Outlook) εντοπίζει τους παρακάτω κινδύνους:
-- Απότομη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, που θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στη διεθνή οικονομία, μέσω της μείωσης των εμπορικών συναλλαγών, την απώλεια της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, με επακόλουθες συνέπειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Να σημειωθεί ότι, όπως ανακοινώθηκε, η κινεζική οικονομία το 2015 εμφάνισε ρυθμό ανάπτυξης 6,9%, το χαμηλότερο των τελευταίων 25 ετών.
-- Προβλήματα σε επιχειρήσεις από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου ΗΠΑ, την ενίσχυση της ισοτιμίας του, καθώς, σε αυτή τη φάση, οι ΗΠΑ «εξέρχονται από την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική».
-- Ενίσχυση του «φόβου των επενδυτών», με αποτέλεσμα την αποφυγή επενδυτικού ρίσκου που θα οδηγούσε σε περαιτέρω έντονες συναλλαγματικές υποτιμήσεις και οικονομικές πιέσεις, ιδιαίτερα σε «ευάλωτες και αναδυόμενες οικονομίες».
-- Κλιμάκωση των γεωπολιτικών κινδύνων, γεγονός που θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, την οικονομία και τον τουρισμό.
Σύμφωνα, εξάλλου, με το ΔΝΤ, «η μεταποιητική δραστηριότητα και το εμπόριο εξακολουθούν να είναι ανεπαρκή σε παγκόσμιο επίπεδο», γεγονός που αντανακλά όχι μόνο τις εξελίξεις στην Κίνα, αλλά και τον υποτονικό χαρακτήρα των επενδύσεων συνολικότερα στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων, με μείωση των επενδύσεων στις εξορυκτικές βιομηχανίες.
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής:
Eurokinissi |
Ειδικότερα, στην αγορά Ενέργειας η φετινή χρονιά θα είναι καθοριστική αφού βαδίζουμε ταχέως προς το καθεστώς πλήρους «απελευθέρωσης», στην ηλεκτρική ενέργεια καταρχήν αλλά και στο φυσικό αέριο, μόνο που στο φυσικό αέριο επειδή υπάρχουν σημαντικοί «παίκτες», τα μονοπώλια της ολλανδο-βρετανικής SHEL και της ιταλικής «Eni», οι όποιες αλλαγές φαίνεται ότι θα έρθουν σε δεύτερο χρόνο και αφού εξασφαλιστεί η απαιτούμενη κερδοφορία των επενδύσεών τους.
Το καθεστώς πλήρους απελευθέρωσης της ηλεκτρικής ενέργειας ανησυχεί τους επιχειρηματικούς ομίλους της ενεργοβόρου βιομηχανίας, που αναζητούν τρόπους δραστικής μείωσης της τιμής που αγοράζουν ρεύμα, ενώ ήδη απολαμβάνουν ένα καθεστώς εκπτώσεων.
Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες εκτιμούν ότι η απαίτησή τους για φτηνή Ενέργεια δυσκολεύεται να πραγματοποιηθεί επειδή προχωρά παραπέρα η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ, δηλαδή μειώνεται ακόμη παραπέρα η συμμετοχή του κράτους στο ιδιοκτησιακό καθεστώς (η ΔΕΗ έχει εδώ και πολλά χρόνια ιδιωτικοποιηθεί στο 49%), ενώ ιδιωτικοποιείται και ο ΑΔΜΗΕ, άρα η διανομή ηλεκτρικής ενέργειας.
Παράλληλα με αυτήν τη συνθήκη, από τον περασμένο Δεκέμβρη καταργήθηκε και η μεσοσταθμική έκπτωση 20% στα τιμολόγια υψηλής τάσης, σύμφωνα με όσα προέβλεπε η συμφωνία του Αυγούστου με τους «εταίρους» και, πλέον, για τα τμήματα εκείνα του ντόπιου κεφαλαίου που η Ενέργεια συνιστά βασικό κόστος δημιουργούνται συνθήκες ασφυκτικής πίεσης. Αντί αυτής της έκπτωσης η Γενική Συνέλευση της ΔΕΗ ΑΕ, τον περασμένο Δεκέμβρη, ενέκρινε εκπτώσεις ύψους έως και 15% στα βιομηχανικά τιμολόγια, ανάλογα με το συνολικό όγκο κατανάλωσης.
Σε συνέχεια αυτής της απόφασης διεξάγονται διαπραγματεύσεις με κάθε επιχείρηση υψηλής τάσης ξεχωριστά, στη βάση των συνολικά 56 τιμοκαταλόγων που έχουν διαμορφωθεί για τη σύναψη συμβάσεων τιμολόγησης που θα ισχύσουν για την επόμενη διετία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα αποφασίστηκαν, η έκπτωση στις βιομηχανίες ξεκινά από το 4% για κατανάλωση από 10 έως 50 GWh και φτάνει κλιμακωτά στο 15% για τις βιομηχανίες που ξεπερνούν τις 2.000 GWh.
Παράλληλα, λίγο πριν «κλείσει» το 2015, στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης δημοσιεύθηκε απόφαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας περί της «Υπηρεσίας Διακοπτόμενου Φορτίου», δηλαδή της «διακοψιμότητας». Πρόκειται για τη διακοπή λειτουργίας των εργοστασιακών μονάδων για συγκεκριμένες περιόδους υψηλής ζήτησης, με αντάλλαγμα εκπτώσεις στην τιμή του ρεύματος υψηλής και μέσης τάσης που καταναλώνουν, καθώς υποτίθεται πως έτσι θα επιβαρύνουν λιγότερο το σύστημα, ενισχύοντας την ευστάθειά του.
Το συνολικό ποσό που θα εξασφαλιστεί από το μέτρο αυτό υπολογίζεται στα 50 εκατ. ευρώ και θα προέρχεται από την επιβολή του ειδικού «Μεταβατικού Τέλους Ασφάλειας Εφοδιασμού», που θα πληρώνεται βάσει συντελεστή επί του τζίρου όλων των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού. Πιο συγκεκριμένα, 0,9% θα καταβάλλουν τα αιολικά, 1,8% τα φωτοβολταϊκά, εκτός από τις στέγες, 0,4% τα μικρά υδροηλεκτρικά, 0,3% οι σταθμοί γεωθερμίας και οι σταθμοί βιομάζας - βιοαερίου, 0,2% οι μονάδες λιγνίτη και φυσικού αερίου, 0,1% οι πετρελαϊκές και 0,4% οι υδροηλεκτρικές. Ομως, όπως φαίνεται, το ποσό αυτό δεν φαίνεται να επαρκεί στους βιομήχανους...
Την ίδια στιγμή, φέτος, αναμένεται η έναρξη δημοπρασιών στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος κατ' εφαρμογή του γαλλικού μοντέλου δημοπρασιών, σύμφωνα με το οποίο ιδιώτες προμηθευτές ρεύματος θα αγοράζουν ρεύμα που έχει παραχθεί από τα λιγνιτικά και υδροηλεκτρικά εργοστάσια της ΔΕΗ. Οι οριστικές πτυχές του ζητήματος δεν έχουν μέχρι τώρα διασαφηνιστεί, καθώς βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών», κυρίως σε ό,τι αφορά την τιμή έναρξης των δημοπρασιών, με το ενδεχόμενο η ΔΕΗ να πουλά ακόμη και κάτω του κόστους της να βρίσκεται μεταξύ των σεναρίων.
Η «απελευθέρωση» της αγοράς προβλέπει, επίσης, ότι μέχρι το 2018 η ΔΕΗ θα πρέπει να έχει παραχωρήσει υποχρεωτικά το 25% του πελατολογίου της σε ιδιώτες προμηθευτές και το 50% μέχρι το 2020, από το 97% περίπου που κατέχει σήμερα. Σε αντίστοιχα ποσοστά πρέπει να κινηθεί το μερίδιο της ΔΕΗ και στη χονδρική αγορά, με στόχο, επίσης μέχρι το 2020, να μην παράγει, αλλά ούτε και να εισάγει περισσότερο από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως.
Αυτές οι εξελίξεις θα οξύνουν τους ανταγωνισμούς μεταξύ παραγωγών Ενέργειας και ενεργοβόρων βιομηχανιών, που απολάμβαναν ήδη ένα ευνοϊκό καθεστώς στήριξης του ενεργειακού τους κόστους, από τη ΔΕΗ ΑΕ, ενώ απαιτούν νέες δραστικές μειώσεις της τιμής του ρεύματος. «Κύκλοι» της βιομηχανίας εκφράζουν την ανησυχία τους για τις τελευταίες εξελίξεις καθώς εκτιμούν ότι πιθανόν να μην τα καταφέρουν να πετύχουν νέες μειώσεις, αλλά και ότι το τωρινό ευνοϊκό καθεστώς που απολάμβαναν στην τιμολόγηση του ρεύματος που κατανάλωναν οι επιχειρήσεις τους θα πάψει να ισχύει με το «μπάσιμο» ιδιωτών στην προμήθεια και σε δεύτερο χρόνο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό προκαλεί ένταση της κόντρας.
Ετσι, στη συνάντηση που πραγματοποίησε την περασμένη Τετάρτη ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Π. Σκουρλέτης, με τη διοίκηση της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) τέθηκαν για μια ακόμη φορά όλα τα ζητήματα που αφορούν τους συντελεστές διαμόρφωσης του συνολικού βιομηχανικού ενεργειακού κόστους, με έμφαση στον υπολογισμό των χρεώσεων στα τιμολόγια βιομηχανικού ρεύματος, στην επίσπευση υλοποίησης του μέτρου της «διακοψιμότητας», στη μείωση των φόρων στην ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και στο κόστος φυσικού αερίου. Ο υπουργός ξεκαθάρισε ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι το ζήτημα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας να αντιμετωπιστεί συνολικά, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της για τη λεγόμενη «παραγωγική ανασυγκρότηση», που συμπεριλαμβάνει το νέο αναπτυξιακό νόμο, αλλά και το νέο φορολογικό καθεστώς των επιχειρήσεων.
Στο υπόμνημα που κατέθεσαν στον Π. Σκουρλέτη κατά την πρόσφατη συνάντησή τους οι εκπρόσωποι των ενεργοβόρων βιομηχανιών δηλώνουν ευθύς εξαρχής «αδυναμία» να αντεπεξέλθουν στα νέα τιμολόγια υψηλής τάσης και στο πλαίσιο αυτό ζητούν, μεταξύ άλλων, τη μείωση των χρεώσεων ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ), την εξασφάλιση πόρων για την αντιστάθμιση του κόστους εκπομπών ρύπων, για την επόμενη τετραετία, αλλά και να δοθεί η δυνατότητα εισαγωγών από βιομηχανίες για αυτοπρομήθεια και ταυτόχρονα άρσης επιβάρυνσης των εισαγόμενων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας για ιδιοκατανάλωση από άλλες χρεώσεις.
Σε ό,τι αφορά την αγορά φυσικού αερίου η ΕΒΙΚΕΝ θεωρεί πως οι ρυθμίσεις του Ν. 4336/2015, δηλαδή το τρίτο μνημόνιο, για την απελευθέρωση της αγοράς «βρίσκονται προς τη σωστή κατεύθυνση», ωστόσο διαπιστώνει την ύπαρξη ρυθμίσεων στο νόμο οι οποίες, όπως επισημαίνει, ενισχύουν τη μονοπωλιακή θέση των εταιρειών παροχής αερίου και «νομοτελειακά θα αυξήσουν υπέρμετρα τη συνολική τιμή του φυσικού αερίου για τις βιομηχανίες». Σημειώνουμε ότι σήμερα λειτουργούν στη χώρα τρεις εταιρείες παροχής αερίου, στις οποίες συμμετέχει η κρατική ΔΕΠΑ κατά 51% και το υπόλοιπο 49% στην Αττική κατέχει η ολλανδο-βρετανική «Shell» και σε Θεσσαλονίκη και Θεσσαλία η ιταλική «Eni». Σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, στον εν λόγω νόμο προβλέπεται η οριζόντια αύξηση του Τέλους Διανομής κατά 500%, ρύθμιση που, όπως λέει, γίνεται ξεκάθαρα «προς όφελος των μονοπωλίων των ΔΕΠΑ, "Shell" και ENI»...
Επίσης, ζητά τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΚΦ) στην Ενέργεια (Ηλεκτρισμός, Φυσικό Αέριο), εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΕΦΚ συγκεκριμένων βιομηχανικών κλάδων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 4261/2014, επέκταση των προβλέψεων του νόμου και στον κλάδο της ορυκτολογικής κατεργασίας, επέκταση και σε βιομηχανίες που είναι συνδεδεμένες στη Μέση Τάση ευνοϊκών ρυθμίσεων. Τέλος, ζητά να απαλλάσσονται από τον ΕΦΚ οι εξαγωγικές επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες και να υπάρχει κλιμακωτή μείωση του ΕΦΚ ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης.
Οπως φαίνεται, οι «πιέσεις» που ασκούνται από κάθε επιχειρηματικό όμιλο προς την κυβέρνηση ξεχωριστά, θα ενταθούν, όπως και οι αναμεταξύ τους κόντρες, το αμέσως επόμενο διάστημα, οπότε και θα ληφθούν πολύ σοβαρές αποφάσεις και σε άλλα επίπεδα πολιτικής, όπως η διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων, ο νέος αναπτυξιακός νόμος, το φορολογικό καθεστώς των επιχειρήσεων.
Ηδη, οι εκατέρωθεν επιθέσεις μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων του χώρου της Ενέργειας (παραγωγών, προμηθευτών, παραγωγών μέσων ΑΠΕ κ.ά.) και βιομηχανιών, για το ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από τις εξελίξεις στον τομέα Ενέργειας και μάλιστα σε περίοδο μεγάλων δυσκολιών λόγω της κρίσης, εκτοξεύονται ακόμη και σε δημόσιες συζητήσεις. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η συζήτηση για την παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι επιχειρηματίες που εξέφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους, όπως επίσης εξέφρασαν τη διαφωνία τους με την ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ στη συνέχεια από τη σημερινή κυβέρνηση.
Ολα όσα προαναφέρθηκαν δείχνουν όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών με επίκεντρο την Ενέργεια για τους οποίους ο λαός αντικειμενικά θα «πληρώσει τα σπασμένα», αφού όποια μείωση της τιμής στη βιομηχανία θα σημαίνει αύξηση στα λαϊκά νοικοκυριά. Επίσης, την όποια αύξηση ή μη μείωση του κόστους οι καπιταλιστές την αντισταθμίζουν με μείωση μισθών, αυτό έχει δείξει η πολιτική που ακολουθούν και οι κυβερνήσεις τούς έχουν στρώσει το έδαφος να το κάνουν.
Κόντρα σε όλα αυτά έρχεται η πρόταση του ΚΚΕ ως η μόνη πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδος, που η υλοποίησή της μπορεί να εξασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της ύπαρξης κεντρικού σχεδιασμού στην οικονομία και της ίδρυσης ενιαίου φορέα Ενέργειας που θα είναι λαϊκή ιδιοκτησία, θα λαμβάνει υπόψη τις λαϊκές ανάγκες και θα αξιοποιεί όλες τις παραγωγικές δυνατότητες του λαού και της χώρας. Αυτός ο φορέας θα διασφαλίζει την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης βιομηχανίας, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη συγκεκριμένων περιοχών και κλάδων και την ασφάλεια των εργαζομένων και γενικότερα την ισόρροπη παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον και φτηνό ρεύμα στο λαό.
Μεταξύ άλλων, η Εκθεση περιγράφει ως εξής τις «προκλήσεις» που διαμορφώνονται και σε σχέση με τον «αραβικό κόσμο»: «Ο κόσμος είναι μάρτυρας βαθιών και σύνθετων αλλαγών: η τάση προς έναν πολυπολικό κόσμο και η οικονομική παγκοσμιοποίηση βαθαίνουν... Οι αλλαγές στη διεθνή σύνθεση και τη διεθνή τάξη επιταχύνονται. Ολες οι χώρες στον κόσμο αρπάζουν την ευκαιρία να αναπροσαρμόσουν τις αναπτυξιακές τους στρατηγικές, να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες, να σπρώξουν την οικονομική μεταμόρφωση και να χαράξουν νέους αναπτυξιακούς ορίζοντες. Την ίδια στιγμή, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ακόμα σε μια περίοδο βαθιάς μεταμόρφωσης, με τους γεωπολιτικούς παράγοντες να προκαλούν πιο σημαντικές περιφερειακές αναταράξεις...».
Παρακολουθώντας αυτές τις αναταράξεις, η Κίνα δηλώνει κι αυτή «παρούσα», έτοιμη να συμβάλλει για τη «διασφάλιση της σταθερότητας». Ετσι, την ώρα που μια σειρά συνεργασίες σε επιχειρηματικό επίπεδο ήδη διαμορφώνονται ή ακόμα συζητιούνται, η Κίνα διαμηνύει με πολλούς ακόμα τρόπους ότι το ενδιαφέρον της για τη Μέση Ανατολή δεν είναι παροδικό.
Τον περασμένο Μάη, η Κίνα πραγματοποίησε μαζί με τη Ρωσία κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο (και μάλιστα πολυήμερες), στο πλαίσιο των τέταρτων από το 2012 ρωσο-κινεζικών ασκήσεων «Κοινή Θάλασσα 2015» (Joint Sea 2015), τις τέταρτες κατά σειρά από το 2012. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι ασκήσεις θα περιελάμβαναν χρήση αληθινών πυρών, συνοδεία πλοίων, θαλάσσιας άμυνας και την «προστασία της ναυσιπλοΐας».
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, δημοσιεύτηκε είδηση και για κοινά ναυτικά γυμνάσια Κίνας - Αιγύπτου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στις αρχές του Γενάρη, ΜΜΕ σε Ρωσία και αραβικές χώρες έκαναν λόγο για πληροφορίες ότι η Κίνα σχεδιάζει να αναπτύξει αποστολή μέχρι και 5.000 Κινέζων στρατιωτών (και με ειδικές μονάδες) στη Συρία, στο πλαίσιο της «μάχης κατά της τρομοκρατίας των τζιχαντιστών».
Τα παραπάνω καταγράφονται σε μια περίοδο που οι κινεζικές Ενοπλες Δυνάμεις βρίσκονται σε τροχιά «αναδιοργάνωσης», με ζητούμενο και την ανάληψη δράσης στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της «αντιμετώπισης τρομοκρατών». Μάλιστα, οι σχετικές εξαγγελίες έγιναν με αναλύσεις που σημείωναν όλο νόημα πως «τα εθνικά συμφέροντα της Κίνας και η σημερινή διεθνής κατάσταση μεταβάλλονται συνεχώς (...) από τώρα, οι κινεζικές Ενοπλες Δυνάμεις και οι σχετικοί μηχανισμοί πρέπει να προσαρμοστούν αντίστοιχα, ώστε να συμβαδίζουν με το βηματισμό ανόδου της Κίνας... Με έναν ισχυρό στρατό, η Κίνα μπορεί να είναι πολιτικά πιο ελκυστική, με μεγαλύτερη επιρροή και πειθώ και θα είναι πιο εύκολη η δικτύωσή της».
Στο πλαίσιο αυτό και η «Εκθεση για την Πολιτική στον αραβικό κόσμο» υπογραμμίζει: «Θα βαθύνουμε τη στρατιωτική συνεργασία και τις ανταλλαγές μεταξύ Κίνας - Αράβων. Θα δυναμώσουμε τις ανταλλαγές (επισκέψεων) στρατιωτικών αξιωματούχων, θα επεκτείνουμε την ανταλλαγή στρατιωτικού προσωπικού, θα βαθύνουμε τη συνεργασία στους εξοπλισμούς και διάφορες ειδικευμένες τεχνολογίες και θα διεξάγουμε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις». Επιπλέον, δεν παραλείπεται η αναφορά στην ενίσχυση της κοινής «αντιτρομοκρατικής» δράσης, αφού τονίζεται: «Στηρίζουμε τις προσπάθειες των αραβικών κρατών στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και την οικοδόμηση της αντιτρομοκρατικής τους ικανότητας».
Η πρόσφατη περιοδεία του Κινέζου Προέδρου, αλλά και η έκδοση - για πρώτη φορά - «Εκθεσης για την Πολιτική της Κίνας στον Αραβικό Κόσμο» επιβεβαιώνουν ότι το Πεκίνο δε μένει παρατηρητής των εξελίξεων
Τα παραπάνω σημείωνε ανάλυση του κινεζικού κρατικού πρακτορείου ειδήσεων «Σινχουά» λίγες μέρες πριν ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, ξεκινήσει την περιοδεία του στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα σε Σαουδική Αραβία, Αίγυπτο και Ιράν.
Πριν από την περιοδεία, είχε προηγηθεί η δημοσίευση της «Εκθεσης - που συντάχθηκε για πρώτη φορά - για την Πολιτική στον Αραβικό Κόσμο» («China΄s Arab Policy Paper»). Σε αυτήν περιγραφόταν πώς και γιατί το Πεκίνο στρέφει σχεδιασμένα το ενδιαφέρον του στη γεμάτη ενεργειακό πλούτο και γεωστρατηγική σημασία περιοχή της Μέσης Ανατολής, σε μια περίοδο που η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών δημιουργεί δυναμική για σημαντικές ανακατατάξεις και στη συγκεκριμένη περιοχή, γεννώντας όπως είναι φυσικό αυξημένες προσδοκίες στα μονοπώλια που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο από μια πίτα για την οποία, όσο μεγαλώνει ο φόβος από την αστάθεια στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, τόσο πιο λυσσασμένη θα είναι η αναμέτρηση για τη «μοιρασιά» της, αυξάνοντας τις θανάσιμες απειλές για τους λαούς.
Η συγκεκριμένη Εκθεση αναφερόταν στον «Αραβικό Κόσμο» ως σύνολο, εννοώντας τις 22 χώρες από Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική που συγκροτούν σήμερα τον Αραβικό Σύνδεσμο. Οι συγκεκριμένες τρεις (Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος και Ιράν που δεν είναι αραβική χώρα) στις οποίες επικεντρώθηκε η περιοδεία Σι δεν είναι καθόλου τυχαίες, αφού καθεμιά τους διαδραματίζει ρόλο με ειδικό βάρος στην καπιταλιστική ανάπτυξη και τις «ισορροπίες» στην περιοχή.
Σύμφωνα με το κείμενο, οι στόχοι του Πεκίνου σχηματοποιούνται μέσα από «Σχέδιο Συνεργασιών 1+2+3» το οποίο αφορά: Καταρχήν τη συνεργασία σε ζητήματα Ενέργειας. Επενδύσεις σε έργα υποδομών και γενικά «διευκόλυνσης» του Εμπορίου. Πεδία που αφορούν τις λεγόμενες Υψηλές και Νέες Τεχνολογίες, και ειδικότερα την πυρηνική ενέργεια, διαστημικούς δορυφόρους, «νέες μορφές Ενέργειας».
Φυσικά, η Εκθεση αναφέρεται επανειλημμένα στην αξία που η συνεργασία με τον «αραβικό κόσμο» θα έχει για την προώθηση της «Ζώνης των Δρόμων του Μεταξιού», εμπορικών και ενεργειακών διαδρομών (θαλάσσιων και χερσαίων) στη διάνοιξη και αξιοποίηση των οποίων πρωτοστατούν κινεζικές εταιρείες και συνεργάτες τους, προσδοκώντας ενίσχυση της κερδοφορίας και της θέσης τους συνολικά από την ολόπλευρη σύνδεση Δύσης και Ανατολής. Καθόλου τυχαία, στην Αίγυπτο, ο Σι Τζινπίνγκ και ο ομόλογός του Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σισι συμφώνησαν σε «Μνημόνιο Κατανόησης για την από κοινού υλοποίηση της Πρωτοβουλίας των Δρόμων του Μεταξιού», όπως σημείωναν τα σχετικά ρεπορτάζ. Μάλιστα, ο Σι τόνισε ότι η Αίγυπτος πρέπει να μετατραπεί σε «άξονα περιστροφής» των «Δρόμων του Μεταξιού» και δεσμεύτηκε για διαρκή «προτροπή» κινεζικών εταιρειών να επενδύσουν στην κατασκευή λιμανιών, οδικών αξόνων, αεροδρομίων κ.τ.λ. σε όλη την περιοχή.
Στο κεφάλαιο που αφορά την «Ενεργειακή Συνεργασία», το Πεκίνο διευκρινίζει ότι η επιδίωξή του δεν εξαντλείται στην απρόσκοπτη διασφάλιση των ενεργειακών πόρων που χρειάζεται για την κινεζική οικονομία, αλλά και ότι ιεραρχεί την «επενδυτική συνεργασία για την έρευνα, εξόρυξη, διύλιση και μεταφορά πετρελαίου». Ακόμα, την «προώθηση της συνέργειας σε μηχανολογικές υπηρεσίες που αφορούν το πετρέλαιο, τον εμπορικό εξοπλισμό και τα βιομηχανικά πρότυπα». Υπογραμμίζεται, επίσης, πως «θα δυναμώσουμε τη συνεργασία στην ανανεώσιμη Ενέργεια όπως η ηλιακή, η αιολική και η υδροηλεκτρική» (σ.σ. Αρκετοί μιλούν για τα τεράστια περιθώρια ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας στη Σαουδική Αραβία, εξαιτίας της μεγάλης ηλιοφάνειας, αλλά και στο πλαίσιο «εναλλακτικών» στο πετρέλαιο μορφών Ενέργειας).
Προς επιβεβαίωση των ρυθμών με τους οποίους η Κίνα ήδη προωθεί τους παραπάνω στόχους, να σημειωθεί ότι στη Σαουδική Αραβία ο Σι παραβρέθηκε στα εγκαίνια του διυλιστηρίου πετρελαίου της «Γιασρέφ», μιας κοινοπραξίας μεταξύ της κινεζικής «Sinopec» («Σινοπέκ») και της σαουδαραβικής «Aramco» («Αράμκο»). Η «Sinopec» κατέχει σήμερα το 37,5% και η «Aramco» (μια από τις μεγαλύτερες αν όχι η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο) το 62,5%. Το «Σινχουά» σημειώνει ότι πρόκειται για το πρώτο διυλιστήριο που η «Sinopec» κατασκευάζει εκτός Κίνας.
Ανάμεσα στους στόχους που ξεχωρίζουν είναι και η «Συνεργασία για την παραγωγική ικανότητα», όπου τονίζεται ότι «θα συνδυάσουμε το πλεονέκτημα παραγωγικής ικανότητας της Κίνας με τις απαιτήσεις των αραβικών κρατών... στηρίζοντας τα αραβικά κράτη στην προσπάθειά τους να εκβιομηχανιστούν». Ουσιαστικά, εξηγείται ανοιχτά ότι μεγάλοι όμιλοι με έδρα την Κίνα που δραστηριοποιούνται σε κλάδους παραγωγής μέσων παραγωγής και άλλους τομείς της βιομηχανίας, εστιάζουν τη δράση τους (και) στη Μέση Ανατολή, όπου οι εξελίξεις τη μετατρέπουν σε σημαντικό προορισμό για εξαγωγές: Για παράδειγμα η «επιστροφή» του Ιράν στο προσκήνιο απελευθερώνει αμέσως - αμέσως ξανά μια τεράστια αγορά σχεδόν 77 εκατομμυρίων.
Επίσης, τα σημαντικά ενεργειακά αποθέματα που έχουν εντοπιστεί π.χ. στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αποκλείεται να επιδράσουν σε διάφορες επιλογές πολλών επιχειρηματικών επιτελείων, για παράδειγμα στη μεταφορά της έδρας ή παραγωγικών μονάδων. Επιλογές φυσικά που διαμορφώνονται με βάση τη μελέτη συνολικά του γεωπολιτικού και οικονομικού χάρτη, την ανάπτυξη και τις προοπτικές και των γύρω περιοχών, όπως η Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία, αλλά και η Αφρική, με τις οποίες ο λεγόμενος «αραβικός κόσμος» παίζει αντικειμενικά το ρόλο της «γέφυρας», «πύλης» κ.τ.λ.
Αυξημένο είναι το ενδιαφέρον του ελληνικού και του ιρανικού μεγάλου κεφαλαίου για μπίζνες στον άξονα Αθήνα - Τεχεράνη.
Το Ιράν προσδοκά να ανακτήσει το κομμάτι της ελληνικής αγοράς εισαγωγής πετρελαίου που έχασε με τις κυρώσεις του 2011. Στην Αθήνα, για παράδειγμα, ολοκληρώνει σήμερα διήμερη επίσημη επίσκεψη, κατόπιν πρόσκλησης του ελληνικού υπουργείου Ενέργειας, ο Ιρανός αναπληρωτής υπουργός Πετρελαίου, αρμόδιος για τις διεθνείς σχέσεις, Δρ. Αμίν Χοσείν Ζαμανίνια, συνοδεία αντιπροσωπείας της «Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου». Ο Ιρανός αξιωματούχος είχε προγραμματίσει συναντήσεις και με στελέχη των ΕΛΠΕ, που πριν την επιβολή των κυρώσεων αποτελούσαν έναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως αγοραστές ιρανικού αργού πετρελαίου. Ο Ζαμανίνια δεν αποκλείεται να θυμίσει στους Ελληνες αξιωματούχους το ενδιαφέρον της ιρανικής εταιρείας «Tadbir Energy Development Group» για είσοδο στο μετοχικό κεφάλαιο ελληνικού διυλιστηρίου. Το ιρανικό ενδιαφέρον για διυλιστήρια στο εξωτερικό είναι έντονο, όπως φάνηκε προχτές, με την περίπτωση της Ισπανίας και την ανακοίνωση ιρανο-ισπανικής συμφωνίας για την κατασκευή ιρανικού διυλιστηρίου στην πόλη Αλγκεσίρας (στα στενά του Γιβραλτάρ), το οποίο επιδίωκε να φτιάξει αρχικά η ρωσική εταιρεία ROSNEFT, μέχρι που επιβλήθηκαν οι κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Μόσχας...
Η άρση των διεθνών κυρώσεων είναι σαφές πως έχει, μεταξύ άλλων, ανοίξει την όρεξη και του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου, που εποφθαλμιά σημαντικό μερίδιο από την αγορά της μεταφοράς του ιρανικού (προς εξαγωγή) πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Στον τομέα του Τουρισμού, η Αθήνα επιδιώκει να κατακτήσει ένα σημαντικό κομμάτι της ιρανικής μεσαίας τάξης που συνηθίζει να διαθέτει σημαντικά ποσά για ταξίδια στο εξωτερικό, κυρίως την άνοιξη, με την έναρξη του ιρανικού νέου έτους. Στην Τεχεράνη θα βρεθεί την επόμενη βδομάδα (28-29 Γενάρη) ο γγ του ΕΟΤ, Δ. Τρυφωνόπουλος, ενόψει της συμμετοχής του ΕΟΤ στη Διεθνή Εκθεση Τουρισμού Τεχεράνης (ΤΙΤΕ) στις 16-19 Φλεβάρη.
Ας μην ξεχνάμε πως τέλη Νοέμβρη είχε μεταβεί στο Ιράν πολυμελής ελληνική επιχειρηματική αντιπροσωπεία και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Κοτζιάς, ο υφυπουργός, Δ. Μάρδας και η υφυπουργός Βιομηχανίας, Θεοδώρα Τζάκρη, συμμετέχοντας μεταξύ άλλων σε ημερίδα με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ιράν - Ελλάδα: Ανεξερεύνητες ευκαιρίες». Μεταξύ των 40 επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην αποστολή ήταν εκπρόσωποι της «Aegean Airlines», ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΩΝ, όμιλος Μουνδρέας, «Panou Audiovisual», «Space Hellas», «J&P», «Kapachim», «Diamonds Shipping & Trading», ATC, AAS, «North Aegean Sea Canneries», οι φαρμακοβιομηχανίες ELPEN, DEMO, VIANEX και αρκετές ελληνικές εταιρείες κατασκευών και τροφίμων.
Σε κάθε περίπτωση, τα συμφέροντα του ελληνικού μεγάλου κεφαλαίου θα επιχειρήσει να προωθήσει στην Τεχεράνη το επόμενο διάστημα και ο Ελληνας πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας.
Το βέβαιο είναι πως η δυναμική επαναφορά του Ιράν στο προσκήνιο της διεθνούς οικονομίας θα οξύνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό, ωστόσο από την αναμενόμενη ανάπτυξη θα ωφεληθούν τα μονοπώλια ενώ οι εργάτες, άντε να πάρουν το πολύ κάποια ψίχουλα σε σχέση με τα υπερκέρδη των εκμεταλλευτών τους, ντόπιων και ξένων.
Η πρεμούρα του ξένου μεγάλου κεφαλαίου να εξασφαλίσει ένα καλό μερίδιο από την ιρανική αγορά δε γνωρίζει σύνορα, συμμαχίες και «παραδοσιακές φιλίες». Ως εκ τούτου, οι τριβές και οι αντιπαραθέσεις στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστών μεταξύ τους μπορεί να μεταβάλλουν το τοπίο εταίρων και αντιπάλων του Ιράν μέσα στους επόμενους μήνες.
Οι διαγκωνισμοί των διεθνών μονοπωλίων στους τομείς της Ενέργειας, της Βιομηχανίας, του χρηματοπιστωτικού τομέα, των Κατασκευών, των Υποδομών και των Μεταφορών είναι μόνο μερικά από τα πεδία σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων που θα παιχτούν σε διάφορα επίπεδα.
Αναμένεται ως εκ τούτου να ενταθεί η κόντρα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, μολονότι η δεύτερη έχει ήδη (λόγω παρελθόντος) εξασφαλίσει πιο ευνοϊκή μεταχείριση από την ιρανική αστική τάξη. Ο ανταγωνισμός θα ενταθεί και μεταξύ των χωρών - μελών της ΕΕ, καθώς π.χ. Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί και Σουηδοί βιομήχανοι και κατασκευαστές θα παλέψουν σκληρά για να πάρουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα της βιομηχανικής ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού του Ιράν. Ας μην ξεχνάμε πως ΕΕ και Ιράν έχουν σήμερα εμπορικές συναλλαγές ύψους 8 δισ. δολαρίων, τις οποίες σκοπεύουν να τετραπλασιάσουν έως το 2017.
Επιπλέον, οξύνεται ο ανταγωνισμός και με παραδοσιακούς σύμμαχους του Ιράν, όπως η Ρωσία και η Κίνα.
Στον τομέα της Ενέργειας, ο ανταγωνισμός των παραδοσιακών Ρώσων και Ιρανών συμμάχων δεν αποκλείεται να δημιουργήσει νέα δεδομένα στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς η ΕΕ εξαπολύει δυναμική επίθεση «φιλίας» για να εξασφαλίσει την ενεργειακή απεξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, που είναι περίπου το ένα τρίτο των εισαγωγών που πραγματοποιεί από το εξωτερικό.
Το Φλεβάρη μεταβαίνει στην Τεχεράνη 15μελές κλιμάκιο ειδικών της ΕΕ, για να αξιολογήσει και να διερευνήσει τις δυνατότητες ενεργειακής συνεργασίας, με τον Επίτροπο της ΕΕ για το Κλίμα και την Ενέργεια, Μιγκέλ Αρίας Κανέτε, να δηλώνει πρόθυμος να προωθήσει τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου και φυσικού αερίου ως εναλλακτική λύση απέναντι στις εισαγωγές από τη Ρωσία. Ο Κανέτε είναι υπέρ της εισαγωγής ιρανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και διά θαλάσσης, αλλά και μέσω του σύνθετου δικτύου αγωγών προς την Ευρώπη, όπως ο (υπό ανάπτυξη) λεγόμενος «Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου» (ΤΑΡ), μήκους 4.000 χλμ., που θα διέρχεται από επτά χώρες, μεταφέροντας φυσικό αέριο από την Κασπία (μέσω Αζερμπαϊτζάν) μέχρι την Ιταλία. Αυτό το δίκτυο δεν αποκλείεται να «διευρυνθεί» για να «χωρέσει» το ιρανικό φυσικό αέριο...
Παράλληλα, αναμένεται όξυνση του ανταγωνισμού στο τρίγωνο Σαουδικής Αραβίας - Ιράν - Κίνας, με τους δύο τελευταίους να είναι στρατηγικοί εταίροι σε σημαντικά περιφερειακά και διεθνή ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο πως ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, είναι ο πρώτος ηγέτης παγκοσμίως που μετέβη (χτες Παρασκευή) στην Τεχεράνη, μετά την άρση των κυρώσεων, καθώς επιδιώκει να εξασφαλίσει ένα σημαντικό μερίδιο της ιρανικής αναπτυσσόμενης αγοράς και στα κινεζικά ενεργειακά, κατασκευαστικά, βιομηχανικά μονοπώλια.
Προηγουμένως, βέβαια, ο Κινέζος ηγέτης είχε επισκεφτεί την Τρίτη τη Σαουδική Αραβία, με την οποία το Ιράν έχει επιδεινώσει δραματικά τις σχέσεις του από τις 2 Γενάρη.
Επί του παρόντος, η Κίνα δείχνει να προσπαθεί να τα έχει καλά και με τους δύο γεωπολιτικούς αντιπάλους, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει τα μέγιστα δυνατά αποθέματα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Την Τετάρτη, για παράδειγμα, πριν αναχωρήσει για το Κάιρο ο πρόεδρος Σι, υπογράφηκε στο Ριάντ συμφωνία ανάμεσα στη σαουδαραβική πετρελαϊκή εταιρεία ARAMCO και την κινεζική πετρελαϊκή εταιρεία SINOPEC ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αναμφισβήτητα, η Σαουδική Αραβία είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου της Κίνας. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι τη θέση αυτή είχε έως το 2011 το Ιράν, το οποίο δίχως άλλο θα επιχειρήσει να την ξανακατακτήσει.
Τα μονοπώλια από Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Ασία θα διαγκωνιστούν, διεκδικώντας ένα καλό κομμάτι σε τομείς όπως: