Εκανε κι άλλα κι έπεται συνέχεια...
Η πρόσφατη, παράνομη απόλυση ενός εργαζομένου και προέδρου νεοσυσταθέντος σωματείου στο Δήμο Αμαρουσίου, επειδή «τόλμησε» να διαφυλάξει το νόμιμο ωράριο εργασίας του, δεν αποκαλύπτει μόνο τον εργοδοτικό αυταρχισμό και την τρομοκρατία, που κυριαρχεί στους χώρους δουλιάς, ακόμη και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια ακόμη χαρακτηριστική απόδειξη του ρόλου των τελευταίων, ως αιχμή του δόρατος, στη γενικότερη πολιτική της προώθησης και εφαρμογής των αντιδραστικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις.
Ο συγκεκριμένος εργαζόμενος δούλευε ως οδηγός στη δημοτική συγκοινωνία και ενώ ο ημερήσιος χρόνος εργασίας όλων των οδηγών είναι 6,5 ώρες, η διοίκηση του δήμου θέλει να επιβάλει μέχρι και 10 ώρες δουλιά ημερησίως και, μάλιστα, χωρίς διάλειμμα. Οταν ο εργαζόμενος αρνήθηκε, παραπέμφθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και με παράνομες διαδικασίες απολύθηκε.
Τον λόγο έχουν τώρα, τα ΔΣ των εργατικών σωματείων του δήμου, το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, αλλά και το συνδικαλιστικό κίνημα γενικότερα. Κι έχουν όλοι υποχρέωση, να πάρουν σαφή και ξεκάθαρη θέση, τόσο απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τρομοκρατία, όσο και στην επιχείρηση επιβολής των αντεργατικών εργασιακών σχέσεων.
Πριν από 50 χρόνια, οι εθνικές οδοί και οι δρόμοι φτιάχνονταν από το κράτος με την βοήθεια «μικρών» για τις σημερινές διαστάσεις εργολάβων. Οι κεφαλαιοκράτες, τότε, δεν ενδιαφέρονταν για τέτοιου χαρακτήρα επιχειρηματικές δραστηριότητες - επενδύσεις. Οπως και για αρκετούς άλλους τομείς. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι δεκαετίες καπιταλιστικής ανάπτυξης και καταλήστευσης του παραγόμενου από το λαό πλούτου έχουν σωρεύσει τεράστια καπιταλιστικά κέρδη, που αναζητούν κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αναζήτηση, η οποία έγινε και γίνεται ακόμη εντονότερη καθώς η χώρα έγινε μέλος της τότε ΕΟΚ και νυν ΕΕ, έχει «απελευθερωθεί» η κίνηση και η δράση των κεφαλαίων και δυναμώνει συνεχώς ο διεθνής και εγχώριος επιχειρηματικός ανταγωνισμός, ενώ μειώνεται η δυνατότητα των λαϊκών στρωμάτων να ικανοποιούν τις αυξανόμενες συνεχώς ανάγκες τους. Ετσι, οι κυβερνήσεις προχωρούν σε αποκρατικοποιήσεις και κάθε λογής ιδιωτικοποιήσεις και το καπιταλιστικό κράτος περιορίζεται στο ρόλο του «στρατηγείου» και του «επόπτη», αφήνοντας «ζωτικό χώρο» στην επιχειρηματική κερδοσκοπία.
Σημειώνουμε τα παραπάνω, ώστε να γίνει κατανοητό το γιατί καταλαβαίνουμε τον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, Γ. Σουφλιά, όταν ισχυρίζεται ότι η παράδοση των εθνικών οδών, των διοδίων, κλπ. στους κεφαλαιοκράτες αποτελεί ουσιαστικά μονόδρομο για την κυβέρνηση. Πράγματι, αυτά απαιτούν οι σημερινές ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτά απαιτούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και της ακόμη μεγαλύτερης κερδοφορίας του. Στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού δεν υπάρχει άλλος δρόμος κι ας έχουν αυταπάτες ορισμένοι για τον εξανθρωπισμό του...
Σ' όλα τα προηγούμενα, δεν έχουμε διαφορετική γνώμη. Η κατηγορηματική αντίθεσή μας στην πολιτική, τόσο των προηγούμενων όσο και των νυν κυβερνώντων, την πολιτική των «απελευθερώσεων» και της αγοράς, της εμπορευματοποίησης των πάντων και του ανταγωνισμού, κλπ., κλπ., βρίσκεται αλλού και κυρίως στις παρακάτω δύο πλευρές:
Πρώτον, στο γεγονός, πως η πολιτική αυτή κάνει συνεχώς τους λίγους πλούσιους ακόμη πλουσιότερους και τους πολλούς φτωχούς ακόμη φτωχότερους. Επειδή είναι αλληλένδετη με μια συνεχή πορεία υποβάθμισης και περιορισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων του λαού. Επειδή πορεύεται χέρι χέρι με την υπονόμευση και αφαίρεση δημοκρατικών ελευθεριών. Γιατί εγκλωβίζει συνεχώς και περισσότερο τη χώρα στους τυχοδιωκτικούς και επικίνδυνους σχεδιασμούς και περιπέτειες της ιμπεριαλιστικής «νέας τάξης», των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών.
Και δεύτερον, γιατί, παρ' όλα όσα λέγονται, η πολιτική αυτή δεν είναι αντικειμενικά υποχρεωτική, δεν είναι μονόδρομος. Μονόδρομος είναι μόνο για τη μικρή μειοψηφία της πλουτοκρατίας και τα συμφέροντά της. Τα συμφέροντα της συντριπτικά μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας, της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, απαιτούν έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της χώρας, έχοντας στο κέντρο του την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αντί των καπιταλιστικών κερδών. Και είναι στο χέρι τους, να τον επιβάλλουν, χτίζοντας τη Λαϊκή Συμμαχία και κατακτώντας την εξουσία.
Σύμφωνα, με τα στοιχεία του ΥΠΕΧΩΔΕ η σημερινή τιμή των διοδίων στην Ελλάδα είναι 1,6 λεπτά το χιλιόμετρο, ενώ ο μέσος όρος της ευρωένωσης βρίσκεται στα 4 λεπτά ανά χιλιόμετρο. Και, βέβαια, όπως όλοι γνωρίζουν, η πολιτική της κυβέρνησης είναι κατηγορηματικά υπέρ της σύγκλισης...
Ο συγγραφέας ξεκινώντας την ιστόρηση του αντιφασιστικού αγώνα από την άφιξη του μουσολινικού στρατού στην Αλβανία, την επίθεση κατά της Ελλάδας, την αλβανική αντάρτικη μονάδα του Μισλίμ Πέζα (η πρώτη ανταρτοομάδα που έγινε στην κατεχόμενη Ευρώπη) κι έπειτα του Χατζί Λέσι, καταγράφει - με τη συμβολή μαρτυριών και άλλων αγωνιστών - πολυάριθμα ονόματα Ελλήνων και Αλβανών αγωνιστών. Την προετοιμασία και οργάνωση από πρωτοπόρους κομμουνιστές. Πλήθος γεγονότων που αποδείχνουν την αγαστή συνεργασία του ελληνικού ΕΑΜ με το αντίστοιχο αλβανικό FNC και του ΕΛΑΣ (έστελνε και μαχητές του να αγωνιστούν στην Αλβανία) με τις τοπικές πολιτικές οργανώσεις και μάχιμες δυνάμεις του ΕΑΣ. Πολλές ηρωικές μάχες μέχρι τη λήξη της γερμανικής κατοχής. Λογής λογής θυσίες ανδρών και γυναικών αγωνιστών σ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην ιταλογερμανική κατοχή και τους ντόπιους συνεργάτες της. Αλλά και τα οράματα για οικοδόμηση, μετά τον πόλεμο, της λαϊκής εξουσίας και δημοκρατίας στην Αλβανία.
Ολα αυτά χωρούν κάτω από το «χαλί» της κυβέρνησης Ερντογάν - που μπορεί κάποτε να κοπτόταν για την «ελευθερία του λόγου» διότι είχε φυλακιστεί επειδή «προκάλεσε θρησκευτικό μίσος», αλλά τώρα, που κυβερνά, ενέκρινε τη σύλληψη και τη συνεχιζόμενη κράτηση της Αυστριακής δημοσιογράφου Σάντρα Μπακούτζ, το «έγκλημα» της οποίας είναι ότι αρθρογραφεί στην «Γιούγκε Βελτ» και δίνει ανταποκρίσεις σε αριστερό ραδιοφωνικό σταθμό.
Ολα αυτά «αγνοεί» η ΕΕ, που επαινεί την «γενικά καλή» προσπάθεια «μεταρρύθμισης». Η κυβέρνηση του «ισλαμοδημοκρατικού» ΑΚ υπέστη ωστόσο μια «επικοινωνιακή» ζημιά - και αυτή ακριβώς η διάσταση, η εικόνα, ήταν που την «πόνεσε» - την περασμένη Κυριακή, όταν η αστυνομία διέλυσε με ανείπωτη βαρβαρότητα διαδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Τα αίσχη των αστυνομικών που προχώρησαν σε ξυλοδαρμούς και συλλήψεις ειρηνικών διαδηλωτών και διαδηλωτριών κατέγραψαν οι κάμερες, μεταδόθηκαν στην Ευρώπη και προκάλεσαν «σοκ» στην ΕΕ. Ο Ερντογάν καταδίκασε την «ανευθυνότητα» των... ΜΜΕ. Ωστόσο ο συνεχιζόμενος αγώνας του τουρκικού λαού δεν μπορεί να «θάβεται» για πάντα.