Αν οι μικροκληρούχοι αγρότες πειθαρχήσουν σ' αυτές τις αποφάσεις, είναι σα να αυτοκτονούν, καθώς θα δουν το εισόδημά τους να αφανίζεται και θα οδηγούνται στο ξεκλήρισμα. Χρειάζεται, λοιπόν, να οργανώσουν την πάλη τους για να μην εφαρμοστούν τα καταστροφικά μέτρα, όπως τους καλεί η ΠΑΣΥ. Αλλά αυτό δε φτάνει. Για να έχει προοπτική και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα η πάλη τους πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ, η οποία, επιβάλλοντας περικοπές στις καλλιέργειες και τις ποσοστώσεις στην παραγωγή, επιχειρεί να ξεκληρίσει τους μικρομεσαίους αγρότες για να δώσει τη γη τους σε μεγαλοαγρότες και επιχειρηματίες του αγροτικού τομέα. Και για να έχει προοπτική ο αγώνας της μικρομεσαίας αγροτιάς, χρειάζεται να αλλάξουν ριζικά οι συσχετισμοί δύναμης, σε πολιτικό επίπεδο, για να δημιουργηθούν προϋποθέσεις εφαρμογής μιας άλλης, φιλοαγροτικής πολιτικής.
Μέχρι και 10 έως 11 ευρώ το κιλό εκτιμάται ότι θα φτάσει φέτος η τιμή των αμνοεριφίων, γεγονός που θα εκτοξεύσει στα ύψη τον οβελία και θα κάνει αρκετούς, που δεν αντέχει η τσέπη τους, να σκεφτούν αν θα τον σουβλίσουν ή αν θα περιοριστούν σ' έναν πασχαλινό μεζέ. Βεβαίως, το αρνί μπορεί να μη λείψει από τα περισσότερα σπίτια, όμως είναι σίγουρο ότι η τσουχτερή τιμή του σε πολλούς θα «καθίσει στο στομάχι». Και είναι φυσικό αυτό, καθώς στης ακρίβειας τον καιρό που ζούμε είναι πολύ δύσκολο να «γευτείς» και ν' απολαύσεις ακόμα και τις γιορτινές μέρες που σου δίνουν μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες το χρόνο να «ξεφύγεις» από τη δύσκολη καθημερινότητα. Κι όποιοι νομίζουν ότι θα βγουν κερδισμένοι οι κτηνοτρόφοι, αν εμείς φάμε ακριβό το αρνί, κάνουν λάθος, καθώς κι αυτοί χαμένοι είναι, αφού το «καθαρό» κέρδος από την πώληση του οβελία θα το καρπωθούν, ως συνήθως, οι μεγαλέμποροι και οι μεσάζοντες...
Από την πρώτη στιγμή, είχε καταγγείλει ο «Ριζοσπάστης» το σκάνδαλο της «Αττικής Οδού». Από τον καιρό ακόμη, που η τότε κυβέρνηση διαπραγματευόταν την αντίστοιχη «σύμβαση αυτοχρηματοδότησης». Και μετά, με την υπογραφή της. Και αργότερα, κατά την εκτέλεση του έργου. Και πάλι μετά, όταν το έργο είχε ολοκληρωθεί και αποδεικνυόταν στην πράξη πλέον η «χρυσοτόκα» για την κοινοπραξία διάστασή του. Εναντι όλων αυτών των καταγγελιών, οι τότε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ «διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους», ισχυριζόμενες ότι η σύμβαση της δήθεν αυτοχρηματοδότησης είναι άκρως ωφέλιμη για το Δημόσιο, κλπ., κλπ. Μάλιστα, η σχετική σύμβαση κυρώθηκε από τη Βουλή με το νόμο 2445/96, τον οποίο καταψήφισε το ΚΚΕ.
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά, με αφορμή την ολοκλήρωση της έρευνας, που διενήργησε η εισαγγελέας Πρωτοδικών κ. Τουλουπάκη, σχετικά με την «Αττική Οδό». Στο πόρισμά της, η εισαγγελέας χαρακτηρίζει τη σύμβαση «λεόντειο», καθώς - όπως σημειώνει - οι όροι της είναι επαχθείς για το Δημόσιο. Παρ' όλ' αυτά, όμως, η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο. Τα πάντα είναι νομότυπα. Εχει φροντίσει γι' αυτό ο προαναφερόμενος νόμος του 1996. Με άλλα λόγια, μας καταληστεύουν, αλλά με το νόμο...
Στον καπιταλισμό το «μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Πόσο μάλλον, όταν η πολιτική των κυβερνώντων, προηγούμενων και νυν, αποτελεί πραγματικό θερμοκήπιο συνεχούς αύξησης των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και συνεχούς συγκέντρωσης του τζίρου σε λίγα χέρια. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της «Ετήσιας έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2004», σχετικά με το έτος 2003, που έδωσε τις προάλλες στη δημοσιότητα η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ):
Οι ΑΕ και ΕΠΕ (5,5% του συνόλου των εμπορικών επιχειρήσεων) αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 8,8%, τα μεικτά κέρδη κατά 12,9% και τα καθαρά κέρδη κατά 33,6%, σε σύγκριση με το 2002. Η έκθεση ομολογεί, μάλιστα, ότι ορισμένες μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις είναι σε θέση να αυξάνουν το περιθώριο κερδών, ανεβάζοντας τις τιμές τους όταν η ζήτηση είναι ισχυρή, εκμεταλλευόμενες τη δεσπόζουσα θέση τους στις αντίστοιχες αγορές.
Αντίθετα είναι τα στοιχεία για τις προσωπικές, ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εμπορικές επιχειρήσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία (94,5%). Το 45% των τελευταίων δήλωσε μείωση των πωλήσεων και μόνο το 30% αύξηση, ενώ το 50,7% δήλωσε μείωση κερδών, σε σύγκριση με το 2002.
Οι πιο «καυτές» χρονιές για την Πυροσβεστική ήταν τα έτη 1998 - 2001. Δηλαδή, η περίοδος προσαρμογής της στο έργο της κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών, έργο που παλιότερα ανήκε στη Δασική Υπηρεσία. Η ανάθεση αυτή κόστισε στην υπηρεσία νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι επιφυλακές, η υπερεργασία, οι στερήσεις αδειών και ρεπό ήταν σε ημερήσια διάταξη.
Η υπερεντατική εκμετάλλευση των πυροσβεστών συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Την τελευταία πενταετία, οι πυροσβέστες μετρούν 59.943 μέρες οφειλόμενων αδειών και 113.979 μέρες οφειλόμενων ρεπό. Αυτή η πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ συνεχίζεται και σήμερα, με την κυβέρνηση της ΝΔ. Και είναι πολιτική επιλογή, διότι το 1998 η εισηγητική έκθεση του νόμου, που ανέθετε στην Πυροσβεστική το έργο της δασικής πυρόσβεσης, ανέφερε: «Με τις παρούσες δημοσιονομικές συνθήκες και διαρκούσης της προσπάθειας σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή, η ύπαρξη δυο φορέων καταστολής των δασικών πυρκαγιών δεν αποτελεί ορθολογική λύση».
Με άλλα λόγια, οι πυροσβέστες έγιναν το φτηνό και κακοπληρωμένο εργατικό δυναμικό, που ξεζουμίστηκε για να διαφημιστεί το «έργο» των πολιτικών τους προϊσταμένων. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δε θα αλλάξει, αν οι συνδικαλιστικοί τους φορείς δεν αντιδράσουν.
«Απόσταγμα» της διδακτορικής διατριβής της είναι η σπουδαία, μακρόχρονου ερευνητικού μόχθου (εμπλουτισμένη με φωτογραφίες, άλλα τεκμήρια, πίνακες, μαρτυρίες φυλακισμένων και εξορίστων, βιβλιογραφία), μελέτη της Κ. Α. Καμαρινού. Μελέτη και συγκριτολογική, αφού στα στοιχεία της επίσημης, «ελεύθερης» Παιδείας που πρόσφερε η πολιτεία, αντιπαραθέτει το μέγα θαύμα των προγραμμάτων πνευματικής, ηθικής, κοινωνικής, ιστορικής, πολιτικο-ιδεολογικής μόρφωσης, αλληλομόρφωσης και αυτομόρφωσης, στα «αλληλοδιδακτήρια», «πανδιδακτήρια», στα πρωτοπόρα και πραγματικά «λαϊκά πανεπιστήμια» των «ελεύθερων πολιορκημένων» κομμουνιστών.
Η ανάδειξη του 78χρονου «καρδιναλίου - πάντσερ», όπως τον αποκαλεί ο ιταλικός Τύπος λόγω της συμμετοχής του στη ναζιστική νεολαία, δεν ενθουσίασε τους πάντες ανά τον κόσμο. Επί χρόνια επικεφαλής της Επιτροπής Δόγματος και Πίστης, πρωτοστάτησε στον «πόλεμο» που εξαπέλυσε ο προκάτοχός του κατά της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, του προοδευτικού ρεύματος ιερωμένων της Λατινικής Αμερικής που συντάχθηκαν με τα κοινωνικά κινήματα των χωρών τους.
Σε δογματικά θέματα έχει αναδειχτεί στον σημαντικότερο εκπρόσωπο της «συντηρητικής πτέρυγας» του Βατικανού. Είναι γνωστός, επίσης, για τις απόψεις του περί «ενεργότερης ανάμειξης της εκκλησίας στην πολιτική». Δε δίστασε να προχωρήσει σε, σχεδόν, άμεση ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές του 2004, καλώντας τους καθολικούς επισκόπους να «δημοσιοποιήσουν την αντίθεσή τους σε όσους υποψηφίους έχουν ταχθεί υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων και της αντισύλληψης» συντάσσοντας, ουσιαστικά, την καθολική εκκλησία στο πλευρό του Προέδρου Μπους, ο οποίος είχε ζητήσει την ενεργό συμπαράσταση του Βατικανού. Στο πλαίσιο της ΕΕ, τάχθηκε, επίσης, κατά της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας λόγω του ότι «είναι μουσουλμανική χώρα».