Τι σόι θα 'ναι αυτή η έστω και εξ αναβολής ανάσταση; Εξαιρετικά αποκαλυπτικός ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, ο οποίος από το Παρίσι ομολόγησε ότι «η νέα κυβέρνηση δεσμεύεται από τις επιλογές, τις υπογραφές της προηγούμενης» και ότι επιδιώκει να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι (από την τρόικα που τώρα λέγεται «θεσμοί»). Διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση παραμένει σταθερή στην επιδίωξη για πρωτογενή πλεονάσματα (που δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς το λαό στα γόνατα) κι ότι βεβαίως θα προχωρήσουν κανονικά οι ιδιωτικοποιήσεις.
Δηλαδή, μέρες που 'ναι, και να θες ν' αγιάσεις δε σ' αφήνουν.
Διαβάζεις: Επανεμφάνιση ρυθμών υποχώρησης στο ελληνικό ΑΕΠ για το α' τρίμηνο του 2015 σύμφωνα με μελέτη του Ομίλου της Eurobank και ακολουθεί η εκτίμηση του ΔΝΤ: Με ρυθμούς χαμηλότερους από αυτούς που εμφανίζονταν πριν από την εκδήλωση της κρίσης, αναμένονται οι ρυθμοί της καπιταλιστικής ανάκαμψης στα επόμενα χρόνια (εαρινή έκθεση για την παγκόσμια οικονομία).
Με αυτά τα δεδομένα μάλλον αυτονόητη η επιλογή του υπουργού Οικονομικών να μιλήσει στο ινστιτούτο του Τζορτζ Σόρος, «Ιnstitute for New Economic Thinking», και στο ετήσιο συνέδριό του που έγινε στο Παρίσι υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ, με τίτλο «Ελευθερία, Ισότητα, Αβεβαιότητα», παραφράζοντας το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης. Μίλησε για ιδιωτικοποιήσεις, «ζεστό» χρήμα στις επιχειρήσεις και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Ο,τι ακριβώς περίμενε να ακούσει το ακριβό ακροατήριό του. Οπως ο ίδιος εξήγησε, είναι αναγκαίο ένα «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην αγορά εργασίας». Και όχι μόνο εκεί: «Αναγνωρίζουμε - είπε - ότι η δημόσια περιουσία (public essets) δεν πρέπει να μείνει στο δημόσιο τομέα». Και πού να πάει; «Μπορούμε - συμπλήρωσε - να δώσουμε στον ιδιωτικό τομέα τη διοίκηση, ακόμα και την πλειοψηφία των μετοχών, υπό την προϋπόθεση ότι θα κάνουν μια μίνιμουμ επένδυση, θα δίνουν κάποια έσοδα στο κράτος που θα πηγαίνουν στα ασφαλιστικά ταμεία». Αυτά σημαίνουν Ανάσταση ...κερδών.
Σ' έναν τέτοιο ρυθμό περπάτησε όλη η «βδομάδα των παθών» κι αν δεν υπάρξουν ριζικές ανατροπές σ' αυτόν τον ρυθμό θα κυλήσουν πολλά τέρμινα. Τον ντορό τον χάραξε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών όταν δήλωσε στη διάρκεια της συνάντησής του με την Λαγκάρντ ότι η Ελλάδα θα πληρώνει στο διηνεκές το χρέος. Στο διηνεκές...
Δηλαδή, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την ώρα που έστηνε εξεταστικές για τα μνημόνια και επιτροπές λογιστικού ελέγχου του χρέους, διαβεβαίωνε τους δανειστές (ΕΚΤ - Κομισιόν - ΔΝΤ) ότι ο ελληνικός λαός θα ματώνει μια ζωή, για να αποπληρώνει ένα χρέος που δεν δημιούργησε ο ίδιος και, απ' την άλλη, καθησύχασε το κεφάλαιο ότι θα υλοποιήσει τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις!
Κανείς δεν πρέπει να ξαφνιάζεται. Τα κυβερνητικά στελέχη προσπαθούν να πείσουν ότι ήδη υπάρχει ένα αριστερής κοπής «success story», την ώρα που τα πραγματικά στοιχεία επιβεβαιώνουν πως το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Κανένα από τα αντιλαϊκά μέτρα της προηγούμενης κυβέρνησης δεν έχει αναιρεθεί. Αντίθετα, η κυβέρνηση συζήτησε ήδη με τους εταίρους της τη νέα λίστα μέτρων με κόστος για το λαό που φτάνει ήδη στα 8,6 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση δεν κρύβει λόγια όταν πρόκειται για τις προτεραιότητές της και οι οποίες αφορούν ευθέως την ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων. Ο ίδιος ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Π. Λαφαζάνης, προανήγγειλε μειώσεις κατά 15%, περίπου, στην τιμή του φυσικού αερίου στις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Παράλληλα, ενώ μιλά για «ρύθμιση φορολογικών εκκρεμοτήτων πολιτών (...), που βρίσκονται σε πραγματική οικονομική αδυναμία (...) λόγω της κρίσης, της μείωσης των μισθών και των εισοδημάτων και της αύξησης της ανεργίας», νομοθετεί με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου υπέρ ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, που, εκτός από τις απαλλαγές των προσαυξήσεων για το χρόνο της καθυστέρησης στην απόδοση των φόρων (εισοδήματος, ΦΠΑ, τέλη κ.ά.), απαλλάσσονται πλέον μέχρι και στο 100% για τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν μετά από φορολογικούς ελέγχους, όπως για λαθρεμπόριο, έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων, απόκρυψη φορολογικής ύλης, μη απόδοση ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων κ.ά. Στο μεταξύ, έχει ήδη βάλει χέρι σε διαθέσιμα και αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, οργανισμών του Δημοσίου, σε χρήμα που προοριζόταν για την κάλυψη λαϊκών αναγκών.
Στη διάρκεια της βδομάδας η κυβέρνηση επανέλαβε ότι τα Εργασιακά και το Ασφαλιστικό είναι «αδιαπραγμάτευτα» και ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά επιπλέον επιδείνωση στα δικαιώματα εργαζομένων, ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Οι ειδήσεις που έφτασαν από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές διέψευσαν τις διακηρύξεις. Με στόχο πάντα να ξεγελαστεί ο λαός και να δείξει ανοχή στην πολιτική της, συνεχίζει να διαβεβαιώνει ότι όπου να 'ναι θα φέρει νόμους για την αντιστροφή της σημερινής άθλιας κατάστασης που βιώνει η εργατική τάξη, χωρίς μάλιστα να ζητήσει τη γνώμη των δανειστών. Η πράξη της άλλα δηλώνει: Τρεις μήνες μετά τις εκλογές, τα βασικά νομοσχέδια που έχει ψηφίσει, είναι αυτά για τη ρύθμιση των οφειλών στα Ταμεία και στην εφορία, και για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας. Το πρώτο έχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα και καμιά ανακούφιση δεν προσφέρει στα υπερχρεωμένα λαϊκά νοικοκυριά. Το άλλο ουσιαστικά περιέχει ψίχουλα, που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν τη φτώχεια και την ανεργία, αλλά δεν ανακουφίζουν ούτε όλους όσοι ζουν στη φτώχεια. Στον αντίποδα, ακόμα και εκείνα τα ελάχιστα που έταζε προεκλογικά η κυβέρνηση στο λαό, όπως η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των Συλλογικών Συμβάσεων, πάνε από αναβολή σε αναβολή και πληθαίνουν οι «αστερίσκοι».
Τα ψέματα τελείωσαν για την κυβέρνηση. Οσον αφορά τα πετσοκομμένα ήδη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, παραπέμπει τις όποιες αλλαγές στο νέο «κοινωνικό διάλογο» που στήνει μαζί με τις διάφορες εργοδοτικές ενώσεις και τον κυβερνητικό συνδικαλισμό και στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς».
Στις διαβουλεύσεις με τους «θεσμούς» της τρόικας (Κομισιόν, ΔΝΤ, ΕΚΤ) ομολογήθηκε ευθέως, με επίσημη ενημέρωση του υπουργείου Οικονομικών, ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ «επιθυμεί να παίζει το ρόλο του "τίμιου διαμεσολαβητή" (honest broker)»! Κάλεσε, μάλιστα, την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει γρήγορα στην επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους, κάνοντας καθαρό πως παρά τους αδυσώπητους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που αντανακλώνται και στα υπό εξέλιξη παζάρια, τα ιμπεριαλιστικά κέντρα συμπλέουν στην κοινή γραμμή των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και των μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστούν.
Παράλληλα, βέβαια, με το γεγονός ότι αυτή είναι η βάση των εξελίξεων, το προπαγανδιστικό επιτελείο της κυβέρνησης προσπάθησε να εμφανίσει το ταξίδι του πρωθυπουργού ως «άνοιξη» Για το καλό του λαού; Ο ίδιος δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες. Και παράλληλα μ' αυτόν, η «Αυγή» έσπευσε να μιλήσει για την παρουσία της Ελλάδας στη «μεγάλη σκακιέρα». Χρησιμοποίησε, δηλαδή, τον όρο που καθιέρωσε με βιβλίο του ο γνωστός σύμβουλος των Προέδρων των ΗΠΑ για ζητήματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, Σ. Μπρεζίνσκι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Με απλά λόγια το ΚΚΕ εκτίμησε: «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, διατηρώντας τον ευρωατλαντικό της προσανατολισμό, που περιλαμβάνει και τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, επιδιώκει την επέκταση των διαύλων συνεργασίας ανάμεσα στους εγχώριους μονοπωλιακούς ομίλους και τους αντίστοιχους ρωσικούς, εμπλέκοντας ακόμα περισσότερο τη χώρα στη δίνη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Απ' αυτούς τους σφοδρούς ανταγωνισμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη για το ποια μονοπώλια, ρωσικά, ευρωενωσιακά ή αμερικανικά, θα καρπωθούν αυτόν τον πλούτο, ο λαός θα είναι και πάλι ο ζημιωμένος».
Στο συνολικό σκηνικό που διαμορφώνεται αν οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα περιμένουν παθητικά το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, ή στηρίξουν την κυβέρνηση στα διάφορα παζάρια της, είναι σίγουρο ότι στο τέλος θα δοκιμάσουν νέες επώδυνες «εκπλήξεις».
Επιπλέον, θα έχουν χάσει χρόνο πολύτιμο για την οργάνωση της πάλης, για την απόκρουση των σχεδίων της κυβέρνησης, της εργοδοσίας και των δανειστών.
Τώρα, πρέπει να σημάνει συναγερμός. Με αγωνιστικές πρωτοβουλίες να σπάσει το κλίμα της αναμονής. Να αξιοποιηθεί κάθε μορφή οργάνωσης του λαού για ένταση της πάλης για την ανάκτηση των απωλειών, το ξήλωμα όλου του αντεργατικού πλαισίου, την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Ανάσταση, χωρίς το λαό στα μετερίζια της ανατροπής, δεν πρόκειται να υπάρξει.
Ολα τούτα, φέτος το Πάσχα που επιλέγεται και ως ημέρα έναρξης προβολών των νέων χολιγουντιανών ταινιών, θα ήταν υλικό για μια επιθεώρηση, αν δεν ήταν κομμάτι μιας επικοινωνιακής χλαπάτσας που πετιέται στα μούτρα του ελληνικού λαού με το άλλοθι της δημοσκοπικής του συναίνεσης. Τα καινούργια κρατικά επίκαιρα δεν παράγονται πια στη Ζαλοκώστα, αλλά στο νέο κτίριο προαγωγής της προπαγάνδας, γωνία δυο βασιλισσών, Σοφίας κι Αμαλίας, και με το προνόμιο της μεγάλης πλατείας μπροστά του. Μια μοδέρνα εστεμμένη, άλλωστε, μπορεί να είναι και θεσμική καναλάρχισσα που θυσιάστηκε για τον αυτοέλεγχο του χρέους. Η πληροφορία ότι οι βουλευτές θα υποχρεωθούν να κινούν τα βουλευτικά αυτοκίνητα ως βανάκια για την απευθείας μετάδοση φιλοκυβερνητικών εκδηλώσεων ή και επεισοδίων, ελέγχεται μέχρι να κατατεθούν όλες οι τροπολογίες στα επαναστατικά νομοσχέδια. Αντιθέτως, επιβεβαιώθηκε ότι οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι στη Βουλή, μέχρι πρότινος αποκαλούμενοι κοινοβουλευτικοί συντάκτες, αποκτούν υπηρεσιακό φάκελο - ποινολόγιο με τον οποίο θα ελέγχονται για τη συγγραφή ύμνων προς το πρόσωπό της. Οσοι δεν τιμούν το προνόμιο να την τιμούν θα διαπιστεύονται στο κανάλι της Βουλής, όπου υποχρεωτικά και εναλλάξ θα διαβάζουν φωναχτά την Κόλαση του Δάντη με μοναδικές στιγμές διαλείμματος τα βουλευτικά σποτάκια, τα ήδη γνωστά απ' τη Λισαβόνα ως το Βλαδιβοστόκ.
Σ' αυτή την ιδιότυπη τσινετσιτά παράγονται αριστερά ντοκιμαντέρ ημερήσιας προβολής και χρήσης, τόσα ώστε να συγκροτούν ένα γιγάντιο άθροισμα πίξελ και να εκπέμπεται η εικόνα του θριάμβου και των θριαμβευτών που με τα καθαρά τους χέρια σώζουν αυτούς που θέλουν να κυβερνηθούν... Εδώ είναι το ζουμί. Να τρως σπαγγέτι και να νομίζεις ότι είσαι πρωταγωνιστής σε γουέστερν - σπαγγέτι. Να θυμάσαι τον Μπετίνο Κράξι και να τον μυθοποιεί ως κράξιμο κάθε αντίθετης άποψης και φωνής αφού η δημοκρατία της αριστερής αστικής διαχείρισης είναι υπόθεση που γεννήθηκε, ανδρώθηκε, πεθαίνει κι ανασταίνεται ως απλή αντιδικία απ' τα ειρηνοδικεία ως τα ειδικά δικαστήρια. Οποιος δεν το κατάλαβε δεν έχει μεροκάματο, ούτε κομπάρσου στην αριστερή υπερπαραγωγή. Στο διηνεκές θα πληρώνει εισιτήριο για να βλέπει τη νέα εκδοχή των παθών.
Ανεξάρτητα το αν το χρέος αποπληρωθεί με δόσεις ή τοις μετρητοίς, αν θα κουρευτεί μέρος του ή αποπληρωθεί ολόκληρο, η αλήθεια είναι ότι επίσημα η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι «η Ελλάδα πάντοτε εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της απέναντι σε όλους τους δανειστές και αυτό σκοπεύει να κάνει εις το διηνεκές». Και αυτό είναι φυσικό για ένα καπιταλιστικό κράτος, μιας οικονομίας που λειτουργεί με σκοπό το κέρδος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, του κεφαλαίου. Γιατί ο διεθνής δανεισμός είναι απαραίτητο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάκαμψης και αυτό αφορά όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα από την οικονομική τους δύναμη. Η τακτοποίηση των χρεών με ρύθμιση και αποπληρωμή τους είναι απαραίτητος όρος για να μπορέσει αυτός ο δανεισμός να συνεχίζεται στο διηνεκές. Το κρατικό χρέος έχει, λοιπόν, τη σφραγίδα του κεφαλαίου. Η ανάγκη για δανεισμό του κράτους δημιουργείται εξαιτίας των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου, των θαλασσοδανείων, των επιδοτήσεων, των δαπανών στους ΝΑΤΟικους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και μια σειρά άλλα ζητήματα που αφορούν ανάγκες του κεφαλαίου και όχι του λαού.
Από τις 12 Μάρτη του 2011 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, σχολιάζοντας την πρόταση που είχε καταθέσει τότε ο ΣΥΡΙΖΑ για επιτροπή λογιστικού ελέγχου, σημείωνε: «Ο λαός δεν πρέπει να έχει προσδοκίες ότι είναι δυνατό να προκύψουν ουσιαστικά οφέλη γι' αυτόν μέσα από μια κοινοβουλευτική επιτροπή ελέγχου του χρέους». Σε ό,τι αφορά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ τόνιζε: «Η σύσταση μιας τέτοιας επιτροπής διευκολύνει την κυβερνητική επιχειρηματολογία, που στοχεύει στον αποπροσανατολισμό και στην παγίδευση του λαού σε διλήμματα και αντιπαραθέσεις τμημάτων της πλουτοκρατίας. Για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα το ζήτημα δεν είναι ο επισφαλής διαχωρισμός του χρέους σε νόμιμο, παράνομο ή επαχθές, που θέτει ως στόχο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξάρτητα από το πώς μπορεί ο καθένας να χαρακτηρίσει το χρέος, αυτό το διαμόρφωσαν διαχρονικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, με τους ΝΑΤΟικούς εξοπλισμούς, τις προκλητικές φοροαπαλλαγές υπέρ των μονοπωλίων, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις και τα πάμπολλα προνόμια στους επιχειρηματικούς ομίλους, προκειμένου να στηριχτεί η περιβόητη ανταγωνιστικότητα, δηλαδή η κερδοφορία και η ισχυροποίησή τους. Οι λαϊκές δυνάμεις για κανένα λόγο δεν πρέπει να δεχτούν θυσίες ή βάρβαρα μέτρα, για κανένα μέρος του χρέους "νόμιμο" ή "παράνομο". Ο περιορισμός της συζήτησης στην αντιμετώπιση του χρέους αποτελεί συγκάλυψη των πραγματικών αιτιών της καπιταλιστικής κρίσης και του βάρβαρου πολέμου που έχουν εξαπολύσει στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα τα αστικά κόμματα με τη συνεργία της ΕΕ και του ΔΝΤ. Η συσσώρευση κεφαλαίων στους κεφαλαιοκράτες, η αναρχία και η ανισομετρία σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, η διόγκωση των ελλειμμάτων, είναι αποτέλεσμα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ. Η επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα εξελίσσεται σε όλες τις χώρες με την ίδια αγριότητα, ανεξάρτητα από το ύψος του χρέους, γιατί στοχεύει να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλιακών ομίλων».
Απ' την αρχή της κρίσης μια σειρά αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις είχαν αναγάγει την κρίση σε ζήτημα χρέους και διαφάνειας.
Ποιος δε θυμάται ότι στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος τις μέρες των «αγανακτισμένων» φιγουράριζε η πρωτοβουλία για τη σύσταση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ), που στοχοποιούσε αποκλειστικά τους «διεφθαρμένους πολιτικούς και επιχειρηματίες» και άφηνε απ' έξω το καπιταλιστικό σύστημα που τους παράγει και τους αναπαράγει.
Σε εκείνη την πρωτοβουλία συσπειρώνονταν πολλοί απ' όσους και σήμερα σπεύδουν να χειροκροτήσουν την απόφαση πλέον της προέδρου της Βουλής (από το «Αριστερό Ρεύμα» του σημερινού κυβερνητικού κόμματος ως το χώρο «ΝΑΡ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ», από το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής» ως σοσιαλδημοκράτες με το μανδύα του ανεξάρτητου -π.χ. Σ. Σακοράφα-, κόμματα - δεκανίκια της ΕΕ, όπως οι Οικολόγοι - Πράσινοι μέσω του εκπροσώπου Τύπου τους, Γιάννη Παρασκευόπουλου κ.ά.).
Και τότε, όπως και σήμερα, μιλούσαν για μια επιτροπή που θα ερευνήσει όλες τις συμβάσεις του χρέους για να δει ποιο μέρος του είναι νόμιμο, ποιο παράνομο, παράτυπο ή απεχθές, νομιμοποιώντας στη συνείδηση της εργατικής τάξης ότι ένα μέρος από τα βάρη της κρίσης θα πρέπει να το φορτωθεί στις πλάτες της, αρκεί να εξακριβωθεί με «δίκαιο» τρόπο ποιο θα είναι αυτό.
Οπως σήμερα παρουσιάζουν διάφορους ως ειδήμονες σε ζητήματα χρέους, έτσι και τότε έλεγαν πως κεντρικό ρόλο στο λογιστικό έλεγχο του χρέους θα παίξουν διεθνείς «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, όπως η Eurodad, η CADTM, η Bretton Woods Project, η RMF, η Jubilee Debt Campa Ign UK κλπ. Οργανώσεις που έχουν στενές σχέσεις με ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, έχουν πλούσια δράση σε όλο τον πλανήτη προς όφελος διακρατικών περιφερειακών καπιταλιστικών ενώσεων, αποτελούν εργαλείο των καπιταλιστικών κρατών στη χειραγώγηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ευαγή ιδρύματα, κάποια μέλη του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, άλλες χρηματοδοτούμενες από το «ίδρυμα Φορντ», το ταμείο «Ροκφέλερ» και άλλες χρηματοδοτούμενες επίσημα από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Είχαμε σημειώσει και τότε το γεγονός ότι επίσημα αρκετές από αυτές τις οργανώσεις στους στόχους τους περιλαμβάνουν τη «μεταρρύθμιση» της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ. Τέτοιες επιτροπές έχουν αξιοποιηθεί ή και συσταθεί εξ αρχής από σειρά καπιταλιστικών κυβερνήσεων και με βάση αυτές αρκετές καπιταλιστικές χώρες (Φιλιππίνες, Βολιβία, Περού, Βραζιλία, Παραγουάη, Ζιμπάμπουε, Ρωσία, Ισλανδία, Εκουαδόρ) προχώρησαν σε αναδιάρθρωση ή αναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, διασφάλισαν τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ δεν επήλθε βελτίωση της θέσης των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Ν. Καραθανασόπουλος, μιλώντας στις 6 Απρίλη, φέτος, στη Βουλή ανέφερε σχετικά:
«Διεξάγεται μία κακόγουστη φάρσα που ονομάζεται επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους και που, κατά δήλωση της ίδιας της προέδρου της Βουλής, πρόκειται για μία νέα ιστορική στιγμή (...) βεβαίως είναι μια αυθαίρετη κίνηση της προέδρου, που μπορεί να έχει τη δική της ατζέντα και οι εργασίες της να διεξάγονται τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, μετά τη συνάντηση με την Κρ. Λαγκάρντ τόνισε ότι θα εκπληρώσουμε στο διηνεκές όλες μας τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Δεν είναι, εκτιμάμε, η πρόεδρος της Βουλής σε άλλο μήκος κύματος από την κυβερνητική πολιτική και από την πολιτική που ικανοποιεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Γιατί ακριβώς εντάσσεται στην ίδια στρατηγική εξαγνισμού, αθώωσης του καπιταλιστικού συστήματος, ρίχνοντας τα βάρη σε ένα χρέος κρατικό που ξαφνικά έπεσε πάνω στα κεφάλια μας. Ομως, αυτό το χρέος είναι παιδί του καπιταλιστικού συστήματος, ευθύνεται η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη για το κρατικό χρέος και δεν είναι ιδιομορφία της Ελλάδας».
Γίνεται προφανές πως το πραγματικό ερώτημα για το λαό δεν είναι να επιλέξει πόσο, πότε και πώς θα πληρώσει το δημόσιο χρέος αλλά να μην αποδεχτεί καμία συνευθύνη στην αποπληρωμή του. Να δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις, να μην αναγνωριστεί από το λαό και να απαλλαχθεί ο λαός από το βάρος αποπληρωμής τους, «διαγράφοντας» όχι ένα μέρος του αλλά το σύνολό του. Πράγμα, βεβαίως, που απαιτεί ρήξη με το κεφάλαιο και την ΕΕ.
Eurokinissi |
Οι δυνάμεις του νέου και παλιού κυβερνητικού συνδικαλισμού στην εκπαίδευση και συνολικά στο Δημόσιο όχι μόνο σιγοντάρουν την κυβερνητική προπαγάνδα περί «παγώματος» της «αξιολόγησης», αλλά επιπλέον δηλώνουν έτοιμες «μέσω του διαλόγου να συμβάλλουν εποικοδομητικά» στη νέα εκδοχή της αξιολόγησης που ετοιμάζεται από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ (βλέπε τοποθετήσεις πλειοψηφιών σε ΑΔΕΔΥ, ΔΟΕ).
Το σημαντικότερο απ' όλα: Με διακηρυγμένη και δεδομένη την κυβερνητική πολιτική για τήρηση των δεσμεύσεων απέναντι στην ΕΕ και για στενή συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες και εφησυχασμούς. Στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ βασίστηκαν όλες οι αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις των προηγούμενων ετών, ανάμεσά τους και η προώθηση της «αξιολόγησης».
Μπορεί η νέα μορφή της «αξιολόγησης» να ρετουσαριστεί, το περιεχόμενό της όμως θα παραμείνει βαθιά αντιδραστικό και αντιεκπαιδευτικό.
Η λεγόμενη όμως «αξιολόγηση» δεν έχει καμία σχέση με την ανάγκη επιστημονικής, τεχνικής, επαγγελματικής στήριξης των εργαζομένων, ώστε οι ίδιοι και οι δημόσιες υπηρεσίες να γίνουν καλύτερες, σύγχρονες, πιο ποιοτικές στην παροχή αναβαθμισμένων κοινωνικών υπηρεσιών για τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία. Ούτε έχει στόχο να εξαλείψει τις αιτίες που δημιουργούν και οξύνουν τα λαϊκά προβλήματα.
Συνεπώς, στο πλαίσιο του σημερινού δρόμου ανάπτυξης, της σημερινής εξουσίας και του σημερινού, αντιδραστικού, κρατικού μηχανισμού, δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση που θα έχει φιλολαϊκά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να υπάρξει «καλή» «αξιολόγηση».
Σε τελευταία ανάλυση, όταν μιλάμε για την αξιολόγηση μέσα σε αυτό το σύστημα, στο πλαίσιο αυτής της οικονομίας, που έχει όνομα (καπιταλισμός) μιλάμε για τον αντιδραστικό και ασφυκτικό κρατικό έλεγχο στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να προσαρμοστούν πιο αποτελεσματικά, πιο αποφασιστικά στο περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων και των αναλυτικών προγραμμάτων (βλέπε επιχειρηματικότητα, διαστρέβλωση της Ιστορίας κ.ά).
Το πρώτο πρόβλημα με το κείμενο της προσφυγής είναι καταρχήν ότι, μετά τη διαπίστωση των προβλημάτων (στην οποία οι περισσότεροι βέβαια συμφωνούμε σήμερα), η λύση για τους υπογράφοντες καθηγητές και τις διοικήσεις των δύο Σχολών βρίσκεται στην ακύρωση της μετεγγραφής των πρωτοετών φοιτητών, οι οποίοι από την αρχή του εξαμήνου έχουν γίνει μπαλάκι ανάμεσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων και στο υπουργείο, μη γνωρίζοντας τελικά πού έχουν περάσει, τι θα γίνει με τις σπουδές τους.
Να σημειώσουμε πως πρόκειται για παιδιά που εισήχθηκαν στις δύο κεντρικές Αρχιτεκτονικές Σχολές πληρώντας κριτήρια οικονομικά (ελάχιστο εισόδημα γονέων) ή ανήκοντας σε κάποια από τις ειδικές κατηγορίες (παιδιά με αναπηρία, τρίτεκνων ή πολύτεκνων οικογενειών κλπ). Πρόκειται, δηλαδή, για παιδιά που στην πλειοψηφία τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο κόστος σπουδών μακριά από τον τόπο διαμονής, πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει καμιά μέριμνα για την εξασφάλιση δωρεάν στέγασης, σίτισης, μεταφορών. Να σημειώσουμε, επίσης, πως με κυνικότητα το κείμενο αποκαλεί αυτή την κατάσταση (δηλαδή την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των μετεγγραφόμενων) «τυχαία γεγονότα», που αντιβαίνουν στα ακαδημαϊκά κριτήρια...!
Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο που η πρώτη, «αυθόρμητη» αντίδραση του υπουργού Παιδείας, κ. Μπαλτά, ήταν να αναγάγει την προσφυγή των δύο Αρχιτεκτονικών Σχολών σε «πράξη αντίστασης»... Ασπάζεται, άλλωστε, τόσο αυτός όσο και η κυβέρνησή του, μια ελιτίστικη, βαθιά ταξική, αντίληψη για την εκπαίδευση (παρά τα εύγλωττα -αναγνωρίζουμε- μαθήματα ενάντια στην ταξικότητα της εκπαίδευσης που κατά καιρούς έχει παραδώσει ...από αστικές εφημερίδες και καθέδρας). Πάνω απ' όλα, ας μην ξεχνάμε ότι είναι υπουργός μιας κυβέρνησης που κάνει πολιτική για τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, συστήνοντας στους εργαζόμενους, στα φτωχά λαϊκά στρώματα το «λιτό βίο» του Βαρουφάκη και το «όσοι αντέχουν οικονομικά, ας σπουδάσουν τα παιδιά τους» του Μπαλτά.
Η απόφαση του ΣτΕ και η ανοχή και παρότρυνση της κυβέρνησης δημιουργεί ήδη προηγούμενο για να πεταχτούν έξω και παιδιά άλλων Σχολών και Τμημάτων που έχουν μετεγγραφεί. Να θυμίσουμε ότι ο κ. Φορτσάκης, πριν έναν περίπου χρόνο και όντας πρύτανης του ΕΚΠΑ, είχε επιλέξει κι αυτός την τακτική του φορτώματος των προβλημάτων του Ιδρύματος στους μετεγγραφόμενους φοιτητές. Το πρόβλημα, δε, που προοιωνίζεται να προκύψει και στο ΕΚΠΑ με τις μετεγγραφές αφορά πάνω από 1.500 φοιτητές. Τότε, μάλιστα, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΕΑΑΚ στα Πανεπιστήμια είχαν «ανέβει στα κεραμίδια» για τις δηλώσεις Φορτσάκη, ενώ σήμερα χειροκροτούν την προσφυγή των Αρχιτεκτονικών Σχολών και την ίδια και απαράλλαχτη πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας.
Η κυβέρνηση, στο σύντομο διάστημα που κυβερνάει, έχει αποδείξει ότι και στην εκπαίδευση, στα μορφωτικά δικαιώματα, τελικά καταλήγει με κριτήριο το «ο καθένας ανάλογα με την τσέπη του». Δεν πρωτοτυπεί. Αυτός είναι ο κανόνας των πολιτικών εκπροσώπων της εξουσίας των μονοπωλίων. Από τη στάση που κράτησε το υπουργείο Παιδείας για τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, μέχρι το ζήτημα των μετεγγραφών και των διαγραφών των φοιτητών και σπουδαστών είναι φανερό ότι είναι πολύ μακριά από τις προθέσεις της κυβέρνησης έστω και η ελάφρυνση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, η διευκόλυνση των παιδιών τους να μορφωθούν.
Αντίστοιχο είναι το ζήτημα των διαγραφών όσων έχουν υπερβεί τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών. Ως αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε ότι οι υπό διαγραφή φοιτητές δεν κοστίζουν στα Ιδρύματα και σταματούσε την κριτική του εκεί. Ελεγε, ωστόσο, σκόπιμα τη μισή αλήθεια και αυτό αποκαλύπτεται σήμερα που είναι κυβέρνηση. Ας μας πει, λοιπόν, γιατί δεν προχωρά αποφασιστικά με την κατάργηση του «ν+2» που καθιέρωσε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο και επικυρώθηκε και με το «νόμο Διαμαντοπούλου»; Ο λόγος είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση υπερασπίζεται και αυτή με τη σειρά της τα θεμέλια του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, που σε αυτή τη φάση έχει ανάγκη να εκπαιδεύει συνεχώς ένα κινούμενο δυναμικό σε νέα πεδία κερδοφορίας. Επομένως, είναι όντως κόστος για τα αφεντικά, στη γενίκευση του φαινομένου, οι παρατεταμένες σπουδές, την ίδια στιγμή που αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να προσανατολιστεί σε προγράμματα Διά Βίου Μάθησης και να ειδικευθεί στα πεδία που έχουν ενδιαφέρον για τους κεφαλαιοκράτες. Φυσικά, θα πει κανείς, δεν είναι «η γνώση για τη γνώση», πρέπει η γνώση και η μόρφωση των νέων επιστημόνων να απαντούν στις ανάγκες της παραγωγής και αυτό συμβαίνει αντικειμενικά. Πρέπει, όμως, οι επιστήμονες, οι φοιτητές, η εργατική τάξη να αναρωτηθούν εδώ ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτής της παραγωγής, γιατί έχει αγεφύρωτη διαφορά η υπαγωγή της επιστημονικής γνώσης στους όρους της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η υπαγωγή της στους όρους της γενικής βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργαζομένων.
Η υποχρηματοδότηση πανεπιστημίων και ΤΕΙ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δυσκολίας διαχείρισης που έχει και η σημερινή κυβέρνηση, δεδομένης της κρίσης και της ανάκαμψης που δεν έρχεται για τους κεφαλαιοκράτες. Είναι κεντρική, στρατηγική κατεύθυνση συνολικά της άρχουσας τάξης. Τα «ήξεις αφήξεις» της κυβέρνησης, που αριθμούν πολλά και ενδιαφέροντα στιγμιότυπα, δείχνουν ακριβώς αυτές τις δυσκολίες στο προχώρημα της στρατηγικής και όχι έλλειψη αποφασιστικότητας, όπως κάποιες δυνάμεις προσπαθούν να πείσουν, παρουσιάζοντας τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ευάλωτη στις πιέσεις. Για παράδειγμα, ο Κουράκης, ως υπεύθυνος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ επί συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, είχε δηλώσει για τις μετεγγραφές, απαντώντας στον τότε υπουργό Παιδείας Λοβέρδο: «...θα μπορούσε να γίνει ενδεχομένως μια νομοθετική παρέμβαση, το πνεύμα της οποίας θα λέει να εγγραφούν αμέσως οι φοιτητές που έχουν το δικαίωμα της μετεγγραφής και να αρχίσουν αμέσως τα μαθήματα. Δεν είναι δυνατόν να μπλέξουν σε μια διαδικασία νέοι άνθρωποι που έχουν καταβάλλει τόσο κόπο. Ξέρω τη θέση σας. Είναι αυτή που εκφράζω κι εγώ. Αλλά θα πρέπει να το λύσουμε». Διαφώνησε, δηλαδή, στην ουσία συμφωνώντας με την τότε συγκυβέρνηση, ότι πρέπει να βρεθεί μια μεσοβέζικη λύση ούτως ώστε να σταματήσουν οι μετεγγραφές και να μην υπάρχουν πολλές αντιδράσεις.
Και σήμερα οι χειρισμοί της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κινούνται με τον ίδιο τρόπο. Προχωρούν με την ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου στην εκπαίδευση, στην κατεύθυνση των περικοπών της φοιτητικής μέριμνας και της ενίσχυσης της εμπορευματικής λειτουργίας των διάφορων πτυχών λειτουργίας των ΑΕΙ. Γι' αυτό, άλλωστε, το υπουργείο Παιδείας, διά στόματος Μπαλτά, ανακοίνωσε ότι θα φέρει νομοσχέδιο που θα λύνει κάποια «θεσμικά» θέματα στην Ανώτατη Εκπαίδευση, την ίδια στιγμή που προωθεί σχέδιο νόμου για την Ερευνα, κινούμενο στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης των όποιων εναπομεινασών δημόσιων δομών και αξιοποίησης της Ερευνας για την εξασφάλιση της κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων. Η Ερευνα προς όφελος των μονοπωλίων, άλλωστε, είναι προτεραιότητα και για τη σημερινή συγκυβέρνηση, ενώ φλέγοντα ζητήματα στέγασης, σίτισης των φοιτητών, ανέγερσης νέων εστιών και συντήρησης των παλιών είναι έξω από το πεδίο των πολιτικών στόχων.
Οι φοιτητικές παρατάξεις των κυβερνητικών κομμάτων και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα ΑΕΙ ηγούνται κυριολεκτικά μιας «εκστρατείας» υπεράσπισης των μέτρων της συγκυβέρνησης και, παράλληλα, τροφοδοτούν τη γραμμή της ανοχής στο κίνημα, των μειωμένων απαιτήσεων. Το «περιμένετε και θα δούμε», «η κυβέρνηση με πιέσεις μπορεί να κάνει πράγματα» γίνονται σημαία κάτω από την οποία πρέπει να στοιχηθεί το φοιτητικό κίνημα, μετατρέποντας στην ουσία παλιότερα αιτήματα που και οι ίδιες αυτές δυνάμεις προωθούσαν μέσα στο κίνημα (π.χ., κατάργηση του νόμου-πλαίσιο) σε περίοδο χάριτος για την κυβερνητική πολιτική. Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ωστόσο, θα πρέπει να είναι φανερό ότι η κυβέρνηση συνεχίζει την αντιλαϊκή πολιτική και στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην ίδια κατεύθυνση και με τον ίδιο ρυθμό με τις προηγούμενες. Το ζητούμενο είναι οι φοιτητές, μέσα από τους αγώνες τους αλλά και μέσα από τις επερχόμενες φοιτητικές εκλογές στις 13 Μάη, να προτάξουν απέναντι στο «μόρφωση ανάλογα με την τσέπη του καθενός» το «ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του», ως άξονα για να περιγράψουμε όχι μόνο το τι παιδεία θέλουμε αλλά και το για ποια κοινωνία, ποια παραγωγή, ποια εξουσία πρέπει να παλέψουμε.