Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, για την περίοδο 30 Μάρτη έως 5 Απρίλη η εγχώρια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα καλύφθηκε κατά 30% από εισαγόμενο φυσικό αέριο, 29% από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), 29% από καθαρές εισαγωγές και 9% από λιγνίτη. Η συνεισφορά του λιγνίτη στην προημερήσια αγορά της χώρας, σύμφωνα με το τελευταίο εβδομαδιαίο Δελτίο Ενεργειακής Ανάλυσης του ΙΕΝΕ, ήταν για πρώτη φορά μηδενική, με το κενό να καλύπτεται από την αυξημένη κατανάλωση φυσικού αερίου και ΑΠΕ. Μιλάμε βέβαια για μια περίοδο περιορισμένης ζήτησης, λόγω των μέτρων περιορισμού στη λειτουργία πολλών επιχειρήσεων, η οποία όμως προσφέρεται για πειραματισμούς σε ό,τι αφορά το ξανανακάτεμα του ενεργειακού μείγματος στη χώρα μας. Μόλις τον προηγούμενο μήνα, δηλαδή τον Μάρτη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού, οι εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος έφτασαν τα 1,164,304 ΜW, με σχεδόν 40% να προέρχεται από τη Βουλγαρία και 28,53% από την Ιταλία, ενώ οι εξαγωγές ήταν στα 57,199 MWh, 35,37% προς Τουρκία και 26,4% στην Ιταλία. Με άλλα λόγια, οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας καλύφθηκαν ως επί το πλείστον χωρίς τον φτηνό λιγνίτη, αλλά από τις ακριβότερες πηγές, όπως οι ΑΠΕ, το αέριο και οι εισαγωγές.
Την ίδια ώρα, στο πλαίσιο της λεγόμενης απολιγνιτοποίησης, το σύνολο σχεδόν των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στη Δυτική Μακεδονία έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πιο σύγχρονη, αυτή του ΑΗΣ Μελίτης (προγραμματίζεται να κλείσει οριστικά το 2023), με αποτέλεσμα την παύση των εργασιών και στο ορυχείο Αχλάδας, αφήνοντας «στον αέρα» πάνω από 150 εργαζόμενους. Πριν από λίγες μέρες, μπήκε οριστικό λουκέτο στον ΑΗΣ Αμύνταιου, ενώ τα σβηστά φουγάρα του ΑΗΣ Καρδιάς θα επαναλειτουργήσουν τον Οκτώβρη για τις ανάγκες της τηλεθέρμανσης. Η κατάσταση αυτή στην εγχώρια αγορά Ενέργειας αποτελεί φωτογραφία της στιγμής, αλλά και εικόνα από το μέλλον, όπου οι επιχειρηματικοί όμιλοι της «πράσινης ανάπτυξης» είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι, με εκατομμύρια κέρδη από τις αγοραπωλησίες στα ενεργειακά χρηματιστήρια, την ίδια στιγμή που η ανεργία και τα ακριβότερα τιμολόγια θα βαραίνουν ολοένα και περισσότερο το λαό.
«Για το θέμα αυτό, ζητήθηκε η θεσμοθέτηση σοβαρού θεσμικού πλαισίου, με στόχο την προστασία των εργαζομένων, κατόπιν διαβούλευσης και νομοθέτησης». Αυτή ήταν η απάντηση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ στις δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι «η κυβέρνηση έχει δώσει ως γενική κατεύθυνση τη χρήση τηλεργασίας για έως 70% των υπαλλήλων σε επιχειρήσεις», ικανοποιώντας έτσι την πάγια απαίτηση της εργοδοσίας για ένταση της «ευελιξίας», διάλυση κάθε διάκρισης των ορίων του ημερήσιου χρόνου εργασίας, εκτίναξη της εκμετάλλευσης. Οσον αφορά το «σοβαρό θεσμικό πλαίσιο», ας ψάξουν στις υπογραφές που έβαζαν στην Εθνική Γενική Συλλογή Σύμβαση Εργασίας 2006 - 2007, που ενσωμάτωσε για πρώτη φορά την Ευρωπαϊκή Συμφωνία - Πλαίσιο για την Τηλεργασία, η οποία έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ. Αλλά και στις πρόσφατες ΠΝΠ της κυβέρνησης με αφορμή τον κορονοϊό, για τις οποίες δεν έβγαλε άχνα η ΓΣΕΕ, έχουν νομοθετηθεί όλες οι απαιτήσεις του ΣΕΒ για την ενίσχυση του θεσμού της τηλεργασίας και τη διευκόλυνση της εφαρμογής της. Από την πρώτη μέρα της πανδημίας, που ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ δήλωνε ότι «πρέπει να αναλάβουμε όλοι το κόστος της αντιμετώπισης», μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνεται πως η ηγεσία της ΓΣΕΕ αποτελεί τον καλύτερο σύμμαχο της κυβέρνησης και των εργοδοτών στην προσπάθειά τους να μονιμοποιήσουν «έκτακτους» νόμους και αντεργατικές πρακτικές, που δοκιμάστηκαν με επιτυχία για τα συμφέροντά τους την περίοδο έξαρσης της πανδημίας και διαλύουν τα δικαιώματα των εργατών, με στόχο να φορτωθούν τα σπασμένα της κρίσης και πάλι οι εργαζόμενοι.