«Προκειμένου οι δημόσιοι πόροι να πιάνουν τόπο, είναι κρίσιμο (...) να εστιάσουμε λιγότερο στο "πόσες" επιχειρήσεις θα πάρουν ΕΣΠΑ ή "πόσο" ΕΣΠΑ θα πάρουν, και περισσότερο στο "σκοπό" για τον οποίο θα το πάρουν». «Θα έχει η χώρα (...) στη διάθεσή της σημαντικά κονδύλια για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει αυτή τη φιλόδοξη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο (...) Να αρχίσουμε για τα καλά να σχεδιάζουμε τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσουμε αυτούς τους πόρους». «Δεν αρκεί να δίνουμε χρήματα» αλλά «να καταλάβουμε τι αναδιάρθρωση θέλουμε, τι σχέδιο έχουμε, πώς βοηθάνε αυτά τα εργαλεία». Θα μπορούσε να είναι το γνωστό κουίζ «μάντεψε ποιος», αλλά μάλλον πρόκειται για το «μπίνγκο» του κεφαλαίου, αν σκεφτεί κανείς πως οι παραπάνω παρεμβάσεις δεν έγιναν από το ίδιο πρόσωπο, αλλά από τον ΣΕΒ, τον πρωθυπουργό και τον τομεάρχη Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, Τσακαλώτο, μόλις την περασμένη βδομάδα. Αλλά και παραμέσα, αν διάβαζε κανείς τις παρεμβάσεις τους, καμία διαφορά δεν θα έβρισκε ως προς το πού τελικά θα πάει ο πακτωλός των χρημάτων και των άλλων παρεμβάσεων, που ο λογαριασμός τους θα σταλεί στο λαό, αφού τα «διαφορετικά σχέδια» είναι ...το εξής ένα: Πώς θα τρέξουν ακόμα πιο γρήγορα οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, σαρώνοντας εργατικά - λαϊκά δικαιώματα και ανοίγοντας έτσι νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο εκεί που οσμίζεται περισσότερα κέρδη, όπως στην «πράσινη» ανάπτυξη, στην ψηφιακή οικονομία κ.ο.κ. Το ζήτημα για τους εργαζόμενους και το λαό είναι να ανοίξουν κι εκείνοι τη δική τους συζήτηση για τον μόνο δρόμο που μπορεί να ικανοποιήσει τις δικές τους ανάγκες: Αυτόν της σύγκρουσης με το κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τις προτεραιότητές του.
«Ελλάς - Γαλλία συμμαχία» είναι το ξαναζεσταμένο φαΐ που σερβίρει αυτές τις μέρες η κυβέρνηση, με αφορμή την επικείμενη υπογραφή της «στρατηγικής συμφωνίας» ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις, που περιλαμβάνει και τη στάθμευση γαλλικών αεροσκαφών σε ελληνικές βάσεις. Προπομπός αυτής της συμφωνίας είναι η αγορά γαλλικών φρεγατών νέας τεχνολογίας, που θα οριστικοποιηθεί τις επόμενες μέρες και προβάλλεται ως «βελτίωση» της επιχειρησιακής ικανότητας του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού απέναντι στις τουρκικές αμφισβητήσεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που η αναβάθμιση των διμερών στρατιωτικών σχέσεων με κάποιον από τους Ευρωατλαντικούς συμμάχους της Ελλάδας παρουσιάζεται ως «απάντηση» στην τουρκική προκλητικότητα. Το ίδιο έγινε και με τον «Στρατηγικό Διάλογο» Ελλάδας - ΗΠΑ, που υπηρέτησαν η προηγούμενη και η σημερινή κυβέρνηση, αποδείχτηκε όμως «όχημα» για την επίσπευση επικίνδυνων διευθετήσεων, που περιλαμβάνουν και τα Ελληνοτουρκικά, στο όνομα της διασφάλισης της ΝΑΤΟικής συνοχής. Ούτε έχουν να κερδίσουν κάτι οι λαοί από τη δημιουργία «αξόνων» και «αντιαξόνων» της αστικής τάξης, όπως έγινε, για παράδειγμα, με τη «συμμαχία των χωρών του Νότου» απέναντι στην οικονομική πολιτική της Γερμανίας, ή με τη συμμαχία Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου για τα Ενεργειακά. Καμιά διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας και των συμφερόντων του λαού δεν έφεραν όλα αυτά. Αντίθετα, όπως θα γίνει και με την ελληνο-γαλλική στρατηγική συμφωνία, η Ελλάδα μπλέκεται βαθύτερα στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τους ανταγωνισμούς, εγκλωβίζοντας το λαό σε ένα επικίνδυνο σπιράλ, που του επιφυλάσσει μόνο περιπέτειες.
Την απογοήτευση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων για τον τρόπο που τα κράτη - μέλη και συνολικά η ΕΕ αντιμετωπίζουν την πανδημία καταγράφει πρόσφατη έρευνα μιας «δεξαμενής σκέψης». Στην έρευνα συμμετείχαν 11.000 άτομα από χώρες που καλύπτουν περισσότερα από τα δύο τρίτα του πληθυσμού της ΕΕ. Σχεδόν οι μισοί απ' όσους ρωτήθηκαν σε όλες τις χώρες, δήλωσαν ότι η ΕΕ αντέδρασε ανεπαρκώς στην κρίση, με το 46% να δηλώνει ότι δεν ανταποκρίθηκε στις ευθύνες της και σχεδόν οι μισοί (47%) ότι ήταν «άσχετη». Σε χώρες με περισσότερα κρούσματα και θανάτους, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, τα ποσοστά αυτά αυξάνονται ακόμα περισσότερο (δύο στους τρεις και 61% αντίστοιχα δηλώνουν ότι η ΕΕ είχε αποτύχει για τους πολίτες της). Τα αποτελέσματα της έρευνας αποτυπώνουν έως ένα βαθμό τη μεγάλη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι τα λαϊκά στρώματα βρέθηκαν απροστάτευτα από το κράτος απέναντι στην πανδημία, πληρώνοντας σε πολλές περιπτώσεις με χιλιάδες θύματα τις ανεπάρκειες του συστήματος Υγείας και του κρατικού μηχανισμού. Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κράτη - μέλη και οι αντιφάσεις στη διαχείριση της πανδημίας δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί, παρά την προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων να εξωραΐσουν το ρόλο που έπαιξε η ΕΕ στην πανδημία. Το ζητούμενο είναι αυτή η απογοήτευση και η δυσαρέσκεια να στραφούν στο ίδιο το αστικό κράτος και την ΕΕ, η οποία ούτε «άσχετη» είναι ούτε «ανεύθυνη». Αντίθετα, όπως έδειξε και η διαχείριση της πανδημίας, στο έδαφος των διαλυμένων και εμπορευματοποιημένων συστημάτων Υγείας, έχει σε προτεραιότητα τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος των αναγκών του λαού.