Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν κλείνει τα μάτια απέναντι στο αντιδραστικό καθεστώς, στο «χωροφυλακίστικο» ρόλο της στην Ευρώπη, στα αντεπαναστατικά αισθήματα των κυρίαρχων τάξεων της τσαρικής Ρωσίας. Δεν κλείνει όμως τα μάτια απέναντι στο γεγονός ότι τα οικονομικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, σε εποχή μάλιστα διεύρυνσης της αγοράς, και για να υπάρξουν και για να δυναμώνουν, είχαν κάθε λόγο να υπονομεύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, διασφαλίζοντας πρώτιστα τα νότια σύνορα της Ρωσίας και το εμπόριό της μέσω της Μαύρης Θάλασσας στη Μεσόγειο και τη Δύση. Καθώς «ανάγκα και θεοί πείθονται», η τσαρική κυβέρνηση, προκειμένου να πετύχει την εξασθένιση τού αντιπάλου της και την ανεμπόδιστη παρουσία της στη Βαλκανική, αναγκάστηκε να ενθαρρύνει τον απελευθερωτικό αγώνα των υπόδουλων βαλκανικών λαών. Η ρώσικη εξωτερική πολιτική είχε κατακτητικούς σκοπούς. Αντικειμενικά όμως, οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 18ου - αρχές 19ου αιώνα υποβοήθησαν τον απελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού και των άλλων βαλκανικών λαών. Οι πόλεμοι αυτοί ούτε καπρίτσιο των τσάρων ήταν, ούτε «απελευθερωτικοί», ούτε «θρησκευτικοί», όπως εξωραϊστικά τους εμφανίζει η κατεστημένη ιστοριογραφία. Οικονομικοπολιτικοί ήταν. Ομως, οι μακραίωνοι πολιτισμικοί και θρησκευτικοί δεσμοί μεταξύ του ελληνικού με το ρώσικο λαό, αποτελούσαν ένα καλό «άλλοθι» στην κυβερνητική ρώσικη εξωτερική πολιτική για την ενθάρρυνση και τη βοήθεια που παρείχε στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Βοήθεια, βέβαια, που ούτε σταθερή υπήρξε, ούτε χωρίς αντιθέσεις, όπως «πιστοποιούν» οι σολωμικοί στίχοι «Αλλος σου έταξε βοήθεια,/ Και σε γέλασε φρικτά».