Η γλώσσα του Τ. Αυγερινού είναι πλούσια, γάργαρη, μεστή, κυριολεκτική, ανεπιτήδευτη. Η πλοκή πυκνή, ακριβής, ρεαλιστικά παραστατική, χωρίς μελοδραματισμό και εντυπωσιοθηρία, με το δραματικό της μέτρο, με έγνοια κι αγάπη για τους βασανισμένους Μικρασιάτες, με κοινωνική «ματιά» και οργή για τα αίτια των βασάνων τους, μέσα από τις οδύνες του ξεριζωμού και τον τιτάνιο αγώνα για επιβίωση των Μικρασιατών στο Βόλο, κατορθώνει να αναπαραστήσει όλη τη μικρασιατική φτωχολογιά. Οποιος αναγνώστης έχει ζήσει σε κάποια προσφυγογειτονιά της Αθήνας, διαβάζοντας τα διηγήματα βλέπει «ζωγραφιστά» μπρος στα μάτια τη ζωή και τα μύρια δράματα της προσφυγιάς στα παραγκόσπιτα, τον πόνο για τον ξεριζωμό της, την εξαπάτηση και εγκατάλειψή της από τη «μητροπολιτική πατρίδα», τη ρατσιστική εχθρότητα μικρόνοων ντόπιων, την άγρια εκμετάλλευσή της και τη σκληρή βιοπάλη της, τις παραδόσεις και αξίες της. Θαρρεί να «ζωντανεύουν» νέοι, γέροντες, ορφανεμένα παιδιά. Πλάσματα, που φαντάζονταν την Ελλάδα «μάνα γλυκιά», όταν έρχονταν «τρομαγμένοι και ρακένδυτοι με τα καΐκια, και μητριά κακιά αποδείχτηκε», όπως λέει η χαρακτηριστική, υπέροχη, ακάματη, μικρασιάτισσα μάνα, η κυρα-Αννα στο τελευταίο διήγημα. Γι' αυτό και οι συμπαραστάτες τους, όπως ο γιατρός και ο δάσκαλος δύο διηγημάτων μαρτύρησαν κι εκείνοι.