Κυριακή 23 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
ΤΟ ΚΑΡΒΕΛΙ ΤΟ ΨΩΜΙ

(Στα χρόνια της πείνας)

ΚΑΘΕ χρόνο στις γιορταστικές αυτές μέρες ξαναφέρνω στο νου το μεγάλο εκείνο αξέχαστο καρβέλι εντυπωσιακό στο μέγεθος, αλλά και ομορφοστολισμένο με ποιμενικά βουνίσια θέματα.

ΗΤΑΝ χριστόψωμο. Το 'χαν πλάσει σ' ένα αραχωβίτικο σπίτι, στου Παρνασσού τα ψηλώματα. Και πήγαινε στην Αθήνα δώρο σ' έναν παλιό φίλο του χωριού, που στα προπολεμικά χρόνια αντάμωναν στις «Δελφικές Γιορτές».

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ καρβέλι ήταν ένα μικρό δώρο του χωριού στον ακούραστο δουλευτή του 1821, το Ρουμελιώτη ιστορικό και λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη, που υπόφερε πολύ με την έλλειψη τροφίμων και ψωμιού. Αλλοτε αλώνιζε την Αθήνα και δεν είχε απουσίες στο «στέκι» του στου Ζαχαράτου, όπου μέσα από το κρυστάλλινο άνοιγμα είχε θέα την πλατεία ολόκληρη που δεν την είχαν τεμαχίσει ακόμη.

ΕΦΙΑΛΤΙΚΕΣ οι μέρες του πρώτου κατοχικού χειμώνα. Ολα τα τρόφιμα και κάθε είδος που ήταν αναγκαία για τη διατροφή τα άρπαζαν οι Γερμανοί. Οι αποθήκες άδειασαν. Και το θανατικό όλο και μεγάλωνε.

ΜΕΣΑ σ' αυτήν την απελπισία που ζούσαν χιλιάδες άνθρωποι στην Αθήνα και τ' άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, το ίδιο μαρτυρική ήταν η ζωή για τους ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Σ' αυτούς όλους μέσα και ο Γιάννης Βλαχογιάννης μεγάλη μορφή των Ελληνικών Γραμμάτων. Αστός που μας έσωσε του Εικοσιένα τα χαρτιά (που το κράτος τα είχε βγάλει στο σφυρί να πωληθούν σαν χαρτί περιτυλίγματος). Και τι δεν έδωσε στη Νεότερη Ιστορία μας: τον Μακρυγιάννη, τον Κασομούλη...

ΑΥΤΟΣ, λοιπόν, ήταν ο παραλήπτης του καρβελιού, που έστελνε η Αράχωβα κι έφτανε στην πρωτεύουσα παραμονές Χριστουγέννων.

ΟΣΟ κι αν η συσκευασία γύρευε ν' αποκρύψει το περιεχόμενο του δέματος τα μάτια έπεφταν επίμονα πάνω σ' αυτό. Κι όχι άδικα. Την ώρα, που ούτε μια φέτα ψωμί δεν μπορούσες να εξασφαλίσεις, να περνά δίπλα σου ολόκληρο καρβέλι που δεν είχαν ποτέ δει.

Η ΟΔΟΣ Οδυσσέως στο Κουκάκι ήταν το σπιτικό του Γ. Βλαχογιάννη. Εμενε εκεί με τις αδελφές του ανύπαντρες. Φοβόταν, πως μπορούσαν να του κλέψουν τα ιστορικά του αρχεία και τ' άλλα συλλεκτικά του πράγματα και είχε θωρακίσει την πόρτα και δεν άνοιγε σε κανένα δίχως προσυνεννόηση. Δε χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο και έτσι η αναγγελία που απόμενε ήταν στα φωναχτά.

ΜΟΥ άνοιξε την πόρτα και μπήκα στο γραφείο του που πνιγόταν από χαρτιά, βιβλία, αποκόμματα εφημερίδων. Ολα έδειχναν ότι ο άνθρωπος που ζούσε εκεί είχε πλάνα ζωής πολύ μεγάλα. Ενα σπίτι σωστή Σιβηρία.

ΕΙΔΕ περίεργα το δέμα που κρατούσα και σα μικρού παιδιού σκίρτημα αναπήδησε χαρούμενος. Ψωμί, ψωμί. Τράβηξε κοντά του μια καρέκλα και κάθισε για να το δει καλύτερα. Χάιδευε το καρβέλι και μονολογούσε ψωμί, ψωμί.

ΟΤΑΝ κόπασε ο ενθουσιασμός για το ψωμί, είδε ακόμη και μερικά άλλα που συμπλήρωναν το δώρο! Ηταν δυο κεφάλια φορμαέλες (τυρί) είχε ακόμη φέτα και για το τσουκάλι φασόλια και φακές της Αράχωβας.

Η ΑΡΑΧΩΒΑ στην κατοχή θυμήθηκε επίσης με την ίδια αγάπη τον ποιητή Αγγελο Σικελιανό, που είχε μαζί του στενούς δεσμούς και φιλίες με τις «Δελφικές Γιορτές». Και έστελνε και στον ποιητή αυτά τα μικρά δώρα που είχαν την αξία τους εκείνα τα δύσκολα χρόνια.

ΑΞΙΖΕΙ να θυμηθούμε αυτό που έγραφε για το ψωμί ο αντιστασιακός λογοτέχνης Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του: «Τότε που ζούσαμε». «Αυτό το ψωμί! Ενας θεός ζωοδότης. Η φυσική τροφή του ανθρώπου. Την αναζήτησε στις μεγάλες του μετακινήσεις επίσης επάνω στη γη κι όταν τη βρήκε ημέρεψε. Το πνεύμα του ανθρώπου που τρώει ψωμί είναι ξεκάθαρο και εύγευστο. Τώρα οι άνθρωποι πρήζονται και πεθαίνουν...».


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ