Στο πρώτο κείμενο (Οι Γάμοι στην Τιπαζά), ένας νεαρός, παιδί «ενός λαού γεννημένου από τον ήλιο και τη θάλασσα», τραγουδά τη χαρά του για τη ζωή και την υπερηφάνειά του που μπορεί ν' αγαπά απεριόριστα. Στο δεύτερο (Ο άνεμος στην Τζεμιλά) βρισκόμαστε στον τραγικό διάκοσμο μιας νεκρής πολιτείας, που τη σαρώνει ο άνεμος. Ο συγγραφέας εκφράζει τη συνειδητή βεβαιότητά του για έναν ανέλπιδο θανάτο. Μα ακόμα κι η φρίκη αυτού του θανάτου δεν θα τον αποσπάσει από τους στοχασμούς του. Στο επόμενο κείμενο (Το καλοκαίρι στο Αλγέρι) ο συγγραφέας παρουσιάζει την ψυχολογική περιγραφή μιας πόλης χωρίς παρελθόν, που αγνοεί την έννοια της αρετής, μα που έχει την ηθική της και που οι άνθρωποί της βρίσκουν «καθ' όλη τη διάρκεια της νιότης τους μια ζωή στα μέτρα της ομορφιάς τους». Στο τέταρτο και τελευταίο κείμενο (Η έρημος), ο Καμύ ανακαλύπτει ότι η συμφωνία που ενώνει έναν άνθρωπο με τη ζωή του, σ' έναν κόσμο που η ομορφιά του θα χαθεί, είναι «η διπλή συνείδηση της επιθυμίας του να διαρκέσει και της μοίρας του να πεθάνει».